Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Να μάθουμε το Εικοσιένα

Βασίλης Κρεμμυδάς*, εφ. Τα Νέα, 23/3/2002

Το Εικοσιένα το έχουμε εγκαταλείψει. Εμείς οι ιστορικοί εννοώ

Αιτιολογίες υπάρχουν· εύλογες. Κυρίως, ότι η νέα αποκαλούμενη ιστοριογραφία είχε να απαντήσει σε άλλου τύπου πιεστικά ερωτήματα, ιστοριογραφικά, δηλαδή κοινωνικά. Άλλωστε, οι απαντήσεις σε αυτού του τύπου τα ερωτήματα είναι που ξαναβάζουν, τα τελευταία χρόνια, το Εικοσιένα στο κέντρο του ερευνητικού μας ενδιαφέροντος, με σκοπό όσα επιμέρους ζητήματα έχουν αναδειχθεί να τα συνθέσουμε σε μια νέα Ιστορία του Εικοσιένα.

Σήμερα, με την ευκαιρία της ετήσιας εθνικής επετείου, ας μου επιτραπεί να υπογραμμίσω μερικά από τα ουσιαστικότερα ελλείμματα στις γνώσεις μας για το πιο σημαντικό γεγονός της νεώτερης και σύγχρονης Ιστορίας μας· είναι ελλείμματα που έχουν, ατυχώς, να κάνουν με τις συνθήκες οργάνωσης και διεξαγωγής του Αγώνα και με τη φυσιογνωμία του. Στην πραγματικότητα αυτό που δεν έχει κάνει η Ιστοριογραφία μας είναι να τοποθετήσει, κατά προτεραιότητα, στο κέντρο της έρευνας και της ανάλυσης του συγκεκριμένου γεγονότος τις σχέσεις που είχαν διαμορφωθεί στους κόλπους του Ελληνισμού - του όλου Ελληνισμού - πριν, κατά την εξέλιξη και στην κατάληξή του.

Το πρώτο ζήτημα που πρέπει να ξαναμελετήσουμε είναι αυτό που ήδη υπαινίχθηκα, ότι δηλαδή η Επανάσταση δεν ήταν υπόθεση του υπό οθωμανική δουλεία Ελληνισμού μόνον, αλλά όλου του Ελληνισμού· κάτι που σημαίνει ότι όλος ο Ελληνισμός είχε, πριν από το γεγονός, επιτύχει να εγκαθιδρύσει σχέσεις ολότητας σε όλα τα επίπεδα, κυρίως στο οικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο. Θέλω να πω, κάνοντας βέβαια εξ ανάγκης ένα αναλυτικό άλμα, ότι ο Ελληνισμός λειτουργούσε ως έθνος.

Ένα άλλο καίριο ζήτημα και ουσιαστικό έλλειμμα έχει να κάνει με τις οικονομικές πραγματικότητες του προεπαναστατικού Ελληνισμού. Ξέρουμε ότι κατά τα 60-70 χρόνια που προηγήθηκαν, οι οικονομικές δραστηριότητες, εμπορικές, ναυτιλιακές - δηλαδή και ναυπηγικές - και βιοτεχνικές είχαν γνωρίσει εκρηκτική ακμή, σε βαθμό κυριαρχίας γύρω στα 1790-1815, είχαν αποφέρει τεράστιο πλούτο και είχαν λειτουργήσει με μοντέρνα οργανωτικά - επιχειρηματικά σχήματα· και ότι οι συγκεκριμένοι κλάδοι της οικονομικής δραστηριότητας είχαν διαφοροποιήσει και τους άλλους, από το καθεστώς της γαιοκτησίας έως τη σύνθεση των καλλιεργειών. Δεν ξέρουμε όμως ότι η Επανάσταση δεν έγινε με φόντο αυτήν την ακμή, αλλά σε συνθήκες βαθιάς κρίσης των συγκεκριμένων οικονομικών δραστηριοτήτων που είχε αρχίσει να διαμορφώνει και τις προϋποθέσεις για διατάραξη των κοινωνικών ισορροπιών και για κοινωνικές συγκρούσεις. Δεν πρέπει μάλιστα να αρνηθούμε να κοιτάξουμε την Επανάσταση και ως, ανάμεσα σε τόσα άλλα, επενδυτική διέξοδο των αργούντων εμπορικών και εφοπλιστικών κεφαλαίων· η επένδυση σ' αυτήν της λαϊκής δυσαρέσκειας είναι περισσότερο αυτονόητη και πάντως υπακούει σε διαφορετικούς ερμηνευτικούς όρους. Δεν είναι απ' αυτήν την άποψη χωρίς αιτία η ραγδαία πύκνωση των τάξεων της Φιλικής Εταιρείας από το 1818, όταν είχε φανεί πια ότι η κρίση ήταν χωρίς αναστροφή.

