Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Γράμμος-Βίτσι, Αύγουστος 1949

Αυγουστίνος Ζενάκος, εφ. Το Βήμα, 29/6/2003

Οι Αντίπαλοι

ΝΙΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ (1903-1973)

O Νίκος Ζαχαριάδης γεννήθηκε στην Αδριανούπολη. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, ο οποίος, ως υπάλληλος του τουρκικού μονοπωλίου καπνού ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται πότε στη μία και πότε στην άλλη καπνοπαραγωγική περιοχή, ο νεαρός Νίκος, που τον ακολουθούσε στις μετακινήσεις του, γνώρισε πολλούς τόπους της οθωμανικής επικράτειας και φοίτησε στα σχολεία διαφόρων πόλεων.

Στην επόμενη φάση της νεανικής ζωής του ο Ζαχαριάδης εργάστηκε ως ναυτεργάτης σε πλοία που ταξίδευαν στον Εύξεινο Πόντο. Αυτή την εποχή πληροφορήθηκε τα σχετικά με τη ρωσική επανάσταση του 1917 και ήρθε σε επαφή με τις ιδέες της, τις οποίες δεν άργησε να ενστερνιστεί.

Στην Κωνσταντινούπολη, όπου εγκαταστάθηκε μετά για μικρό διάστημα, ο Ζαχαριάδης άρχισε να αναπτύσσει επαναστατική δράση. Σύντομα βρέθηκε στη Μόσχα για να σπουδάσει κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, δηλαδή για μαρξιστική επιμόρφωση. Φοίτησε στην ειδική σχολή από όπου έβγαιναν οι περιβόητοι «κούτβηδες» (από τα αρχικά της στα ρωσικά, K.ΟΥ.T.B.), πράγμα που αποτελούσε τίτλο τιμής για τους κομμουνιστές.

Στην Ελλάδα ο Ζαχαριάδης έφτασε το 1923 και η πρώτη αποστολή του ήταν να βοηθήσει την ανάπτυξη της οργάνωσης της κομμουνιστικής νεολαίας. Το 1927 ανέλαβε δράση για την προώθηση της οργάνωσης του κόμματος στον Πειραιά και κατόπιν στη Θεσσαλονίκη. Τότε κατηγορήθηκε για τη δολοφονία ενός αρχειομαρξιστή (μέλους της ομάδας που εξέδιδε το περιοδικό Αρχείον του Μαρξισμού και διατελούσε σε σχέση βαθιάς έχθρας με τους κομμουνιστές), καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Δραπέτευσε όμως και κατέφυγε στη Μόσχα. Εκεί έλαβε και άλλα μαθήματα μαρξισμού, ανώτατα.

Το 1931 ο Ζαχαριάδης επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα επιφορτισμένος με σοβαρή αποστολή. H Γ' Διεθνής, που έδρευε στη Μόσχα, του ανέθεσε να προσπαθήσει να δώσει τέλος στην εσωκομματική πάλη που μαινόταν τότε στο KKE γύρω από ιδεολογικές διαφορές. Τα ικανοποιητικά αποτελέσματα που πέτυχε τον ανέβασαν στην ιεραρχία του κόμματος ως το σημείο, τον Ιανουάριο του 1936, να εκλεγεί γενικός γραμματέας του. Οι εκλογές που έγιναν τον ίδιο μήνα τον ανέδειξαν βουλευτή Πειραιώς.

Με τη δικτατορία του Μεταξά, η οποία κηρύχθηκε στις 4 Αυγούστου του 1936, ο Ζαχαριάδης συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου και κλείστηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, από όπου τον Ιανουάριο του 1940 μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Οταν κηρύχθηκε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος τον Οκτώβριο του 1940, ο Ζαχαριάδης έστειλε «ανοιχτό γράμμα προς τον λαό της Ελλάδας» όπου καλούσε όλους τους Ελληνες, μαζί και τους κομμουνιστές, να αγωνιστούν εναντίον των φασιστών εισβολέων. Ως ανταμοιβή του οι ελληνικές αρχές περίμεναν να ηττηθεί η Ελλάδα και να καταληφθεί από τους Γερμανούς για να τους παραδώσουν τον Ζαχαριάδη και τους άλλους κρατούμενους κομμουνιστές.


Ομάδα ενόπλων κομμουνιστών ανταρτών μπροστά από τα αρχικά ΔΣ (Δημοκρατικός Στρατός)


Οι Γερμανοί έστειλαν τον Ζαχαριάδη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Νταχάου, από όπου ο ηγέτης του KKE επέστρεψε μετά το τέλος του B' Παγκοσμίου Πολέμου, τον Μάιο του 1945. Αφθαρτος από τα όσα είχαν γίνει κατά τη διάρκεια της Κατοχής και κατά τα Δεκεμβριανά του 1944 και αθώος για τη Συμφωνία της Βάρκιζας, έγινε δεκτός σαν ήρωας από τους κομμουνιστές. Γενναιόψυχος απέναντι στους συντρόφους του, δικαιολόγησε με γενικότητες τα λάθη της ηγεσίας και έσπευσε να προσανατολίσει το KKE και όλον τον κόσμο της Αριστεράς προς την επανάληψη του ένοπλου αγώνα.

