Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Τι αποκαλύπτουν τα γαλλικά στρατιωτικά αρχεία

Αντώνης Λιάκος*, εφ. Το Βήμα, 1/9/2002

Ο πόλεμος μέσα από τις εκθέσεις των αξιωματικών, οι αναφορές στις πολιτικές διαφωνίες στο ελληνικό μέτωπο, οι βιαιοπραγίες και ο φάκελος της Σμύρνης


Εικόνα της Σμύρνης μετά τον εμπρησμό


Ψάχνοντας για χαραμάδες που θα επιτρέψουν μια ευκρινέστερη ματιά από όσα ειπώθηκαν και γράφηκαν εκ των υστέρων για όσα συνέβησαν στη Μικρά Ασία στα 1919-1922, ο δρόμος με έφερε στα στρατιωτικά αρχεία της Γαλλίας, στον πύργο της Vincennes στο Παρίσι. Η υπόθεσή μου ήταν ότι οι στρατιωτικοί βρίσκονταν πιο κοντά στα πολεμικά πεδία από τους διπλωμάτες και τους πολιτικούς, και επομένως ο λόγος τους, πιο ακατέργαστος και αποσπασματικός, μεταφέρει πληροφορίες πιο άμεσες και λιγότερο διαμεσολαβημένες. Οχι βέβαια ότι οι γάλλοι στρατιωτικοί δεν είχαν συμπάθειες και αντιπάθειες. Πρώτα πρώτα προσδιορίζονταν από την παιδεία τους και οι κεμαλικοί μιλούσαν μια συγγενική πολιτική διάλεκτο που την είχαν μάθει άλλωστε στα γαλλικά σχολεία. «Η διανοητική ελίτ της Τουρκίας συγκροτεί τη διευθύνουσα τάξη των κεμαλιστών. Είναι της ίδιας γενιάς, ανάμεσα στα 40-50, αποφασισμένοι να φτάσουν ως το τέλος» (αναφορά της 30.6.1921). Υστερα, η κρίση τους εξαρτιόταν από τη φορά που είχαν οι πιθανότητες της έκβασης του πολέμου. Εκείνο όμως το οποίο ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη είναι η αδιαφορία των στρατιωτικών παρατηρητών, και όχι μόνο αυτών αλλά και των διπλωματών και των πολιτικών, για τα θύματα ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό.

Η έννοια της ανθρωπιστικής καταστροφής, της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, ήταν τότε έννοιες εντελώς ξένες. Για τον λόγο αυτόν σφαγές γυναικοπαίδων, μετακινήσεις πληθυσμών, πυρπολήσεις χωριών περνούν στα ψιλά των αναφορών και συχνά με το ερώτημα για τη στρατηγική τους σημασία. Οταν, λ.χ., ο γάλλος αξιωματικός Claude Farrère αναφέρεται στις εξηγήσεις του Κεμάλ ότι οι μετακινήσεις πληθυσμών στο εσωτερικό της Ανατολίας οφείλονταν σε αμυντικούς λόγους επειδή στα μετόπισθεν δρούσαν ένοπλα σώματα, θεωρεί περιττό να υπολογίσει πόσο κόστισε η στρατηγική αυτή σε ανθρώπινες ζωές (14.6.1922). Το ίδιο συμβαίνει και όταν αναφέρονται σε βιαιοπραγίες εναντίον μουσουλμάνων αμάχων από τον ελληνικό στρατό. Οι συντάκτες αναρωτιούνται κυρίως για τη στρατηγική τους σκοπιμότητα. Αντίθετα εκτενείς αναλύσεις γίνονται, λ.χ., για τις πολιτικές διαφωνίες στο ελληνικό μέτωπο ή για τον κίνδυνο μιας συμμαχίας των κεμαλικών με τους μπολσεβίκους. Αλλωστε στην τελική διαμόρφωση της γαλλικής στάσης βάρυνε όχι τόσο η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα και η επιστροφή των αντιβενιζελικών στις εκλογές του 1920 όσο ο υπολογισμός ότι θα νικούσε ο Κεμάλ, σε συνδυασμό με τον φόβο ότι τη νίκη αυτή θα την πιστώνονταν οι Σοβιετικοί, αν δεν προλάβαιναν να προσεταιριστούν τον νικητή οι Σύμμαχοι.

