Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Τα απόκρυφα του πολέμου του 1897

Μάριος Πλωρίτης, εφ. Το Βήμα, 6/4/1997

«Καταχθόνιες μηχανές» και «συμμορίες»

 Στον πόλεμο του 1897 αφιέρωσε «Το Βήμα» τής 6.4 έξι σελίδες με θεμελιωμένα άρθρα νεότερων ιστορικών για τις συνθήκες και τις παραμέτρους της «περιπέτειας» εκείνης, που δίκαια έχει στιγματισθεί με όλα τα σχετλιαστικά επίθετα της γλώσσας μας, από «ατυχής» έως «άθλια», από «τραγική» ως «αισχρή». Υπάρχουν ωστόσο και κάποιες άλλες, «κρυφές», πτυχές του οικτρού εκείνου πολέμου. Ας μου επιτραπεί να τις παραθέσω (ή να τις θυμίσω), στηριγμένος προπάντων σε μια σειρά άρθρων του παλαιού δημοσιογράφου και πολιτικού Στεφάνου Στεφάνου, που δημοσιεύθηκαν πριν από 63 χρόνια στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και που είχα και άλλοτε μνημονεύσει1.

Ηβαθύτατη και βαρύτατη κρίση, οικονομική και πολιτική, που ξέσπασε στη χώρα μας από το 1890 και τη συγκλόνισε για μία δεκαετία είχε τρεις φάσεις: την πτώχευση του 1893, τον πόλεμο του 1897 και την επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898.

«Κατά την μακράν εκείνην περίοδον της οικονομικής και ηθικής κρίσεως ­ γράφει ο Στεφάνου ­ η Ελλάς υπήρξεν έρμαιον μιας πανισχύρου κεφαλαιοκρατικής συμμορίας, η οποία έδρασεν και εντός και εκτός της Ελλάδος και η οποία εκμεταλλευομένη την αγωνίαν του έθνους ­ του θύματος ­ απέβλεπεν εις ανήθικον πλουτισμόν.

Ο πόλεμος του 1897 ήτο ένας ψευτοπόλεμος, ο οποίος είχεν ως σκοπόν την εν Ελλάδι επιβολήν του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (από τους ξένους δανειστές της χώρας). Το διεκήρυξε ο τότε παραιτηθείς υπουργός των Στρατιωτικών Νικόλαος Σμολένσκης, ειπών ότι επρόκειτο περί "αιματηράς κωμωδίας", καθώς και ο μετέπειτα γενόμενος πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης... χαρακτηρίσας την εμπλοκήν της Ελλάδος εις τον πόλεμον ως "machine infernale" (: καταχθόνια μηχανή).

Η ελληνική πατρίς ητιμάσθη και το τίμιον αίμα των Ελλήνων στρατιωτών εχύθη και ο αθώος Ελληνικός κόσμος περιεπλάκη εκ προθέσεως εις μίαν προβεβουλευμένην απάτην, διά να επιβληθή ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος, τον οποίον δεν ετόλμα να δεχθή καμμία Ελληνική Κυβέρνησις και καμμία Βουλή να ψηφίση...

(Την εθνικήν εκείνην περιπέτειαν) εξεμεταλλεύθη χρηματιστηριακώς μία συμμορία κερδοσκόπων.... Η ομάς των κερδοσκόπων απετελείτο: από τον Βασιλέα Γεώργιον, τον (οικονομικό σύμβουλο του Γεωργίου) Νικόλαον Θων, τον Ανδρέαν Συγγρόν, τον (τραπεζίτη) Χάμπρο εν Λονδίνω.... Δανόν την καταγωγήν, προσωπικόν και έμπιστον φίλον του βασιλέως...».

Πώς επωφελήθηκε η ευγενής τετρακτύς από την πτώχευση του 1893, το εξηγεί ο Στεφάνου: Προτού ακόμη κηρυχθεί η πτώχευση, η «ομάδα», ξέροντας (αυτή και μόνη, ελέω Γεωργίου) πως οι ξένοι κεφαλαιούχοι δεν θα χορηγούσαν δάνειο στην Ελλάδα,

«έδωσε εντολάς πωλήσεως μεγάλων ποσών ελληνικών χρεωγράφων εις τα χρηματιστήρια Λονδίνου και Φραγκφούρτης.... (Οταν κοινολογήθηκε πως ματαιώθηκε το δάνειο), τα ελληνικά χρεώγραφα υπέστησαν τρομακτικόν κατρακύλισμα και η συμμορία των κερδοσκόπων απεκόμισε τεράστια κέρδη εκατομμυρίων, πωλήσασα εις υψηλάς τιμάς και αγοράσασα εις τιμάς χαμηλοτάτας»...

