Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Σαραντάπορο-Γιαννιτσά-Μπιζάνι (1912-1913)

Αυγουστίνος Ζενάκος, εφ. Το Βήμα, 11/5/2003

Η Μάχη

Μετά την ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η επανάσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί το 1909 και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ελευθέριο Βενιζέλο τον επόμενο χρόνο θεμελίωσαν τον αστικό μετασχηματισμό της χώρας και την ώθησαν στα πρώτα βήματα προς τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, σύμφωνα με τα πρότυπα των δημοκρατιών δυτικού τύπου. Την ίδια εποχή περίπου στην Τουρκία η επανάσταση των Νεοτούρκων έδινε υποσχέσεις στα υπόδουλα ακόμη τμήματα των Βαλκανίων για περισσότερο ελαστική διακυβέρνηση εκ μέρους της Πύλης. Γρήγορα όμως οι ελπίδες διαψεύσθηκαν και οι επαγγελίες για ισονομία όλων των πολιτών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεχάστηκαν. Ο σοβινισμός των Νεοτούρκων εκφράστηκε με τη μεγαλύτερη καταπίεση των χριστιανικών πληθυσμών.

Μία από τις προτεραιότητες του Βενιζέλου ήταν η διοργάνωση και ο εξοπλισμός του στρατού. Γι' αυτόν τον λόγο στις αρχές της πρωθυπουργικής του θητείας ο Βενιζέλος προσπάθησε να αποφύγει οποιαδήποτε ένταση με την Τουρκία ώστε να μη διακινδυνεύσει ένα δεύτερο 1897. Αυτός ήταν ο λόγος που, με την εφεκτική στάση του στο πρόβλημα της Κρήτης, δυσαρέστησε τους συμπατριώτες του. Εξάλλου ο διορατικός πολιτικός καταλάβαινε ότι, παρά την παρελκυστική τακτική της ανεξάρτητης πλέον Βουλγαρίας, ο μόνος δρόμος για τη διεκδίκηση των εδαφών των αλυτρώτων αδελφών μας ήταν η σύναψη συμμαχιών με τα γειτονικά μας βαλκανικά κράτη. Σε αυτό βοήθησε και η Ρωσία - για την εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων φυσικά -, η οποία έπεισε τη Βουλγαρία να συνάψει συνθήκη φιλίας και συμμαχίας με τη Σερβία. Αντίθετα οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσχέρειες επειδή η Βουλγαρία είχε υπερβολικές απαιτήσεις για τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, σε περίπτωση όπου αυτά θα απελευθερώνονταν από τον οθωμανικό ζυγό.

Σύμμαχοι κατ' ανάγκην


Μαυροβούνιοι (επάνω) και έλληνες στρατιώτες (κάτω)


Παρ' όλα αυτά ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να βάλει την Ελλάδα στο παιχνίδι σε περίπτωση που ο Μεγάλος Ασθενής (χαρακτηρισμός της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) εξαναγκαζόταν να εγκαταλείψει τις ευρωπαϊκές κτήσεις του. Γι' αυτό τον Μάιο του 1912, στη Σόφια, η Ελλάδα υπέγραψε αμυντική συνθήκη με τη Βουλγαρία, στην οποία δεν γινόταν καμία απολύτως μνεία για την τύχη των εδαφών που θα απελευθερώνονταν σε περίπτωση νικηφόρου πόλεμου εναντίον της Τουρκίας. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο του 1912, η Ελλάδα και η Βουλγαρία υπέγραψαν και στρατιωτική συμφωνία με την οποία, σε περίπτωση βουλγαροτουρκικού πολέμου, η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να βοηθήσει τη Βουλγαρία με 120.000 στρατό και όλη τη δύναμη του στόλου της, ενώ σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο η Βουλγαρία θα βοηθούσε την Ελλάδα με 300.000 στρατό. Τον ίδιο μήνα η Σερβία συμμάχησε με το Μαυροβούνιο. H Ελλάδα δεν υπέγραψε συνθήκη με τη Σερβία αλλά, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, οι δύο χώρες αποφάσισαν να στείλουν αντιπροσώπους στο στρατιωτικό επιτελείο η μία της άλλης για τον συντονισμό των επιχειρήσεων.

