Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Αφιόν Καραχισάρ (1922)

Αυγουστίνος Ζενάκος, εφ. Το Βήμα, 11/5/2003

Οι Αντίπαλοι

Κωνσταντίνος Α' (1868 - 1923)


Απόσπασμα του ελληνικού ιππικού εφορμά, σε μια προσπάθεια να καλύψει την υποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων. Σεπτέμβριος 1922


Ο βασιλιάς των Ελλήνων Κωνσταντίνος Α' γεννήθηκε στην Αθήνα το 1868. Υστερα από μια ιδιαίτερα επιμελημένη αγωγή - δάσκαλοί του υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο ελληνιστής Ιωάννης Πανταζίδης, ο μαθηματικός Βασίλειος Λάκων, ο συνταγματολόγος Στέφανος Στρέιτ και ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος -, ο νεαρός πρίγκιπας αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1886 και τον ίδιο χρόνο αναχώρησε για τη Γερμανία. Εκεί φοίτησε στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα πολιτικών επιστημών στα πανεπιστήμια Λειψίας και Χαϊδελβέργης.

Μετά την επιστροφή του, το 1889, παντρεύτηκε τη γερμανίδα πριγκίπισσα Σοφία, αδελφή του αυτοκράτορα (Κάιζερ) της Γερμανίας Γουλιέλμου Β', από την οποία απέκτησε τρεις γιους, τον Γεώργιο, τον Αλέξανδρο και τον Παύλο, οι οποίοι βασίλευσαν και οι τρεις, καθώς και τρεις κόρες, την Ελένη, την Ειρήνη και την Αικατερίνη. Το 1890, έχοντας τον βαθμό του υποστρατήγου, ανέλαβε τη διοίκηση του 3ου Αρχηγείου του Στρατού στην Αθήνα και το 1897, λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, ανέλαβε την ανώτατη αρχηγία του Στρατού Θεσσαλίας. Παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε από πολλούς ο κύριος υπεύθυνος για την ήττα των ελληνικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια εκείνου του πολέμου, ο οποίος είχε διεξαχθεί χωρίς σχέδιο και με ανοργάνωτο και αγύμναστο στρατό, το φθινόπωρο του 1900 ορίστηκε από την κυβέρνηση Θεοτόκη γενικός διοικητής του Στρατού, θέση που διατήρησε ως την Επανάσταση του 1909.

Τα επιτεύγματα της περιόδου εκείνης δεν ήταν ασήμαντα. Εγιναν πολεμικές προμήθειες, σχέδιο επιστράτευσης, μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια και πολλοί αξιωματικοί, με τη συμφωνία - αν και όχι πάντα την υποστήριξη - της κυβέρνησης και του Κωνσταντίνου, έλαβαν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα.

Παράλληλα όμως η συνεχής ανάμειξή του σε κυρίαρχα ζητήματα του κράτους δημιούργησε ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα, το οποίο οδήγησε τους πρωτεργάτες του 1909 να απαιτήσουν - και να πετύχουν - την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου και των άλλων πριγκίπων από την ενεργό διοικητική υπηρεσία.

