Μία ακόμη εθνική μας ιδιαιτερότητα...

Πολυμέρης Βόγλης, εφ. Τα Νέα, 25/10/2012

Γιατί γιορτάζουμε την έναρξη και όχι τη λήξη του πολέμου;

Στην Αθήνα στις 28 Οκτωβρίου 1941 ομάδες φοιτητών πορεύτηκαν στους δρόμους της κατεχόμενης πρωτεύουσας και κατέθεσαν στεφάνι στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Την επόμενη χρονιά τα στρατεύματα κατοχής ήταν προετοιμασμένα και είχαν αποκλείσει το ίδιο Μνημείο. Αλλά αυτή τη φορά το πλήθος των διαδηλωτών ήταν πολύ μεγαλύτερο και, όταν προσπάθησαν να σπάσουν τον κλοιό για να καταθέσουν στεφάνι, δεν δίστασαν να πυροβολήσουν, χωρίς ωστόσο να καταφέρουν να διαλύσουν το πλήθος. Η 28η Οκτωβρίου στη συνείδηση του ελληνικού λαού είχε ήδη κατοχυρωθεί ως ημέρα που συμβόλιζε τον αγώνα κατά των κατακτητών, προτού η χώρα απελευθερωθεί και καθιερωθεί επίσημα ως εθνική επέτειος. Μπορεί στις δεκαετίες που ακολούθησαν η 28η Οκτωβρίου να μετατράπηκε σε πεδίο αντιπαράθεσης αναφορικά με το νόημα της επετείου (εορτάζουμε το «Όχι» του Μεταξά ή τον αγώνα του ελληνικού λαού κατά της ιταλικής εισβολής;), αλλά ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η σημασία της ως επετείου.

Ωστόσο, γιατί εορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου και όχι τη 12η Οκτωβρίου, την ημέρα της απελευθέρωσης της Αθήνας, δηλαδή, και, συμβολικά, της χώρας; Όσον αφορά τον ίδιο τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, μπορεί μεν να κατέδειξε την αυτοθυσία και τον ηρωισμό των Ελλήνων απέναντι στην επίθεση της φασιστικής Ιταλίας και να συνδέθηκε με σημαντικές νίκες του ελληνικού στρατού, αλλά τελικά δεν απέτρεψε την κατάκτηση της χώρας από τις δυνάμεις του Αξονα τον Απρίλιο του 1941. Γιατί, λοιπόν, δεν εορτάζουμε το τέλος της Κατοχής, των τριάμισι χρόνων δηλαδή που σημαδεύτηκαν από την πείνα, τη βαρβαρότητα των ναζιστικών στρατευμάτων αλλά και την ανάπτυξη ενός από τα μαζικότερα και μαχητικότερα κινήματα αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη;

Ο λόγος είναι ότι μόλις σχεδόν δύο μήνες μετά την απελευθέρωση η Αθήνα μετατράπηκε σε πεδίο μιας βίαιης εμφύλιας σύγκρουσης. Τα Δεκεμβριανά επισκίασαν την ευφορία της απελευθέρωσης και στην ουσία έκλεισαν έναν κύκλο εμφύλιων συγκρούσεων που είχαν ξεκινήσει στην κατεχόμενη Ελλάδα το 1943.  Εάν θεωρήσουμε ότι στόχος των εθνικών επετείων είναι να διαμορφώνουν και να ενισχύουν την εθνική ταυτότητα, τότε αντιλαμβανόμαστε γιατί επιλέχθηκε να εορτάζεται ένα γεγονός που συνδέεται με ηρωικές στιγμές παρά ένα άλλο που συνδέεται με εξελίξεις που διαίρεσαν την ελληνική κοινωνία.