Ετσι, παρ' όλο που δεν είχε υπογραφεί κοινό αμυντικό σύμφωνο, η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο βρέθηκαν σύμμαχοι εναντίον της Τουρκίας. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια σημαντική στρατιωτική δύναμη που, όπως ήταν φυσικό, ανησύχησε τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες δεν ήθελαν να λαμβάνονται αποφάσεις ερήμην τους. Οταν, λόγου χάρη, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Ρεμόν Πουανκαρέ πληροφορήθηκε από τον τσάρο της Ρωσίας Νικόλαο B´ τη σερβοβουλγαρική συνθήκη την ονόμασε «όργανο πολέμου». Επίσης η Αυστροουγγαρία, αφού είχε αποσπάσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και προσαρτήσει στην επικράτειά της τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, προσπαθούσε τώρα να διατηρήσει το status quo στα Βαλκάνια πιέζοντας απλώς την Πύλη να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις υπέρ των χριστιανικών πληθυσμών της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Και ενώ στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1912 οι Μεγάλες Δυνάμεις έκαναν κοινό διάβημα σε Αθήνα, Σόφια, Βελιγράδι και Κετίγκη (Μαυροβούνιο) με την προειδοποίηση ότι δεν θα επέτρεπαν την παραμικρή εδαφική μεταβολή στον βαλκανικό χώρο, οι τέσσερις σύμμαχοι περίμεναν την ευκαιρία να επιτεθούν στην εξασθενημένη από τον ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911-1912) Τουρκία.

A' Βαλκανικός Πόλεμος

Την ευκαιρία για επίθεση εναντίον της Τουρκίας τη βρήκε το Μαυροβούνιο εξαιτίας της άρνησης της Τουρκίας να διευθετηθούν οι μεταξύ τους συνοριακές διαφορές. Το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο στην Τουρκία στις 25 Σεπτεμβρίου 1912. Λίγες ημέρες νωρίτερα η Βουλγαρία είχε ειδοποιήσει την Ελλάδα ότι η Τουρκία συγκεντρώνει στρατό στα μεταξύ τους σύνορα και ότι από κοινού με τη Σερβία είχαν αποφασίσει να επιτεθούν εναντίον της Τουρκίας και καλούσε την Ελλάδα να τιμήσει τη στρατιωτική τους συμφωνία. H Ελλάδα συμφώνησε και στις 30 Σεπτεμβρίου οι πρεσβευτές της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας στην Κωνσταντινούπολη επέδωσαν κοινό τελεσίγραφο στην Πύλη με το οποίο απαιτούσαν, πέρα από την άμεση ανάκληση των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων από τις παραμεθόριες περιοχές, και ένα σωρό άλλες ρυθμίσεις και μεταρρυθμίσεις όπως: την επικύρωσης της εθνικής αυτονομίας των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την αναλογική τους αντιπροσώπευση στο τουρκικό κοινοβούλιο, την αναγνώριση των χριστιανικών σχολείων ως ισοτίμων των μουσουλμανικών, τον διορισμό χριστιανών σε δημόσιες θέσεις κτλ.

Οπως ήταν αναμενόμενο, η Πύλη χαρακτήρισε το τελεσίγραφο «θρασεία απόπειρα επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της Αυτοκρατορίας» και άρα «ανάξιο απαντήσεως». Ετσι οι τρεις χώρες, ακολουθώντας το παράδειγμα του Μαυροβουνίου, κήρυξαν και αυτές τον πόλεμο στην Τουρκία (4 Οκτωβρίου 1912).

H μάχη του Σαρανταπόρου


Έλληνες στρατιώτες με πυροβόλο


H Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο με 100.000 άνδρες και όλον της τον στόλο. H Βουλγαρία με 270.000 στρατό, η Σερβία με 200.000 και το Μαυροβούνιο με 33.000. H ελληνική δύναμη χωρίστηκε στον Στρατό της Θεσσαλίας και στον Στρατό της Ηπείρου. Με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κωνσταντίνο οι επιχειρήσεις άρχισαν από τη Θεσσαλία το πρωί της 5ης Οκτωβρίου 1912. Οι Τούρκοι είχαν οργανώσει την αμυντική τους γραμμή στα υψώματα βόρεια της Ελασσόνας αλλά ο ελληνικός στρατός τούς ανάγκασε να υποχωρήσουν προς τα στενά του Σαρανταπόρου. Τα στενά αυτά, τα οποία από μόνα τους είναι απόρθητο φρούριο, οι Τούρκοι, με τη βοήθεια γερμανών αξιωματικών, τα είχαν οχυρώσει υποδειγματικά. Στα βορειοανατολικά του χωριού Σαραντάπορο, το ύψωμα Σκοπιά έλεγχε όλη την περιοχή από τον ποταμό Σαραντάπορο ως τον δρόμο Ελασσόνας - Σερβίων, στα δυτικά. Στη φυσική οχύρωση των στενών συνέβαλλαν τα υψώματα νοτιοδυτικά της Σκοπιάς και η δύσβατη περιοχή στα βόρεια του χωριού Σαραντάπορο. H προσέγγιση της περιοχής μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από εξαιρετικά δύσβατες ορεινές διαβάσεις.

Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να κρατήσουν σταθερή άμυνα ώστε να εμποδίσουν την προέλαση των Ελλήνων προς τα βόρεια. Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός εξαπέλυσε επίθεση κατά μέτωπον. H προέλαση των μεραρχιών του κέντρου (1η, 2α και 3η) έγινε με δύο συντάγματα από κάθε μεραρχία. Πλησιάζοντας σε απόσταση 1.000 μέτρων, οι Ελληνες δέχθηκαν καταιγισμό εχθρικών πυρών αλλά, παρά τις σοβαρές απώλειες, συνέχισαν την προέλασή τους. Παράλληλα η 4η και η 5η Μεραρχία κινήθηκαν από τα πλάγια. H 5η επιτέθηκε ανοίγοντας δρόμο προς τις τοποθεσίες Λαζανάδες και Βογγόπετρα και η 4η προχώρησε προς τα Σέρβια, ούτως ώστε να βγει στα νώτα του εχθρού. Τα αποτελέσματα της πρώτης ημέρας της μάχης ήταν μάλλον δυσμενή για τον ελληνικό στρατό. Οι απώλειες ήταν μεγάλες, ο καιρός άσχημος, το έδαφος δύσβατο, το ηθικό των ανδρών μάλλον καταβεβλημένο.

Για την επομένη τα ξημερώματα το Γενικό Στρατηγείο είχε προγραμματίσει οι τρεις μεραρχίες του κέντρου να συνεχίσουν την προσπάθειά τους να καταλάβουν τις θέσεις των Τούρκων αλλά, ενώ όλα ήταν έτοιμα για την επίθεση, στα γύρω υψώματα βασίλευε απόλυτη ησυχία. Οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια της νύχτας, αντιλαμβανόμενοι την πρόθεση της 4ης Μεραρχίας να τους κυκλώσει, προτίμησαν να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια αλλά εκεί τους περίμενε η 4η Μεραρχία, η οποία τους αιφνιδίασε και οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω τους 22 πυροβόλα και άφθονο πολεμικό υλικό. Στη συνέχεια ο Ελληνικός Στρατός προωθήθηκε προς τον Αλιάκμονα ενώ το απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου ένα τμήμα της ταξιαρχίας ιππικού απελευθέρωσε την Κοζάνη.

H γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της μάχης του Σαρανταπόρου τόνωσε το ηθικό του στρατού και άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ωστόσο οι απώλειες σε έμψυχο υλικό ήταν βαριές: 182 νεκροί και 995 τραυματίες.

Αγώνας - και δρόμου - για τη Θεσσαλονίκη

Ύστερα από αυτή την εντυπωσιακή επιτυχία, το Γενικό Στρατηγείο εγκαταστάθηκε στην Κοζάνη από όπου ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος σκόπευε να βαδίσει προς το Μοναστήρι για να ενωθεί με τον σερβικό στρατό. Ο Βενιζέλος ωστόσο είχε διαφορετική γνώμη. Ήθελε ο Ελληνικός Στρατός να συνεχίσει την πορεία του στη Μακεδονία και να μπει στη Θεσσαλονίκη προτού προλάβουν να το κάνουν οι Βούλγαροι, όπως σχεδίαζαν.

Τηλεγράφημα Βενιζέλου προς Κωνσταντίνο (13 Οκτωβρίου 1912):

«Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν, ην θα ακολουθήση η προέλασις του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ' όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρεθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην».

Υπογραφή: Υπουργός Στρατιωτικών Βενιζέλος

Κωνσταντίνος προς Βενιζέλο:

«Ο στρατός δεν θα οδεύση κατά της Θεσσαλονίκης. Εγώ έχω καθήκον να στραφώ κατά του Μοναστηρίου, εκτός αν μου το απαγορεύετε».

Βενιζέλος προς Κωνσταντίνο:

«Σας το απαγορεύω».