Τον Μάιο του 1911 η πρώτη κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου τον επανέφερε, επιβάλλοντάς τον ως επικεφαλής της Γενικής Επιθεωρήσεως του Στρατού. Από τη θέση εκείνη ο Κωνσταντίνος, ενισχυόμενος τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τις ξένες (αγγλική και γαλλική) στρατιωτικές αποστολές, προσπάθησε να οργανώσει τη χώρα στρατιωτικά για την αντιμετώπιση των αγώνων που ακολούθησαν. Επικεφαλής πια ενός στρατού πειθαρχημένου και ιδιαίτερα οργανωμένου, νίκησε τους Τούρκους στην Ελασσόνα (5 Οκτωβρίου 1912), στα Στενά του Σαρανταπόρου (9 Οκτωβρίου), μπήκε στα Σέρβια (11 Οκτωβρίου), κατέλαβε τη Βέροια (16 Οκτωβρίου), έκαμψε την τουρκική αντίσταση στα Γιαννιτσά (20 Οκτωβρίου), μπήκε στη Θεσσαλονίκη (28 Οκτωβρίου) πριν από τους Βουλγάρους και ως τις 6 Νοεμβρίου 1912 είχε ολοκληρώσει την απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας. Με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 9 Νοεμβρίου 1912 του απονεμήθηκε ο βαθμός του στρατηγού. Στις 7 Ιανουαρίου 1913 ανέλαβε την αρχηγία του στρατού της Ηπείρου, ο οποίος από τα μέσα Νοεμβρίου του 1912 ήταν καθηλωμένος μπροστά στο Μπιζάνι, και με επιδέξιο αιφνιδιασμό πέτυχε την πτώση του οχυρού και πολύ σύντομα την κατάληψη των Ιωαννίνων (22 Φεβρουαρίου 1913).

Τρεις ημέρες μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α´ (5 Μαρτίου 1913) ορκίστηκε βασιλιάς. Υστερα από λίγους μήνες, επικεφαλής του ελληνικού στρατού, νίκησε τους Βουλγάρους στο Κιλκίς (21 Ιουνίου 1913), στη Δοϊράνη (23 Ιουνίου) και στα Στενά της Κρέσνας (8-11 Ιουλίου), τελειώνοντας έτσι νικηφόρα σε λιγότερο από ένα μήνα τον ελληνοβουλγαρικό πόλεμο.

Αμέσως μετά την κήρυξη του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ο Κωνσταντίνος, ένθερμος υποστηρικτής της πολιτικής ουδετερότητας, διαφώνησε με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος ήταν υπέρ της συμμετοχής στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Η διαφωνία αυτή είχε δραματικές συνέπειες: οδήγησε στο κίνημα της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1916, στον Εθνικό Διχασμό και στον σχηματισμό εκεί επαναστατικής κυβέρνησης υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στη συνέχεια, και μετά την επέμβαση των γαλλικών στρατευμάτων και την αποστολή τελεσιγράφου από τον επικεφαλής στρατηγό Κάρολο Ζόναρ, ο Κωνσταντίνος απομακρύνθηκε από την Ελλάδα, αφήνοντας στον θρόνο όχι τον πρωτότοκο Γεώργιο αλλά τον δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο.

Μαζί με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ελβετία ως τις 6 Δεκεμβρίου 1920, οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα ύστερα από δημοψήφισμα. Στον θρόνο παρέμεινε ως τις 14 Σεπτεμβρίου 1922, οπότε, ύστερα από απαίτηση της στρατιωτικής επανάστασης που κηρύχθηκε στη Χίο από τον Νικόλαο Πλαστήρα, παραιτήθηκε υπέρ του διαδόχου Γεωργίου και εγκαταστάθηκε στο Παλέρμο της Σικελίας, όπου και πέθανε το 1923. Τον Νοέμβριο του 1936 έγινε μετακομιδή της σορού του στο Τατόι.

Μουσραφά Κεμάλ ο επονομαζόμενος «Ατατούρκ» (1881-1938)

Η Τουρκία χρωστάει τον εκσυγχρονισμό της και την πορεία της από την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς τη Δύση πάνω από όλα σε έναν άνθρωπο, τον Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ» (που σημαίνει «πατέρας των Τούρκων»). Πρόκειται για τον άνθρωπο που κατήργησε τη μοναρχία και το χαλιφάτο, εισήγαγε το λατινικό αλφάβητο και την ευρωπαϊκή ενδυμασία στην Τουρκία, θεμελίωσε το σύγχρονο αστικό τουρκικό δίκαιο βασιζόμενος σε ευρωπαϊκά πρότυπα και έδωσε σκληρή μάχη με τον αναλφαβητισμό. Σήμερα πια στην Τουρκία, στις 9.05 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου, της επετείου του θανάτου του, τα πάντα σταματούν για πέντε λεπτά.

Ασφαλώς ο αναμορφωτής της Τουρκίας και πρώτος πρόεδρος της τουρκικής δημοκρατίας έχει επίσης θεωρηθεί υπαίτιος για στυγερά εγκλήματα, όπως η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού καθώς και η καταστροφή της Σμύρνης, γεγονότα τα οποία συνέβησαν στην προσπάθεια μετατροπής της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε εθνικό τουρκικό κράτος.

Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του τούρκου ηγέτη δεν είναι γνωστή. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1881 και υπηρέτησε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ συμμετείχε και στην επανάσταση των Νεοτούρκων. Από το 1919 ηγήθηκε του κινήματος αντίστασης εναντίον του σουλτάνου και των σχεδίων των Συμμάχων με σκοπό τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στα 39 του χρόνια, ως επιθεωρητής του τρίτου σώματος στρατού, εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και μετέβη στη Σαμψούντα ως αντάρτης, για να οργανώσει στη Μικρά Ασία την πολιτική και στρατιωτική αντεπίθεση και να αναστήσει μια Τουρκία καταρρακωμένη από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην ουσία αυτή είναι η πρώτη σύγκρουση με το παλαιό τουρκικό μοναρχικό κράτος και η έναρξη της νέας εποχής για την Τουρκία.

Από εδώ και στο εξής ο Ατατούρκ θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του τουρκικού κράτους. Σύμφωνα με λόγο που εκφώνησε ο ίδιος στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, «ο Τούρκος είναι αξιοπρεπής και υπερήφανος, είναι επίσης ικανός και προικισμένος. Ενα τέτοιο έθνος θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποταχθεί σε μια ζωή σκλαβιάς. Συνεπώς, ανεξαρτησία ή θάνατος». Στο όνομα αυτής της ανεξαρτησίας ο Ατατούρκ, προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα του στους κόλπους των «πολιτισμένων» εθνών, χρησιμοποίησε σκληρές μεθόδους: ανάμεσά τους ο απαγχονισμός εκείνων που φορούσαν φέσι, και όχι ευρωπαϊκό καπέλο, και η φυλάκιση εκείνων οι οποίοι απήγγελλαν την προσευχή τους στην αραβική γλώσσα και όχι στην τουρκική. Ο ίδιος άνθρωπος βεβαίως έδωσε δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες και απήλλαξε το έθνος από τον παραδοσιακό ισλαμικό νόμο, τον οποίο αντικατέστησε με νόμους εμπνευσμένους από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Επίσης ο Κεμάλ Ατατούρκ ανασυγκρότησε τον τουρκικό στρατό με βοήθεια από το εξωτερικό.

Το 1914 άρχισαν οι μεγάλες διώξεις κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Το 1915 έγινε η γενοκτονία των Αρμενίων με ενάμισι εκατομμύριο νεκρούς. Το 1916 άρχισε η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο με 350.000 νεκρούς ως το 1924. Σύμφωνα με τον Γουίνστον Τσόρτσιλ, «ο Κεμάλ γιόρτασε τον θρίαμβό του με τη μεταμόρφωση της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού».

Στη συνέχεια ο Κεμάλ Ατατούρκ υποστήριξε τις διεκδικήσεις της πατρίδας του στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν στη Λωζάννη το 1923. Οι Τούρκοι βεβαίως δεν του καταλογίζουν τα εγκλήματα που διεπράχθησαν στην πορεία της αναστύλωσης του έθνους. Και φυσικά είναι δύσκολο να μην παραδεχθεί κανείς ότι ο Κεμάλ Ατατούρκ υπήρξε χαρισματικός ηγέτης, ο οποίος κατόρθωσε να διασώσει ένα κράτος στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ο ίδιος εγκατέλειψε τον μεγάλο του αγώνα μόνο όταν συνάντησε τον θάνατο από κίρρωση του ήπατος, το 1938.