Το ίδιο, εν μέρει, ισχύει και για μια άλλη επέτειο. Η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη που δεν εορτάζει την 8η Μαΐου, την ημερομηνία λήξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γίνονται επίσημες εκδηλώσεις και τελετές για τον εορτασμό της λήξης του πιο αιματηρού και καταστροφικού πολέμου στην ανθρώπινη ιστορία, στην Ελλάδα η ημέρα εκείνη περνά μάλλον απαρατήρητη. Εάν επιστρέψουμε  σε εκείνη την εποχή, δηλαδή τον Μάιο του 1945, τότε θα διαπιστώσουμε ότι όταν η υπόλοιπη Ευρώπη πανηγύριζε, στην Ελλάδα επικρατούσε μια πολύ διαφορετική ατμόσφαιρα. Στην ύπαιθρο παραστρατιωτικές ομάδες είχαν ήδη εξαπολύσει ένα κύμα βίας και τρομοκρατίας κατά των μελών της εαμικής Αντίστασης, ενώ στην Αθήνα η κοινή γνώμη έμενε εμβρόντητη από τη σκανδαλώδη ευμένεια που επεδείκνυε η Δικαιοσύνη και ο αστικός πολιτικός κόσμος απέναντι στους «μεγάλους» δωσίλογους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο, Ράλλη κ.ά. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα σταδιακά διολίσθαινε σε έναν νέο κύκλο πόλωσης, που οδήγησε τελικά στον εμφύλιο πόλεμο. Ετσι, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη η επέτειος της λήξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδοτούσε την αρχή μιας νέας εποχής ειρήνης και ανοικοδόμησης, δεν ίσχυε το ίδιο και για την Ελλάδα. Εάν στην υπόλοιπη Ευρώπη ο πόλεμος είχε τελειώσει, στην Ελλάδα ένας νέος πόλεμος επρόκειτο σύντομα να ξεκινήσει.

Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που δεν εορτάζεται στην Ελλάδα η 8η Μαΐου. Γενικά, οι εθνικές επέτειοι συνδέονται με γεγονότα της εθνικής Ιστορίας. Συμβαίνει, όμως, συχνά η εθνική Ιστορία να διαπλέκεται με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια, όπως στην περίπτωση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Κατοχή και η Αντίσταση, η «μαύρη αγορά» και οι στερήσεις, τα ναζιστικά αντίποινα και η εξόντωση των Εβραίων αποτελούν κοινή εμπειρία και κοινή συλλογική μνήμη των περισσότερων χωρών της Ευρώπης. Στην Ελλάδα, όμως, δεν υπάρχουν επέτειοι που να αναδεικνύουν το κοινό παρελθόν που συνδέει τους Ελληνες με άλλους λαούς της Ευρώπης, που να υπενθυμίζουν ότι εκτός από τους Ελληνες και άλλοι λαοί αγωνίστηκαν, δοκιμάστηκαν, υπέφεραν την ίδια εποχή και για τους ίδιους λόγους. Ακόμη κι όταν καθιερώθηκαν τέτοιες επέτειοι, ποτέ δεν απέκτησαν τη βαρύτητα των «εθνικών επετείων». Αραγε πόσοι Ελληνες γνωρίζουν ότι η 27η Ιανουαρίου είναι ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία των Εβραίων από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ανάμεσά τους και δεκάδων χιλιάδων ελλήνων Εβραίων;

Οι επέτειοι στην Ελλάδα απηχούν και συνεχίζουν να καλλιεργούν την αντίληψη της «εθνικής ιδιαιτερότητας», ακόμη και όταν πρόκειται για γεγονότα που αφορούν την Ιστορία που μοιραζόμαστε με άλλους λαούς της Ευρώπης. Η 28η Οκτωβρίου 1940 αφορά αυτή την κοινή Ιστορία. Εντάσσεται σε μια ευρύτερη ιστορική περίοδο που ξεκίνησε το 1939 και τελείωσε το 1945 και αποτελεί την κοινή κληρονομιά όλων εκείνων που αγωνίστηκαν κατά του φασισμού και του ναζισμού. Είναι καιρός να δούμε το παρελθόν μας ως κομμάτι της ευρύτερης ευρωπαϊκής Ιστορίας πέρα από τα διχοτομικά σχήματα «εμείς» και οι «άλλοι», και είναι αναγκαίο πλέον να δούμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου όχι ως ευκαιρία εθνικής αυτοεπιβεβαίωσης αλλά ως αφορμή για να ξανασκεφτούμε τι προκάλεσαν ο φασισμός και ο ναζισμός στη χώρα μας αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη.  

