Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Οι Αλβανοί νομάδες που έγιναν Έλληνες ήρωες

Οι Αλβανοί νομάδες που έγιναν Έλληνες ήρωες

Παρασκευή Κατημερτζή, εφ. Τα Νέα, 13/8/2005

Σκαρφαλωμένο πάνω από μια χαράδρα που διασχίζει ο ποταμός Αχέρων, το Σούλι και οι Σουλιώτες αντιμετωπίσθηκαν με μια δόση μυθοποίησης και αναπόλησης του μύθου του αρχαίου Έλληνα, σαν ένα είδος νέας Σπάρτης. Όμως η πραγματική ιστορία του Σουλίου και των Σουλιωτών όπως προκύπτει από τα πορίσματα δύο αιώνων εξαντλητικών ερευνών πάσης φύσεως που διυλίζονται σ' αυτή τη μελέτη, είναι ακόμα πιο γοητευτική και πολυσύνθετη. Σύμφωνα με την επίσημη Ιστορία, το Σούλι ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα. H λέξη Σούλι είναι αλβανικής προέλευσης και σημαίνει κορμό, στύλο και βίγλα. Αναζητώντας τις ρίζες του τοπωνυμίου και της καταγωγής των Σουλιωτών στον χρόνο και τον χώρο, η έρευνα φθάνει πίσω στην Αχρίδα και παρακολουθεί τις μετακινήσεις των Αλβανών στον χώρο της Ηπείρου από τα μέσα του 14ου αιώνα και αναζητεί τα αίτιά τους σε γεωπολιτικούς λόγους, που ώθησαν τους ημινομάδες κτηνοτρόφους να αναζητήσουν νέες εκτάσεις και να εκμεταλλευτούν τις ιστορικές συγκυρίες.

Η ιστορικός Βάσω Δ. Ψιμούλη ανέπτυξε τη διδακτορική της διατριβή, εμβαθύνοντας στην περίπτωση των Σουλιωτών

Ο Φώτος Σέχος από το Σούλι, ζωγραφισμένος από τον Louis Dupre

Αλβανοί την καταγωγή, χριστιανοί κατά την πίστη, έγραφαν ελληνικά. Αυτόνομοι οι Σουλιώτες ίδρυσαν στα απρόσιτα βουνά την τετράπολή τους και συνέχισαν έναν αρχαϊκό τρόπο ζωής οργανωμένης με βάση τη «γενιά», τη φάρα, την προστασία των άοπλων, τον αμυντικό χαρακτήρα των σπιτιών τους, τις εκκλησίες χωρίς παράθυρα, με πολεμίστρες, τον πόλεμο, τη βεντέτα. Δύσκολες οι συνθήκες επιβίωσης, δύσκολες οι σχέσεις μεταξύ τους και με τον άλλο κόσμο - από τους Οθωμανούς μέχρι τον Ναπολέοντα, τον Αλή Πασά, ο οποίος κατόρθωσε έπειτα από μεγάλες προσπάθειες να τους διαλύσει και να τους εκτοπίσει. H μελέτη, πολύτιμη στο σημείο που φωτίζει την εσωτερική λογική της πραγματικής ιστορίας των Σουλιωτών και τους κώδικές της ώστε να γίνει κατανοητή η πραγματική ιστορία, τους παρακολουθεί ώς τα τελευταία τους βήματα - πρόσφυγες στα Επτάνησα - και στις προσπάθειές τους ν' αποκτήσουν έναν μόνιμο τόπο στην Ελλάδα στην απελευθέρωση της οποίας συνέβαλαν ουσιαστικά με τους Μποτσαραίους και τους Τζαβελαίους.

Οι τελευταίοι Σουλιώτες συνοικούσαν στη Ναύπακτο και το Βραχώρι, το Μεσολόγγι και την Αθήνα.

