Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

H επιστροφή του Μουσολίνι

Αντώνης Λιάκος*, εφ. Το Βήμα, 22/2/2004


Άνοιξη του 1941. Ο Μουσολίνι επιθεωρεί το αλβανικό μέτωπο μέσα από τηλεσκόπιο


Ένα από τα τελευταία σκάνδαλα που ξέσπασε στην Ιταλία από τις δηλώσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν οι χαρακτηρισμοί του για τον Μουσολίνι, σε συνέντευξη που έδωσε στο αγγλικό περιοδικό «The Spectator» (13.9.03): «Ο Μουσολίνι σαν τον Σαντάμ; Όχι, όχι! Ο Μουσολίνι ποτέ δεν έσφαξε κανέναν. Το πολύ πολύ έστελνε τον κόσμο σε διακοπές για να τους περιορίσει». «Ηταν καλόβολο ("benevole") το καθεστώς;» ρώτησε ο δημοσιογράφος. «Benigno» (καλόηθες, καλοκάγαθο) ήταν η απάντηση. Στις διορθωτικές δηλώσεις του o premier υποτροπίασε: «Με το συνηθισμένο πατριωτικό μου πνεύμα δεν δέχτηκα μια σύγκριση ανάμεσα στον Σαντάμ και τον Μουσολίνι, όπως θα έπρεπε να κάνει κάθε αληθινός Ιταλός» («La Repubblica, 12.9.03). H συνέντευξη δόθηκε στον δημοσιογράφο Nicholas Farell που έχει γράψει μια αμφιλεγόμενη βιογραφία του Ντούτσε.

Οι δηλώσεις αυτές έγιναν πρώτο θέμα στις μεγάλες ιταλικές εφημερίδες και πολλοί ιστορικοί πήραν τον λόγο. Εκείνο που θύμισαν ήταν ότι υπήρχαν 3.000 θύματα των φασιστικών ομάδων κρούσης στην τριετία 1920-1922, για τις οποίες ο ίδιος ο Μουσολίνι ανέλαβε την ευθύνη. Οτι θύμα δολοφονίας ήταν και ο σοσιαλιστής βουλευτής Τζιάκομο Ματεότι. Οτι η εξορία καθιερώθηκε το 1926. Οτι υπήρξαν 12.000 εξόριστοι, από τους οποίους στην εξορία πέθαναν 177. Οτι υπήρχαν πολλοί φυλακισμένοι, από τους οποίους μερικοί, όπως ο Αντόνιο Γκράμσι, πέθαναν από την επιδείνωση της υγείας τους λόγω των κακουχιών. Οτι άλλοι, για τους ίδιους λόγους, πέθαναν λίγο μετά την αποφυλάκισή τους. Ακόμη δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από ημερολόγια και επιστολές για τις εξορίες που δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά τόποι αναψυχής ήταν. Ο ιστορικός της εποχής του φασισμού Εμίλιο Τζεντίλε τόνισε ότι το πρόβλημα δεν είναι πόσα είναι τα θύματα του φασισμού, αλλά ότι ήταν ένα καθεστώς που δεν δίσταζε να ασκήσει φυσική βία ως και την εξόντωση των αντιπάλων, ότι ήταν μια ολοκληρωτική πολιτική ιδεολογία με την οποία οι Ιταλοί θα πρέπει ακόμη να λογαριαστούν. Αυτό ίσως είναι και το σημαντικότερο σχόλιο.

Αποκατάσταση του φασισμού;

Απ' ό,τι φαίνεται - και οι περισσότεροι ιστορικοί που πήραν τον λόγο συμφωνούν -, αυτές οι απόψεις δεν οφείλονται μόνο στην επιπολαιότητα ή και στην ιδεολογική ταυτότητα του «καβαλιέρε», αλλά σε μια γενικότερη τάση ιστορικής επαναξιολόγησης του φασισμού. Υπερασπίζοντας τον Μπερλουσκόνι, ο βουλευτής της Φόρτσα Ιτάλια, Πάολο Γκουτζάτι, έγραψε ότι περισσότεροι ιταλοί κομμουνιστές εκτελέστηκαν από τον Στάλιν στη Μόσχα παρά από τον Μουσολίνι στην Ιταλία. («The Spectator», 4.10.03). Μεταπολεμικά, ο φασισμός, παρά τις δύο δεκαετίες διακυβέρνησης (1922-1943), αντιμετωπίστηκε ως πολιτική παρένθεση και ως στοιχείο ξένο στην ιταλική ιστορία. Στη δεκαετία του '70 και του '80 ο φασισμός θεωρήθηκε ως συνέπεια της λειψής αστικής ολοκλήρωσης της Ιταλίας (η θεωρία του Γκράμσι για την «rivoluzione mancata»), ως η στρεβλή μορφή που πήρε το κράτος από την αναπόφευκτη είσοδο των μαζών στην πολιτική και στον μοντερνισμό.