Ο Πολυμέρης Βόγλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Πατριωτικά ελλείμματα, εθνικιστικά αδιέξοδα

Ηλίας Μόσιαλος, εφ. Τα Νέα, 25/10/2012

Για ποιον λόγο οι Ελληνες παρελαύνουν στις εθνικές εορτές

Καθώς πλησιάζει μία ακόμη εθνική επέτειος -και με την πείρα τού τι είχε γίνει πέρυσι την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου- είναι ευκαιρία, νομίζω, να ξαναθέσουμε το ερώτημα: Σε τι χρειάζεται μια εθνική γιορτή και τι εξυπηρετεί ειδικά η παρέλαση;

Η απάντηση, προφανώς, δεν είναι εύκολη. Αν εξετάσουμε όμως τον τρόπο που γιορτάζονται οι εθνικές επέτειοι στη χώρα μας, μπορούμε να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα.

Διαχρονικά, οι κυβερνώντες διοργάνωναν -ή μάλλον διεκπεραίωναν- τις παρελάσεις σαν εθνικιστικές φιέστες. Έπρεπε να τις κάνουν και τις έκαναν: Στρατός, σχολεία, γαλανόλευκες, ιερωμένοι, αργία. Το ίδιο και τα τελευταία χρόνια, με λίγες περικοπές λόγω κρίσης. Ειδικά η συντηρητική παράταξη, και ακόμη περισσότερο η Ακροδεξιά, συνέδεε τις επετείους και με το νικηφόρο αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου. Η Αριστερά, παραδοσιακά αμήχανη σε θέματα πατριωτισμού (ιδίως την 28η Οκτωβρίου λόγω Μεταξά), τις αγνοούσε, ρίχνοντας το βάρος της στη «δική της» γιορτή κάθε 17η Νοεμβρίου. Οταν συμμετείχε, προσπαθούσε να συνδέσει τις εθνικές γιορτές με την Εθνική Αντίσταση, της οποίας και διεκδικούσε το μονοπώλιο. Σήμερα μεγάλο μέρος της προτρέπει τον λαό να συμμετάσχει όχι ως κοινό που παρακολουθεί τις παρελάσεις, αλλά ως διαδηλωτές, στα περσινά πρότυπα.

Καμία πολιτική δύναμη δεν ασχολήθηκε ποτέ με την καλλιέργεια του απλού -αλλά βαθύτατου στην ουσία του- πατριωτισμού. Αυτό ισχύει και για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά και για τα ΜΜΕ. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τον απόλυτο διεθνισμό ή και α-εθνισμό ενός μεγάλου μέρους της Αριστεράς, καλλιέργησαν τον εθνικισμό. Παράδειγμα: η πρόσφατη αντικατάσταση του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού (με τη γνωστή ατυχή διατύπωση «συνωστίζονταν») έγινε με ένα κατά πολύ χειρότερο, συντηρητικό και εθνικιστικό.

Έτσι αντιμετωπίζεται γενικά η ιστορία και η ιστορικότητα στην Ελλάδα: διχαστικά. Αντί για συλλογική μνήμη, καλλιεργούμε ξεχωριστές πολιτικές μνήμες. Κωνσταντινισμός - βενιζελισμός, δημοκρατία - μοναρχία, Δεξιά - Αριστερά.  Ο καθένας αφηγείται το δικό του παραμυθάκι, ο ρεαλισμός απουσιάζει, η ιστορικότητα, η ιστορική συνείδηση και η πατριωτική αφήγηση λάμπουν με την απουσία τους. Λείπουν όσα μας ενώνουν.

