Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Το έπος του '40 και η άλλη πλευρά

Δ. Μιχαλόπουλος, εφ. Το Βήμα, 26/10/1997

Στην ισπανική γλώσσα ­ ακόμη και την επιστημονική ­ κατά κόρον χρησιμοποιείται η λέξη paradoja, ελληνικής προέλευσης. Όπως καθένας μπορεί να εννοήσει, paradoja σημαίνει «παράδοξο». Κατά τους Ισπανούς, τα «παράδοξα» δίνουν τον τόνο όχι απλώς στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων μα και στην επιστημονική έρευνα. Δύσκολα μπορεί να ανατραπεί αυτός ο οιονεί ισχυρισμός.

Τέτοιο «παράδοξο» μπορεί να θεωρηθεί και η ιστορία της ελληνοϊταλικής σύρραξης των ετών 1940-1941: η ελληνική πλευρά έχει εξαντληθεί στην αναζήτηση του ποιος είπε το «Όχι», ο Μεταξάς ή ο Λαός· επιπλέον, η όλη προσέγγιση του θέματος διανθίζεται από τη βερμπαλιστικού τύπου προβολή του πνεύματος χάρη στο οποίο έγινε δυνατή η απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Έτσι, εκτός από κάποια σπουδαία επιστημονικά έργα, που όμως είναι δυσπρόσιτα στο ευρύ κοινό, δεν έχει γίνει συστηματική προσπάθεια ανάλυσης των αιτίων της ιταλικής επίθεσης και των μηχανισμών μέσω των οποίων ο δικός μας αγώνας υπήρξε νικηφόρος. Τέλος, η ευρεία αποτίμηση της ελληνικής νίκης αντιμετωπίζεται, γενικώς, καχύποπτα. Με λίγα λόγια, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος παρουσιάζεται ως γεγονός απομονωμένο στην ουσία, συνέπεια της ιταλικής επιθετικότητας και καταύγασμα του ελληνικού ηρωισμού, ο οποίος πηγάζει «κατευθείαν από τους Μαραθώνες και τις Θερμοπύλες». Η κατάσταση αυτή, βέβαια, είναι ευεπίφορη σε εξάρσεις μα όχι σε νηφάλιες αποτιμήσεις ­ οι οποίες επιβάλλονται και μάλιστα τώρα, που έχουν κυλήσει από τότε περισσότερα από 50 χρόνια.

Το «παράδοξο» έγκειται λοιπόν στο ότι αξιοπρόσεκτη προσέγγιση του θέματος έχει γίνει από Ιταλούς, που «λογικά» θα είχαν κάθε λόγο να την αποφύγουν. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι «γείτονες των απέναντι ακτών» έχουν αξιοποιήσει και ελληνικές ­ δημοσιευμένες ­ πηγές, οι οποίες, ως τώρα, δεν έχουν γίνει στη χώρα μας αντικείμενο της προσοχής που θα έπρεπε.

Ποια είναι η άποψη που γενικώς εξακολουθεί να δίνει τον τόνο στην ιταλική πλευρά; Η ακόλουθη: η «ελληνική περίπτωση» δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητή, αν δεν παραλληλιστεί με εκείνη της Νορβηγίας. Στη σκανδιναβική χώρα, πράγματι, παρά την ύπαρξη δυναμικού εθνικοσοσιαλιστικού ρεύματος, το στέμμα παρέμενε πιστό στη Βρετανία, με αποτέλεσμα η Νορβηγία, ουδέτερη έστω, να «παρασύρεται» στην ευρύτερη σφαίρα επιρροής του Λονδίνου. Τούτο μπορούσε να έχει συνέπειες στη θάλασσα ιδίως, πεδίο που πολύ ενδιέφερε τους Βρετανούς. Έτσι, η γερμανική επίθεση την άνοιξη του 1940 και η τελική ήττα των Νορβηγών όσο και των Αγγλογάλλων, που είχαν σπεύσει σε βοήθειά τους, είχε συνέπεια την εξουδετέρωση σπουδαίου ερείσματος των Συμμάχων στη Βόρεια Ευρώπη.

Ο Μουσολίνι φρονούσε πως ό,τι ήταν για το Λονδίνο στη Σκανδιναβική Χερσόνησο η Νορβηγία ήταν στα Βαλκάνια και γενικώς στην Ανατολική Μεσόγειο η Ελλάδα. Κατά την άποψή του, την οποία υποστήριζε και ο Τσιάνο, ο βασιλιάς ήταν «Άγγλος»· επίσης «Άγγλοι» ήταν όσοι συγκροτούσαν το στρώμα των «[πλουτοκρατών και] πολιτικών» που διοικούσε τη χώρα. Ο λαός, τον οποίο χώριζε από την «κλίκα» των τελευταίων μέγα οικονομικό χάσμα, ήταν «αδιάφορος σε όλα». Κατά συνέπεια, η χώρα ήταν γερά προσδεδεμένη στο άρμα του Λονδίνου, άρα εχθρική προς την Ιταλία, οι ιθύνοντες της οποίας θεωρούσαν τη Χερσόνησο του Αίμου τμήμα δικής τους σφαίρας επιρροής. Η τοποθέτηση αυτή ενισχυόταν ­ ειδικώς στην περίπτωση του Μουσολίνι ­ από εντύπωση μίσους προς την Ιταλία που διέκρινε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, «από πάνω μέχρι κάτω». Με λίγα λόγια η ιταλική επίθεση επιβαλλόταν ­ και αξίζει να υπογραμμιστεί το γεγονός πως το πνεύμα το οποίο αρχικώς τη διείπε θύμιζε αμυδρώς γερμανική ενέργεια: κατά βάση, ο πόλεμος στη Νορβηγία οιστρηλατούσε τότε τους ιταλούς ιθύνοντες και, mutatis mutandis, σφράγισε τις εξελίξεις στην Ελλάδα.

