Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

H Εκκλησία στο Εικοσιένα

Βασίλης Κρεμμυδάς, εφ. Τα Νέα, 22/3/2005

Μύθοι και ιδεολογήματα

Όταν ο Αρχιεπίσκοπος, ο κ. Χριστόδουλος, προβάλλει τον εαυτό του και την Εκκλησία ως υπερασπιστές των εθνικών ιδεωδών του περιούσιου ελληνικού λαού, όταν κλαίει για τις «Χαμένες πατρίδες», όταν τραγουδάει το γνωστό αλυτρωτικό άσμα, δεν επιδιώκει τόσο να συγκινήσει τον κόσμο της προσφυγιάς, που βρίσκεται ήδη στην τρίτη γενιά του, όσο επιδιώκει να ταυτιστεί με την εθνική μας Ιστορία, με την περιπέτεια της κοινωνίας στον χρόνο. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο λόγος του Αρχιεπισκόπου δεν είναι αμιγώς πολιτικός, παρά προβάλλεται ως εθνικός λόγος, με σκοπό να ταυτιστεί η εθνική Ιστορία με την Εκκλησία· με σκοπό να αναδείξει ως πρωταρχικό τον εθνικό ρόλο της.

Για την ευόδωση του σκοπού, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος, περισσότερο από οποιονδήποτε κοντινό ή μακρινό προκάτοχό του, χρησιμοποιεί τους ιστορικούς μύθους και τα ιδεολογήματα, κατασκευές της Εκκλησίας επίσης, εμμέσως ή αμέσως, κατά το πολλαπλώς εθνικά κρίσιμο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Με ακόμη περισσότερη έμφαση, ο Αρχιεπίσκοπος προβάλλει την Εκκλησία - και τον εαυτό του - ως τον μόνο θεματοφύλακα του έθνους -συχνά κάνει λόγο για το Γένος, που είναι διαφορετικό- ως φύλακα των παραδόσεων και της γνησιότητας του λαϊκού· ως τον μοναδικό ιστό του έθνους που δεν υπέστη αλλοιώσεις από το πέρασμα του χρόνου.

Χρησιμοποίησα αυτήν τη μακρά εισαγωγή για να πω ότι η Εκκλησία στις πιο κρίσιμες στιγμές του έθνους, για να χρησιμοποιήσω δικό της όρο, ήταν απούσα· για την Επανάσταση του 1821 μάλιστα ήταν ανοιχτά αντίθετη, γιατί η ιδεολογία της ήταν αντεπαναστατική. Στην Εγκύκλιο του Μαρτίου 1821 ο Πατριάρχης Γρηγόριος E' ισχυρίστηκε ότι οι επί γης εξουσίες, οι βασιλείες, είναι θεόπεμπτες και όποιος οργανώνει ανταρσία εναντίον τους διαπράττει μέγιστο αμάρτημα, είναι σαν να κινείται εναντίον τού Θεού και γι' αυτό η Εκκλησία τον αφορίζει και τον καταδικάζει σε αιώνια τιμωρία - και τον Σουλτάνο ο Θεός τον έστειλε και οι Έλληνες που οργάνωναν την Επανάσταση διέπρατταν το ίδιο αμάρτημα.

Προσπάθησαν κατόπιν να ισχυριστούν ότι τον Πατριάρχη τον εξανάγκασε η οθωμανική κυβέρνηση να εκδώσει την εν λόγω Εγκύκλιο· αλλά υπάρχει άλλη Εγκύκλιος, του ίδιου Πατριάρχη, του 1797, όταν ούτε η ιδέα για Επανάσταση δεν είχε εμφανιστεί, με το ίδιο ιδεολογικό περιεχόμενο. Και προσπάθησαν να ισχυριστούν ότι μπορεί το Πατριαρχείο να ήταν περιορισμένο, ο κλήρος όμως έγινε μπροστάρης. Εν τούτοις, τα εγχειρίδια Ιστορίας δεν γνωρίζουν άλλον επίσκοπο από τον Π. Πατρών Γερμανό και οι ιστορικοί γνωρίζουμε 3-4 ακόμη που έπαιξαν ρόλο (ενώ η Πελοπόννησος διέθετε πάνω από 30)· έπαιξαν όμως ρόλο όχι με την ιδιότητα του ιερωμένου ή με αυτήν του εκπροσώπου της Εκκλησίας, αλλά με την ιδιότητα του εκπροσώπου της επαρχίας τους, με την ιδιότητα του ηγέτη, ενός από τους ηγέτες της.