Ο εμφύλιος πόλεμος έμπαινε στην κρισιμότερη φάση του όταν ο Ζαχαριάδης ήρθε σε σύγκρουση με τον αρχηγό του ΔΣΕ Μάρκο Βαφειάδη ως προς την τακτική που όφειλαν να ακολουθήσουν στην περαιτέρω διεξαγωγή του πολέμου. Ο ίδιος υποστήριζε ότι ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας έπρεπε πλέον να αποκτήσει τον χαρακτήρα τακτικού στρατού και να εμπλέκεται σε κανονικές μάχες εκ παρατάξεως. Ο Βαφειάδης επέμενε ότι οι δυνάμεις του ΔΣΕ δεν του επέτρεπαν αυτή τη μεταστροφή και ότι ο μόνος δρόμος που του έμενε ήταν η μέθοδος του ανταρτοπολέμου. Νικητής στη διαμάχη αναδείχθηκε ο Ζαχαριάδης, ο οποίος, τον Αύγουστο του 1948, καθαίρεσε τον Βαφειάδη, ακολούθως τον διέγραψε από το κόμμα και ανέλαβε ο ίδιος τη διεύθυνση των επιχειρήσεων.

Μετά την ήττα του ΔΣΕ τον Αύγουστο του 1949, που σήμανε τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο Ζαχαριάδης κατέφυγε στις ανατολικές χώρες, όπως και χιλιάδες άλλοι μαχητές, όσοι είχαν γλιτώσει από τις φοβερές μάχες του Γράμμου και του Βίτσι.

Πολλοί από τους ηττημένους συντρόφους του Ζαχαριάδη διαμαρτύρονταν για τη συμπεριφορά του στην προσφυγιά, συμπεριφορά τόσο αλλοπρόσαλλη και τυραννική ώστε έκανε ακόμη βαρύτερη την ήδη δυσβάστακτη μοίρα τους. Ο ηγέτης του συντριμμένου KKE εξακολουθούσε να τρέφει αυταπάτες για συνέχιση του ένοπλου αγώνα, επιχειρούσε μάλιστα να οργανώσει παράνομες δραστηριότητες στην Ελλάδα. Δεν ανεχόταν την παραμικρή αντίρρηση στις θελήσεις του, και ακόμη και η παραμικρή διαφωνία μαζί του μπορούσε να σημάνει για τον διαφωνούντα σύντροφό του τη διαγραφή του από το κόμμα. H κατάσταση αυτή οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των ελλήνων προσφύγων στην Τασκένδη και τελικά, τον Μάρτιο του 1956, με παρέμβαση των σοβιετικών ιθυνόντων, στην καθαίρεση του Ζαχαριάδη από τη θέση του γενικού γραμματέα του KKE και, ένα χρόνο αργότερα, στη διαγραφή του από το κόμμα. Υστερα από αυτά τα γεγονότα ο Ζαχαριάδης εγκαταστάθηκε για μια περίοδο στη Μόσχα αλλά αργότερα εξορίστηκε στη Σιβηρία, όπου και πέθανε, στο Σουργούτ. Πιθανώς αυτοκτόνησε. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1991 στην Ελλάδα και ενταφιάστηκαν στο A' Νεκροταφείο της Αθήνας.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΓΟΣ (1883-1955)

O Αλέξανδρος Παπάγος γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του υποστρατήγου Λεωνίδα Παπάγου και της Μαρίας Αυγερινού-Αβέρωφ. Τελείωσε τη μέση εκπαίδευση στην Αθήνα και φοίτησε δύο χρόνια στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατόπιν όμως αποφάσισε να ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Αλλά ήδη η ηλικία του δεν του επέτρεπε να επιχειρήσει είσοδο στη Σχολή των Ευελπίδων και για τον λόγο αυτό έφυγε στις Βρυξέλλες και σπούδασε στην εκεί Στρατιωτική Σχολή για να συνεχίσει ύστερα τις στρατιωτικές σπουδές του στην πόλη Υπρ.

Το 1906, έχοντας περατώσει τις σπουδές του στο εξωτερικό και έχοντας επιστρέψει στην Αθήνα, κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό με τον βαθμό του ανθυπιλάρχου. Το 1910 τοποθετήθηκε υπασπιστής του Ελευθερίου Βενιζέλου ως υπουργού των στρατιωτικών και έμεινε σε αυτή τη θέση δύο χρόνια. Την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-13) υπηρέτησε ως διαγγελέας του διαδόχου Κωνσταντίνου, αρχιστρατήγου των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.

