Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Σαραντάπορο-Γιαννιτσά-Μπιζάνι (1912-1913)

Αυγουστίνος Ζενάκος, εφ. Το Βήμα, 11/5/2003

Οι Αντίπαλοι

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (1864-1936)

O Ελευθέριος Βενιζέλος γεννήθηκε στις Μουρνιές, κοντά στα Χανιά, και ήταν γιος του Κυριάκου και της Στυλιανής. Το 1881-86 σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατόπιν επέστρεψε στην Κρήτη για να ασκήσει τη δικηγορία. Γρήγορα όμως τον τράβηξε η πολιτική.

H Κρήτη τότε, επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φλεγόταν, όπως πάντα, από τον πόθο της ανεξαρτησίας και της ένωσης με την Ελλάδα. Αλλά οι πολιτικές δυνάμεις του νησιού δεν ομονοούσαν ως προς τον τρόπο και τον χρόνο της επιδίωξης των πολυπόθητων σκοπών. Οι τριβές ανάμεσα στις δύο παρατάξεις που είχαν σχηματιστεί, τη συντηρητική και τη φιλελεύθερη, ήταν έντονες.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στην τοπική συνέλευση με τη φιλελεύθερη παράταξη το 1887. Όταν οι τουρκικές αγριότητες προκάλεσαν μία ακόμη επανάσταση των Κρητών, το 1895, ο Βενιζέλος διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο.

Αλλά η εξέγερση επέπρωτο να έχει λυπηρό τέλος. Οδήγησε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στην ήττα της Ελλάδας. Ιδρύθηκε τότε η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία με επικεφαλής ύπατο αρμοστή, θέση στην οποία οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, με εισήγηση της Ρωσίας, διόρισαν τον πρίγκιπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του βασιλιά Γεωργίου A'. Στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε ο Βενιζέλος ανέλαβε το υπουργείο Δικαιοσύνης. Αλλά οι δύο άνδρες δεν άργησαν να έλθουν σε σύγκρουση. Με την αυταρχικότητα που χαρακτήριζε την όλη συμπεριφορά του ο πρίγκιπας Γεώργιος απέλυσε τον Βενιζέλο, το 1901.

H εχθρότητα ανάμεσα στον ύπατο αρμοστή και στον πολιτικό κορυφώθηκε με την επανάσταση του Θερίσου, το 1905, κατά την οποία ο Βενιζέλος κήρυξε την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ο πρίγκιπας Γεώργιος παραιτήθηκε.

Ο Βενιζέλος κυριάρχησε έκτοτε στην πολιτική ζωή της Κρήτης, και το 1910 αναδείχθηκε πρωθυπουργός της. Αλλά και στην κυρίως Ελλάδα συνέβαιναν ήδη την ίδια περίοδο σημαντικά γεγονότα. Το 1909 είχε γίνει η επανάσταση του Γουδί, έργο του Στρατιωτικού Συνδέσμου, οργάνωσης αξιωματικών η οποία απέβλεπε στην εξυγίανση της πολιτικής ζωής της χώρας. Ο Βενιζέλος, του οποίου το κύρος και η δημοτικότητα είχαν πλέον καταστεί πανελλήνια, κλήθηκε στην Αθήνα, πρώτα για να προσφέρει τις συμβουλές του και κατόπιν για να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας.

H πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου ορκίστηκε στις 6 Οκτωβρίου 1910. Εκτοτε ο Βενιζέλος διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας επτά φορές για συνολικό διάστημα δώδεκα ετών και πέντε μηνών.

Υπήρξε προοδευτικός πολιτικός, εφάρμοσε πολλά φιλεργατικά μέτρα, πρωτοποριακά για την εποχή του, και αναμόρφωσε εκ βάθρων τους θεσμούς του ελληνικού κράτους. Μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού τον λάτρεψαν κυριολεκτικά, αλλά οι εχθροί του τον πολέμησαν λυσσαλέα, αν και συνήθως όχι δικαιολογημένα. Δύο φορές αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν, την πρώτη στο Παρίσι το 1920 και τη δεύτερη στη λεωφόρο Κηφισιάς το 1933. Ωστόσο ούτε αυτοί δεν αρνούνται ότι ο Βενιζέλος υπήρξε ο σημαντικότερος έλληνας πολιτικός του 20ού αιώνα.

Το κορυφαίο γεγονός στην πολυτάραχη σταδιοδρομία του Βενιζέλου υπήρξε ο λεγόμενος Εθνικός Διχασμός.

Το 1914, ένα χρόνο μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), των οποίων ο Βενιζέλος υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος πρωτεργάτης, εξερράγη ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Βενιζέλος διείδε έγκαιρα ότι η νίκη τελικά θα στεφάνωνε τα όπλα των δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) και τάχθηκε υπέρ της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο παρά τω πλευρώ της. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που είχε διαδεχθεί τον πατέρα του Γεώργιο A' και του οποίου η σύζυγος βασίλισσα Σοφία ήταν αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου B' της Γερμανίας, ήθελε να τηρήσει η Ελλάδα ουδετερότητα, η οποία έμμεσα ευνοούσε τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Τουρκία αλλά και Βουλγαρία).