H μάχη των Γιαννιτσών

Μετά την επιμονή του Βενιζέλου, ο Στρατός της Θεσσαλίας συνέχισε την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη. Ολα τα τμήματα του τουρκικού στρατού, τα οποία υποχώρησαν από το Σαραντάπορο, συμπτύχθηκαν και οχυρώθηκαν στα Γιαννιτσά, τοποθεσία που, παρά το μειονέκτημα ότι είχε στα νώτα της τον ποταμό Αξιό, ήταν ένα σημείο αρκετά καλό για άμυνα επειδή αφενός έφραζε την κύρια οδική αρτηρία προς τη Θεσσαλονίκη, αφετέρου η επάνδρωσή της απαιτούσε περιορισμένες σχετικά δυνάμεις, δεδομένου ότι δεν ήταν εύκολη η υπερκέρασή της τόσο από τα νότια, λόγω της λίμνης (σήμερα έχει αποξηρανθεί) και του ελώδους εδάφους, όσο και από τα βόρεια όπου υψωνόταν το όρος Πάικο.

Οι αμυντικές δυνάμεις των Τούρκων στα Γιαννιτσά αποτελούνταν από πέντε μεραρχίες και έξι πυροβολαρχίες. Οι Ελληνες είχαν πέντε μεραρχίες και μία ταξιαρχία ιππικού.

H επίθεση του Ελληνικού Στρατού εναντίον του τουρκικού άρχισε το πρωί της 19ης Οκτωβρίου. Με συντονισμένες προσπάθειες οι ελληνικές μεραρχίες διέσπασαν την τουρκική άμυνα και τμήματα του τουρκικού στρατού άρχισαν να υποχωρούν προς τη Θεσσαλονίκη. Το απόγευμα της επομένης οι Ελληνικός Στρατός μπήκε θριαμβευτής στα Γιαννιτσά.

Εκνευριστικές αργοπορίες


Έλληνες στρατιώτες φρουρούν τούρκους αιχμαλώτους


Μολονότι η νίκη των Γιαννιτσών ήταν πολύ σπουδαία για την πρόοδο των ελληνικών επιχειρήσεων, ο δρόμος για τη Θεσσαλονίκη δεν ήταν περίπατος. Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες του Αξιού και οι πολλές βροχές είχαν φουσκώσει τα νερά του ποταμού. Για να περάσει η ελληνική στρατιά έπρεπε να κατασκευαστούν πρόχειρες γέφυρες και αυτό συνεπαγόταν καθυστέρηση.

Οι καθυστερήσεις αυτές ανησυχούσαν τον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι, νικηφόροι και αυτοί έναντι των Τούρκων, βάδιζαν ακάθεκτοι προς τη Θεσσαλονίκη. Στις 24 Οκτωβρίου ο Βενιζέλος έστειλε το παρακάτω τηλεγράφημα στον Κωνσταντίνο κοινοποιώντας το και στον βασιλιά Γεώργιο:

«Λαμβάνω την τιμήν να φέρω εις γνώσιν της Υμετέρας Μεγαλειότητος τηλεγράφημα όπερ πέμπω προς τον Αρχηγόν του Στρατού Θεσσαλίας, έχον ούτω:

Αρχηγείον Στρατού Θεσσαλίας. - Από της μάχης των Γιαννιτσών ουδέν ανεκοινώσατε προς το Υπουργείον περί των περαιτέρω στρατιωτικών υμών επιχειρήσεων, ως και εκείνων της V Μεραρχίας. Και όμως από της μάχης των Γιαννιτσών παρήλθον 4 όλαι ημέραι. H σιωπή αύτη και η πλήρης άγνοια, εις ην ως εκ τούτου ευρίσκεται και η υπεύθυνος Κυβέρνησις και το Εθνος περί της τύχης του Στρατού του, είναι όντως εκπληκτική.

Βενιζέλος».

Μία ημέρα αργότερα ο Βενιζέλος, επικοινωνώντας τηλεφωνικώς με τον βασιλιά, τον παρακάλεσε να μεταβιβάσει το ακόλουθο μήνυμα στον γιο του:

«Σας καθιστώ προσωπικώς υπεύθυνον διά την βραδύτητα με την οποίαν διεξάγετε τας επιχειρήσεις αι οποίαι κινδυνεύουν να φέρουν τους Βουλγάρους πρώτους εις Θεσσαλονίκην».

