Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Άλλα περίμεναν, άλλα βρήκαν

Πέτρος Τατσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 27/8/2005

Πανούκλα, ελονοσία και ληστές στη μετεπαναστατική Eλλάδα

ΠΟΛY ΠPIN AΠΟ THN ANΘHΣH TΟY TΟYPIΣMΟY - TH ΛAIΛAΠA ΠΟY EKΛEIΣE THN ΨAΛIΔA ANAMEΣA ΣTIΣ ΠPΟΣΔΟKIEΣ KAI ΣTIΣ EMΠEIPIEΣ - MΠΟPΟYΣEΣ AΠEPIΣΠAΣTA NA ΟIKΟΔΟMEIΣ ΣTH ΦANTAΣIA ΣΟY MIA ΞENH XΩPA KAI ΣTH ΣΠANIΟTATH ΠEPIΠTΩΣH ΠΟY ΣΟY ΔINΟTAN H EYKAIPIA NA THN EΠIΣKEΦΘEIΣ, EΠEΦTEΣ ΣYNHΘΩΣ AΠΟ TA ΣYNNEΦA. ENA ANΘΟΛΟΓIΟ ME AΦHΓHΣEIΣ BPETANIΔΩN ΠEPIHΓHTPIΩN KAΛYΠTEI ΠANΩ AΠΟ ΔYΟ AIΩNEΣ ΠAPΟMΟIΩN «ΠTΩΣEΩN» ΣTHN ΠATPIΔA MAΣ.

«Στο ελληνικό ταξίδι συγκρούεται ο ενθουσιασμός με την απογοήτευση, η προσμονή με τη μεροληψία». Σε αυτήν τη διαπίστωση, που την υπογράφουν από κοινού η Βασιλική Κολοκοτρώνη, λέκτορας Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, και η Ευτέρπη Μήτση, επίκουρος καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συμπυκνώνονται τα πορίσματα από την ενδελεχή ανάγνωση της παρούσας ανθολογίας. Είκοσι Βρετανίδες περιηγήτριες, από τις αρχές του 18ου αιώνα έως περίπου τα μέσα του 20ού, διασχίζουν την Ελλάδα και προσπαθούν εναγώνια να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της Ελλάδας που περίμεναν και της Ελλάδας που βρήκαν. Από τις πρώτες, η θαρραλέα λαίδη Μαίρη Γουόρτλεϊ Μόνταγκιου είναι ψυχολογικά πανέτοιμη να αποδεχθεί την Ελλάδα του 1718 ως μια απλή αντανάκλαση της Ελλάδας του Ομήρου: «Θα σας κούραζα αν σας επεσήμαινα όλα τα αποσπάσματα που σχετίζονται με τα σημερινά έθιμα. Μπορώ ωστόσο να σας διαβεβαιώσω ότι οι πριγκίπισσες και οι αρχόντισσες περνούν την ώρα τους στον αργαλειό, υφαίνοντας πέπλα και φορέματα, περιτριγυρισμένες από τις υπηρέτριές τους που είναι πάντα πολυάριθμες, ακριβώς όπως περιγράφει ο Όμηρος την Ανδρομάχη και την Ελένη».

Ακόμη όμως και η ευφάνταστη λαίδη κρατάει μια πισινή και αποφεύγει να αποβιβαστεί στη «φημισμένη» Πελοπόννησο: «Όπως με πληροφορούν, αντί για ημίθεους και ήρωες, ο τόπος είναι πια όλο ληστές και θα διέτρεχα μεγάλο κίνδυνο να πέσω στα χέρια τους αν ξεκινούσα αυτό το ταξίδι σε μια έρημη χώρα...». Δύο αιώνες αργότερα, η Βιρτζίνια Γουλφ διακηρύττει τα οφέλη από τη διάκριση φαντασιοπληξίας και πραγματικότητας: «H Αθήνα σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα από την Ακρόπολη και το συνετότερο σχέδιο είναι να διαχωρίσεις τους ζωντανούς από τους νεκρούς, το παλιό από το νέο, έτσι ώστε η μια εικόνα να μην ενοχλεί την άλλη».

Στο χαμάμ

Είκοσι Βρετανίδες περιηγήτριες, από τις αρχές του 18ου αιώνα έως περίπου τα μέσα του 20ού, διασχίζουν την Ελλάδα και προσπαθούν εναγώνια να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της Ελλάδας που περίμεναν και της Ελλάδας που βρήκαν. Εδώ φωτογραφία εποχής (τέλος 19ου αι.) στην Ακρόπολη

Οι Βρετανίδες περιηγήτριες, σύμφωνα με τις επιμελήτριες της ανθολογίας, είναι μια κοινωνικά ετερογενής ομάδα - «αριστοκράτισσες που συνοδεύουν τον σύζυγό τους», «σύζυγοι ή κόρες διπλωματών», «ασυνόδευτες αστές» - και πέρα από τους περιορισμούς που επιβάλλει το φύλο τους - οι ντόπιοι σκανδαλίζονται από την τόλμη τους ως επί το πλείστον - πρέπει να υπομείνουν και τις κακουχίες ή τις αναποδιές του ταξιδιού, με συνηθέστερη την καραντίνα για τον φόβο πανούκλας. «Ο υγειονομικός υπεύθυνος», γράφει το 1840 η Ελίζαμπεθ Μαίρη Γκρόβενορ, «κατέφθασε σύντομα και μας είπε ότι η καραντίνα κρατούσε δεκαπέντε μέρες - και όχι εννιά...».