Και σαν να μην έφτανε αυτό, σκηνοθετήθηκε και ο πόλεμος του 1897. Συνοψίζω το «σατανικό σχέδιο», που δίνει λεπτομερειακά ο Στεφάνου:

Ο εικονικός εκείνος πόλεμος αποφασίστηκε στη βασιλική έπαυλη του Φρέντεσμποργκ της Δανίας, όπου η βασίλισσα Λουίζα, μητέρα του Γεωργίου, συγκέντρωνε, κάθε καλοκαίρι, τους ηγεμόνες της Ευρώπης. Εκεί, το καλοκαίρι του 1896, οι «γαλαζοαίματοι» επινόησαν την παρωδία του πολέμου, για να εξαναγκάσουν την Ελλάδα να δεχθή τον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο, που θα ικανοποιούσε τους μαινόμενους μετά την πτώχευση δανειστές μας και θα έκανε τη χώρα ολοκληρωτικά υποχείρια στους «προστάτες» της. Και την απόφαση αυτή, όχι μόνο τη γνώριζε αλλά και την προσυπέγραψε ο Γεώργιος.

Πόλεμος, όμως, την ώρα εκείνη, αποτελούσε αφροσύνην έσχατη, αφού η χώρα και πτωχευμένη ήταν και πολεμικά ολότελα απαράσκευη:

«Η κατάστασις του στρατού μας ήτο οικτρά υφ' όλας τα απόψεις», έγραφε ο Θεόδωρος Πάγκαλος2.... Του ναυτικού «αι τορπίλλαι ήταν άχρηστοι», θα καταγγείλει πέντε μήνες μετά τον πόλεμο ο υπουργός των Ναυτικών Νικόλαος Λεβίδης, προσθέτοντας: «Οι Βασιλόπαιδες, καθ' όλην την διάρκειαν της πάλης και μέχρι σήμερον έτι, ανευθύνως ηγούνται του στρατού και του στόλου»3... «Αλλαις λέξεσιν ­ θα συμπεράνει, τον ίδιο καιρό, ο Γεώργιος Φιλάρετος ­ ωργανίζετο επιδεξίως η οπισθοχώρησις του στρατού και η αδράνεια του στόλου»4 .

Ακόμα κι έτσι, όμως, ο στρατός κατορθωσε να αντισταθεί και, εδώ κι εκεί, να νικήσει. Αλλά διατάχθηκε να υποχωρήσει. Ο νικητής του Βελεστίνου υποστράτηγος Σμολένσκης δεν θα διστάσει να δηλώσει, αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, στην εφημερίδα «Journal» της Νέας Υόρκης:

«Η υποχώρησις ήτο ασύγγνωστος (: ασυγχώρητη)... η διαταγή της υποχωρήσεως εδόθη από τον διάδοχον (Κωνσταντίνο)... ο ανδρείος ημών στρατός επροδόθη»5.

Αλλά και οι ξένοι, ανταποκριτές ή εθελοντές που πολέμησαν με τις ελληνικές δυνάμεις, βεβαίωναν και επαυξάνανε: «Η προδομένη Ελλάς», έγραφε στον «Intransigeant», ο Ροσεφόρ... «Προδομένο λαό (popolo tradito)», αποκαλούσε τους Ελληνες ένας γαριβαλδινός αξιωματικός... Και ο ιταλός επίσης, βουλευτής Τσιπριάνι έλεγε:

«Ητο αποφασισμένη η είσοδος του τουρκικού στρατού εις Θεσσαλίαν... Ητο πόλεμος εκ συμπαιγνίας... ήτο πόλεμος νευροσπάστων δια τας Μεγάλας Δυνάμεις».

Αλλά και οι ίδιοι οι Τούρκοι, σε μια επίσημη έκθεση του στρατηγείου τους, αποκαλούσαν τον πόλεμο εκείνον «ψευτοπόλεμο, προσποίηση πολέμου» («simulacre de guerre»)6.

Την «ωραιότερη» όμως ­ και την πειστικότερη ­ μαρτυρία τη χρωστάμε στον ίδιο τον αρχιστράτηγο, διάδοχο Κωνσταντίνο. Σε συνέντευξή του, τέσσερις μήνες μετά τον «θρίαμβό» του, ο «στρατηλάτης» ομολογούσε ανερυθρίαστα:

«Δεν έχω εντροπήν (πού να τη βρει;) ούτε ενδοιασμόν να σας πω ότι, όταν μετέβην εις Θεσσαλίαν, δεν επίστευα ότι θα επολεμούσαμεν πράγματι»7!