Ο Μουσολίνι ήταν υπερβολικός έως χονδροειδής, αλλά στις απόψεις του μπορεί να εντοπιστούν ίχνη αληθοφάνειας. Ο Γεώργιος Β' ήταν, ως διάδοχος, γερμανόφιλος, γι' αυτό και μετά την απομάκρυνση του πατέρα του από τη χώρα, το 1917, δεν ορίστηκε αυτός τοποτηρητής του θρόνου μα ο αδελφός του Αλέξανδρος. Στη συνέχεια όμως η παραμονή του στη Βρετανία τον έκανε όχι βέβαια «Αγγλο» μα τουλάχιστον «αγγλοστρεφή».

Το θέμα των «[πλουτοκρατών και] πολιτικών» αξίζει προσοχή. Οι τότε ιταλοί ιθύνοντες σε αυτό το σημείο δεν υπήρξαν σαφείς. Σαφής ήταν όμως από την άλλη πλευρά η προσπάθεια του Μεταξά να βοηθήσει αμέσως μόλις άρχισε ο πόλεμος τους Βρετανούς, εκεί ακριβώς όπου αυτοί χρειάζονταν βοήθεια ­ στις θαλάσσιες μεταφορές. Έτσι, με ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης, έλληνες εφοπλιστές έθεσαν πλοία τους στη διάθεση της Αλβιώνος: η υπηρεσία την οποία προσέφεραν στην τελευταία ήταν μεγάλη. Είναι, πράγματι, χαρακτηριστικό πως όταν τον Ιανουάριο του 1940 ο έλληνας υπουργός Ναυτιλίας πήγε στο Λονδίνο, έγινε δεκτός με τιμές και μέσα σε ατμόσφαιρα μεγάλης εμπιστοσύνης ­ όχι συνήθους από τη βρετανική πλευρά σε περίοδο πολέμου.

Αν οι Ιταλοί δεν ήξεραν όλη την έκταση της ελληνοβρετανικής συνεργασίας στη θάλασσα, οπωσδήποτε την «οσφραίνονταν». Και βέβαια, η «όσφρησή» τους οξυνόταν επί του προκειμένου από τη γνωστή τάση του Μεταξά να υποβαθμίζει τη σημασία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού με το σκεπτικό ότι εφόσον η χώρα μας, αν έμπαινε στον πόλεμο, θα ήταν οπωσδήποτε στο πλευρά της Βρετανίας, ο δικός μας Στόλος δεν χρειαζόταν και πολύ, γιατί υπήρχε ο αγγλικός. Όλα αυτά υπήρξαν εύφλεκτο υλικό που συνέβαλε στο άναμμα της πυρκαϊάς του πολέμου.

Για να ανάψει αυτή η πυρκαϊά ­ που ειδικώς ο Χίτλερ τη φοβόταν ­ χρειάστηκαν δύο ακόμη παράγοντες, η εγκληματικώς «βλακώδης» στάση ιταλών ιθυνόντων της Δωδεκανήσου, σε πρωτοβουλίες των οποίων πρέπει, κατά βάση, να αποδοθεί ο τορπιλισμός της «Έλλης» και, σε συνάρτηση με γενικότερη επιθυμία αύξησης του ιταλικού γοήτρου στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής και του Ιονίου, η παραμέληση από τον Μουσολίνι της σημασίας που είχε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η προσωπικότητα του Μεταξά. Ορθώς επισημάνθηκε από Ιταλούς πως αν η χώρα τους είχε εκείνη την περίοδο ένα φίλο στην Ελλάδα, αυτός ήταν ο πρόεδρος της κυβερνήσεως: όλοι οι άλλοι Έλληνες δεν διαπνέονταν βεβαίως από αισθήματα μίσους κατά των συμπατριωτών του Μουσολίνι, αλλά οπωσδήποτε υπήρχε είδος καχυποψίας προς τη γειτονική μας χώρα ­ αίσθημα που πήγαζε τόσο από τα γεγονότα του 1923 στην Κέρκυρα και άλλα, λιγότερο γνωστά, στα Δωδεκάνησα όσο και από ορισμένες μνήμες, οι ρίζες των οποίων ήταν βαθιές στον χρόνο. Ο Μεταξάς όμως, ο οποίος είχε περάσει σύντομη αλλά σχετικώς ήρεμη περίοδο της ζωής του στην Ιταλία και είχε δει ­ όπως τουλάχιστον λέγεται ­ τους Επιστράτους του να χρησιμεύουν, ίσαμε ένα βαθμό, ως πρότυπο στις μαχητικές ομάδες που είχε συμπήξει ο Μουσολίνι, δεν είχε συναισθηματικώς τουλάχιστον διάθεση ρήξης. Τον υποχρέωσαν όμως τα γεγονότα, φανερά και μη, και υπό την πίεσή τους δεν άφησε στον εαυτό του στιγμή αμφιβολίας: η Ελλάδα θα αντιστεκόταν. Ετσι, ο από μέρους του χειρισμός του τορπιλισμού της «Ελλης» υπήρξε αριστοτεχνικός· οι πάντες ήξεραν πως τον είχαν κάνει οι Ιταλοί, μα κανείς δεν το έλεγε δημοσίως. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιτεύχθηκε «συσσώρευση» λαϊκής οργής που «αξιοποιήθηκε» από τις 28 Οκτωβρίου 1940 και μετά.

Με άλλα λόγια, ο Μουσολίνι έπαθε στην περίπτωση του Μεταξά ό,τι λίγο αργότερα ο Χίτλερ από τον Στάλιν. Αυτό το τελευταίο όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Ο κ. Δημήτρης Μιχαλόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών.