Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

1897: Το κόστος του τυχοδιωκτισμού

Ι. Κ. Πρετεντέρης, εφ. Το Βήμα, 6/4/1997

100 χρόνια από μια μεγάλη εθνική τραγωδία

Το 1897, πριν από έναν ακριβώς αιώνα, η Ελλάδα γνώρισε μια από τις πιο οδυνηρές ήττες της ιστορίας της. Ηττα στρατιωτική, ήττα πολιτική, αλλά κυρίως ήττα ιδεολογική. Το «μεγαλοϊδεατικό» οικοδόμημα που ενέπνεε τη χώρα από το 1844 κατέρρευσε στα πεδία των μαχών. Σε πεδία στα οποία το έθνος οδηγήθηκε απαράσκευο, ανοργάνωτο, ακαθοδήγητο, ανίσχυρο, αλλά πάντως ενθουσιώδες.

Η Ελλάδα ενεπλάκη σε μια μείζονα αναμέτρηση όχι επειδή είχε σαφή επίγνωση των στόχων της, όχι επειδή είχε θέσει ισχυρά τα θεμέλια της νίκης, όχι επειδή επέλεξε τη σύγκρουση μέσα από μια ψυχρή και στέρεη εκτίμηση των πραγματικών διπλωματικών και στρατιωτικών δεδομένων. Ενεπλάκη σ' αυτήν σχεδόν συμπτωματικώς, μέσα από μια ανεξέλεγκτη εθνική πλειοδοσία ανεύθυνων (με την έννοια της προσδιορισμένης ευθύνης στη διαχείριση των κοινών...) παραγόντων που έσπρωχναν στον πόλεμο, που επέβαλαν τον πόλεμο «χάριν του Εθνους» ­ και τελικώς υπέρ της καταστροφής του.

Όλα αυτά μοιάζουν ταυτοχρόνως τόσο μακρινά και τόσο σύγχρονα. Εναν αιώνα μετά το 1897, στην Ελλάδα εξακολουθεί να συμβιώνει μια ρητορική της καταστροφής, μια ανεύθυνη εθνική πλειοδοσία. Την ζήσαμε στην περίπτωση των Σκοπίων και της Ιμιας. Σε όλες τις περιπτώσεις, στο 1897, στις πιο πρόσφατες, αλλά και σε όσες μεσολάβησαν, η παγίδα είναι ακριβώς η ίδια: η ήττα... Κάποιας μορφής ήττα. Η αδυναμία αυτών των απόψεων έγκειται σε μια αντίφαση: μέσα από ένα μείγμα στερεοτύπων, φανατισμού και βουλησιαρχίας, εν ονόματι της μεγαλοσύνης του έθνους απεργάζονται την καταστροφή του. Οι Εθνικές Εταιρείες του 1897 έχουν την ίδια (ή και μεγαλύτερη) ευθύνη στην ήττα με την ανεπαρκή στρατιωτική διοίκηση και με το παλάτι.

Με άλλα λόγια, το πρόβλημα ούτε ήταν ούτε είναι η (κάθε) Μεγάλη Ιδέα αλλά η χρήση της. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την ανεπαίσθητη αλλά σοβαρή διαφορά είχε επισημάνει ήδη από το 1875 ο Χαρίλαος Τρικούπης. Και ακόμη νωρίτερα από τον Τρικούπη, θαρραλέες εφημερίδες της εποχής κατηγορούσαν τους «μεγαλοϊδεάτες» ότι ουσιαστικώς ακολουθούν μια πολιτική του τύπου «πες, πες, θα γίνει».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «εμπορία εθνικής συνείδησης» είναι διαχρονικό φαινόμενο. Μας απειλούσε τότε, όπως και τώρα... Το 1897 είναι ίσως το πιο απτό δημιούργημά της. Το κόστος του ρητορικού αυτού τυχοδιωκτισμού είναι τόσο εμφανές και αυτονόητο ώστε δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εξήγηση. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι το πραγματικό δίλημμα δεν είναι «ειρήνη ή πόλεμος» αλλά «νίκη ή ήττα» και ότι η κάθε επιλογή φέρει ένα κόστος. Το ζήτημα είναι πως το έθνος θα κάνει την επιλογή του όχι μέσα από κραυγές, αφορισμούς, στερεότυπα και φωνασκίες αλλά μέσα από μια συνειδητή αποσαφήνιση των στόχων, επιλογή των μέσων και εκτίμηση του κόστους.