Και επειδή «δεν επίστευε» και για να μη χάνει τον καιρό του, τόσο αυτός όσο και οι «βασιλόπαιδες» αδελφοί του-αξιωματικοί, επιδίδονταν σε ψάρεμα αστακών, κουβαλούσαν στο στρατηγείο τους υπηρετικό προσωπικό, σκυλιά κυνηγιού (για να οσμίζονται τους Τούρκους;), άμαξες περιπάτου (για να κατακτήσουν την Πόλη), και οι επιτελείς τους αποδύονταν σε κυνηγητό (των εχθρικών μονάδων; όχι, αλλά) των αγγλίδων εθελοτριών νοσοκόμων8!

Με τέτοιους πολέμαρχους, πώς να μη φτάσει ο τούρκος αρχιστράτηγος Ετέμ πασάς έξω απ' τη Λαμία; Και πώς ο ίδιος ο «βασιλικός πρωθυπουργός» Δημήτριος Ράλλης να μη μιλάει για «έγκλημα εις βάρος του έθνους και των ενόπλων δυνάμεων» και να μην κατηγορεί τον θρόνο και τα θρονάκια για «προδοσία»;

Τραγωδία ο πόλεμος του 1897 για το έθνος ­ αλλά, για το στεμμένο «σύμβολο του έθνους», κωμωδία, και κωμωδία εξαιρετικά πλουτοφόρα:

Τις παραμονές του πολέμου, πολλοί ομογενείς είχαν στείλει στον Γεώργιο σημαντικά ποσά για «μεγάλους εθνικούς σκοπούς». Αλλά ο βασιλιάς «παρέλειψε» να καταθέσει τα ποσά αυτά στο δημόσιο ταμείο, ώστε να ενισχυθεί ο υποτυπώδης εξοπλισμός του στρατού και του στόλου9. Με το δίκιο του, βέβαια, αφού ήξερε πως ο πόλεμος ήταν χαμένος από χέρι, και θα σκέφτηκε πως τα χρήματα αυτά θα ήταν καλύτερα να περάσουν στα δικά του «εθνικά χέρια».

Και μετά τον πόλεμο, όταν άρχισαν οι συνεννοήσεις για συμβιβασμό με τους ξένους δανειστές, η «ομάδα των κερδοσκόπων» (κάτοχος, πάντα των κρατικών μυστικών ),

«ηγόρασεν εν Λονδίνω μεγάλα πακέτα ελληνικών χρεωγράφων, τα οποία τότε ετιμώντο 19 λίρας μόνον. Και μετά την υπογραφήν του συμβιβασμού, τα επώλησεν εις υψηλάς τιμάς ­ 35 και 38 λίρας»10...

Θαυμάζουμε τους αρχαίους και τους επικαλούμαστε (ο υπογράφων, αδιάκοπα). Ωρες - ώρες, όμως, διαπιστώνουμε πως η σκέψη και οι ρήσεις τους ήταν λειψές. Οταν λ.χ. ο Ηράκλειτος έλεγε, «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ, πάντων δε βασιλεύς», δεν σκέφτηκε να προσθέσει πως ο πόλεμος είναι, συχνά, πατήρ πλούτου για τους βασιλείς και τις συμμορίες τους...

1. «Η πτώχευσις της Ελλάδος επί Χαριλάου Τρικούπη», «Οικονομικός Ταχυδρόμος», 1, 8, 15 και 22.4.1934. Βλ. και τα άρθρα μου «Νήσοι παράλληλοι» και «Οι Βερνάρδοι» «Το Βήμα», 4.7.1976 και 12 και 19.9.1976, και σε Πολιτικά Β', Θεμέλιο 1980, σελ. 320-1 και 349-350. - 2. Τα απομνημονεύματά μου, Αθήνα 1950-59. - 3. Αρθρο του στην «Εστία», 5.10.1897. - 4. Γ. Φιλαρέτου, Ξενοκρατία και βασιλεία εν Ελλάδι (1897), Αθήνα, Επικαιρότητα 1973, σελ. 323. - 5. Βλ. «Ακρόπολις», 13.5.1897, και Φιλάρετο, ό.π., σελ. 341. - 6. Φιλάρετος, ο.π., σελ. 339-341. - 7. Συνέντευξη στην «Ακρόπολη», 13.9.1897. - 8. Λεπτομέρειες σε: Κούλας Ξηραδάκη, Οι γυναίκες στον ατυχή πόλεμο του 1897, Φιλιππότης 1994. Βλ. και το άρθρο μου «Το "σόι" και τα εγκλήματα», «Το Βήμα», 17.12.1995. 9. Φιλάρετος, ο.π., σελ. 323. - 10. Στεφάνου, ο.π., 22.4.1934.