Τελικά η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στους Ελληνες την 26 Οκτωβρίου 1912 μαζί με 26.000 τούρκους στρατιώτες, 70 πυροβόλα, 30 πολυβόλα και 1.200 υποζύγια. Στη συνέχεια η Στρατιά της Θεσσαλίας μπήκε στη Δυτική Μακεδονία και απελευθέρωσε τη Φλώρινα, την Καστοριά και την Κορυτσά.

Και τώρα η Ήπειρος


Έλληνες στρατιώτες σε πορεία (επάνω) και τουρκικό πυροβολικό σε παρέλαση (κάτω)


Στο μέτωπο της Ηπείρου οι επιχειρήσεις διεξάγονταν με βραδύτερο ρυθμό. Αν και ο ελληνικός στρατός κατέλαβε με σχετική ευκολία την Αρτα, την Πρέβεζα, την Καλαμπάκα και το Μέτσοβο, σχεδόν καθηλώθηκε μπροστά στο Μπιζάνι, ένα ύψωμα 15 χιλιόμετρα περίπου έξω από τα Γιάννενα το οποίο είχαν οχυρώσει οι Τούρκοι εμποδίζοντας έτσι την προέλαση προς την πρωτεύουσα της Ηπείρου. Μετά την κατάκτηση όμως της Θεσσαλονίκης ο Στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με δυνάμεις της Στρατιάς της Θεσσαλίας. Στις 10 Ιανουαρίου 1913 ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ηπειρο. Το ενδιαφέρον του Βενιζέλου για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ήταν μεγάλο. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Στρατιωτικών έφθασε στο μέτωπο για να συνεννοηθεί με τον Κωνσταντίνο για τις περαιτέρω στρατιωτικές επιχειρήσεις.

H μάχη στο Μπιζάνι

Το τελικό σχέδιο για την επίθεση εναντίον των Τούρκων στο Μπιζάνι προέβλεπε συσπείρωση όλων των δυνάμεων και ελιγμό αιφνιδιασμού. H συνολική δύναμη του ελληνικού στρατού ανερχόταν σε 41.500 άνδρες, 48 πολυβόλα και 93 πυροβόλα. Οι οχυρωμένοι Τούρκοι αριθμούσαν 30.000 άνδρες και 112 πυροβόλα.

Ο ελληνικός ελιγμός απέβλεπε σε αιφνιδιαστική υπερκέραση του οχυρού από τα δυτικά με ταυτόχρονη μετωπική επίθεση στον κεντρικό και ανατολικό τομέα ενώ παράλληλα θα γίνονταν παραπλανητικές ενέργειες σε γειτονικές περιοχές των Ιωαννίνων ώστε να απασχοληθεί ένα τμήμα των τουρκικών δυνάμεων που προστάτευαν το Μπιζάνι.

Το πρωί της 20ής Φεβρουαρίου άρχισε η γενική επίθεση. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και ο αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων Εσάτ Πασάς, για να αποφύγει τον άσκοπο αποδεκατισμό των δυνάμεών του, απευθύνθηκε στους προξένους της Ρωσίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας και της Ρουμανίας για να μεσολαβήσουν για την παράδοση. Τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου του 1913, στο Χάνι Εμίν Αγά όπου βρισκόταν το ελληνικό στρατηγείο, οι Τούρκοι παρέδωσαν στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο τα Ιωάννινα και τον τουρκικό στρατό.

Ελευθερώνονται τα νησιά


Πλήθος στους δρόμους των Ιωαννίνων μετά την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων το 1913


Αυτά γίνονταν στη ξηρά. Στη θάλασσα ο Ελληνικός Στόλος από τις 6 Οκτωβρίου ως τις 20 Δεκεμβρίου 1912 είχε ελευθερώσει όλα σχεδόν τα νησιά του Ανατολικού και Βόρειου Αιγαίου. Στις ναυτικές επιχειρήσεις σημαντικότατη βοήθεια πρόσφερε ο τορπιλισμός του τουρκικού θωρηκτού «Φετίχ Μπουλέντ» μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, στις 18 Οκτωβρίου 1912, και με τις ένδοξες ναυμαχίες της «Ελλης» και της «Λήμνου» - στις 3 Δεκεμβρίου 1912 και στις 5 Ιανουαρίου 1913 αντίστοιχα - ο Ελληνικός Στόλος τρομοκράτησε τόσο πολύ τον τουρκικό ώστε δεν τόλμησε να ξαναβγεί στο Αιγαίο.