Ένα τρίτο ζήτημα έχει να κάνει με το αίτημα της Επανάστασης· αυτό ήταν από ιδεολογική άποψη στέρεα επεξεργασμένο, σαφέστατο και διακηρυγμένο εξαρχής: δημιουργία εθνικού αστικού κράτους· με πολίτευμα την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Πρόκειται για αίτημα το οποίο έρχεται κατευθείαν από τις αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και υιοθετεί τα κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης για τα Δικαιώματα, με το πλήρες και ευρύ περιεχόμενο που είχε αυτή η λέξη τότε. Ο Ελληνισμός είχε υποδεχθεί και επεξεργαστεί το κίνημα, τις ιδέες του Διαφωτισμού και η διανοητική, ιδεολογική, παιδευτική κ.λπ. παραγωγή του κατά τα 30-40 χρόνια πριν από το Εικοσιένα ήταν απολύτως στοιχημένη σ' αυτόν· λέμε: ελληνικός Διαφωτισμός. Μόνη σημαντική εξαίρεση, η επίσημη Εκκλησία, το Πατριαρχείο, που πολέμησε σκληρά τον Διαφωτισμό και προσπάθησε να αποτρέψει την Επανάσταση, χωρίς να το εξαναγκάσει ο κατακτητής. Με την πολιτική του Πατριαρχείου δεν πρέπει καθόλου να συνδέουμε την κοινωνική ομάδα με το συλλογικό όνομα Φαναριώτες.

Στην εξέλιξη του πολέμου της Ανεξαρτησίας το συνολικό αίτημα για οργάνωση συνταγματικής Πολιτείας και η προσπάθεια για εγκαθίδρυση θεσμών αστικής δημοκρατίας ανέτρεπαν όλες τις κατεστημένες εξουσίες και δημιουργούσαν άλλες, σε όλα τα επίπεδα. Οι εσωτερικές συγκρούσεις, που λέγονται εμφύλιοι πόλεμοι, δεν έγιναν για τη διατήρηση των παλαιών εξουσιών· όλοι διεκδίκησαν μια καλή θέση στις νέες εξουσίες που δημιουργούνταν και θα γίνονταν πιο συγκεκριμένες με την ίδρυση του κράτους.

Τέλος, υπάρχει ένα ερώτημα: αν δε γινόταν το Ναυαρίνο, θα υπήρχε ελληνικό κράτος; Μολονότι η Ιστορία δεν βαδίζει με τέτοιου τύπου ερωτήματα μπορούμε να απαντήσουμε ότι μία από τις μεγάλες επιτυχίες του Εικοσιένα ήταν ότι έγκαιρα «διεθνοποίησε» το πρόβλημα που το ίδιο είχε δημιουργήσει· η Ευρώπη το «ελληνικό πρόβλημα» θα το έλυνε, έτσι κι αλλιώς, και θα το έλυνε ανταγωνιστικά.

* Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών