Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Γιατί έγινε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Δ. Δημητράκος, εφ. Το Βήμα, 19/9/1999

Με αφορμή τη συμπλήρωση 60 ετών από την κορυφαία πολεμική σύρραξη του αιώνα μας ο Δ. Δημητράκος υπογραμμίζει ότι η δύσκολη απόφαση για τη διεξαγωγή της υπαγορεύθηκε από την ανάγκη διασφάλισης μιας πολιτικής τάξης η οποία συμβάδιζε με κάποια τήρηση ηθικής τάξης, γεγονός που απαιτούσε την πάταξη του ναζισμού

Πριν από 60 χρόνια, συγκεκριμένα στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939, η Γαλλία και η Βρετανία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, όταν αυτή εισέβαλε στην Πολωνία δύο ημέρες νωρίτερα. Έτσι άρχισε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη. Δεν ήταν όμως κεραυνός εν αιθρία. Η διεθνής τάξη πραγμάτων είχε διαταραχθεί ανεπανόρθωτα με την εισβολή της Ιαπωνίας στη Μαντζουρία το 1931 και της Ιταλίας στην Αβησσυνία το 1935. Βέβαια τη δυναμική ώθηση την είχε δώσει η Γερμανία από την πρώτη στιγμή που ανέβηκε ο Χίτλερ στην εξουσία, το 1933. Ακολούθησε ο επανεξοπλισμός της Ρηνανίας το 1936, η προσάρτηση της Αυστρίας το 1938, η κρίση της Τσεχοσλοβακίας και η μετέπειτα διάλυσή της, καθώς και η προσάρτηση του Μέμελ τον Μάιο του 1939. Πολεμικά γεγονότα ακολούθησαν το ένα το άλλο πριν από την αγγλογαλλική κήρυξη πολέμου. Η πράξη αυτή όμως μετέτρεψε μια σειρά τοπικών πολέμων σε παγκόσμιο πόλεμο.

Όπως είναι γνωστό, η πολιτική διαλλακτικότητας προς τους δικτάτορες που ακολούθησαν οι δημοκρατίες δεν εξασφάλισε την ειρήνη παρά πρόσκαιρα. Η δικαιολογία που είχε προβληθεί για την πολιτική αυτή, τουλάχιστον στη Βρετανία, ήταν ότι τόσο η ίδια όσο και η Γαλλία ήταν χώρες που διέθεταν αποικίες και αγορές ενώ η Ιταλία και η Γερμανία αναζητούσαν ζωτικό χώρο. Παράλληλα, όπως δεν έπαυε να τονίζει αρχικά η αντιπολίτευση του Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία, υπήρχαν αδικίες στη Συνθήκη των Βερσαλλιών εις βάρος της ηττημένης Γερμανίας. Η πολιτική διαλλακτικότητας απέναντι στην Ιταλία και στη Γερμανία αποσκοπούσε στην αποκατάσταση μιας «δίκαιης» κατανομής της δύναμης στον κόσμο, ισοδυναμούσε όμως με ανοχή στις επεκτατικές τάσεις των χωρών αυτών, καθώς και της Ιαπωνίας. Η πολιτική αυτή επιβεβαίωνε την ορθότητα της τακτικής της «ειρηνικής επιθετικότητας» που ακολουθούσαν οι δικτάτορες. Ο Χίτλερ ετοιμαζόταν για πόλεμο, όμως δεν είχε καμία πρόθεση να τον πραγματοποιήσει όσο πετύχαινε τους σκοπούς του με πιέσεις και απειλές. Η ίδια όμως η επιτυχία της τακτικής αυτής του Χίτλερ οδήγησε στην εγκατάλειψη της ενδοτικής πολιτικής απέναντί του εκ μέρους των Συμμάχων αμέσως μετά την «ειρηνική εισβολή» στην Τσεχοσλοβακία τον Μάρτιο του 1939. Ο Χίτλερ, κάνοντας εσφαλμένο υπολογισμό, νόμισε ότι θα επαναλαμβανόταν με την Πολωνία και το Ντάντσιχ ό,τι συνέβη με την Τσεχοσλοβακία. Οι Σύμμαχοι θα «κατάπιναν» την εισβολή στην Πολωνία και θα αδρανούσαν. Τα πράγματα όμως είχαν αλλάξει ριζικά στη στάση των Αγγλογάλλων, εφόσον είχαν αντικαταστήσει την πολιτική ενδοτικότητας στις δυνάμεις του Άξονα με την πολιτική των εγγυήσεων, η οποία λειτούργησε στην περίπτωση της Πολωνίας.

