Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Θρύλοι και ιστορική πραγματικότητα για τις ελληνορωσικές σχέσεις

Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, εφ. Καθημερινή, 11/3/2007

Η εποχή της διακυβέρνησης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από την Αικατερίνη Β΄ (1729-1796) υπήρξε αναμφίβολα η καλύτερη χρονική περίοδος των ελληνορωσικών σχέσεων. Φιλόδοξη και αποτελεσματική η αυτοκράτειρα, επηρεασμένη σαφώς από τις ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και ιδιαίτερα από τον Βολταίρο, διεξήγαγε δύο ρωσοτουρκικούς πολέμους (1768-1774 και 1787-1791) επιδιώκοντας τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εδραίωση της ρωσικής κυριαρχίας στον Εύξεινο Πόντο, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Στο πλαίσιο αυτό, η ιδέα της ενθάρρυνσης μιας επαναστατικής κίνησης στην Ελλάδα φάνταζε γοητευτική και ενδιαφέρουσα, αφού εκτιμήθηκε πως θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την Αικατερίνη στη θέση της αυτοκράτειρας.

Οι αδελφοί Ορλώφ

Επιχειρώντας να υλοποιήσουν τους ευσεβείς αυτούς πόθους, τα αδέλφια Αλέξιος και Θεόδωρος Ορλώφ, αξιωματικοί του ρωσικού στόλου, έφτασαν στην Πελοπόννησο τον Φεβρουάριο του 1770 και για ένα τρίμηνο περίπου υποκίνησαν σε συνεργασία με τοπικούς προύχοντες εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, η οποία όμως έληξε άδοξα και σχετικά εύκολα, κυρίως λόγω των ασαφών στόχων και της ελλιπούς προετοιμασίας της. Παρά την αποτυχία της εξέγερσης στον Μοριά, οι Ρώσοι επικράτησαν τελικά των Οθωμανών επιβάλλοντας τους δικούς τους όρους με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Με τη συγκεκριμένη συνθήκη, που υπογράφηκε το 1774, η Ρωσία ανέλαβε την προστασία των χριστιανικών πληθυσμών που διαβιούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δόθηκε έτσι παράταση σε μία περίοδο ρομαντική αλλά ταυτόχρονα και επώδυνη καθώς οι υπόδουλοι λαοί της βαλκανικής Χερσονήσου, με τους Έλληνες σε πρωταγωνιστικό ρόλο, στράφηκαν στην ορθόδοξη χώρα του βορρά προσδοκώντας βοήθεια ικανή για την εθνική τους απελευθέρωση.

Η διάδοση προφητειών που έκαναν λόγο για το «ξανθό γένος του βορρά» που θα οδηγούσε τους Ελληνες στην ελευθερία τους, οι οποίες κυκλοφορούσαν ευρύτατα στον ελλαδικό χώρο μετά την Αλωση, αλλά και χρησμών με παρόμοιο περιεχόμενο, όπως εκείνων του Αγαθάγγελου που εκδόθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα, υποδαύλισε το μύθο και τους πόθους των υπόδουλων Ελλήνων πως η ομόδοξη Ρωσία αποτελούσε τον φυσικό προστάτη τους. «Αν δεν έλθουν δώδεκα χιλιάδες Μοσκόβοι να έβγουν έξω, Ρωμαίικο δεν κάμνομεν ημείς με τα κεφάλια μας», σημείωνε στα απομνημονεύματά του ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης.

