Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Τα πώς και τα γιατί του Εμφυλίου

Δημήτρης Σωτηρόπουλος, εφ. Το Βήμα, 15/7/2001

Ποιος ήταν ο σημαντικότερος για την Ελλάδα πόλεμος του 20ού αιώνα

Η Ελλάδα ως χώρα απέκτησε περίπου τη σημερινή της μορφή χάρη στους Βαλκανικούς Πολέμους και στη συμμετοχή της στον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν η σημασία ενός πολέμου κρίνεται από το μέγεθος των απωλειών και των καταστροφών, τότε ο εμφύλιος πόλεμος δεν συγκρίνεται με τους Βαλκανικούς, τον Α´ Παγκόσμιο, τη Μικρασιατική Καταστροφή ή τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41. Ο Εμφύλιος ήταν πολύ σημαντικότερος και σίγουρα, με βάση τους αριθμούς των εμπλεκομένων, δεν επρόκειτο ούτε για «ανταρσία» ούτε για «συμμοριτοπόλεμο». Τα στοιχεία που πιστοποιούν αυτό το συμπέρασμα είναι ισχυρά: οι απώλειες των αντιμαχομένων του Εμφυλίου ξεπερνούσαν εκείνες καθενός από τους παραπάνω πολέμους, ενώ ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας (ΔΣΕ) δεν ήταν σύνολο συμμοριών καθώς διέθετε την τυπική οργάνωση ενός στρατού και αριθμούσε 70.000 στρατιώτες σύμφωνα με έναν υπολογισμό, 100.000 σύμφωνα με άλλον. Με αυτή τη βασική «θέση» ξεκινά η ιστορία του Εμφυλίου που συνέγραψε ο Γιώργος Μαργαρίτης, ο οποίος είναι καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, γνωστός για τις μελέτες του για τη δεκαετία του '40.

Η περίοδος 1944-1948

Για τον συγγραφέα ο Εμφύλιος ήταν η στρατιωτική σύγκρουση μέρους μόνο της Αριστεράς, δηλαδή των αριστερών της υπαίθρου, με το μεταπολεμικό κράτος, συνεπικουρούμενο από τους ξένους συμμάχους του, τους Βρετανούς και αργότερα τους Αμερικανούς. Οι αριστεροί των πόλεων δεν συμμετείχαν σε αυτόν γιατί είχαν καταφύγει στις πόλεις προκειμένου ακριβώς να αποφύγουν την αντικομμουνιστική καταστολή που κυριαρχούσε στην ύπαιθρο από τις αρχές του 1945. Τόσο η καταστολή όσο και ο Εμφύλιος που ακολούθησε προέκυψαν από το «σταθερό δεδομένο που φαίνεται να δίνει την ταυτότητα της περιόδου», δηλαδή από την «προσπάθεια εξοβελισμού της Αριστεράς... από τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες της χώρας» (σελ. 173, Α' τόμος). Αυτό είναι το κύριο μοτίβο του βιβλίου, παρ' ότι ο συγγραφέας σε συνεντεύξεις του (Τα Νέα, 27 Ιανουαρίου 2001, Η Καθημερινή, 17 Ιουνίου 2001) προβάλλει περισσότερο τη θέση του για τις αριστερές ελίτ της επαρχίας, την οποία παρουσιάζει στον πρώτο τόμο.

Ο πρώτος τόμος, μετά από δύο ενδιαφέροντα τμήματα για το πώς γίνεται αντιληπτός ο Εμφύλιος σήμερα και πώς άλλαξε η σχέση των ανθρώπων με τη βία και τον πόλεμο από τις αρχές του 20ού αιώνα, αφιερώνεται στην περίοδο 1944-1948. Το πρώτο μέρος (από τα καλύτερα του όλου έργου) είναι μια πλούσια πολιτική και κοινωνική ιστορία, αν και περιέχει μια κεντρική υπόθεση εργασίας που δεν τεκμηριώνεται. Η υπόθεση είναι ότι αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε στην επαρχιακή Ελλάδα μια κοινωνική ελίτ ελεύθερων επαγγελματιών και ανώτερων υπαλλήλων η οποία είχε συνταχθεί με την Αριστερά και στην καταστροφή της οποίας απέβλεπε πρώτα η λευκή τρομοκρατία της περιόδου 1945-1946 και στη συνέχεια ο πόλεμος που διεξήγαγε ο κυβερνητικός στρατός. Μπορεί τα πράγματα να ήταν όντως έτσι, αλλά το βιβλίο επιχειρηματολογεί για όλα αυτά χωρίς εμπειρικά στοιχεία, αρκούμενο σε θεωρητικές σκέψεις. Ποια τμήματα των τοπικών κοινωνιών αποτελούσαν τις ελίτ και γιατί συμμετείχαν αυτά και όχι άλλα, ποιο ήταν το μέγεθος των ελίτ και πώς κατέληξαν να συνταχθούν με την Αριστερά; Στα ερωτήματα αυτά δεν δίνεται απάντηση, παρά μόνο καταγράφονται κάποιοι αρχικοί συλλογισμοί (π.χ., στις σελ. 55-57 του Α´ τόμου). Το δεύτερο μέρος του πρώτου τόμου αναλώνεται στην περιγραφή στρατιωτικών προετοιμασιών, μετακινήσεων και κυρίως μαχών με ιδιαίτερη λεπτομέρεια. Ολοι οι στρατιωτικοί σχηματισμοί των αντιπάλων, από το επίπεδο του τάγματος και πάνω, καταγράφονται πολύ αναλυτικά με τρόπο που καθιστά την ανάγνωση πολλών σελίδων μονότονη άσκηση.

Από τα μέσα του 1948 ως το τέλος

Το πρόβλημα είναι οξύτερο στον δεύτερο τόμο, παρ' ότι το βιβλίο του Μαργαρίτη είναι μια ευφυής στρατιωτική ιστορία, διανθισμένη με αποσπάσματα από δημοσιευμένες μαρτυρίες μαχητών του ΔΣΕ, αναφορές αριστερών πολιτών προς τις αρχές του τόπου κατά την περίοδο μετά τα Δεκεμβριανά, αποφάσεις κομματικών οργάνων, νόμους και ψηφίσματα και επίσημα έγγραφα από τα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Πάντως ο δεύτερος τόμος, που καλύπτει την περίοδο από τα μέσα του 1948 ως το τέλος του πολέμου, καθώς και το παιδομάζωμα, τις παιδουπόλεις, τις εκτοπίσεις κατοίκων ολόκληρων χωριών και τη λειτουργία του στρατοπέδου της Μακρονήσου, περιλαμβάνει μερικές εξαιρετικές σελίδες κοινωνικής ιστορίας. Τόσο στο τέλος του τόμου όσο και ενδιαμέσως παρεμβάλλονται κεφάλαια που δεν είναι αμιγώς πολεμικά, όπως το 38ο («Οι πολεμιστές») που περιγράφει με ρεαλισμό τις συνθήκες της καθημερινής ζωής των στρατιωτών του ΔΣΕ και το 39ο («Οι ρίζες της ήττας») που εξηγεί γιατί ο ΔΣΕ δεν είχε ελπίδες νίκης με τις συγκεκριμένες συνθήκες εφοδιασμού του σε τρόφιμα και πυρομαχικά. Στα ίδια όμως κεφάλαια γίνεται πολύ προφανές κάτι που νιώθει ο αναγνώστης από την αρχή, ότι δηλαδή η Ιστορία του Μαργαρίτη, όταν περνάει από την ερμηνεία στην περιγραφή, είναι κυρίως η ιστορία του στρατού της μιας πλευράς. Χωρίς να είναι «προκατειλημμένο» ούτε «προπαγανδιστικό», διηγείται τον πόλεμο όπως τον έζησαν οι αριστεροί. Σε μερικά σημεία η διήγηση είναι συγκλονιστική (π.χ., βλ. στον Β´ τόμο, σελ. 327-334, για την εξόντωση του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο και τις ανάλογες σελ. 436-440 για τη Σάμο). Ως ένα σημείο η μονομερής ενασχόληση με την πολεμική εμπειρία της Αριστεράς ήταν αναγκαία μετά από δεκαετίες σιωπής (1949-1974) κατά τις οποίες, όπως γράφει ο συγγραφέας, «τα χρόνια του Εμφυλίου ήταν το μεγάλο μυστικό της ιστορίας» (σελ. 26, Α' τόμος). Βέβαια έχει παρέλθει περισσότερο από ένα τέταρτο αιώνα από την πτώση της δικτατορίας, όταν επιτέλους άρχισε να ραγίζει η σιωπή, και ίσως είναι ώρα για μια πιο αποστασιοποιημένη εκτίμηση του Εμφυλίου.

Ωστόσο το κύριο πρόβλημα του βιβλίου δεν είναι η έλλειψη τεκμηρίωσης της αρχικής υπόθεσης εργασίας ούτε η εξιστόρηση της εμπειρίας της μιας πλευράς. Ουσιαστικό πρόβλημα αποτελεί η έλλειψη εκτενούς συζήτησης για το πώς φτάσαμε στον Εμφύλιο. Η άποψη του Μαργαρίτη ότι ο Εμφύλιος ξεκίνησε όταν η ηγεσία του ΚΚΕ θεώρησε ότι δεν υπήρχε πλέον άλλη αντίδραση στη λευκή τρομοκρατία παρά μόνο η ένοπλη εξέγερση τεκμηριώνεται επαρκώς («Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος πέρα από την προσφυγή στα όπλα», σελ. 211, Α´ τόμος). Αλλά η διαπίστωση αυτή από μόνη της δεν αρκεί. Το γνωστό θεωρητικό σχήμα και τα τεκμήρια του Φίλιππου Ηλιού για τα αίτια του Εμφυλίου (βλ. Η Αυγή, 2 Δεκεμβρίου 1979 ως 23 Ιανουαρίου 1980, και Αντί, τεύχ. 694-695, 17 Σεπτεμβρίου 1999) είναι μια από τις πολλές και μάλλον η σπουδαιότερη συμβολή με την οποία θα περίμενε κανείς να συμφωνήσει ή να αντιπαρατεθεί ο Μαργαρίτης. Το ερώτημα το οποίο ενδιαφέρει τον Ηλιού και άλλους ερευνητές, αλλά δυστυχώς απασχολεί πολύ λιγότερο τον Μαργαρίτη, είναι η αναντιστοιχία ανάμεσα στους σχεδιασμούς και στις δυνατότητες της Αριστεράς, το «γιατί» μιας επανάστασης «που, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούσε να είναι νικηφόρα» (Φ. Ηλιού, Ελευθεροτυπία, 15 Οκτωβρίου 1999).

Η εμπειρία της ανάγνωσης του βιβλίου

Το βιβλίο είναι ελκυστικό. Παρά το πλήθος των στρατιωτικών λεπτομερειών, διαβάζεται σε ορισμένα σημεία απνευστί, ιδίως εκεί όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει την εμπειρία του απλού στρατιώτη και αναλύει τις γενικότερες κοινωνικές διαστάσεις του πολέμου (κυρίως στην αρχή του πρώτου τόμου και στο τέλος του δεύτερου, όπου μάλιστα γίνεται μια διεισδυτική σύγκριση του Εμφυλίου με τη Μικρασιατική Καταστροφή). Πενήντα πέντε καλογραμμένα κεφάλαια, πάμπολλα αποσπάσματα από πρωτογενείς πηγές και κείμενα της εποχής τυπωμένα σε πιο σκούρο φόντο. Ο κόπος του συγγραφέα είναι εμφανής, όπως και η αντίστοιχη προσπάθεια του εκδότη. Και οι δύο τόμοι, με το ίδιο καλαίσθητο εξώφυλλο, διανθίζονται με πρώτες σελίδες εφημερίδων της εποχής, χάρτες και πολλές φωτογραφίες. Στο τέλος του δεύτερου τόμου υπάρχει ελληνική και ξένη βιβλιογραφία (πληθωρική ως προς τις μαρτυρίες και τις άλλες πρωτογενείς πηγές, ελλιπής ως προς τις δευτερογενείς πηγές), κατάλογος αρκτικόλεξων και εκτενές ευρετήριο κυρίων ονομάτων, στοιχεία που καθιστούν το έργο του Μαργαρίτη χρήσιμο ερευνητικό εργαλείο.

Ο κ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος είναι λέκτωρ Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τις εκδόσεις Ποταμός μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η κορυφή του πελατειακού κράτους».