Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

«Η Ελλάδα έπρεπε να ανταμειφθεί στη Θράκη»

Μπρους Κλαρκ*, εφ. Καθημερινή, 20/5/2007

Η απόφαση των νικητών του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου να εξουσιοδοτήσουν μία ελληνική απόβαση στη Σμύρνη ήταν μία ασυνήθιστη στιγμή στην ιστορία της διπλωματίας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος άδραξε μία βραχύβια ευκαιρία, παρέχοντας στο ελληνικό κράτος μία στιγμή θριάμβου, η οποία έδειχνε να δικαιώνει όλες τις πολιτικές τις οποίες ο πρωθυπουργός είχε επιδιώξει από το ξέσπασμα της παγκόσμιας σύρραξης. Αλλά ακόμα και τότε, υπήρχαν πολλές Κασσάνδρες που προείδαν ότι η απόβαση θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να έχει καταστροφικές συνέπειες για τον ελληνικό σκοπό.

Στις αρχές του 1919 και ενώ η συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων ξεκινούσε ο Βενιζέλος είχε πληροφορήσει τους συμμάχους ότι η χώρα του είχε παίξει αποφασιστικό ρόλο στη νίκη τους και άξιζε να ανταμειφθεί σημαντικά, εις βάρος της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Βρετανία και η Γαλλία έβλεπαν με καλό μάτι τις αξιώσεις της Ελλάδος, αν και η βρετανική πολιτική ενδιαφερόταν περισσότερο να εδραιώσει τον συμμαχικό έλεγχο στην Κωνσταντινούπολη και τα Στενά παρά για την Ανατολία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχε έντονη ανησυχία για τις τύχες των χριστιανών της Ανατολίας αλλά επιφύλαξη για την υποστήριξη των εδαφικών διεκδικήσεων της Ελλάδος. Η πλέον εχθρική χώρα απέναντι στην Ελλάδα ήταν η Ιταλία, η οποία είχε τις δικές της σημαντικές διεκδικήσεις στα νότια και δυτικά παράλια της Τουρκίας.

Μία κρίση στις σχέσεις μεταξύ της Ιταλίας και των συμμάχων έδωσε στην Ελλάδα την απροσδόκητη ευκαιρία. Στις 24 Απριλίου, η ιταλική αντιπροσωπεία αποχώρησε από τη συνδιάσκεψη της ειρήνης, κυρίως λόγω ανεπίλυτων διαφορών για την Αδριατική. Από τις αρχές Μαΐου, υπήρχε οξεία ανησυχία μεταξύ Αμερικανών, Βρετανών και Γάλλων για αναφορές ότι οι Ιταλοί έστελναν πολεμικά πλοία στο Φιούμε στη βόρειο Αδριατική, όπως και στη Σμύρνη — με την ελπίδα ότι η Ιταλία θα μπορούσε να κατοχυρώσει διά της βίας αυτό που δεν μπορούσε να επιτύχει μέσω της διπλωματίας. Αυτό παρείχε στον Λόιντ Τζορτζ, τον φιλέλληνα Βρετανό πρωθυπουργό, την ευκαιρία να προσυπογράψει μία ελληνική απόβαση –με συμμαχική εντολή– στη Σμύρνη. Η προκλητική συμπεριφορά των Ιταλών έπεισε τον Πρόεδρο Γούντροου Ουίλσον, και τον Ζορζ Κλεμανσό, τον Γάλλο πρωθυπουργό, να ξεπεράσουν τις αμφιβολίες τους για τη σύνεση μιας ελληνικής απόβασης.

Αλλά οι αμφιβολίες παρέμεναν, ειδικά σε τμήματα του βρετανικού κατεστημένου. Ο Λόρδος Τζορτζ Κόρζον, υποστήριζε να επιτραπεί στην Ελλάδα να κρατήσει ολόκληρη τη Θράκη και τασσόταν υπέρ ενός χριστιανικού ελέγχου της Κωνσταντινούπολης. Αλλά πίστευε ότι το να εδραιωθεί ένα ελληνικό προπύργιο στην δυτική Μικρά Ασία θα ήταν προκλητικό όχι μόνο για τους Τούρκους αλλά για την ισλαμική κοινή γνώμη παγκοσμίως. Και ως υφυπουργός Εξωτερικών και αργότερα ως υπουργός Εξωτερικών, ο Κόρζον ακολούθησε την αρχή ότι «η Ελλάδα θα έπρεπε να ανταμειφθεί στη Θράκη, όχι στην Ανατολία, ενώ η Τουρκία θα έπρεπε να τιμωρηθεί στην Ευρώπη, όχι στην Ασία».

Μία άλλη ομάδα που αμφισβητούσε τη σύνεση της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη ήταν ο βρετανικός στρατός. Οι αμφιβολίες τους βασίζονταν σε στρατιωτικούς υπολογισμούς. Κατά πλάτος της Ανατολίας, μικρές ομάδες Βρετανών αξιωματικών επιχειρούσαν να επιβάλουν τη συνθήκη ειρήνης και να υποχρεώσουν τον Οθωμανικό Στρατό να αφοπλιστεί. Αυτό που εκείνοι οι αξιωματικοί συνειδητοποίησαν, ήταν ότι ο τουρκικός στρατός –παρ’ ότι ηττημένος και με πεσμένο το ηθικό– κάθε άλλο παρά νεκρός ήταν. Καθώς η ενέργεια των νικηφόρων συμμάχων σταδιακά έφθινε, η ιδέα της επιβολής όρων ειρήνης διά της βίας σε μία απρόθυμη Οθωμανική Αυτοκρατορία έδειχνε όλο και πιο απίθανη. Πολλοί Βρετανοί αξιωματικοί υπολόγισαν ότι το να χρησιμοποιηθεί η Ελλάδα ως πληρεξούσια για να αφοπλιστούν οι Τούρκοι θα μπορούσε να αποδειχθεί αντιπαραγωγικό: οι Τούρκοι μπορούσαν να δεχθούν τιμωρία από τη Βρετανική Αυτοκρατορία, αλλά θα το έβρισκαν ταπεινωτικό και προκλητικό να υποβληθούν σε «πειθαρχία» από τους ιστορικούς τους αντιπάλους, τους Ελληνες. Ο σερ Χένρι Ουίλσον, ο πρώτος στην ιεραρχία Βρετανός στρατηγός στη συνδιάσκεψη ειρήνης των Παρισίων, περιέγραψε την απόβαση στη Σμύρνη ως «τρελή και κακή» και ισχυρίστηκε ότι οι στρατιωτικοί διοικητές όλων των συμμαχικών δυνάμεων έβλεπαν ότι οι πολιτικοί τους αρχηγοί διακινδύνευαν με το να επιδοκιμάσουν την ελληνική ενέργεια.

Μία από τις λιγότερο γνωστές προειδοποιήσεις για τις πιθανές συνέπειες της απόβασης προήλθε από τον Χένρι Μόργκενταου, τον τελευταίο Αμερικανό πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στα απομνημονεύματά του, ο Μόργκενταου θυμάται τη συμβουλή που έδωσε στον Βενιζέλο σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Παρίσι, λίγο μετά τη συμφωνία για την ελληνική κατοχή της Σμύρνης.

«Του εξήγησα τη μεγάλη σημασία που (οι Τούρκοι) δίνουν στο να διατηρήσουν στην κατοχή τους το λιμάνι της Σμύρνης, τώρα που είχαν χάσει τον έλεγχο των περισσοτέρων άλλων λιμανιών τους στη Μεσόγειο. Ενιωθα βέβαιος ότι θα τραβούσαν τον ελληνικό στρατό πίσω στην ενδοχώρα τους, και μακριά από τη βάση προμηθειών τους, και μετά θα συνέχιζαν να τους πολεμούν με νόμιμες ή ακόμα και αντάρτικες μεθόδους έως ότου τους εξαντλήσουν.»

Ο Μόργκενταου ισχυρίζεται μέχρι και ότι είχε μισοπείσει τον Βενιζέλο επί της ανάγκης για προσοχή. «Αν όλα αυτά που λέτε αληθεύουν», λέγεται ότι απάντησε ο Βενιζέλος, «μπορεί και να ήταν ασύνετο για μας να στείλουμε στρατό στη Σμύρνη αλλά τώρα που ο στρατός είναι εκεί, θα ήταν ακόμα πιο ασύνετο να τον αποσύρουμε – αν το κάναμε αυτό θα παραδεχόμασταν στρατιωτική ήττα και θα φλερτάραμε με την πολιτική ήττα…»

Το ερώτημα για τους Ελληνες ιστορικούς σήμερα είναι αν η Ελλάδα υπηρετήθηκε καλύτερα από τον απεριόριστο ενθουσιασμό του Λόιντ Τζορτζ ή από τα φιλικά λόγια σύνεσης του Μόργκενταου.

* Ο Μπρους Κλαρκ είναι συντάκτης διεθνών σχέσεων του περιοδικού «Εκόνομιστ». Η ελληνική μετάφραση του βιβλίου του «Δύο φορές ξένος» θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις «Ποταμός».