Γι' αυτό, η σημερινή ηγεσία της Εκκλησίας δεν επιμένει να αναδείξει πρωτεύοντα ρόλο τής πριν από σχεδόν διακόσια χρόνια προκατόχου της· πολύ περισσότερο που ο μόνος με πρωταγωνιστικό ρόλο ιερωμένος παραήταν επαναστάτης· έπρεπε λοιπόν να εξαφανιστεί από την κατά την Εκκλησία εθνική Ιστορία ο Παπαφλέσσας και να εφευρεθεί ρόλος που τη βόλευε. Προκειμένου να συνδεθεί η Εκκλησία με το Έθνος κατασκευάστηκε ένας από τους πιο ανθεκτικούς ιστορικούς μύθους: ο επίσκοπος Π. Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο-σημαία της Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, κήρυξε δηλαδή την ελευθερία του Έθνους· την κήρυξε η Εκκλησία.

Ένα άγνωστο έως τώρα τεκμήριο μάς δείχνει καθαρά πως κατασκευάστηκαν οι ιστορικοί μύθοι από την Εκκλησία κατά το γενεσιουργό τους δεύτερο μισό του 19ου αιώνα: τον Μάιο του 1889 ένας πρωτοσύγκελλος βεβαίωσε ότι ο Π. Π. Γερμανών ευλόγησε τα όπλα, ύψωσε τη σημαία και «ανεκήρυξε την ανεξαρτησίαν της πατρίδος». Δεν χρειάζεται να απασχοληθούμε εδώ με το περιεχόμενο του εγγράφου, μολονότι πολύ ενδιαφέρον· χρειάζεται να δούμε κάτι άλλο: ο εν λόγω πρωτοσύγκελλος είχε γεννηθεί το 1797, ήταν δηλαδή το 1821 24 ετών· το 1889 όμως ήταν 92 ετών. Έχουμε λοιπόν κάποιον, ο οποίος σε ηλικία 92 ετών θυμόταν με απίστευτες λεπτομέρειες - και βεβαίωνε επισήμως - γεγονότα που απείχαν 68 χρόνια! Αυτό που πρέπει να επισημάνω είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα είδος «διαπλοκής» της οικογένειας Ζαΐμη, επί δεκαετίες κατόχου της σημαίας, με την Εκκλησία και με το γεγονός και ότι αυτά συμβαίνουν σε μια κρίσιμη στιγμή, όπου παραεξουσιαστικές οργανώσεις με «εθνικό» σκοπό προβάλλουν τα «εθνικά δίκαια», προπαγανδίζουν την ανάγκη για διεκδίκησή τους και πιέζουν για πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Πολύ περισσότερο όμως επιμένει η σημερινή ηγεσία της στον ρόλο της Εκκλησίας κατά την Τουρκοκρατία, με την κατασκευή άλλων μύθων: διάσωση της παιδείας, των παραδόσεων και της γλώσσας του Έθνους που, γι' αυτόν τον λόγο, διατήρησε την ταυτότητά του και μπόρεσε να επαναστατήσει και να αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Και ενώ η ιστοριογραφία μάς έχει αποκαλύψει και τεκμηριώσει τους κατασκευασμένους από την Εκκλησία και ασμένως υιοθετημένους από την πολιτική εξουσία μύθους, η σημερινή ηγεσία της Εκκλησίας επιμένει σ' αυτούς, σε βαθμό που τοπικές ηγεσίες της να επιμένουν και να επιδεικνύουν Κρυφά Σχολειά, ας πούμε, σε τόπους όπου κατά την Τουρκοκρατία δεν κατοικούσαν άνθρωποι· επιμένει να κηρύσσει τη διάσωση της παιδείας και των παραδόσεων από τα μοναστήρια και τους ναούς την ώρα που και μεγάλος αριθμός κανονικών σχολείων λειτουργούσε και κανένας δεν εμπόδιζε τη λειτουργία τους - ο Οθωμανός κατακτητής δεν είχε απαγορεύσει τη λειτουργία σχολείων, τι χρειάζονταν τα «κρυφά» με το «φεγγαράκι το λαμπρό». Αλλά και τη γλώσσα από ποιον εχθρό, από ποιες απαγορεύσεις τη διέσωσαν. Και ευτυχώς που δεν χρειάστηκε να τη «διασώσουν», γιατί αν συγκρίνουμε δύο σύγχρονα κείμενα του τέλους της Τουρκοκρατίας, μία Εγκύκλιο της Εκκλησίας, ας πούμε, και μία επιστολή εμπόρου θα διαπιστώσουμε ότι η Εκκλησία δεν είχε καμία σχέση με την από τότε διαμορφούμενη νέα ελληνική γλώσσα.