Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Ιστορίες για αγρίους... Έλληνες

Παρασκευή Κατημερτζή, εφ. Τα Νέα, 7/9/2005

Στα χρόνια που το χαβιάρι ήταν πάμφθηνο, η Eκκλησία απαγόρευε τα κοσμήματα στις κυρίες κι εκείνες φορούσαν έξι κάλτσες για να κάνουν ωραία πόδια, μας «μεταφέρει» η έρευνα της καθηγήτριας Kατερίνας Kορρέ-Zωγράφου

«Με κλειστούς οφθαλμούς, εσταυρωμένας τας χείρας επί του στήθους, μη τολμώσα να κινηθεί, μηδέ να βήξει για να μη δυσφημηθεί, με λυτά μαλλιά μπροστά και καμιά σαρανταριά πλεξούδες στην πλάτη». Έτσι περιγράφει ο Αθηναίος ιστοριοδίφης Δημήτρης Καμπούρογλου το «καμάρωμα» της βαρυστολισμένης νύφης, ενώ δίπλα στη λιθογραφία του Λουί Ντιπρέ (1825) βλέπουμε το ξύρισμα του γαμπρού

Κάποτε στην Ελλάδα υπήρχε σοβαρός προβληματισμός για το αν το λούσιμο του σώματος ωφελεί ή βλάπτει, ενώ ο καφές θεωρούνταν ναρκωτική ουσία, όπως το χασίς και το όπιο...

Μια πόρτα σε αυτόν τον άγνωστο, γεμάτο από αντιφάσεις κόσμο της καθημερινής ζωής των Ελλήνων, όπως τον είδαν και τον κατέγραψαν με λόγο και εικόνα ξένοι περιηγητές, αυτόπτες μάρτυρες και κάθε λογής έγγραφα - εμπορικά κατάστιχα, διαθήκες και άλλα τεκμήρια - από το 1700 μας ανοίγει η σπαρταριστή εργασία της Κατερίνας Κορρέ-Ζωγράφου, καθηγήτριας της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ακόμα και ένα λεξικό για να «διαβάζει» κάποιος τον καφέ και μια σειρά πό ανθρώπινα πάθη παρελαύνουν με χρονολογική τάξη μέσα από γοητευτικές περιγραφές αυτοπτών μαρτύρων, είτε πρόκειται για παλιούς στρατιωτικούς ακολούθους, εμπόρους και αρχαιολόγους, είτε για χαμαμτζούδες, καπνεργάτες και καφετζήδες. Μαζί και πληροφορίες από κοινωνικές και οικονομικές μελέτες, δυσεύρετες, για το κόστος της ζωής κ.ά., ώστε ο καθένας να βγάλει τα συμπεράσματά του για τη ζωή και τα έθιμα των προγόνων μας, πλουσίων και φτωχών, από τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη έως τη Ρόδο, την Κύπρο, τη Νάξο, την Πελοπόννησο, τα Γιάννινα και τα Επτάνησα.

Οι περιγραφές, κυρίως για τον 18ο αιώνα - εποχή ανάπτυξης για τους Έλληνες που μετακινούνται από την απομόνωση και την παράδοση προς τον νεωτερισμό και τον κοσμοπολιτισμό, με επιρροές Ανατολής και Δύσης -, επιφυλάσσουν εκπλήξεις στον αναγνώστη για τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τις χαρές και τις αξίες της ζωής και κυνηγούσαν την ευδαιμονία.

«Το λούσιμο βλάπτει ή ωφελεί»; διερωτάται ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, όταν περιγράφει τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη περί τα μέσα του 19ου αιώνα. «Άφευκτον και ωφέλιμον», απαντά ο ίδιος, «θεωρεί το λουτρό ο Τούρκος και ο Τουρκομερίτης. Βλαπτικό ή αδιάφορο το νομίζει ο Ευρωπαίος».

Φαντασθείτε δε την έκπληξη που δοκίμασε η λαίδη Έλγιν όταν επισκέφθηκε ένα από τα πέντε λουτρά της Αθήνας το 1802: «Αυτό που έβλεπα ξεπερνούσε κάθε προσδοκία. Υπήρχαν εκεί 300 - 400 γυναίκες, Ελληνίδες και Τουρκάλες, χορεύτριες, τραγουδίστριες, γυναίκες που έπαιζαν ντέφι!».

Φορεσιά με ψείρες. Στους αγροτικούς πληθυσμούς τα πράγματα ήταν διαφορετικά: «Όμορφη φορεσιά (η αρβανίτικη) όταν είναι καινούργια και καθαρή», γράφει ο λοχαγός Γουίλιαμ Μάρτιν Λίκο. «Οι στρατιώτες την αφήνουν λερή ώσπου να λειώσει πάνω τους. Τη χρησιμοποιούν σαν μαντίλι, προσόψι και πατσαβούρι. Κάπου κάπου τη βγάζουν και την απλώνουν πάνω στη φωτιά, έτσι που οι ψείρες ζαλισμένες από τον καπνό πέφτουν στις φλόγες. Όταν θέλουν να φανούν περιποιημένοι, περνούν στον λαιμό ένα περιλαίμιο μπαμπακερό εμποτισμένο με μερκουρόλη - οξείδιο του υδραργύρου. Στήνουν έτσι έναν φράχτη που δεν αφήνει τα ζωηρά ζωύφια να ξεμυτίσουν».

«Ο ναργιλές είναι εργοστάσιον ολόκληρον», γράφει ο Παύλος Νιρβάνας. «Κρυστάλλινα δοχεία με νερό, λουλάδες, μαγκαλάκια και η πολυσύνθετος λειτουργία για να πάρει το λουτρόν του, ένα τέλειον λουτρόν, ο καπνός πριν φθάσει στους πνεύμονές μας. Το ιδεώδες είναι κάθε ναργιλές να έχει τον ιδικόν του υπηρέτην, όπως έχει το πυροβόλον τους ιδικούς του».

Τα πρώτα τσιγάρα, χειροποίητα, εμφανίσθηκαν στα ελληνικά καπνοπωλεία περίπου το 1885. «Λίγοι εργάτες, καθισμένοι στο δάπεδο στο πίσω μέρος του καπνοπωλείου ψιλόκοβαν τον καπνό, ο χαρμαντζής ανακάτευε τις ποικιλίες, ο φρεσκαριστής γέμιζε το στόμα του με νερό και εκσφενδόνιζε σταγόνες νερού πάνω στον στοιβαγμένο καπνό ώστε να διατηρείται νωπός».

Πλούσιοι και φτωχοί και στην προίκα

Το φιλί στον ανθισμένο κήπο σε μια σπάνια παράσταση (σε πίνακα του πρώιμου 19ου αιώνα) στενών επαφών μεταξύ των δύο φύλων, που ελέγχονταν αυστηρά

«Συχνά στα βουνά της Αρκαδίας το μόνο σκεύος που βλέπεις στα σπίτια είναι ένα χαλκωματένιο σαγάνι. Αλλά μια ώρα αργότερα, κατηφορίζοντας στον κάμπο, μπορείς να πιεις καφέ σ' ένα τάσι κατακόσμητο από ρουμπίνια», παρατηρεί ο αρχαιολόγος και τυπογράφος Ουίλιαμ Τζες το 1801.

H προίκα της φτωχής, στο χωριό Βαυκερή Λευκάδας, το 1750: «Ένα κουλούμη μισότριβο (μεγάλος σάκκος για δημητριακά), δυο κροκιδοσέντονα παλιά, δυο ποδιές παλιές μπαλωμένες, δυο κουτάλια παφιλένια, δυο πιρούνια σιδερένια, μια παλιόσκουφα πάνινη, ένας μαστραπάς τσακισμένος, τρεις νεροβαρέλες, μια παλιοτέντζερη με το καπάκι της».

Και της πλούσιας από την Πάτμο, το 1798: «Ένας μεγάλος δίσκος ασημένιος και 24 φλιτζάνια, ένα μεγάλο μπρίκι ασημένιο, 144 πιρουνοκούταλα και μαχαίρια ασημένια φράγκικα, τρία σκρίνια εγγλέζικα, πέντε καθρέπτες μεγάλοι και τρεις μικρότεροι, δώδεκα καρέκλες ολλανδέζικες, ένα ωρολόγιο κρεμαστό τοίχου».

Δηλητήριο για κόκκινα μάγουλα!

Στην Ελλάδα του 18ου αιώνα, το ψιμύθιο, ο σουλιμάς, δηλητηριώδες παράγωγο του μολύβδου, κοκκίνιζε και τα πιο χλωμά μάγουλα και η μαύρη καρβουνόσκονη στα βλέφαρα έκανε τα μάτια να φαίνονται πιο μεγάλα και λαμπερά! Στην Αθήνα, παρατηρεί ο περιηγητής Τσάντλερ, το 1764 - 1766, «οι κομψές έβαφαν με γαλάζιο τον γύρο των ματιών και με μαύρο χρώμα την κόγχη και τις ρίζες των ματόκλαδων (από λιβάνι, γόμα λάβδανου κ.ά.)». Στη Νάξο την ίδια εποχή στόλιζαν το πρόσωπο με μικρά κομμάτια μαύρο μεταξωτό - το μους. Στη Σιάτιστα πρόσθεταν «αστράκια από φύλλα αληθινού χρυσού στην πούδρα, το φτιασίδι παρασκευαζόταν από κοπανισμένα κοχύλια και χυμό λεμονιού». Στην Κρήτη δε για να δυναμώνει το μαλλί δεν δίσταζαν να τρώνε μουχλιασμένο ψωμί!

Νηστεία 148 ημέρες τον χρόνο

Ψωμί κι ελιά, το προσφάι, βρίσκονται στο ένα άκρο της λιτής παραδοσιακής διατροφής, που βασιζόταν στην τριλογία κρασί, ψωμί και λάδι. Σε μια χώρα όπου η νηστεία διαρκούσε 148 ημέρες του χρόνου και «τα γεύματα βασίζονταν σε χυλούς, χόρτα, όσπρια, παστά ψάρια, η κατανάλωση κρέατος περιοριζόταν σε τρεις - τέσσερις μεγάλες γιορτές. H Κωνσταντινούπολη, έδινε τη γραμμή: για να αντεπεξέλθει ο κόσμος στις μακρές νηστείες εξελίχθηκε η κουζίνα με τα λαδερά και τα "ψεύτικα" (γιαλαντζί), όπου το κρέας είχε αντικατασταθεί με δημητριακά ή ρύζι».

Στο άλλο άκρο, οι αστοί της Σμύρνης, όπως έγραφε ο Γκαστόν Ντεσάμ, το 1894, «ζυμώνουν το ψωμί με αλεύρι από την Οδησσό και τη Σεβάστεια, πίνουν κονιάκ Αμβούργου και φτιάχνουν μενού με ρωσικό χαβιάρι, βούτυρο Μασσαλίας, αγγλικούς μπακαλιάρους, γαλλικές πατάτες, αυστριακά καπνιστά κρέατα, ιταλικά τυριά και αιγυπτιακά κρεμμύδια».

INFO

«H καθημερινή ζωή των Νεοελλήνων 1700 - 1950», έκδοση της Κατερίνας Κορρέ - Ζωγράφου. Σελ. 399, τιμή: 60 ευρώ.