Εκείνο πάντως που προκύπτει είναι ότι αυτά τα τρία χρόνια ο πόλεμος στη Μικρά Ασία ήταν ένας συνδυασμός πολέμου χαρακωμάτων και εμφυλίου πολέμου των μετόπισθεν. Αυτό συνέβαινε και από τις δύο πλευρές. Οι πληθυσμοί ήταν εξοπλισμένοι (αναφέρεται στις 27.9.1922 ότι στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη οι εκκλησίες είχαν γίνει αποθήκες όπλων), εχθρικά αντάρτικα δρούσαν πίσω από τις γραμμές και κυρίως οι αντίπαλοι θεωρούνταν όχι αιχμάλωτοι πολέμου αλλά προδότες. Π.χ., όταν προέλαυνε ο τουρκικός στρατός σε περιοχές που δεν είχαν προλάβει να εκκενωθούν από τους χριστιανούς, συγκέντρωνε τους άνδρες και όσους από αυτούς θεωρούσε ότι συμμετείχαν στις εχθροπραξίες, κατά τεκμήριο όλους, τους εκτελούσε αμέσως ως συνεργάτες του εισβολέα. Τα επεισόδια αυτά είχαν ως αποτέλεσμα αντεκδικήσεις και τη γενικευμένη φυγή των πληθυσμών πριν από την προέλαση των αντιπάλων. Ετσι η σύγκρουση δεν ήταν μόνο ανάμεσα στους στρατούς και στους πληθυσμούς, αλλά και ανάμεσα σε πληθυσμούς, όπως συνέβη, με θύματα τους χριστιανούς, στη Μαγνησία και στην Ανατολική Θράκη (9.9.1921).

Οι ελληνικές βιαιότητες

Οι ελληνικές βιαιοπραγίες εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού σημειώνονται στα αρχεία σε τέσσερις περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Αναφέρεται τριήμερη λεηλασία των τουρκικών καταστημάτων και έκτροπα εναντίον του μουσουλμανικού πληθυσμού χωρίς ο ελληνικός στρατός να παρέμβει για να αποκαταστήσει την τάξη (αναφορά 1.6.1919). Η δεύτερη περίπτωση αφορά τους βομβαρδισμούς ανοχύρωτων τουρκικών χωριών στην Προποντίδα και στον Πόντο από ελληνικές κανονιοφόρους με πολλά θύματα και καταστροφές σπιτιών (τηλεγρ. 16.4.1921 και 15.6.1921). Η τρίτη αφορά την περίπτωση της Νικομήδειας/Izmit: «Η ελληνική φρουρά εκκένωσε την Ιζμίτ τη νύχτα της 27/28 Ιουνίου 1921 αφού επιβίβασε στα πλοία τον ελληνικό πληθυσμό. Οι έλληνες στρατιώτες πυρπόλησαν ένα μέρος της πόλης, έσφαξαν μουσουλμάνους και διέπραξαν πολυάριθμες υπερβολές» (τηλεγρ. 29.6.1921). Σε άλλη αναφορά: «Οι πυρπολήσεις, οι σφαγές, οι βιασμοί και οι λεηλασίες στις μουσουλμανικές συνοικίες της Ιζμίτ κράτησαν από 24 ως 27 Ιουνίου. Τις διέπραξαν Αρμένιοι που τους χρησιμοποίησαν οι Ελληνες και έλληνες στρατιώτες και ναύτες. Ο λοχαγός Delord είδε με τα μάτια του 64 πτώματα, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, τα αφτιά κομμένα και έχοντας διάφορα ίχνη αγριοτήτων. Παρενέβη με μεγάλο θάρρος, έσωσε 4.000 μουσουλμάνους που κατέφυγαν σε γαλλικό σχολείο και στην καθολική εκκλησία. Οι Ελληνες έκαψαν και εβραϊκά σπίτια» (τηλεγρ. 1.7.1921). Πυρπολήθηκαν επίσης και όλα τα μουσουλμανικά χωριά της νότιας ακτής του κόλπου της Νικομήδειας (τηλεγρ. 2.7.1921). Αναφορικά με τους εβραίους, σε άλλη αναφορά σημειώνεται «γενική έξοδος εβραίων και καθολικών παρά τις διαβεβαιώσεις του τουρκικού στρατού» (18.9.1922).