H διαφωνία αυτή οδήγησε στη δημιουργία δύο κρατών, όταν το 1916 ο Βενιζέλος σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη και κατόπιν στη Θεσσαλονίκη. Μαζί του συνέπραξε και η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης που είχε συγκροτηθεί λίγο ενωρίτερα. Τον επόμενο χρόνο ο Κωνσταντίνος εγκατέλειψε τον θρόνο και τη χώρα και η Ελλάδα επανενώθηκε υπό τον Βενιζέλο και εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.

Τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας από τη συμμετοχή της στον πόλεμο, από τον οποίο εξήλθε νικήτρια, υπήρξαν τεράστια. Τα περισσότερα όμως χάθηκαν στη συνέχεια λόγω της ασύνετης πολιτικής των κυβερνήσεων που διαδέχθηκαν τον Βενιζέλο μετά την ήττα του στις εκλογές του 1920 και την αναχώρησή του στο εξωτερικό. Αλλά και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ο Βενιζέλος κλήθηκε, αν και εκτός κυβερνήσεως, να διαπραγματευθεί τη διευθέτηση των διαφορών με την Τουρκία και τη σύναψη ειρήνης.

Με εξαίρεση τη σύντομη παρουσία του στην πρωθυπουργία της χώρας το 1924 ο Βενιζέλος δεν επανήλθε στην επίσημη πολιτική σκηνή παρά την τετραετία 1928-32, που ήταν και η τελευταία περίοδος κατά την οποία διετέλεσε πρωθυπουργός. Μετά την αποτυχία του δημοκρατικού κινήματος του 1935 ο Βενιζέλος πρόλαβε να διαφύγει στο εξωτερικό. Οι αντίπαλοί του τον καταδίκασαν ερήμην εις θάνατον.

Ενα χρόνο αργότερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος πέθανε στο Παρίσι από εγκεφαλική συμφόρηση. H σορός του μεταφέρθηκε στην Κρήτη, και τον ενταφιασμό του στο Ακρωτήρι παρακολούθησε θρηνώντας σύσσωμος ο κρητικός λαός.

MEXMET E' (1844-1918)

O Μεχμέτ E' υπήρξε ο προτελευταίος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έμεινε στον θρόνο από το 1908 ως τον θάνατό του. Γιος του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ A' διαδέχθηκε τον αδελφό του Αβδούλ Χαμίτ B' μετά τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση από τους Νεοτούρκους. Επί των ημερών τού Μεχμέτ E' συντελέστηκε ουσιαστικά η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τις ήττες της στον πόλεμο με την Ιταλία (1911-12), στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18). Το πλήρες όνομά του ήταν Μεχμέτ Ρεζάντ και ως την άνοδό του στον θρόνο είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έγκλειστος στα ανάκτορα κατ' εντολήν του αδελφού του, του αυταρχικού και διαβόητου για τη σκληρότητά του Αβδούλ Χαμίτ B', ο οποίος έτρεφε παθολογικό φόβο για το ενδεχόμενο συνωμοσίας στο στενό του περιβάλλον με σκοπό την ανατροπή και τη δολοφονία του.

Ο Μεχμέτ E' ήταν άνθρωπος πράος και ευγενικός, μορφωμένος στα θέματα της ισλαμικής παράδοσης και εγκρατής της περσικής λογοτεχνίας, με ζωηρό ενδιαφέρον για την οθωμανική και την ισλαμική ιστορία. Του έλειπαν όμως εντελώς το ενδιαφέρον αλλά και η ικανότητα για τη διακυβέρνηση της απέραντης ακόμη τότε αυτοκρατορίας, την οποία τόσο ξαφνικά και απροσδόκητα είχε κληθεί να διοικήσει. Αν και θα επιθυμούσε, όπως φαίνεται, να κυβερνήσει ως συνταγματικός μονάρχης, δοκιμάζοντας να το πράξει παρέδωσε όλες τις εξουσίες στα χέρια της Επιτροπής Ενωσης και Προόδου, όπως οι ηγέτες των Νεοτούρκων προτιμούσαν να αποκαλούν το κίνημά τους.

Είναι πολύ αμφίβολο αν ο Μεχμέτ E' κατανόησε ποτέ τη σημασία των όσων είχαν συμβεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1908, όταν οι Νεότουρκοι ανέτρεψαν τον αδελφό του Αβδούλ Χαμίτ B' και ανέβασαν τον ίδιο στον θρόνο. Με τον χαρακτήρα του και τον ως τότε τρόπο ζωής του, που τον είχε κρατήσει αποκλεισμένο από τον έξω κόσμο, δεν ήταν σε θέση να εμβαθύνει σε αυτό το μωσαϊκό που αποτελούσε το κίνημα των Νεοτούρκων, με την περίπλοκη προϊστορία του, με τις αντιφατικές ιδέες του, μείγμα νεωτεριστικών αντιλήψεων δυτικού τύπου και απαρχαιωμένων ισλαμιστικών δοξασιών, με την εσωτερική πάλη για την επικράτηση και την εξουσία, με τις σκοτεινές φυσιογνωμίες των πρωταγωνιστών του, μερικοί τουλάχιστον από τους οποίους εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά του γνήσιου καιροσκόπου, αν όχι του αυθεντικού τυχοδιώκτη.

Το κίνημα των Νεοτούρκων είχε τις ρίζες του σε μία από τις πολλές συνωμοσίες για την ανατροπή τού Αβδούλ Χαμίτ B', την οποία είχαν διοργανώσει αξιωματικοί στην Κωνσταντινούπολη το 1889 δίνοντας στην κίνησή τους την ονομασία Επιτροπή Ενωσης και Προόδου. Οταν η συνωμοσία αποκαλύφθηκε, οι διοργανωτές της διέφυγαν στο εξωτερικό για να προστεθούν σε άλλους οθωμανούς εξορίστους στο Παρίσι, στη Γενεύη και στο Κάιρο και να προετοιμάσουν μαζί τους το έδαφος για επαναστατική δράση. Με τουρκόφωνα έντυπα που εξέδιδαν στο εξωτερικό οι ηγέτες του κινήματος προπαγάνδιζαν τις ιδέες τους, οι οποίες ωστόσο δεν εμφανίζονταν καθόλου ομοιογενείς.

Στους κόλπους του κινήματος διαμορφώθηκαν δύο κύριες τάσεις, οι οποίες, αν και συμφωνούσαν στον βασικό σκοπό, που ήταν η διαφύλαξη και διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διέφεραν μεταξύ τους σε ουσιώδη σημεία του προγράμματός τους. H μία υποστήριζε την ανάγκη της αποκέντρωσης της εξουσίας στην αυτοκρατορία, η άλλη πρέσβευε την ανάγκη του συγκεντρωτισμού. H μία καταδίκαζε ως επικίνδυνες και απεργαζόμενες την καταστροφή της αυτοκρατορίας τις ξένες, δυτικές, επιρροές στη διακυβέρνηση του κράτους, η άλλη προπαγάνδιζε ριζικές μεταρρυθμίσεις έντονα επηρεασμένη από τη θετικιστική φιλοσοφία του Αυγούστου Κοντ.

Το γεγονός ότι και οι δύο απόψεις, παρά τις ζωηρές διαφωνίες τους, χρωματίζονταν έντονα από την προσκόλλησή τους στα ισλαμιστικά ιδεώδη, δεν εμπόδισε τη διάσπαση του κινήματος των Νεοτούρκων, η οποία επήλθε στο συνέδριό τους του 1902 στο Παρίσι.

Ούτως ή άλλως όμως αυτές οι θεωρητικές συζητήσεις μπορεί να πρόσφεραν πλούσιο ιδεολογικό έρμα στην υπόθεση της επανάστασης, αλλά δεν αρκούσαν για να ανατρέψουν τον παμπόνηρο και πάντα άγρυπνο Αβδούλ Χαμίτ, εφόσον ο στρατός τού έμενε πιστός. Ο σουλτάνος έχασε αυτό το έρεισμα όταν η δυσαρέσκεια για την κατάσταση στο στράτευμα έστρεψε εναντίον του το 3ο Σώμα Στρατού της Μακεδονίας, οι αξιωματικοί του οποίου τάχθηκαν υπό το λάβαρο της Επιτροπής Ενωσης και Προόδου.

Ο Μεχμέτ E´ δεν ήταν παρά ενεργούμενο των Νεοτούρκων. Αυτοί τον παρέσυραν, μαζί και την αυτοκρατορία, στους ολέθριους πολέμους που κατέληξαν στη διάλυσή της. Το 1911, καθ´ υπόδειξη της Επιτροπής Ενωσης και Προόδου, ο σουλτάνος πραγματοποίησε περιοδεία καλής θελήσεως στη Θράκη και στα εδάφη της κατοπινής Αλβανίας. Αλλά τον ίδιο χρόνο, και έναν χρόνο αργότερα, στον πόλεμο με την Ιταλία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε την επαρχία της Τριπολίτιδας, τη σημερινή Λιβύη. Στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 έχασε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές κτήσεις της. Παρά την αντίθετη γνώμη του σουλτάνου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας και ο Μεχμέτ, ως χαλίφης, δηλαδή θρησκευτικός αρχηγός, κάλεσε όλους τους μουσουλμάνους σε ιερό πόλεμο. Τη στιγμή του θανάτου του σουλτάνου το μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας του είχε πέσει στα χέρια των Συμμάχων και έξι μήνες αργότερα η Κωνσταντινούπολη τελούσε υπό στρατιωτική κατοχή.