Σε ορισμένες περιπτώσεις εν τούτοις το φύλο είναι προσόν. Πώς αλλιώς, λόγου χάριν, θα σου δοθεί άδεια να εισέλθεις σε ένα χαμάμ της εποχής - έστω κι αν σε περιμένει πικρή απογοήτευση; «Νομίζω πως δεν έχω ξαναδεί», σχολιάζει το 1786 η λαίδη Ελίζαμπεθ Κρέιβεν, «ούτε τόσες πολλές χοντρές γυναίκες μαζεμένες ούτε και τόσο χοντρές σαν κι αυτές». Μπορείς εξάλλου να χρησιμοποιήσεις τη γυναικεία σαγήνη, αν θέλεις κι εσύ να συμβάλλεις στη λεηλασία των Μαρμάρων του Παρθενώνα. «H γυναικεία ευγλωττία ως συνήθως είχε επιτυχία», κομπάζει η λαίδη Έλγκιν στον διαβόητο σύζυγό της, «ο καπετάνιος μού έστειλε μια ευγενική απάντηση και έστειλα με το χάραμα τα τρία κιβώτια στο λιμάνι...».

H μετεπαναστατική Ελλάδα φαντάζει ήδη πεζή στα μάτια των περιηγητριών. Καλά καλά δεν έχει ανοίξει δρόμο για να ενώσει την Αθήνα με τον Πειραιά και έχουν πλακώσει κιόλας οι... ρεκλάμες. «Φτάνοντας στην ξηρά», σημειώνει το 1841 η Μαίρη Τζορτζιάνα Έμα Ντόσον - Ντέιμερ, «οι προσδοκίες μας να δούμε κάτι αντάξιο του κλασικού παρελθόντος εξανεμίστηκαν μόλις αντικρύσαμε στη μια μεριά του δρόμου μεγάλες διαφημίσεις της μπίρας Γκίνες και Χαντ, και στην άλλη μια ανακοίνωση για τις ώρες άφιξης και αναχώρησης του [ιππήλατου] λεωφορείου...».

H Φράνσες Βέιν, μαρκησία του Λοντόντερι, κυριολεκτικά στάζει χολή. Γράφει το 1844: «Δεν μπορώ να βάλω με τον νου μου πιο δυσάρεστο τόπο κατοικίας από την Αθήνα: αν εξαιρέσει κανείς τις περιστασιακές επισκέψεις των ξένων, είναι πόλη βαρετή και ανόητη. Το καλοκαίρι τα πάντα γεμίζουν σκόνη και δεν βρίσκεις πουθενά σκιά, ενώ ο πυρετός και η ελονοσία παραμονεύουν, τον δε χειμώνα κάνει κρύο».

BIPTZINIA ΓΟΥΛΦ

«Στην Ελλάδα η φαντασμαγορία έχει περάσει προ πολλού»

Με το πέρασμα του χρόνου, ο εξωτικός χαρακτήρας της Ελλάδας ολοένα και ξεθωριάζει. Όταν μας επισκέπτεται η Βιρτζίνια Γουλφ για πρώτη φορά, το 1906, η μαγεία, λέει, έχει σχεδόν εξαφανιστεί

Δεν λείπουν ασφαλώς και οι ψυχραιμότερες, εκείνες που δεν βιάζονται να καταδικάσουν τους Νεοέλληνες, δίχως τουλάχιστον να τους αναγνωρίσουν κάποια ελαφρυντικά. H Φελίσια Σκιν, μάλιστα, που έζησε επτά χρόνια στην Ελλάδα (1838 - 1845), δεν διστάζει να καυτηριάσει την επιδερμικότητα στις διαπιστώσεις των περιηγητών: «Αφού θρηνήσει [ο περιηγητής] για τη φθίνουσα ομορφιά της Κόρης των Αθηνών και συγκεντρώσει σφαλερές απόψεις για τα πολιτικά κινήματα στην Ελλάδα από πρόσωπα που έχουν συμφέρον να παραποιούν την τωρινή της θέση, αναχωρεί κουβαλώντας μια συγκεχυμένη ανάμνηση από τη ζέστη και τη σκόνη και τις ζωηρόχρωμες φορεσιές, τα ωραία ερείπια και τα άβολα πανδοχεία». H Σκωτσέζα Άγκνες Σμιθ αναλαμβάνει το 1870 και την εθνική μας υπεράσπιση: «Είναι αλήθεια πως δεν ανταποκρίθηκαν [οι Έλληνες] στις υπερβολικές προσδοκίες που συμμερίζονταν οι φίλοι τους τον καιρό του Βύρωνα. Τα κύρια ελαττώματά τους είναι αυτά που γεννά η σκλαβιά, οι κύριες αρετές τους εκείνες των προγόνων τους». Με το πέρασμα του χρόνου, ο εξωτικός χαρακτήρας της Ελλάδας ολοένα και ξεθωριάζει. Όταν μας επισκέπτεται η Βιρτζίνια Γουλφ για πρώτη φορά, το 1906, η μαγεία έχει σχεδόν εξαφανιστεί: «Έχεις πολύ συχνά την αίσθηση στην Ελλάδα ότι η φαντασμαγορία έχει περάσει προ πολλού και πως εσύ έρχεσαι πολύ αργά και ελάχιστη σημασία έχει τι σκέφτεσαι ή τι νιώθεις».