Η τέταρτη περίπτωση με τις πιο εκτεταμένες καταστροφές αφορά την υποχώρηση μετά την ήττα στον Σαγγάριο. Σε τηλεγραφήματα από τις 5 ως τις 8 Σεπτεμβρίου αναφέρεται ότι οι μουσουλμανικές συνοικίες των πόλεων Αφιόν Καραχισάρ και Εσκί Σεχίρ καθώς και μεγάλος αριθμός χωριών πυρπολήθηκαν συστηματικά. Σε μερικά μέρη όλοι οι κάτοικοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, πυρπολήθηκαν ζωντανοί μέσα στα τζαμιά. Οι πληροφορίες αυτές, κατά τις αναφορές, προήλθαν από καθολικούς μισιονάριους και από εκπροσώπους αμερικανικών και ευρωπαϊκών ανθρωπιστικών οργανώσεων που δρούσαν στην περιοχή. Ο επικεφαλής της καθολικής αποστολής μάλιστα έγραψε στην αναφορά του ότι «εξαιτίας αυτών των φρικαλεοτήτων οι Ελληνες έχασαν κάθε δικαίωμα να μιλούν για τουρκικές βαρβαρότητες» (τηλεγρ. 8.9.1922). Η συγκέντρωση γυναικοπαίδων στα τζαμιά και η πυρπόλησή τους έγινε ένα μείζον θέμα την εποχή αυτή. Ο γάλλος στρατιωτικός απεσταλμένος στην Κωνσταντινούπολη έγραψε προς το Παρίσι στις 8.9.1922: «Οι Ελληνες δίνουν στην πάλη αυτή ένα χαρακτήρα ανεξήγητο και δύσκολα θα αποφευχθούν τα αντίποινα», και ζήτησε από την κυβέρνησή του να παρέμβει στην Αθήνα ώστε να σταματήσουν οι «βλακώδεις και εγκληματικές αντεκδικήσεις». Ο γάλλος πρόεδρος Πουανκαρέ έστειλε στις 28.9.1922 ένα τηλεγράφημα προς τους πρεσβευτές της χώρας του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στο οποίο έγραφε: «Οι Ελληνες κατέστρεψαν τις πόλεις και τα χωριά της Ανατολίας κατά την αποχώρησή τους. Χρειάζεται να εμποδιστούν ώστε να μην καταστρέψουν και τις πόλεις της Αν. Θράκης».

Οι αναφορές για την πυρκαγιά

Ένας ογκώδης φάκελος με αναφορές και τηλεγραφήματα αφορά την καταστροφή της Σμύρνης. Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν γάλλοι πολίτες, παλαιοί προστατευόμενοι της Γαλλίας, Γαλλολεβαντίνοι και μισιονάριοι. Εκείνο όμως το οποίο ενδιέφερε τις γαλλικές αρχές ήταν να μάθουν ποιοι, γιατί και πώς κατέστρεψαν πολλές εγκαταστάσεις και επιχειρήσεις γαλλικών συμφερόντων και ιδιοκτησίας, όπως τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, σχολεία και καθολικές αποστολές. Σύμφωνα με τις αναφορές, η πυρκαϊά είχε πολλές εστίες και επομένως θεωρήθηκε σκόπιμος εμπρησμός. Ποιος όμως έκαψε τη Σμύρνη; Ο ίδιος ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας ενδιαφέρθηκε και ζήτησε να διεξαχθεί έρευνα γιατί είχε αντιφατικές πληροφορίες (τηλεγρ. από το Παρίσι 21.9.1922). Εκείνοι που είχαν φτάσει στην Αθήνα, ανάμεσά τους γάλλοι πρόσφυγες και κληρικοί, είχαν πει ότι τη Σμύρνη την έκαψαν τούρκοι στρατιώτες και άτακτοι. Αντίθετα από την Κωνσταντινούπολη έφταναν πληροφορίες ότι οι Τούρκοι δεν είχαν συμφέρον να κάψουν μια άδεια πόλη που θα την είχαν πλέον στη διάθεσή τους, ότι την πυρπόλησαν φεύγοντας οι Ελληνες, ή ότι τη φωτιά την έβαλαν ελληνικά και αρμενικά ένοπλα σώματα ως αντιπερισπασμό στην υποχώρησή τους (τηλεγρ. από την Κωνσταντινούπολη 21.9.1922). Κάποια άλλη πληροφορία έλεγε ότι την έκαψαν Τούρκοι γιατί Ελληνες και Αρμένηδες τους πυροβολούσαν μέσα από τα κτίρια (τηλεγρ. 23.9.1922). Ολες οι εκθέσεις υποστήριζαν ότι βασίζονταν σε πληροφορίες αυτοπτών μαρτύρων. Από τον σχετικό φάκελο δεν προκύπτει ότι οι γάλλοι στρατιωτικοί κατέληξαν σε κάποιο συμπέρασμα. Ούτε βέβαια ανάμεσα στις αναφορές θα βρει κανείς το λαϊκό άσμα «Η Σμύρνη μάνα καίγεται, καίγεται κι η καρδιά μου». Τα αρχεία έχουν και αυτά τους περιορισμούς τους.

Κλείνοντας και επιστρέφοντας τους φακέλους στη σιωπή του αρχείου με απασχολούσε το ερώτημα: Σήμερα, 80 χρόνια έπειτα, έχουμε την ωριμότητα να δούμε τα πράγματα και από τις δύο πλευρές και κάθε πλευρά τις σκιές της δικής της ιστορίας;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.