Σουλιώτες, ξαναδιαβάζοντας ένα μύθο

Του Φώτη Μπαρούτσου, εφ. Καθημερινή, 8/1/2006

Η εθνική τους υιοθεσία είχε ως αφετηρία τον πόλεμο κατά του Αλή πασά των Iωαννίνων

Το βιβλίο της Β. Ψιμούλη εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1999 από το Εθνικό Iδρυμα Ερευνών και προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς προσσέγιζε έναν από τους σύγχρονους μύθους του ελληνισμού. Παρότι οι εθνικοί μύθοι δεν καταργούνται, είναι χρήσιμο να ανανοηματοδοτούνται μέσα στο σύγχρονο πλέγμα των χρήσεων της έννοιας του έθνους. H εξαιρετική εργασία της Β. Ψιμούλη, όπως είχε γράψει ο Σπ. Ασδραχάς, εντάσσεται σε μια διαπραγμάτευση «ανταποκρινόμενη στα κατηγορήματα μιας ολικής ιστορίας».

Το κίνητρο «ολική ιστορία» διασπείρει τα προαπαιτούμενα της έρευνας στην ιστορική γεωγραφία, την κοινωνιολογία και την ανθρωπολογία. Η κοινωνική οργάνωση του σουλιώτικου τετραχωρίου (Σούλι, Κιάφα, Σαμονίβα και Αβαρίκος) και η οικονομική υποδομή δεν είναι αυτονόητες, ακριβώς επειδή η οικολογική μορφολογία και οι ενδοκοινοτικές σχέσεις με βάση το γένος προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις των Σουλιωτών προς τον περιβάλλοντα χώρο τους. Η εξέλιξη των κτηνοτρόφων μικρής κλίμακας σε συγκροτημένα ένοπλα ληστρικά σώματα και αργότερα σε κυριαρχική δύναμη προστασίας οικισμένων περιοχών (δυτικά και ανατολικά του σουλιώτικου βουνού) υπακούει σε μορφές αλλαγής των ημινομαδικών κοινωνιών που παρατηρούνται και αλλού.

H επικυριαρχία

Η τελική φάση βρίσκει τους Σουλιώτες ως ένα από τα ισχυρότερα εξουσιαστικά μορφώματα της περιοχής, που επιβάλλονται χάρη στην πολεμική ικανότητα των γενών και των ατόμων, αλλά και στην πολιτική δεξιότητά τους να σχηματίζουν συμμαχίες και να χρησιμοποιούν ορθολογικά τις δυνάμεις τους. Το σχήμα αυτό δεν είναι ομοιογενές, καθώς η εσωτερική ιεραρχία μεταξύ γενών δημιουργεί διαφοροποιήσεις ως προς τον πλούτο κάθε φάρας, και επακόλουθα της επιβιωτικής της συμπεριφοράς. Τα φτωχότερα γένη είτε γίνονται δορυφόροι των ισχυρότερων είτε εξαπολύουν ληστρικές επιδρομές για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.

Η αποκατάσταση των κοινωνικο-οικονομικών δεδομένων απενεργοποιεί τα ιδεολογήματα που χαρακτήρισαν την προηγούμενη βιβλιογραφική παραγωγή. Για παράδειγμα, η επικυριαρχία των Σουλιωτών σε μια ευρεία ακτίνα γύρω από την αρχική εγκατάσταση του τετραχωρίου δεν ήταν μια απελευθερωτική διαδικασία. Οι χωρικοί αναγκάστηκαν σε μια δεύτερη υποτέλεια, καθώς η προστασία που λάμβαναν ως αντίδωρο από τους Σουλιώτες δεν ήρε την προηγούμενη, την οθωμανική (με όποια μορφή εκφραζόταν). Η δράση τους ήταν ενταγμένη στο πλαίσιο της νομιμότητας του τόπου και της εποχής. Οι ίδιοι κατέβαλαν τα δοσίματά τους στην κεντρική διοίκηση, όπως και οι υποτελείς τους.

