Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Δεκεμβριανά (1944)

Αυγουστίνος Ζενάκος, εφ. Το Βήμα, 1/06/2003

Οι Αντίπαλοι

ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΙΑΝΤΟΣ (1890-1947)

Κορυφαίο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, το όνομα του οποίου συνδέθηκε όσο κανενός άλλου από τους συντρόφους του με τα δραματικά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944, αφού, ως αναπληρωτής γενικός γραμματέας του κόμματος, επωμίστηκε την ευθύνη για τις τελικές αποφάσεις της παράταξής του όχι μόνο στο πολιτικό επίπεδο αλλά και στο στρατιωτικό.

Ο Γιώργης Σιάντος γεννήθηκε στην Καρδίτσα από γονείς φτωχούς αγρότες. Μπήκε στη βιοπάλη από πολύ μικρός, μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο, ως καπνεργάτης. Το 1911 επιστρατεύθηκε και πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13 καθώς και στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο έχοντας προσχωρήσει στους οπαδούς του Ελευθερίου Βενιζέλου όταν αυτός σχημάτισε την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης το 1916.

Από νωρίς επίσης ο Σιάντος ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση ως μέλος του σωματείου των καπνεργατών της Καρδίτσας, του οποίου, μετά την αποστράτευσή του το 1920, εξελέγη πρόεδρος.

Την ίδια εποχή ο Σιάντος έγινε μέλος του ΣΕΚΕ, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος, το οποίο το 1924 μετονομάστηκε Κομμουνιστικό Κόμμα. Λίγο αργότερα, το 1922, ο Σιάντος αναδείχθηκε γενικός γραμματέας της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας Ελλάδος.

Συνεχίζοντας παράλληλα την άνοδό του στην ιεραρχία του KKE ο Σιάντος εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του και στο 3ο Συνέδριο του KKE, το 1927, έγινε και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του.

Την περίοδο 1929-31 ξέσπασε στους κόλπους του KKE ιδεολογικοπολιτική διαμάχη, μία από τις πολλές που έμελλαν να το ταλανίσουν σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του. Το κόμμα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα, το δεξιό και το αριστερό, και απειλήθηκε η ενότητά του. H Γ' Διεθνής ανησύχησε, απηύθυνε στο KKE έκκληση για τη διαφύλαξη της ενότητας, η ηγεσία του κόμματος καθαιρέθηκε και από τη Μόσχα, όπου βρισκόταν για μετεκπαίδευση, έφθασε το 1931 στην Αθήνα ο Νίκος Ζαχαριάδης και ανέλαβε τη θέση του γενικού γραμματέα για να επανενώσει το κόμμα.


Το συλλαλητήριο της 4ης Δεκεμβρίου 1944 προς τιμήν των θυμάτων του συλλαλητηρίου της 3ης Δεκεμβρίου


Ο Γιώργης Σιάντος, ηγετικός εκπρόσωπος της αριστερής ομάδας κατά την εσωκομματική πάλη, εκλήθη τότε στη Μόσχα μαζί με άλλα ηγετικά στελέχη των δύο παρατάξεων και ενωτίστηκε τις νουθεσίες της Γ' Διεθνούς στην έδρα της για το ξεπέρασμα των αντιθέσεων και την αποκατάσταση της κομματικής ομόνοιας.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, μερικούς μήνες αργότερα, ο Σιάντος βρέθηκε στη διοίκηση της ΓΣΕΕ, της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, για να μεταπηδήσει πάλι στην ηγετική ομάδα του KKE, όταν, το 1934, κατά το 4ο Συνέδριό του εξελέγη για μία ακόμη φορά μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και του Πολιτικού Γραφείου, και τοποθετήθηκε γραμματέας της ΚΟΠ, της Κομματικής Οργάνωσης Πειραιά.

Στις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 1936 ο Σιάντος εξελέγη βουλευτής στον Νομό Τρικάλων. Με την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά στις 4 Αυγούστου του ιδίου χρόνου εξαπολύθηκε κύμα συλλήψεων των πολιτικών αντιπάλων του δικτάτορα, μεταξύ των οποίων οι κομμουνιστές βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή. Ο Σιάντος ήταν από τους πρώτους που συνελήφθησαν. Εκτοπίστηκε στην Ανάφη, από όπου όμως δραπέτευσε τον επόμενο χρόνο, για να συλληφθεί πάλι το φθινόπωρο του 1939 και να εγκλειστεί στη φυλακή της Κέρκυρας αυτή τη φορά. Δραπέτευσε όμως και από εκεί το 1941.