Ο νεότερος αναθεωρητισμός, που προέρχεται από τη Δεξιά, υποστηρίζει ότι το καθεστώς έχαιρε μεγάλης συναίνεσης και ότι η αντιπολίτευση ήταν περιθωριακή. Ενα από τα βιβλία που συζητήθηκαν πριν από μερικά χρόνια ήταν του ιστορικού Ernesto Galli della Loggia, La morte della patria (Laterza, 1996). Ο θάνατος της πατρίδας, δηλαδή του ιταλικού πατριωτισμού, κατά τον συγγραφέα, επήλθε την ημέρα που η Ιταλία νικήθηκε στον B' Παγκόσμιο Πόλεμο και το φασιστικό καθεστώς παραχώρησε τη θέση του στις πολιτικές δυνάμεις που βγήκαν από την Αντίσταση. Το βιβλίο αυτό έδωσε φωνή σε μια παράδοση η οποία έβαλε κατευθείαν εναντίον του αντιφασισμού ως θεμελίου της ιδεολογικής συναίνεσης της μεταπολεμικής Ιταλίας. Και βέβαια η κατάρρευση των παλαιών κομμάτων και η είσοδος στην κυβέρνηση ενός κόμματος όπως η Εθνική Συμμαχία (δεδηλωμένων συμπαθειών στην κληρονομιά του Ντούτσε) ενίσχυσε αυτές τις τάσεις, οι οποίες συγκροτούν επαπειλούμενο πρόγραμμα ιδεολογικής αναμόρφωσης της Ιταλίας. Από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τον ιστορικό Μάριο Ιζνέγκι, η εξορία δεν έγινε ποτέ «τόπος» της ιταλικής μνήμης. Πέρα από μερικά λογοτεχνικά έργα, όπως του Κάρλο Λέβι «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι», (1946) ή μερικά φιλμ, μόνο στη δεκαετία του '70, όταν ο Σάντρο Περτίνι, παλιός εξόριστος, έγινε πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας, άρχισε μια συζήτηση και εκδηλώθηκε κάποιο ιστορικό ενδιαφέρον για την ιστορία της εξορίας.

H Ιταλία ως δύναμη κατοχής

Εκείνο που με εξέπληξε στον σχολιασμό των δηλώσεων Μπερλουσκόνι από τον ιταλικό Τύπο ήταν ότι όλες οι αναφορές στον Μουσολίνι περιορίστηκαν στο εσωτερικό της Ιταλίας. Σαν να μην εισέβαλε τον καιρό εκείνο η Ιταλία στην Αιθιοπία, σαν να μη διέπραξε σφαγές εκεί, σαν να μην πήρε μέρος στον B' Παγκόσμιο Πόλεμο ως μέρος του Αξονα, σαν να μην επιτέθηκε στην Ελλάδα, σαν να μην ήταν δύναμη κατοχής στα Δυτικά Βαλκάνια και σε μέρος της ελληνικής επικράτειας. Γιατί; Οποιον παρακολουθεί την ιταλική ιστοριογραφία, τον εκπλήσσει η πληθώρα της παραγωγής για την ιταλική Αντίσταση, και η σπανιότητα των μελετών για την κατοχική πολιτική της Ιταλίας στην Αφρική και στα Βαλκάνια. Αλλωστε, ως πρόσφατα τα στρατιωτικά αρχεία ήταν κλειστά ή δυσπρόσιτα αναφορικά με την περίοδο αυτή. Φέτος όμως εκδόθηκε μια μελέτη για το ζήτημα αυτό. Πρόκειται για το βιβλίο του Davide Rodogno, Il nuovo ordine mediterraneo. Le politiche di occupazione dell' Italia fascista in Europa, 1940-1943 (εκδ. Bollati Boringhieri 2003) (H νέα μεσογειακή τάξη. Οι πολιτικές κατοχής της φασιστικής Ιταλίας στην Ευρώπη). H μελέτη αυτή, που στηρίζεται σε εκτεταμένη αρχειακή έρευνα, δείχνει ότι η πολιτική του ιταλικού φασισμού στις βαλκανικές χώρες ήταν εξίσου αιματηρή και ανελέητη με αυτή του γερμανικού ναζισμού, και ιδιαίτερα στη Σλοβενία και στις περιοχές της Αδριατικής τις οποίες η Ιταλία σκόπευε να προσαρτήσει. Εκεί εφαρμόστηκε μια σκληρή πολιτική αντιποίνων, πυρπόληση χωριών, μετακινήσεις και εκκαθαρίσεις πληθυσμών, στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αν και διασώθηκαν ελάχιστα αρχειακά τεκμήρια, υπολογίζονται σε 50 τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε 150.000 οι έγκλειστοι. Μερικά από τα πιο γνωστά στρατόπεδα βρίσκονταν σε νησιά της Δαλματίας. Από τα στρατόπεδα αυτά δεν ξέφευγαν έγκυες γυναίκες και μικρά παιδιά. Π.χ., στο στρατόπεδο του νησιού Ραμπ αναφέρονται 1.039 παιδάκια που ακολουθούσαν τις μάνες τους. Στο ίδιο στρατόπεδο καθώς και σε αυτό του Γκόναρς όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν εκεί ήταν νεκρά. Στην απελευθέρωση οι κρατούμενοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν ως τα πλοία από την ασιτία.

Προφανώς, αν γινόταν εγκαίρως μια επιχείρηση διάσωσης προφορικών μαρτυριών, θα είχαμε μια πληρέστερη αν και τραγικότερη εικόνα. Αυτή η πολιτική στηρίχτηκε και σε ρατσιστικά κριτήρια. Ηταν, λ.χ., διαφορετική η ιταλική κατοχική πολιτική στις γαλλικές περιοχές από ό,τι στις σλαβικές, που θεωρούνταν ότι κατοικούνται από κατώτερες φυλές. Ακόμη πιο αποτρόπαια ήταν η πολιτική αυτή απέναντι στους Αφρικανούς, τόσο της Κυρηναϊκής όσο και της Αιθιοπίας. H πολιτική μάλιστα του φασισμού στα Βαλκάνια επανέλαβε και σχεδιάστηκε με βάση την αποικιακή πολιτική της Ιταλίας στην Αφρική. Αυτό το τελευταίο σημείο αξίζει ιδιαίτερο σχολιασμό. Ο φασισμός και οι πρακτικές του συνήθως κρίνονται σαν να μην έχουν συνάφεια με την ευρωπαϊκή αποικιακή πολιτική.

Αυτά δεν τα είπαν οι συνάδελφοι ιστορικοί που σχολίασαν τις δηλώσεις του Μπερλουσκόνι. Ούτε γιατί τα αγνοούσαν ούτε γιατί επεδίωκαν να τα αποσιωπήσουν. Απλώς γιατί ο πόλεμος φαίνεται ακόμη ως η δικαιολόγηση κάθε βίας, και ακόμη γιατί σκεπτόμαστε την Ιστορία μέσα από εθνικές συντεταγμένες. Επομένως ο θάνατος των εκτός, των άλλων, έχει μικρότερη σημασία από τον θάνατο των δικών μας. Τελικά, οι λογαριασμοί με τα τραύματα του 20ού αιώνα ακόμη δεν έχουν κλείσει. Γι' αυτό τον λόγο, άλλωστε, εκτεταμένη έρευνα στην επαναδιαπραγμάτευση του B' Παγκοσμίου Πολέμου στη σύγχρονη Ευρώπη δημοσιεύει το τέταρτο τεύχος του περιοδικού «Historein/Ιστορείν» που πρόκειται να κυκλοφορήσει.

* Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.