«Νίκη με όποιο κόστος»

Η Γαλλία και η Βρετανία τίμησαν την εγγύηση που έδωσαν στην τελευταία και κήρυξαν τον πόλεμο ­ έναν πόλεμο τον οποίο δεν επεδίωξαν και που προσπάθησαν να τον αποφύγουν παντί σθένει τα τελευταία τρία χρόνια. Και ακόμη και όταν οδηγήθηκαν σε σύρραξη, καμία πλευρά δεν είχε διάθεση να διεξαγάγει σοβαρά τον πόλεμο. Παρά μόνο όταν μετά το βρετανικό φιάσκο στη Νορβηγία τον Απρίλιο του 1940 η κοινή γνώμη και το Κοινοβούλιο κατάλαβαν ότι ο πόλεμος έπρεπε να διεξαχθεί για τα καλά. Αντικαταστάθηκε επομένως ο «φιλειρηνικός» Τσάμπερλεν από τον «πολεμικό» Τσόρτσιλ, ο οποίος οδήγησε τελικά τη χώρα του και όλη τη Συμμαχία στη νίκη.

Νίκη: αυτό ήταν το κύριο σύνθημα του γηραιού πολιτικού από τη στιγμή που ανέλαβε την πρωθυπουργία στις 13 Μαΐου του 1940, όπως το έδειξε στην ιστορική ομιλία του εκείνης της ημέρας:

«Με ρωτάτε ποιος είναι ο σκοπός μας σ' αυτόν τον πόλεμο. Σας απαντώ με μια λέξη: η νίκη ­ νίκη με όποιο κόστος, νίκη σε πείσμα του τρόμου και της φρίκης του πολέμου, νίκη όσο μακρύς και δύσκολος μπορεί να είναι ο δρόμος που οδηγεί σ' αυτήν».

Και η Βρετανία υπό την ηγεσία του Τσόρτσιλ ακολούθησε αυτό τον δύσκολο δρόμο, ανεξαρτήτως θυσιών, ως το τέλος. Δεν γνώριζαν οι υπεύθυνοι τι συνεπάγετο η απόφαση αυτή. Δεν μπορούσαν να προβλέψουν την έκβαση του πολέμου και αν άξιζε τον κόπο, αν έπρεπε να γίνει ή αν μπορούσε να αποφευχθεί. Εκείνο που ήξεραν ήταν ότι δεν ήταν δυνατό να κάνουν πίσω, ότι η διεξαγωγή του πολέμου συνεπάγετο θυσίες αμέτρητες και, το κυριότερο, υποχωρήσεις όσον αφορά το δίκαιο και την ηθική υπέρ των οποίων εκστράτευαν.

Ο ηθικός σχετικισμός

Πολλά έχουν γραφτεί για την απόφαση και το πνεύμα αυτό του αγώνα μέχρι τελικής νίκης που αρχικά εξέφρασαν ο Τσόρτσιλ και ο Ντε Γκωλ και που επικράτησε απώτερα σε όλη τη συμμαχία, στην οποία αργότερα ήρθαν να προστεθούν η Ρωσία και οι ΗΠΑ. Η τρομακτική αυτή απόφαση δεν ήταν μεμπτή λόγω του ηθικού σχετικισμού που αναπόφευκτα συνεπαγόταν; Ενας πόλεμος δεν είναι ποτέ ηθικός, ακόμη και αν γίνεται στο όνομα της ηθικής. Η απόφαση για πόλεμο, μεγάλο ή μικρό, είναι πάντα πολιτική και την υπαγορεύει η λογική της κατάστασης που επικρατεί. Ενδέχεται όμως να έχει μια ηθική διάσταση που φορτίζει τόσο την απόφαση των ιθυνόντων όσο και τη στάση της κοινής γνώμης.

Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην περίπτωση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στην κοινή γνώμη των μεγάλων δημοκρατιών που ενεπλάκησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε συνείδηση ότι το κύριο πρόβλημα με τη διεθνή κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί ήταν η ανατροπή των παραδεγμένων κανόνων διακρατικών συναλλαγών ανάμεσα σε υποτιθέμενα πολιτισμένες χώρες ­ ανατροπή που συνειδητά επέφερε η παρουσία ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη. Ο φασισμός και ο ναζισμός είχαν ευτελίσει το πνεύμα των διεθνών σχέσεων. Ο κομπασμός του Μουσολίνι και του Χίτλερ ότι είχαν «απελευθερωθεί» από τα «παρωχημένα» μέτρα πολιτικής συμπεριφοράς ήταν με αυτή την έννοια δικαιολογημένος. Οι πολιτικοί ηγέτες των δημοκρατικών χωρών αναγκάστηκαν για ένα διάστημα να κινηθούν σε ένα πολιτικό κλίμα όπου επικρατούσε μια ηθική ομίχλη. Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική σύγχυση και ο πολλαπλασιασμός των ψευδαισθήσεων.

Μόνο μια ξεκάθαρη πολιτική μπορούσε να εξολοθρεύσει το κακό στην πηγή του, ώστε να μην απλωθεί το καθεστώς ηθικής αθλιότητας που είχε επιβάλει ο Χίτλερ στη χώρα του. Φορέας αυτής της πολιτικής στη χώρα του ήταν ο Τσόρτσιλ και αυτήν ενέπνευσε τότε στο έθνος του. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κλίμα ηθικής αθλιότητας δεν επηρεάζει σ' έναν πόλεμο και τους πάντες. Εκτροπα έγιναν και από τους Συμμάχους και ο ίδιος ο Τσόρτσιλ ευθύνεται για βομβαρδισμούς αμάχων προκειμένου να σπάσει το ηθικό των Γερμανών. Εκτροπα γίνονται εκατέρωθεν σε όλους τους πολέμους και κάθε πόλεμος είναι εγκληματικός. Η απόφαση για έναν πόλεμο είναι επομένως πάντα ηθικά επιλήψιμη εφόσον υπαγορεύεται όχι από ηθική αλλά από πολιτική ανάγκη. Στην προκειμένη περίπτωση η ανάγκη αυτή ήταν η διασφάλιση μιας πολιτικής τάξης η οποία συμβάδιζε με κάποια τήρηση ηθικής τάξης, πράγμα που απαιτούσε την πάταξη του ναζισμού.

1939/1999: μια σύγκριση

Αν υπάρχει ένα ηθικό δίδαγμα σ' αυτή την ιστορία, αυτό συνίσταται στο ότι ο ηθικός σχετικισμός που αναγκαστικά συνοδεύει τις λήψεις αποφάσεων ηγετών μεγαλύτερου βεληνεκούς από εκείνο του Κλίντον δεν συγχωρείται με την ηθική πρόθεση που επικαλούνται. Συγχρόνως όμως μόνο ο κυνισμός μιας ολοκληρωτικής νοοτροπίας αρνείται να δει τον σύνδεσμο ανάμεσα στην πολιτική και στην ηθική τάξη που ένα σύνολο συμμαχικών δημοκρατικών δυνάμεων προσπαθεί να επαναφέρει όταν αυτή έχει ανατραπεί ανεπανόρθωτα και με βίαια μέσα από διεθνείς ταραξίες μικρής ή μεγάλης ολκής. Στην περίπτωση αυτή η επίκληση των ανεπιθύμητων και απρόβλεπτων συνεπειών ενός πολέμου και η κατάδειξη της παρουσίας του ηθικού σχετικισμού των ιθυνόντων ή της υποκρισίας τους είναι άτοπη.

Από τη στιγμή που δεν υπάρχει «καλός πόλεμος» ούτε «κακή ειρήνη», κάθε πόλεμος θα έπρεπε ιδανικά να αποφεύγεται. Υπό ορισμένες συνθήκες όμως ο πόλεμος δεν αποφεύγεται και η στάθμιση των συνθηκών αυτών είναι πολιτική και όχι ηθική υπόθεση. Η τραγικότητα της απόφασης διεξαγωγής ενός πολέμου, που είναι εμφανής στα λόγια και στα γραπτά ενός Τσόρτσιλ, δείχνει ασφαλώς κάτι από το πνεύμα του ηγέτη αυτού που βιώνεται και μέσα από την ανάγνωση των απομνημονευμάτων του. Και ασφαλώς αυτή η τραγικότητα λείπει από τις ηγετικές προσωπικότητες που απεργάστηκαν τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Τότε όμως, όπως και τώρα, ένας μεγάλος πόλεμος αποφασίστηκε και διεξήχθη όχι διότι υπήρχαν σκοτεινές σκοπιμότητες δημοκρατικών ηγετών ούτε επειδή ηθικώς άμεμπτα όντα αποφάσισαν από θέσεως ισχύος να τιμωρήσουν ανήθικους δικτάτορες αλλά επειδή ήταν πολιτικά αδύνατη η συνύπαρξη μαζί τους και επειδή η έννομη διεθνής τάξη δεν μπορούσε να εξασφαλισθεί και μαζί μ' αυτήν ορισμένες ηθικές αξίες. Η μερική αποτυχία στην εξασφάλιση των τελευταίων δεν ακυρώνει την ανάγκη που υπαγόρευσε στις δημοκρατίες μια δυναμική παρέμβαση και στις δύο περιπτώσεις.

Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.