Το αλβανικό γένος του Σούλη και τα παρακλάδια του ούτε εξελληνίστηκαν ούτε είχαν οποιαδήποτε εθνοτική αλληλεγγύη προς τους ελληνόφωνους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής εγκατάστασής τους. Μάλιστα, όπως επισημαίνει η Β. Ψιμούλη, οι επιθετικές συμπεριφορές τους προς τους ελληνόφωνους πληθυσμούς αποσιωπήθηκαν από τους ιστορικούς του Σουλίου.

Yπόσχεση ανταμοιβής

Η εθνική τους υιοθεσία είχε ως αφετηρία τον πόλεμο κατά του Αλή πασά, που κινητοποίησε ακόμη και τον Κοραή να εκδηλώσει την πλήρη ηθική υποστήριξή του προς «τους θερμούς υπερμάχους της ελευθερίας». Ακόμα όμως και αυτή η σύγκρουση, με το βαθύ συμβολικό της χαρακτήρα, δεν θα αρκούσε αν οι Σουλιώτες δεν ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Η μετέπειτα ενσωμάτωσή τους στον απελευθερωτικό αγώνα γίνεται μέσω της μισθοφορίας και της υπόσχεσης μιας γενναίας ανταμοιβής.

Η οντολογία της ιστορίας, όπως την ορίζει ο Ν. Σβορώνος για τη μελέτη της συγκρότησης του έθνους, μας υποχρεώνει να αναρωτηθούμε για τη σημασία της ένταξης των Σουλιωτών (αλλά και των Αρβανιτών οπλαρχηγών της Ρούμελης) στις απελευθερωτικές δυνάμεις του 1821. Αν τους θεωρήσουμε συνεχιστές και διαμορφωτές του αντιστασιακού χαρακτήρα του ελληνισμού, τότε η έννοια της αντίστασης πρέπει τουλάχιστον να εμπλουτιστεί, όπως και ο μηχανισμός υποστασιοποίησής της. Η συμβολή της Β. Ψιμούλη είναι καθοριστική στην καταγραφή του άθρησκου και μη εθνοτικού χαρακτήρα του εξουσιαστικού ένοπλου μηχανισμού (πολεμική κοινωνία με εξουσία εντός συγκυριακών συνόρων), όπως επίσης και στην κατανόηση της ιδιαίτερης τοπικοκεντρικής δομής στον αγροτικό-κτηνοτροφικό κόσμο της Ηπείρου.

Με αυτήν τη στέρεα βάση είναι εφικτό να διερωτηθούμε για το ρόλο της θρησκείας όχι πια ως ενοποιητικού στοιχείου, αφού στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο δεν υφίσταται, αλλά ως συστατικού του εξουσιαστικού μηχανισμού, που εκφράζεται με την ολοκλήρωση της κοινότητας και τη διάσωση-διαιώνιση των πατρογονικών δεσμών. Η θρησκεία, μετά την έκρηξη του απελευθερωτικού αγώνα, θα ενταχθεί ως πολιτισμικός στυλοβάτης στον κοσμικό εθνικισμό και γι' αυτό παραμένει έως σήμερα συντεταγμένο πρόκριμα εθνικότητας.

Οι Σουλιώτες και οι ένοπλοι Αρβανίτες της Ρούμελης ενσωματώθηκαν -με τη θρησκεία να είναι ένα από τα οχήματα της ενσωμάτωσης- στο εθνικιστικό όραμα του Μαυροκορδάτου και του Κωλέττη, σε μια κοινωνία που συσπειρώθηκε γύρω από τον εθνικισμό όχι επειδή ήταν βιομηχανική, αλλά επειδή η συγκυρία απαιτούσε (χωρίς να σημαίνει ότι έγινε) νέου τύπου διαχείριση (ανάλογη με εκείνη στις βιομηχανικές κοινωνίες) των επίκαιρων ζητημάτων της γαιοκτησίας, της φορολογίας, της εκπαίδευσης κ.λπ.