Την περίοδο του εθνικού διχασμού ο επίλαρχος πλέον Παπάγος, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, που ήταν φιλοκωνσταντινικές και αντιβενιζελικές, παραιτήθηκε από το στράτευμα το 1917, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και ο Βενιζέλος κυριάρχησε στα πολιτικά πράγματα. Υστερα από εκτόπιση σε διάφορα νησιά ο Παπάγος επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία το 1920, με την επικράτηση της αντιβενιζελικής παράταξης, με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη, και πήρε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία. Αποστρατεύθηκε πάλι το 1923, επίσης για πολιτικούς λόγους, και επανήλθε για μία ακόμη φορά το 1926, ως συνταγματάρχης, για να καταλάβει στη συνέχεια διάφορες υψηλές διοικητικές θέσεις φθάνοντας ως τη διοίκηση του Γ' και μετά του A' Σώματος Στρατού ως υποστράτηγος.

Το 1935 ο Παπάγος διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στο κίνημα που οδήγησε στην παλινόρθωση της μοναρχίας και ήταν μέλος της τριμελούς επιτροπής που ταξίδεψε στο Λονδίνο για να αναγγείλει στον βασιλέα Γεώργιο B' το ευνοϊκό γι' αυτόν αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εκείνου του χρόνου. Τον ίδιο χρόνο ο Παπάγος προήχθη σε αντιστράτηγο, διετέλεσε υπουργός των Στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γ. Κονδύλη και K. Δεμερτζή (1935-36), και το 1936 ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς τον τοποθέτησε αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού.

Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 ο Παπάγος ονομάστηκε αρχιστράτηγος και ηγήθηκε της πολεμικής προσπάθειας που οδήγησε στις λαμπρές νίκες του ελληνικού στρατού στο μέτωπο της Αλβανίας.

Μετά την ήττα της Ελλάδας και την κατάληψή της από τους Γερμανούς το 1941 ο Παπάγος παραιτήθηκε και ως ιδιώτης επιδόθηκε στη συγγραφή των βιβλίων του. Αλλά το 1943 οι Γερμανοί τον συνέλαβαν για αντιστασιακή δράση και τον μετέφεραν στη Γερμανία, όπου ο Παπάγος πέρασε σε διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως όλο το διάστημα ως το τέλος του B' Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, οπότε απελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Ελλάδα.

Το 1947 ο Παπάγος προήχθη στον βαθμό του στρατηγού εν αποστρατεία, και τον ίδιο μήνα τοποθετήθηκε Μέγας Αυλάρχης του βασιλιά Παύλου. Αλλά τον Ιανουάριο του 1949 ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία ως αρχιστράτηγος των ενόπλων δυνάμεων για να αναλάβει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων κατά την τελευταία φάση του εμφυλίου πολέμου, οι οποίες οδήγησαν στην ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας κατά τις μάχες στον Γράμμο και στο Βίτσι τον Αύγουστο του 1949.

Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου ο Παπάγος, αφού τιμήθηκε με το αξίωμα του στρατάρχη και του απονεμήθηκε η στραταρχική ράβδος, παρέμεινε στην ενεργό υπηρεσία ως αρχιστράτηγος των ενόπλων δυνάμεων και ασχολήθηκε με την προώθηση οργανωτικών μεταρρυθμίσεων που αφορούσαν το στράτευμα, όπως η ίδρυση υπουργείου Εθνικής Αμύνης και η δημιουργία του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης, του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός. Συνέβαλε επίσης τα μέγιστα στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των αξιωματικών.

Ο Παπάγος παραιτήθηκε οριστικά από το στράτευμα τον Μάιο του 1951, και δύο μόλις μήνες αργότερα έκανε γνωστή την πρόθεσή του να κατέλθει στην πολιτική. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου ίδρυσε πολιτικό κόμμα, τον Ελληνικό Συναγερμό, στο οποίο έσπευσαν να στεγαστούν διάφοροι αρχηγοί μικρών κομμάτων και πολλά στελέχη του Λαϊκού Κόμματος αλλά και μερικά με βενιζελική προέλευση.

Ο Ελληνικός Συναγερμός πήρε μέρος στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου του 1951, που έγιναν με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, και έλαβε το 36% των ψήφων και 114 έδρες επί συνόλου 258. Ο αρχηγός του εξελέγη βουλευτής Αθηνών και έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1951, που έγιναν με πλειοψηφικό σύστημα και στενή περιφέρεια, ο Ελληνικός Συναγερμός έλαβε το 49,22% των ψήφων και 247 έδρες επί συνόλου 300. Ο αρχηγός του έγινε πρωθυπουργός.

Ο Παπάγος κυβέρνησε την Ελλάδα τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό εδραιώθηκε η ένταξη της χώρας στο πλευρό των ΗΠΑ και γενικότερα στο δυτικό στρατόπεδο, κλονίστηκαν λόγω του Κυπριακού οι άλλοτε καλές σχέσεις της με την Αγγλία, τέθηκαν οι πρώτες βάσεις για την ανασυγκρότησή της και την επίτευξη οικονομικής σταθερότητας, και συνεχίστηκαν οι διώξεις των αριστερών, αν και όχι με τις ακραίες μορφές του παρελθόντος.

Ο Παπάγος, που εκτός από στρατιωτικός και πολιτικός υπήρξε και συγγραφέας, τιμήθηκε από την πατρίδα του με πολλές ανώτατες διακρίσεις. Πέθανε απροσδόκητα, από φυματίωση.