Το τρίτο στοιχείο που χρειάζεται να σημειώσουμε είναι ότι εθνική συνείδηση ασκείται ταυτοχρόνως στα μπαλκόνια των συλλαλητηρίων, στα πεδία των μαχών αλλά και στα γραφεία της οικείας οικονομικής εφορίας. Το 1897 ενεπλάκη στον πόλεμο μια πτωχευμένη Ελλάδα, μια Ελλάδα διεθνώς αναξιόπιστη και εσωτερικώς ισχνή. Πώς να κερδίσει και τι να κερδίσει... Ακόμη και αυτή η ακραία εθνική ρητορική για να υπάρξει χρειάζεται να μετατραπεί από γραφικό κουτσαβακισμό και ανέξοδο κομπασμό σε πολιτική.

Εχει ανάγκη αυτό για το οποίο δεν μεριμνά: είναι ισχυρό και αξιόπιστο κράτος, μια ευημερούσα πολιτεία, μια ακμάζουσα οικονομία. Τότε και τώρα... Το δυστύχημα της Μεγάλης Ιδέας ήταν ακριβώς αυτό που είχε τρομάξει τον Τρικούπη: ότι λειτούργησε ως περισπασμός στην ανάγκη ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού τής (μικρής έστω) Ελλάδας του 19ου αιώνα.

Αν το 1897 νοείται ως το κόστος του τυχοδιωκτισμού, τότε θα μπορούσε ίσως να εισαγάγει μια δεύτερη (αλλά όχι δευτερεύουσα...) συζήτηση για την «εθνική ρητορική ως μορφή τυχοδιωκτισμού». Ασφαλώς κανείς σε αυτόν τον τόπο δεν διεκδικεί το 1897. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι και κανείς δεν το χρεώνεται...


Το σημερινό αφιέρωμα των «Νέων Εποχών» διερευνά τις ιστορικές συνθήκες μέσα από τις οποίες η Ελλάδα οδηγήθηκε στον καταστρεπτικό πόλεμο του 1897.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη παρουσιάζει, μέσα από την περιγραφή των γεγονότων, το αλυτρωτικό όραμα που εξέθρεψε τον πόλεμο και τις συνέπειες της ήττας για τις συνειδήσεις. Ο κ. Γ. Κόκκινος εκθέτει τη δράση των Εθνικών Εταιρειών, τις σχέσεις τους με τον στρατό και την κοινωνία της εποχής και τον ρόλο τους στην προετοιμασία του πολέμου. Η κυρία Νίκη Μαρωνίτη προσεγγίζει το ελληνικό κομματικό σύστημα στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και την εμπλοκή του στην επιλογή και διεξαγωγή του πολέμου. Η κυρία Λίνα Λούβη συνδέει την ελληνοτουρκική σύγκρουση με την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων όχι μόνο στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος αλλά μέσα στο πλέγμα ενός παγκόσμιου πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Ο κ. Α. Αντωνίου αποτιμά το κόστος του πολέμου μέσα από τη μελέτη της επιβάρυνσης των δημόσιων δαπανών, ενώ η κυρία Αγγέλα Καστρινάκη εξετάζει τόσο τη συμμετοχή των διανοουμένων στον πόλεμο όσο και την αποστροφή τους προς το «πλήθος» μετά την απογοήτευση της ήττας.

Και η κυρία Αναστασία Λαμπρία παρουσιάζει ενδιαφέροντα στοιχεία για «το κλίμα του 1897» μέσα από το ανέκδοτο ημερολόγιο του Δ. Βικέλα. Η εικονογράφηση προέρχεται από την «Ιστορία του Ελληνικού Εθνους» (Εκδόσεις Ευρωεκδοτική).