Το τέλος του πολέμου

Σημαντικές στρατιωτικές επιτυχίες είχαν και οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι και οι Βούλγαροι. Οι Σέρβοι κατέλαβαν το Μοναστήρι, το Στιπ, τα Σκόπια και μαζί με τους Μαυροβούνιους ένα μεγάλο μέρος της Αλβανίας. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν τις Σαράντα Εκκλησιές, τη Ραιδεστό και έφθασαν ως το Ιουστινιάνειο Τείχος, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Επίσης κατέλαβαν την Καβάλα και τις Σέρρες αλλά, όπως είδαμε, δεν πρόλαβαν να μπουν πρώτοι στη Θεσσαλονίκη.

Με όλες αυτές τις νίκες των Συμμάχων ουσιαστικά η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε τις κτήσεις της στην Ευρώπη, με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη. Ο A´ Βαλκανικός Πόλεμος τελείωσε και τυπικά με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17 Μαΐου 1913), με την οποία ο σουλτάνος παραχωρούσε στους μονάρχες των συμμάχων κρατών όλα τα εδάφη που βρίσκονταν δυτικά της γραμμής Αίνου - Μηδείας εκτός της Αλβανίας. Ο σουλτάνος παραιτήθηκε επίσης από τα δικαιώματα επικυριαρχίας του στην Κρήτη και ανέθετε στις Μεγάλες Δυνάμεις να αποφασίσουν για την τύχη των νησιών του Αιγαίου και της χερσονήσου του Αθω.

B' Βαλκανικός Πόλεμος


Παρέλαση του ελληνικού ιππικού


H Συνθήκη του Λονδίνου ωστόσο είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα: άφηνε αδιανέμητα τα κατακτηθέντα εδάφη από τους Συμμάχους και δεν καθόριζε τα νέα σύνορα των βαλκανικών κρατών. Αποτέλεσμα ήταν να αρχίσουν οι διενέξεις για τη μοιρασιά των εδαφών, οι οποίες οδήγησαν στον B´ Βαλκανικό Πόλεμο προτού κυρωθεί η Συνθήκη, εξαιτίας κυρίως των αξιώσεων της Βουλγαρίας.

H Βουλγαρία, με την υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας, διεκδικούσε τη Θράκη, την Ανατολική Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι, το οποίο είχαν καταλάβει οι Σέρβοι. Το γεγονός αυτό οδήγησε την Ελλάδα να συνάψει μυστική συμφωνία με τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας και της Τουρκίας.

Αφορμή του B' Βαλκανικού Πολέμου ήταν η επίθεση τμημάτων του βουλγαρικού στρατού εναντίον ελληνικών αποσπασμάτων στη Νιγρίτα, την 16η Ιουνίου 1913 και, την επομένη, εναντίον σερβικών στη Γευγελή, την οποία και κατέλαβαν. Τότε η Ελλάδα και η Σερβία αποφάσισαν να δράσουν αμέσως.

Ο B' Βαλκανικός Πόλεμος ήταν πολύ σύντομος αλλά και πολύ αιματηρός. Ο Ελληνικός Στρατός ύστερα από φονικότατες αλλά νικηφόρες μάχες (Κιλκίς - Λαχανά, Δοϊράνη, Στρώμνιτσα, Κρέσνα, Τζουμαγιά) ανάγκασε τους Βουλγάρους να ζητήσουν ανακωχή. Επίσης νίκες είχαν και οι Σέρβοι εναντίον των Βουλγάρων. Εξάλλου στις 27 Ιουνίου 1913 η Ρουμανία κήρυξε και αυτή τον πόλεμο στη Βουλγαρία και η προέλαση του ρουμανικού στρατού έφθασε σχεδόν έξω από τη Σόφια. Από την άλλη η Τουρκία, θέλοντας και αυτή να εκμεταλλευθεί την κατάρρευση της Βουλγαρίας, ανακατέλαβε την Αδριανούπολη και ένα μέρος της Θράκης.

H Συνθήκη του Βουκουρεστίου

Ο B' Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με τη συνθήκη που υπέγραψαν στο Βουκουρέστι στις 10 Αυγούστου 1913 η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ελλάδα, το Μαυροβούνιο και η Σερβία. Παρά την ήττα της η Βουλγαρία, με τη μεσολάβηση της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας, κέρδισε επιτέλους έξοδο στο Αιγαίο μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Πόρτο Λάγος. Αλλά η μεγάλη κερδισμένη από τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους ήταν η Ελλάδα, η οποία, με τη σταθερή διαπραγματευτική τακτική του Βενιζέλου, διπλασίασε σχεδόν την έκταση και τον πληθυσμό της.