Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Καλπάκι-Πίνδος-Αλβανία (1940-1941)

Αυγουστίνος Ζενάκος, εφ. Το Βήμα, 20/4/2003

Οι Αντίπαλοι

Ιωάννης Μεταξάς (1871-1941)

Γόνος ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας από την Κεφαλλονιά ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως έπαρχος. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων (1885-1890) και κατόπιν στη Σχολή Μηχανικών. Κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 υπηρέτησε στο επιτελείο τού τότε διαδόχου Κωνσταντίνου και χάρη στη γνωριμία του μαζί του εξασφάλισε μετεκπαίδευση στη Γερμανία (1899-1903).

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Μεταξάς υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές θέσεις, ώσπου το 1910 βρέθηκε υπασπιστής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Κατά την περίοδο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 αλλά και κατά τη διάρκειά τους και μετά τη λήξη τους ο Μεταξάς ανέλαβε διάφορες αποστολές τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, και απέκτησε τη φήμη ικανού επιτελικού.

Με την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και την έναρξη του εθνικού διχασμού ο Μεταξάς συντάχθηκε με τη βασιλική παράταξη που υποστήριζε την ουδετερότητα της Ελλάδας, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με τον Βενιζέλο, ο οποίος ήθελε τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Λόγω της ανάμειξής του στις αγριότητες που διαπράχθηκαν σε βάρος των βενιζελικών το 1916 (Νοεμβριανά) ο Μεταξάς αποστρατεύθηκε και εξορίστηκε μαζί με άλλους ηγέτες της αντιβενιζελικής παράταξης στην Κορσική, από όπου δραπέτευσε για να εγκατασταθεί στη Φλωρεντία. Από εκεί βρισκόταν πάντοτε σε επαφή με τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Στην Ελλάδα καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον.

Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και την άνοδο των αντιβενιζελικών πολιτικών δυνάμεων στην εξουσία ο Μεταξάς επέστρεψε στην Ελλάδα και επανήλθε στο στράτευμα, για να αποστρατευθεί όμως πάλι λίγο αργότερα με τον βαθμό του υποστρατήγου.

Ακολούθησαν η Μικρασιατική Καταστροφή, η επανάσταση του 1922 και η αποτυχημένη αντεπανάσταση του 1923, η ανάμειξή του στην οποία ανάγκασε τον Μεταξά να διαφύγει στο εξωτερικό και οδήγησε σε δεύτερη ερήμην καταδίκη του εις θάνατον.

Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1924 ο Μεταξάς, μόνος μεταξύ των πολιτικών της αντιβενιζελικής παράταξης, αναγνώρισε το νέο πολίτευμα. Το αντάλλαγμα για την πράξη του αυτή ήταν πράγματι δελεαστικό: η αμνήστευσή του. Έτσι ο Μεταξάς επέστρεψε στην Ελλάδα, έγινε μάλιστα, μετά τη δικτατορία του Πάγκαλου, υπουργός Συγκοινωνιών στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη ως αρχηγός του Κόμματος των Ελευθεροφρόνων, το οποίο είχε ιδρύσει εν τω μεταξύ και το οποίο εξέλεξε 52 βουλευτές στις εκλογές του 1926.

Το 1928 όμως ο Βενιζέλος επανήλθε στην ενεργό πολιτική και στις εκλογές του ίδιου έτους ο Μεταξάς δεν εξελέγη βουλευτής ούτε ο ίδιος και παρέμεινε ουσιαστικά σε πολιτική ανυπαρξία ως το 1932, όταν έγινε πάλι υπουργός, των Εσωτερικών αυτή τη φορά, στην κυβέρνηση Παναγή Τσαλδάρη.