Εν τω μεταξύ ο γενικός γραμματέας του KKE Νίκος Ζαχαριάδης, τον οποίο η μεταξική δικτατορία είχε επίσης φυλακίσει στην Κέρκυρα, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς, είχε μεταφερθεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Ο Σιάντος ανέλαβε τότε την ηγεσία του κόμματος, ως προσωρινός ή αναπληρωτής γενικός γραμματέας, με την προοπτική να παραδώσει πάλι το αξίωμα στον Ζαχαριάδη μετά την ελπιζόμενη απελευθέρωση και επιστροφή του στην Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ο Σιάντος υπήρξε η ψυχή του EAM, του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, το οποίο ιδρύθηκε το 1941 με πρωτοβουλία του KKE. Πρωταγωνιστικό ρόλο επίσης διαδραμάτισε ο Σιάντος στην ίδρυση και στη λειτουργία της ΠΕΕΑ, της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, το 1944. Απέναντι στα ανοίγματα των Αγγλων ήταν από τους πλέον αρνητικούς ηγέτες του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και του KKE. Είχε αντιταχθεί στις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, αλλά το κύρος του ουδέποτε υπήρξε τόσο αδιαμφισβήτητο ώστε να μπορέσει να επιβάλει την άποψή του. Μετά τη σύναψη ωστόσο των συμφωνιών ο Σιάντος εννοούσε να τηρηθούν τα συμπεφωνημένα, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Για τις αποφάσεις και τους χειρισμούς του κατά τα Δεκεμβριανά του 1944 και ιδίως για την ιδέα του να αναλάβει τη στρατιωτική διεύθυνση των επιχειρήσεων επικρίθηκε δριμύτατα από τους συντρόφους του, με πρώτο και καλύτερο τον Ζαχαριάδη, ο οποίος, κατά τη συνήθειά του, έφτασε να τον κατηγορήσει ως «πράκτορα των Εγγλέζων».

Τον Φεβρουάριο του 1945 ο Σιάντος ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας του EAM που υπέγραψε τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τον Μάιο του ιδίου χρόνου παρέδωσε τα ηνία του κόμματος στον Νίκο Ζαχαριάδη όταν αυτός επέστρεψε στην Ελλάδα. Ο Σιάντος παρέμεινε στη θέση του ως μέλος του Πολιτικού Γραφείου του KKE αλλά δεν έπαιζε πλέον κανέναν ουσιαστικό ρόλο. Πέθανε τον Μάιο του 1947 από καρδιακή προσβολή. Την κηλιδωμένη από τον Ζαχαριάδη μνήμη του αποκατέστησε το 1957 ειδική επιτροπή του KKE.

ΡΟΝΑΛΝΤ ΣΚΟΜΠΙ (1893-1969)

Βρετανός στρατηγός. Τυπικά ήταν διοικητής του εκστρατευτικού σώματος στην Ελλάδα αλλά και των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων κατά τις μάχες της Αθήνας τον Δεκέμβριο 1944, τις γνωστές ως Δεκεμβριανά. Ουσιαστικά ήταν ο απόλυτος άρχων της αντιεαμικής παράταξης και υπήρξε ο κυριότερος εκτελεστής των σχεδίων του Γουίνστον Τσόρτσιλ για την υπαγωγή της Ελλάδας στην αγγλική σφαίρα επιρροής.

Ο Σκόμπι πολέμησε κατά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, το τέλος του οποίου τον βρήκε με τον βαθμό του λοχαγού. Τα χρόνια του Μεσοπολέμου υπηρέτησε στο βρετανικό Γενικό Επιτελείο και έγινε σημαντικό στέλεχός του. Κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον βαθμό του υποστρατήγου, διετέλεσε διοικητής μεραρχίας στη Βόρεια Αφρική και του Τομπρούκ το καλοκαίρι του 1941, όταν τα γερμανικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Ρόμελ πολιόρκησαν την πόλη. Το 1942 ο Σκόμπι τοποθετήθηκε διοικητής της νήσου Μάλτας.

Καθώς ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, χάρη στην πείρα του ως επιτελικού αξιωματικού ο Σκόμπι έλαβε μέρος στην προετοιμασία των ενεργειών που θα έπρεπε να αναλάβουν οι αγγλικές δυνάμεις στα Βαλκάνια κατά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. H αποχώρηση αυτή φαινόταν ότι δεν επρόκειτο να βραδύνει πολύ, δεδομένου πως τα γερμανικά στρατεύματα επείγονταν να απαγκιστρωθούν από τα Βαλκάνια εν όψει της επέλασης του σοβιετικού στρατού προς Ανατολάς και των εξελίξεων στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου οι Δυτικοί σύμμαχοι είχαν και αυτοί φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τις δυνάμεις της χιτλερικής Γερμανίας.