Αν και μπορεί να φανεί διδακτισμός, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω πως ο εθνικισμός θεωρεί ότι το έθνος μας είναι ανώτερο από τα άλλα, αν όχι και ανώτερη φυλή, ότι όλη η ανθρωπότητα μας χρωστάει λόγω αρχαίας Ελλάδας και πρέπει εσαεί να μας ξεπληρώνει, ότι όλα τα στραβά που συμβαίνουν στην Ελλάδα οφείλονται σε ξένο δάκτυλο. Τέτοιες απόψεις, όμως, αποτελούν κράμα αλαζονείας και μεμψιμοιρίας, προδίδοντας έλλειψη ιστορικότητας. Το  1920 μόνοι μας καταψηφίσαμε τον Βενιζέλο και μετά, βενιζελικότεροι του Βενιζέλου, θέλαμε να καταλάβουμε την Αγκυρα, με αποτέλεσμα τη Μικρασιατική Καταστροφή του '22. Το 1974 στην Κύπρο η (ακροδεξιά και χουντική, αλλά) ελληνική κυβέρνηση έκανε το  πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, ανοίγοντας την πόρτα στα έτοιμα από καιρό σχέδια της τουρκικής πλευράς. Και τώρα, στις ημέρες μας, επικρατούν πάλι απόψεις όπως ότι οι ξένοι φταίνε για την κρίση, ενώ την κρατικοδίαιτη οικονομία που κατανάλωνε περισσότερα απ' όσα παρήγε μόνοι μας τη δημιουργήσαμε - και η όποια ευθύνη των ξένων αφορά τη διαχείριση της κρίσης και πέρα. Δυστυχώς, έτσι μεγαλώνουν οι γενιές των Ελλήνων, μέσα σε εθνικούς μύθους, σε αυτό που έχει αποκληθεί «εθνική μας τύφλωση».

Αντίθετα, ο πατριωτισμός απορρίπτει τόσο τον ανιστόρητο εθνικισμό όσο και τον ισοπεδωτικό διεθνισμό. Καλλιεργεί την αγάπη για την πατρίδα, την ελληνική γλώσσα, την Ελλάδα συνολικά, επειδή συμβαίνει να είναι η δική μας πατρίδα, όχι η ανώτερη ή η καλύτερη. Επίσης, δεν ανθολογεί μόνο τις «μεγάλες στιγμές» και τις μεγάλες επετείους, αλλά καλλιεργεί μια συνολική συνείδηση ιστορικότητας, με τα μικρά και τα μεγάλα, με τα θετικά και με τα αρνητικά. Αυτές τις ημέρες, για παράδειγμα, κλείνουν 69 χρόνια από τη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν και το τέλος του πολέμου στη Β. Αφρική. Μιλάμε για ιστορικά γεγονότα στα οποία συμμετείχε και ελληνικός στρατός. Ακούσατε τίποτα γι' αυτό; Όχι, βέβαια, γιατί δεν έχει περιληφθεί στο αυθαίρετο «corpus» των «μεγάλων στιγμών».

Με τις διεκπεραιωτικές, απαξιωτικές ή ρηχές θεωρήσεις να κυριαρχούν, δεν είναι περίεργο που η Ακροδεξιά προσεγγίζει αυτά τα θέματα καλύπτοντας το κενό - με τον δικό της τρόπο φυσικά: τη βία και την τρομοκρατία. Αυτό και αν είναι αυθαίρετο.

Οι εθνικές επέτειοι έχουν νόημα ενταγμένες σε ένα γενικότερο πλαίσιο ιστορικότητας και ενιαίας, κατά το δυνατόν, πατριωτικής μνήμης. Μακριά από διχασμούς και βίαιες εκδηλώσεις, τις οποίες ο κάθε πικραμένος προσπαθεί να συνδέσει με το σήμερα, μακριά από μονομέρειες και ιστορικές απλοποιήσεις που καταντούν απλοϊκότητες. Στο κάτω κάτω, είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού και περισυλλογής, μια ευκαιρία να θυμηθούμε για ποιες αξίες έπεσαν ηρωικά όσοι έπεσαν. Ειδικά στις 28 Οκτωβρίου εχθρός ήταν ο φασισμός -και ο νοών νοείτω.

Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στη London School of Economics