Είχε φθάσει πλέον η ώρα για τον Μεταξά να εκδηλώσει τις πραγματικές του προθέσεις: το 1933 εξέφρασε δημόσια την πεποίθησή του ότι για τα προβλήματα της Ελλάδας η λύση δεν μπορούσε παρά να είναι εξωκοινοβουλευτική. Η ευκαιρία να πραγματοποιήσει τους σκοπούς του τού δόθηκε λίγο αργότερα, με την παλινόρθωση της μοναρχίας, υπέρ της οποίας ο ίδιος είχε ήδη ταχθεί. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β', έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα το 1935, τον επόμενο χρόνο διόρισε τον Μεταξά πρώτα υπουργό των Στρατιωτικών και κατόπιν αντιπρόεδρο της υπηρεσιακής κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Ο Δεμερτζής πέθανε στις 13 Απριλίου. Ο βασιλιάς, την ίδια μέρα, διόρισε πρωθυπουργό τον Μεταξά. Λιγότερο από τέσσερις μήνες αργότερα κηρύχθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Η δικτατορία του Μεταξά είχε όλα τα χαρακτηριστικά των καθεστώτων αυτού του είδους, τα οποία δεν ήταν λίγα στην Ευρώπη εκείνης της εποχής. Καθιερώθηκε ο φασιστικός χαιρετισμός, επιβλήθηκε η υποχρεωτική συμμετοχή στις εκδηλώσεις και στις οργανώσεις του καθεστώτος, ιδιαίτερα της νεολαίας με την ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας), οι εορτές και πανηγύρεις έδιναν κι έπαιρναν, η καλλιέργεια της προσωπολατρίας του δικτάτορα έφθανε σε εξωφρενικές υπερβολές. Πίσω από μερικά έργα βιτρίνας εν τω μεταξύ οργίαζαν η τρομοκρατία και το αστυνομικό κράτος. Οι πολιτικοί αρχηγοί του δημοκρατικού χώρου εξορίστηκαν, ενώ τη σκληρότερη μεταχείριση γνώρισαν οι κομμουνιστές με φυλακίσεις χωρίς δίκη, ξυλοδαρμούς και άλλα απάνθρωπα βασανιστήρια καθώς και ψυχολογική βία.

Στην εξωτερική πολιτική η δικτατορία ταλαντευόταν ανάμεσα σε δύο πόλους. Ο ένας ήταν ο βαθύς θαυμασμός του Μεταξά για τη Γερμανία, ο οποίος τον φλόγιζε από την εποχή της μετεκπαίδευσής του στο Βερολίνο. Ο άλλος ήταν οι υποχρεώσεις του προς τη Μεγάλη Βρετανία η οποία είχε στηρίξει το καθεστώς του.

Το δίλημμά του αυτό ο Μεταξάς αναγκάστηκε να το λύσει μόνος του και με τρόπο ασφαλώς οδυνηρό τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940, όταν ο πρεσβευτής της φασιστικής Ιταλίας τον ξύπνησε για να του επιδώσει ιταμό τελεσίγραφο με το οποίο η Ιταλία απαιτούσε ουσιαστικά την άνευ όρων παράδοση της Ελλάδας. Ο Μεταξάς το απέρριψε. Είπε το ιστορικό «Όχι».

Αλλά ο Μεταξάς δεν επέπρωτο να ζήσει πολύ ακόμη. Αν και πρόλαβε να δει τους θριάμβους του ελληνικού στρατού κατά των Ιταλών στην Αλβανία, δεν είδε τους προσφιλείς του Γερμανούς να υποδουλώνουν την Ελλάδα. Ύστερα από σύντομη ασθένεια πέθανε στις 29 Ιανουαρίου του 1941.

Μπενίτο Μουσολίνι (1883-1945)

Γιος σιδερά και δημοδιδασκάλισσας ο Μπενίτο Μουσολίνι γεννήθηκε σε χωριό του Φόρλι της επαρχίας Ρομάνια. Φοίτησε σε διδασκαλείο και εργάστηκε για λίγο ως δημοδιδάσκαλος. Ήρθε σε επαφή με το σοσιαλιστικό κίνημα, στις γραμμές του οποίου ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση. Το 1914, με την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το σοσιαλιστικό κόμμα τον διέγραψε, επειδή ο Μουσολίνι, υποστηρικτής της ουδετερότητας της Ιταλίας στην αρχή, αργότερα μεταβλήθηκε σε κήρυκα της εισόδου της στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.

Όταν η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο, το 1915, ο Μουσολίνι κατατάχθηκε εθελοντής στον στρατό, πολέμησε και τραυματίστηκε βαριά.

Μετά την αποστράτευσή του η αλλοπρόσαλλη πολιτική πορεία του Μουσολίνι πήρε την τελειωτική της κατεύθυνση: ο άκρατος συντηρητισμός, ο υπερπατριωτισμός και η απροκάλυπτη εχθρότητα προς τα αιτήματα των εργαζομένων έγιναν πλέον τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής γραμμής του.

Το 1919 ο Μουσολίνι ίδρυσε τον Fascio Italiano di Combattimento, τον Ιταλικό Σύνδεσμο Μάχης. Η πρώτη λέξη της ονομασίας του προέρχεται από τις λατινικές fasces (ενικός fascis), δέσμες ράβδων με έναν πέλεκυ στη μέση, σύμβολα δύναμης και εξουσίας, τις οποίες κρατούσαν οι ραβδούχοι που βάδιζαν μπροστά από τους αξιωματούχους της αρχαίας Ρώμης. Από αυτή τη λέξη προέρχεται και ο όρος φασισμός.

Ωστόσο η απήχηση της κίνησης του Μουσολίνι στις μάζες παρέμενε περιορισμένη. Την κατάσταση αυτή ήρθε να μεταβάλει το επεισόδιο του Φιούμε.

Το Φιούμε, λιμάνι κοντά στα ιταλογιουγκοσλαβικά σύνορα, το διεκδικούσαν και οι δύο αυτές χώρες. Η τύχη του συζητιόταν ακόμη στη Διάσκεψη των Παρισίων το 1919, όταν, τον Σεπτέμβριο αυτού του χρόνου, ο διάσημος ιταλός ποιητής Γκαμπριέλε ντ' Ανούντσιο, ήρωας του πολέμου και γνωστός για τις εθνικιστικές ιδέες του, ηγούμενος σώματος ατάκτων, κατέλαβε το Φιούμε υπέρ της Ιταλίας. Ο Μουσολίνι έσπευσε να ταχθεί υπέρ του εγχειρήματος του Ντ' Ανούντσιο, πράγμα που προκάλεσε θόρυβο γύρω στο άτομό του, του κόστισε μάλιστα και σύντομη φυλάκιση. Τελικά ο Ντ' Ανούντσιο και οι άτακτοί του εκδιώχθηκαν από το Φιούμε, αλλά χάρη σε αυτό το επεισόδιο ο Μουσολίνι και οι φασίστες του είδαν τη δημοτικότητά τους να αυξάνεται αξιοσημείωτα. Η δράση τους απλώθηκε σε όλη την Ιταλία.

Ο Μουσολίνι εκλέχθηκε βουλευτής το 1921, οπότε και μετέβαλε το κίνημά του σε κόμμα, το Εθνικό Φασιστικό. Τη χρονιά εκείνη, εξαιτίας της κοινωνικής αναταραχής και των πολιτικών αντιπαραθέσεων, η Ιταλία είχε φθάσει στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου. Ο Μουσολίνι υποστήριζε από το βήμα της Βουλής την ανάγκη επιβολής δικτατορίας.

Στην πραγματικότητα άλλωστε η Ιταλία ήδη δεν απείχε πολύ από αυτό το σημείο. Οι μελανοχίτωνες (από τα μαύρα πουκάμισά τους) του Μουσολίνι, χρησιμοποιώντας απροκάλυπτες τρομοκρατικές μεθόδους, κυριαρχούσαν πλέον στη δημόσια ζωή έχοντας στην ουσία καταλύσει το κράτος.

Τον Νοέμβριο του 1922, έχοντας λάβει από τον βασιλέα Βίκτωρα-Εμμανουήλ Γ' την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, ο Μουσολίνι ορκίστηκε πρωθυπουργός. Η Ιταλία είχε πλέον μπει στον δρόμο της απολυταρχίας. Μέσα σε λίγα χρόνια ο Μουσολίνι κατέλυσε τους δημοκρατικούς θεσμούς και επέβαλε στη χώρα του στυγνή δικτατορία φιμώνοντας βίαια κάθε αντιπολιτευτική φωνή και εκδήλωση. Ο Μουσολίνι είχε γίνει πλέον ο Ντούτσε, ο Αρχηγός.

Στην εξωτερική πολιτική ο Μουσολίνι προσανατολίστηκε γρήγορα στην επιθετικότητα και στον επεκτατισμό. Το 1923, με αφορμή τη δολοφονία ιταλού αξιωματικού στην Αλβανία, βομβάρδισε και κατέλαβε για ένα μήνα την Κέρκυρα. Αργότερα, το 1936, εξαπέλυσε απρόκλητη επίθεση κατά της Αιθιοπίας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή και αποτέλεσε το πρώτο πλήγμα κατά του γοήτρου του Μουσολίνι, το οποίο ως τότε είχε αυξηθεί θεαματικά σε όλη την Ευρώπη. Το 1939 ο Μουσολίνι κατέλαβε την Αλβανία και την προσάρτησε στο βασίλειο της Ιταλίας. Εν τω μεταξύ, το 1936, είχε συνάψει συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία. Στον Μουσολίνι ανήκει ο όρος με τον οποίο έγινε γνωστή αυτή η συμμαχία: Άξων. Μαζί οι δύο χώρες πρόσφεραν αφειδώς στρατιωτική βοήθεια στον στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη νίκη των εθνικιστών επί των δημοκρατικών κατά τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας (1936-1939).

Η πορεία του Μουσολίνι προς την κατάρρευση άρχισε ουσιαστικά με την επίθεση κατά της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Οι νίκες του ελληνικού στρατού επί των υπερτέρων ιταλικών δυνάμεων απέδειξαν πόσο κούφιες ήταν οι μεγαλομανείς κομπορρημοσύνες του Ντούτσε για το αήττητο του ιταλικού στρατού και πόσο ανεδαφικά τα όνειρά του για αναβίωση του μεγαλείου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Άλλωστε σε όλα τα μέτωπα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, σε όσα πήραν μέρος, οι ιταλικές δυνάμεις επέτυχαν αξιοθρήνητες επιδόσεις.

Τον Ιούλιο του 1943, όταν ο πόλεμος φαινόταν πλέον να έχει κριθεί υπέρ των Συμμάχων, ο Μουσολίνι υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και τέθηκε υπό περιορισμό. Τον διέσωσαν γερμανοί κομάντος, και ο Μουσολίνι επιχείρησε να ανασυστήσει το φασιστικό κράτος στη Βόρεια Ιταλία. Ήταν όμως αργά. Η προέλαση των Συμμάχων προς Βορράν, μετά την απόβασή τους στη Νότια Ιταλία, ανάγκασε τον Μουσολίνι να επιχειρήσει να διαφύγει μεταμφιεσμένος στην Ελβετία. Στις 26 Απριλίου τον συνέλαβαν οι αντάρτες, οι οποίοι ύστερα από δύο ημέρες τον εκτέλεσαν μαζί με την ερωμένη του Κλάρα Πετάτσι. Τα πτώματά τους μεταφέρθηκαν στο Μιλάνο, όπου εκτέθηκαν κρεμασμένα ανάποδα στην κεντρική πλατεία της πόλης.