H φάση της σταδιοδρομίας του Σκόμπι η οποία τον συνέδεσε άμεσα με την Ελλάδα εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 1944 στην Καζέρτα. Στην ιταλική αυτή πόλη συναντήθηκαν τότε και συσκέφθηκαν, υπό την προεδρία του άγγλου διοικητή του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής στρατηγού Χένρι Γουίλσον, ο άγγλος υπουργός εκπρόσωπος στο Συμμαχικό Στρατηγείο (και αργότερα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας) Χάρολντ Μακμίλαν, ο πρωθυπουργός της ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία είχε σχηματιστεί με τη Συμφωνία του Λιβάνου τον προηγούμενο μήνα, Γεώργιος Παπανδρέου, οι εαμικοί υπουργοί της ίδιας κυβέρνησης Αλέξανδρος Σβώλος και Γιάννης Ζεύγος, οι αρχηγοί των ελληνικών ανταρτικών δυνάμεων στρατηγοί Στέφανος Σαράφης του ΕΛΑΣ και Ναπολέων Ζέρβας του ΕΔΕΣ, καθώς και άλλοι. H διάσκεψη κατέληξε στην υπογραφή της λεγόμενης Συμφωνίας της Καζέρτας, η οποία προέβλεπε ότι ο στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι, διοικητής των αγγλικών στρατευμάτων που επρόκειτο να αποβιβαστούν στην Ελλάδα, ανελάμβανε και την ανωτάτη διοίκηση των ανταρτικών δυνάμεων που δρούσαν στη χώρα. «Αι ανταρτικαί δυνάμεις» ήταν η διατύπωση της Συμφωνίας «τίθενται υπό τας διαταγάς της Ελληνικής Κυβερνήσεως, η οποία τας θέτει υπό τας διαταγάς του Στρατηγού Σκόμπι».

Ο στρατηγός Σκόμπι συνάντησε την ελληνική κυβέρνηση κατά τα μέσα Οκτωβρίου 1944 στον Πόρο, τελευταίο σταθμό του ταξιδιού της από το Κάιρο προς τον Πειραιά μέσω Ιταλίας. Κατόπιν ήρθε και αυτός στον Πειραιά μαζί με τον Μακμίλαν.

H μεγάλη ώρα του Σκόμπι σήμανε μερικές ημέρες αργότερα, όταν στην Αθήνα ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά. Ο στρατηγός είχε την πλήρη στήριξη του πρωθυπουργού Γουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος τον περιέβαλε με απόλυτη εξουσία και φρόντισε να του μεταδώσει τη δική του αλύγιστη αποφασιστικότητα για τη συντριβή του EAM. Στις 5 Δεκεμβρίου ο Τσόρτσιλ, με τηλεγράφημά του προς τον άγγλο πρεσβευτή στην Αθήνα Ρέτζιναλντ Λίπερ, τον ειδοποιούσε ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου όφειλαν να υποτάσσονται στις εντολές του Σκόμπι. «Ανέθεσα» λέει το τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ «το όλον ζήτημα της αμύνης των Αθηνών και την διατήρησιν της εννόμου τάξεως εις τον στρατηγόν Σκόμπι και τον διεβεβαίωσα ότι θα τον ενισχύσωμεν με όσας δυνάμεις χρειάζεται προς τούτο. Τόσον εσείς όσον και ο Παπανδρέου πρέπει να συμμορφωθείτε προς τα οδηγίας του εις ό,τι αφορά την δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν. Πρέπει να συνδράμετε τον στρατηγόν Σκόμπι με πάντα δυνατόν τρόπον και να εισηγηθήτε εις αυτόν την λήψιν παντός μέτρου το οποίον κατά την γνώμην σας ήθελε καταστήσει το έργον του περισσότερον ευχερές και αποτελεσματικόν».

Στον ίδιο τον Σκόμπι ο Τσόρτσιλ απέστειλε το εξής μήνυμα: «Είσθε υπεύθυνος διά την τήρησιν της τάξεως εις Αθήνας και διά την καταστροφήν όλων των ομάδων EAM-ΕΛΑΣ αι οποίαι πλησιάζουν εις την πόλιν. Δύνασθε να λάβετε όλα τα μέτρα που θα θεωρήσετε σκόπιμα διά τον έλεγχον των οδών και την παγίδευσιν των ταραξιών... μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου... Μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μόλις καταληφθείσαν πόλιν όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα».

Ο Σκόμπι δεν υπολείφθηκε διόλου των εντολών του πρωθυπουργού του, τις οποίες εξετέλεσε όχι μόνο με παραδειγματική πειθαρχία αλλά και με περισσό ζήλο. H πράξη του που δείχνει περισσότερο ίσως από κάθε άλλη πόσο σοβαρά είχε πάρει τις εντολές του Τσόρτσιλ είναι ότι κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο χωρίς καν να ενημερώσει γι' αυτό την ελληνική κυβέρνηση.

Μετά τη λήξη των Δεκεμβριανών ο Σκόμπι παρέμεινε στην Ελλάδα για έναν ακόμη χρόνο, ως τις εκλογές του 1946. Το 1947 αποστρατεύθηκε με πολλές τιμές και το 1951 τιμήθηκε με τον τίτλο του διοικητή του Πύργου του Λονδίνου, τον οποίο έφερε ως το 1954.