Οδησσός και Φιλική Εταιρεία

Παραμονές της Επανάστασης ελληνικά πλοία διέπλεαν τη Μεσόγειο έχοντας αναρτημένη τη ρωσική σημαία, ενώ σε διάφορες ρωσικές πόλεις με επίκεντρο την Οδησσό εκτυλίσσονταν σημαντικά γεγονότα που σφράγισαν τις εξελίξεις στην ελληνική Χερσόνησο. Στην πόλη αυτή του Ευξείνου Πόντου κατέφυγαν εκατοντάδες Ελληνες μετά τα «Ορλωφικά» καθώς και την επαύριον των επιχειρήσεων του Λάμπρου Κατσώνη στο Αιγαίο, τη χρονική περίοδο 1788-1792, φοβούμενοι αντίποινα από τις οθωμανικές αρχές. Στην Οδησσό, όπου στις αρχές του 19ου αιώνα διαβιούσε ανθηρή ελληνική κοινότητα, ιδρύθηκε άλλωστε το 1814 η Φιλική Εταιρεία, η οποία προετοίμασε την κορυφαία επαναστατική ενέργεια του υπόδουλου γένους. Η επίκληση από τους Φιλικούς μιας Αόρατης Αρχής που στήριζε το εγχείρημά τους, η αποτυχημένη προσπάθεια προσεταιρισμού του Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργού Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και στενού συνεργάτη του Τσάρου Αλέξανδρου Α' και τελικά η ανάληψη της αρχηγίας από τον αξιωματικό του ρωσικού στρατού, Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, ενίσχυσαν τις ελπίδες πως πράγματι η ορθόδοξη Ρωσία κρυβόταν πίσω από τις επαναστατικές πρωτοβουλίες των Ελλήνων.

Η έκρηξη της Επανάστασης διατήρησε τους δεσμούς και τις προσδοκίες που καλλιεργούσαν οι Έλληνες έναντι της Ρωσίας. Μάλιστα, τον Ιανουάριο του 1824 η Ρωσία κατέθεσε στις υπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις υπόμνημα, γνωστό ως «σχέδιο των τριών τμημάτων», με το οποίο πρότεινε –κατά το πρότυπο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών– να ιδρυθούν τρεις αυτόνομες αυτοδιοικούμενες ελληνικές ηγεμονίες, φόρου υποτελείς υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Επιπρόσθετα, η Ρωσική Αυτοκρατορία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και μετά το 1825, όταν το «ελληνικό ζήτημα» αντιμετωπίσθηκε διπλωματικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής. Η ρωσική ανάμειξη στις ελληνικές υποθέσεις παγιώθηκε εξάλλου και με την ίδρυση ρωσικού κόμματος στα μέσα της δεκαετίας του 1820, με επικεφαλής τον Ανδρέα Μεταξά, το οποίο από κοινού με το αγγλικό και το γαλλικό κόμμα πρωταγωνίστησαν στην ελληνική πολιτική σκηνή έως και τα μέσα του 19ου αιώνα.

Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου

Η πορεία των ελληνορωσικών σχέσεων αποδείχθηκε πολυκύμαντη περνώντας από διαφορετικά και συχνά αλληλοσυγκρουόμενα στάδια μετά το 1870, με την ανάδυση δηλαδή του Μακεδονικού Ζητήματος. Ηταν τότε που η ρωσική διπλωματία, έχοντας ουσιαστικά παραγκωνισθεί από τους Αγγλους στην προσπάθεια ανάκτησης του πολιτικού ελέγχου της Ελλάδας, εμφανίσθηκε ως προστάτης των σλαβικών λαών της Βαλκανικής –κυρίως των Βουλγάρων αλλά και των Σέρβων– και επιχείρησε με τον τρόπο αυτό να διασφαλίσει την έξοδό της στο Αιγαίο Πέλαγος.

Σημαντική στιγμή των αντικρουόμενων ελληνορωσικών συμφερόντων στάθηκε αναμφίβολα η υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου τον Μάρτιο του 1878, με την οποία δημιουργούνταν η «Μεγάλη Βουλγαρία» και προβλεπόταν η παραχώρηση σε αυτήν του μεγαλύτερου τμήματος της γεωγραφικής Μακεδονίας. Παρά το γεγονός ότι η ανωτέρω συνθήκη ανατράπηκε λίγους μήνες αργότερα με την υπογραφή νέας συνθήκης στο Βερολίνο, υπήρξε ένα απροσδόκητο δώρο της ρωσικής διπλωματίας προς τη νεοπαγή αυτόνομη βουλγαρική ηγεμονία. Αποτέλεσε όμως ταυτόχρονα οξεία απειλή των παραδοσιακών ελληνικών εθνικών δικαίων στη Μακεδονία.

