Αρχική σελίδα → Ιστορία → Μεσαιωνική Ιστορία

Βυζαντινός πατρίκιος: Στίβεν Ράνσιμαν

Μαίρη Παπαγιαννίδου, εφ. Το Βήμα, 12/11/2000

Κλασικός εκπρόσωπος της αφηγηματικής ιστορίας ο σερ Στίβεν Ράνσιμαν γεφύρωσε με την παρουσία του έναν ολόκληρο αιώνα εκχερσώνοντας το Βυζάντιο και δίνοντας το παράδειγμα του κοσμοπολίτη επιστήμονα

Ηταν άνθρωπος του κόσμου (γιόρτασε τα 80ά γενέθλιά του παρουσία τεσσάρων βασιλισσών) ο διαπρεπής βυζαντινολόγος σερ Στίβεν Ράνσιμαν, ο οποίος πέθανε την 1η Νοεμβρίου σε ηλικία 97 ετών. Εγγονός του μεγαλοεφοπλιστή σερ Γουόλτερ Ράνσιμαν (1847-1937), γιος του πολιτικού σερ Γουόλτερ, πρώτου υποκόμη (1870-1949), που υπήρξε μαζί με τη σύζυγό του ­ μητέρα του Στίβεν ­ το πρώτο παντρεμένο ζευγάρι στη Βουλή των Κοινοτήτων, γεννήθηκε το 1903 και μπορούσε να λέει προς το τέλος του 20ού αιώνα, ακμαιότατος και εύχαρις πάντα, ότι γνώρισε προσωπικά τον κάθε βρετανό πρωθυπουργό του αιώνα, εξαιρουμένων του Κάμπελ Μπάνερμαν, που πέθανε όταν ο Στίβεν ήταν τριών χρόνων, και του Μπόναρ Λόου «που ούτως ή άλλως δεν τον ήξερε κανείς». Ηταν φυσικό ένας τέτοιος άνθρωπος να απολαμβάνει τις λόξες και τις ιδιοτροπίες των ισχυρών όχι μόνο του παρόντος αλλά και του παρελθόντος. Πολυγραφότατος, έγραψε ιστορικά βιβλία που έγιναν εξαιρετικά δημοφιλή. Οπως είχε ο ίδιος εκμυστηρευθεί σε συνέντευξή του προς «Το Βήμα της Κυριακής», όταν σε ηλικία 94 ετών είχε έρθει για μία ακόμη φορά στην Αθήνα για να τιμηθεί με το Βραβείο Ωνάση εκείνη τη χρονιά, «η μεγάλη μου ικανοποίηση και ανταμοιβή είναι ότι τα βιβλία μου επανεκδίδονται ξανά και ξανά, πράγμα που σας βεβαιώ ότι δεν συμβαίνει συχνά με άλλους ιστορικούς».

Αυτός ο χαρισματικός συγγραφέας, ο οποίος πέτυχε να θεωρείται εν ζωή η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία στον τομέα του, δεν ήταν μόνο ο άνθρωπος που ανέσυρε το Βυζάντιο από την ερευνητική αφάνεια αλλά και ο πρώτος δυτικός ιστορικός που απομυθοποίησε την ιστορία των Σταυροφοριών. Εκεί που η Δύση επί αιώνες έβλεπε τους Σταυροφόρους ως μια επουράνια στρατιά που κατέλαβε αλλά δεν μπόρεσε να κρατήσει τους Αγίους Τόπους, ο Ράνσιμαν κατέδειξε ότι οι Σταυροφόροι ήταν το τελευταίο κύμα των βαρβάρων εισβολέων που κατέλυσαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και αποτέλειωσαν τον αφανισμό καταστρέφοντας τον αληθινό πυρήνα του μεσαιωνικού πολιτισμού, το τελευταίο προπύργιο της αρχαιότητας, την Κωνσταντινούπολη και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. «Χαρτογραφώντας τη μεσαιωνική φάση του ατέρμονου χάσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης στη Μέση Ανατολή ο Ράνσιμαν σαφώς έκλινε προς την πλευρά του Βυζαντίου έναντι της μισαλλοδοξίας και του πλιάτσικου στο οποίο επιδιδόταν η Δύση» έγραψε η εφημερίδα «The Times» συνοψίζοντας την επιστημονική προσφορά του. «Η τελική κρίση του για την όλη επιχείρηση των Σταυροφοριών καθόρισε ένα υψηλό επίπεδο αυτομαστιγώματος, το οποίο πάλεψαν στη συνέχεια να ξεπεράσουν οι επόμενοι ιστορικοί».

Ο Στίβεν Ράνσιμαν ήταν δημοφιλής ήδη από τα χρόνια που ήταν φοιτητής με βασιλική υποτροφία στο Ιτον Κόλετζ και πήγαινε από πάρτι σε πάρτι. Του άρεσε να λέει ιστορίες. Οι ιστορίες του αφορούσαν ακαδημαϊκούς, λογοτέχνες, βασιλείς και ενέπλεκαν γενεαλογικά δένδρα σε βάθος αιώνων και σε εύρος ηπείρων. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Τρίνιτι Κόλετζ του Κέιμπριτζ, όπου μαθήτευσε κοντά στον διάσημο καθηγητή της Νεότερης Ιστορίας και βυζαντινολόγο Τζον Μπάγκνελ Μπιούρι, έκανε σημαντικές γνωριμίες με διανοουμένους του καιρού του, σύχναζε μεταξύ άλλων στον κύκλο του Μπλούμσμπερι, γνώριζε διαρκώς ανθρώπους, κάποιους αναπόφευκτα αμφισβητίες του βρετανικού μεγαλείου. Τα πάρτι που παρέθετε ο ίδιος, όπως διαβάζουμε στη νεκρολογία των «Times», ήταν παροιμιώδη αλλά η καρδιά του ήταν στα ταξίδια και στην έρευνα. Είχε ήδη παρουσιάσει το 1929 το πρώτο του έργο «Ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Λεκαπηνός και η βασιλεία του» και το 1930 τη μονογραφία «Η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία». Το 1933 ο Ράνσιμαν, λέκτωρ ήδη στο Κέιμπριτζ, έδωσε στη δημοσιότητα τον «Βυζαντινό Πολιτισμό», ένα υπόδειγμα ευφυούς συμπύκνωσης: σε 300 σελίδες όχι μόνο έδωσε πλήρη εικόνα του βυζαντινού πολιτισμού αλλά και μια νέα διάσταση στη μεσαιωνική ιστορία. Κάποια στιγμή ένας καθηγητής στο Κέιμπριτζ του είπε ότι, αν ήθελε πραγματικά να γίνει συγγραφέας, έπρεπε να φύγει από το Κέιμπριτζ.

Η ευκαιρία δόθηκε το 1938: έχοντας κληρονομήσει μια σημαντική περιουσία από τον παππού του παραιτήθηκε από το Τρίνιτι Κόλετζ και άρχισε την περιπλάνησή του στον κόσμο: έγινε ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας στη Σόφια για μικρό διάστημα το 1940 και τοποθετήθηκε στην πρεσβεία του Καΐρου μετά την έκρηξη του Πολέμου. Από το 1942 ως το 1945 δίδαξε Βυζαντινή Ιστορία και Τέχνη στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και από το 1945 ως το 1947 διετέλεσε διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου στην Αθήνα. Στα χρόνια που ήταν πρόεδρος του Βρετανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αγκύρας, από το 1951 ως το 1967, συνέγραψε και εξέδωσε το έργο του «Ιστορία των Σταυροφοριών» (τρεις τόμοι, 1951-1954).

Διόλου παράξενο ότι στην Αθήνα, όπου ήρθε μετά τον Πόλεμο ως διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου, ο Ράνσιμαν δεν άργησε να γνωρίσει τους πνευματικούς κύκλους της εποχής. «Με τον Σεφέρη γνωριστήκαμε τότε» είχε δηλώσει στη συνέντευξή του «αλλά η φιλία μας συνεχίστηκε και όλα τα επόμενα χρόνια. Οταν ήρθε ως πρέσβης στο Λονδίνο ήρθαμε πιο κοντά και συχνά μαζί με την κυρία Σεφέρη με επισκέπτονταν στο σπίτι μου στη Σκωτία. Ηταν μια θερμή φιλία. Υπήρχε κάτι αγνό, σχεδόν αθώο, στον Σεφέρη. Δεν είχε τίποτε από τη ματαιοδοξία που χαρακτήριζε π.χ. τον Καζαντζάκη. Δεν μου άρεσε ο Καζαντζάκης. Αυτός που βέβαια με γνώρισε σε όλους τους διανοουμένους της Αθήνας ήταν ο Γιώργος Κατσίμπαλης, τον θυμάμαι με αγαλλίαση: γνώρισα τον Σικελιανό και από τότε έγινε φίλη μου η Τζίνα Μπαχάουερ, όπως και ο Τάκης Χορν...».

Μεταξύ ταξιδιών και συναντήσεων στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αμερική ο Ράνσιμαν έγραψε πλήθος πραγματειών που καλύπτουν όλους τους τομείς της ιστορίας και του πολιτισμού του Βυζαντίου, μεταξύ αυτών τα έργα «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης» (1965), «Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία» (1968), «Η τελευταία Βυζαντινή Αναγέννηση» (1970), «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες και το κοσμικό κράτος» (1972), «Βυζαντινός ρυθμός και πολιτισμός» (1975) και «Η βυζαντινή θεοκρατία» (1977). Το 1980 εκδόθηκε το έργο του «Μυστράς». Ο Ράνσιμαν είναι μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, επίτιμος διδάκτωρ πολλών πανεπιστημίων, μεταξύ των οποίων και της Θεσσαλονίκης, επίτιμος εταίρος του Τρίνιτι Κόλετζ και έχει τιμηθεί με διάφορα παράσημα, μεταξύ των οποίων και με το ελληνικό του Φοίνικος. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλα τα γνώρισε ο σερ Στίβεν Ράνσιμαν πλην ενός: δεν παντρεύτηκε.