Ο εικοστός αιώνας

Η απόκλιση των ελληνικών και των ρωσικών συμφερόντων συνεχίσθηκε και στις αρχές του 20ού αιώνα. Η καθεστωτική αλλαγή στη Ρωσία το 1917 και η εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος εγκαινίασε μια νέα εποχή αμοιβαίας καχυποψίας και «ευγενούς» ψυχρότητας. Σε αυτό συνέβαλε κυρίως η εμπλοκή της Ελλάδας στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο μέσω της συμμετοχής της στην εκστρατεία στην Ουκρανία το 1919 καθώς και η προσέγγιση των Ρώσων Κομμουνιστών με τους αντάρτες του Μουσταφά Κεμάλ, γεγονός που επέδρασε καταλυτικά στις αρνητικές για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα εξελίξεις στο Μικρασιατικό Μέτωπο.

Αλλά και η απόφαση του Τρίτου Έκτακτου Συνεδρίου του ΚΚΕ το 1924 που διακήρυξε την πρόθεση του κόμματος να εργασθεί για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης στο πλαίσιο μιας κομμουνιστικής βαλκανικής ομοσπονδίας, μέσα στην οποία ο «μακεδονικός λαός» θα απολάμβανε πλήρως τα δικαιώματά του, επέτεινε περαιτέρω το ήδη βεβαρημένο κλίμα. Η συγκεκριμένη απόφαση υπαγορεύθηκε εν πολλοίς από τη Μόσχα μέσω της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, με την πρόθεση να απεγκλωβιστεί με τον τρόπο αυτό το Μακεδονικό Ζήτημα από την ατζέντα των ζητημάτων που δημιουργούσαν τριβές ανάμεσα στο βουλγαρικό και το γιουγκοσλαβικό κομμουνιστικό κόμμα.

Δύο αντίθετοι κόσμοι

Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 κορυφώθηκε η ελληνοσοβιετική αντιπαράθεση. Παρά την κοινή συστράτευση των δύο χωρών εναντίον του Ναζισμού και του Φασισμού, οι δραματικές εξελίξεις του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου καθώς και η ένοπλη σύγκρουση για τον πολιτικό έλεγχο της Ελλάδας οριοθέτησαν δύο αντίθετους κόσμους με αποκλίνοντα συμφέροντα. Η Ελλάδα προσδέθηκε στο άρμα των ΗΠΑ, ενώ η ΕΣΣΔ από την πλευρά της, παρόλο που δεν αναμίχθηκε με ιδιαίτερη ζέση στα ελληνικά πράγματα, ταυτίσθηκε ουσιαστικά με την πλευρά του ΚΚΕ και τις ιδεολογικές θέσεις του.

Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, τέλος, οι σχέσεις τον δύο χωρών υπαγορεύθηκαν εν πολλοίς από τα διαφορετικά γεωστρατηγικά και πολιτικά τους συμφέροντα, ενώ επηρεάσθηκαν και από τις κατά καιρούς διακυμάνσεις των επαφών της Αθήνας με το Βελιγράδι, τη Σόφια, τα Τίρανα και το Βουκουρέστι. Παρουσίασαν όμως αναμφίβολα και σαφή βελτίωση σε διάφορα επίπεδα. Όσο δε εξασθενούσε η συνοχή των συνασπισμών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας τόσο αναδεικνύονταν περισσότερες ευκαιρίες για περαιτέρω αναθέρμανση των διμερών σχέσεων. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης επέδρασε ως καταλύτης στον πολλαπλασιασμό των ευκαιριών προσέγγισης των δύο χωρών. Αποτελεί πλέον ζήτημα σωστών πολιτικών και διπλωματικών χειρισμών η αξιοποίησή τους, με κριτήριο το αμοιβαίο όφελος των δύο λαών.

Ο Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης