Τα τραγούδια της εξέγερσης

Φώτης Απέργης, εφ. Ελευθεροτυπία, 17/11/2002

«Μέχρι τώρα οι εταιρείες εκμεταλλεύονταν τη "Ρίτα". Αλλά στον επόμενο δίσκο μας θα μιλήσουμε επιτέλους για το Πολυτεχνείο!»

Έχουν περάσει πάνω από 15 χρόνια, αλλ' ακόμα θυμάμαι το άχτι στη φωνή του Χάρη Κατσιμίχα. Είχε έρθει στην εφημερίδα μαζί με το Νίκο Πορτοκάλογλου, το Δημήτρη Παπαδημητρίου, το Λευτέρη Παπαδόπουλο και το Νότη Μαυρουδή, παλιούς και νέους δηλαδή, να συζητήσουμε για το «νέο ελληνικό τραγούδι»- τους Φατμέ, τους Τερμίτες και τόσους άλλους, που μας είχαν ευχάριστα εκπλήξει με τις ηλεκτρικές μπαλάντες και τους στίχους της καθημερινότητάς τους, που ήταν, επιτέλους, και η δική μας. Κι όμως, ελάχιστοι ανάμεσα στους τότε νέους τροβαδούρους μίλησαν τελικά για την πιο νεανική εξέγερση κατά της χούντας.

Οι Φατμέ, βεβαίως, το παραδέχτηκαν εγκαίρως: εκεί που ο Διονύσης Σαββόπουλος θυμάται «χρονιές με αίμα και φωτιές/ και χούντας κι ιουλιανές» («Εμείς του '60»), εκείνοι τραγουδούν: «Χούντα δε θυμάμαι μα ούτε ελευθερία/ της μεταπολίτευσης καημένη γενιά» («Υπάρχει λόγος σοβαρός»).

Ο πρώτος, που υπήρξε ένας από τους αντιπροσώπους των φοιτητών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο 4ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο του 1963, όπου ιδρύθηκε η ΕΦΕΕ, τραγούδησε το 1975 τον πιο ερωτικό ύμνο της νεανικής διεκδίκησης: «Η πλατεία ήταν γεμάτη/ με το νόημα που 'χει κάτι/ απ' τις φωτιές/ στις γωνίες και τους δρόμους/ από συντρόφους οικοδόμους/ φοιτητές/ και συ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου/ κι ήσουν φως μου/ κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή/ σε γιορτή που δεν ξανάδα/ στη ζωή μου τη σκυφτή (...)» («Στη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ»).

Μόλις τέσσερα χρόνια μετά, κι ενώ έχει απλωθεί η εμπορευματοποίηση της μεταπολίτευσης, τραγουδά στον «Πολιτευτή» κάτι λιγότερο ρομαντικό: «Στη φοιτητριούλα που σ' έχει ερωτευτεί/ θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή».

Όσο για τους Κατσιμιχαίους, εκπλήρωσαν την υπόσχεσή τους, αλλά με τρόπο υπαινικτικό: στο «Σήματα μορς» (1987) αναπολούν την παιδική τους ηλικία στο Μπραχάμι της δεκαετίας του '60 σε «ασπρόμαυρες, σκληρές φωτογραφίες».

Ήταν τότε που «ο Έρικ Μπάρντον σ' έπαιρνε στο σπίτι τού Ανατέλλοντος Ηλίου,/ σ' ένα ταξίδι φωτεινό, μακριά απ' όλ' αυτά - σπασμένες πόρτες/ και μισά συνθήματα στους τοίχους». Ώσπου ξάφνου: «1973: Ξημέρωμα φριχτό, σαν πιστολιά./ Ανοίγω αργά τα μάτια μου/ απ' τη λιποθυμιά. Κύλησαν γρήγορα τα χρόνια/ πέρασε ο καιρός αργά».

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80, η πιο τολμηρή και αποκαλυπτική τοποθέτηση από πλευράς κάποιου μουσικού για το Πολυτεχνείο... δεν ήταν μουσική:

«Οι εθνικές γιορτές έχουν καταλήξει να είναι τελετουργίες χωρίς αντίκρισμα και με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο», έγραφε το Δεκέμβριο του 1985 στο «Τέταρτο»- ποιος άλλος, ο Μάνος Χατζιδάκις. «Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι πρόσφατα -γιορτάζουμε μόλις τη 12η επέτειο- κι όμως μοιάζει η γιορτή σαν τον χρυσό σταυρό που κοσμεί τους λαιμούς νεαρών ερωτιδέων ή ηλιοκαμένων καμακιών. Καμιά επαφή με το ουσιαστικό περιεχόμενο του σταυρού. Στολίδι, ένταση του αισθησιασμού. Έτσι και οι γιορτές του Πολυτεχνείου κατέληξαν σε εκτόνωση, σε κομματικό σφετερισμό και σε συνθήματα άσχετα από το ιδεολογικό περιεχόμενο των γεγονότων που η μνήμη τους συνέθεσε τους επί "εθνικού" επιπέδου εορτασμούς της επετείου.(...) Το τραγικό είναι που κάθε κυβέρνηση βρίσκει τον τρόπο να συνδεθεί κατευθείαν με τις επετείους αυτές, αγνοώντας τα αληθινά μηνύματα των γεγονότων που τις συνέθεσαν.(...) Σέβομαι βαθιά αυτές τις γιορτές γι' αυτούς που χάθηκαν κι όχι για τους εναπομείναντες που προσπαθούν να τις επωφεληθούν στο έπακρον.(...) Αύριο -καθόλου απίθανο- μια μελλοντική δικτατορία να οικειοποιηθεί την επέτειο του Πολυτεχνείου ως σύμβολο αντιστάσεως εναντίον των αντιπάλων της».

Ολ' αυτά, σ' εκείνη την επέτειο του Πολυτεχνείου, που σημαδεύτηκε από ένα θλιβερό φόνο. Ο Χατζιδάκις δεν τον αφήνει ασχολίαστο: «Δεν είχα τελειώσει καλά καλά το σχόλιο αυτό και ήλθε η είδηση. Ένας αστυνομικός, ο Αθανάσιος Μελίστας, σκότωσε πυροβολώντας τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτέζα. Κατασκευάζεται ήδη σενάριο με βάση το κατά πόσον ο νεαρός δεκαπεντάχρονος ήταν ή δεν ήταν "επικίνδυνος" αναρχικός. Ώστε η κτηνωδία του αστυνομικού να γίνει... νόμιμη άμυνα».

Ο Χατζιδάκις θα επικαλεστεί το γεγονός και τρία χρόνια αργότερα, επίσης κοντά στην επέτειο του Πολυτεχνείου, αλλά με μιαν άλλη αφορμή: την κράτηση της Βαγγελιώς Βογιατζή με το παιδί της. Να πώς προλόγισε τη συναυλία διαμαρτυρίας που έγινε στις 7 Νοεμβρίου 1988:

«Να είναι ελεύθερος ύστερα από δίκη ο δολοφόνος ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού, ενώ τα ανύποπτα παιδιά μας παραμορφώνονται μες στις Ασφάλειες για πλημμελήματα. (...) Και η Βογιατζή με το νήπιο παιδί της να παραμένει προφυλακισμένη, τηρώντας έτσι η κυβέρνηση το γράμμα της Δικαιοσύνης, ενώ ανενδοίαστα περιφρονεί την ουσία της».

*Ας επιστρέψουμε, όμως, στα τραγούδια, τα ελάχιστα έστω, που γράφτηκαν για το Πολυτεχνείο. Ενα από αυτά, εξάλλου, χαιρέτισε και πάλι ο Χατζιδάκις, ως παραγωγός του δίσκου: ήταν «Η παρέλαση» (1989), το παρθενικό άλμπουμ του Φοίβου Δεληβοριά στον «Σείριο». Μόλις 16χρονος τότε, ο τροβαδούρος ευαισθητοποιείται στην «Επέτειο» όχι από το ίδιο το Πολυτεχνείο, αλλ' από την απογοήτευση του πατέρα του εξαιτίας της διάψευσης των προσδοκιών του:

«Η τηλεόραση είναι στη διαπασών/ κι ο πατέρας μου κοιτάζει μ' ενδιαφέρον/ κι όλα είναι τόσο ψεύτικα και τόσο σοβαρά/ όταν νιώθεις πως την πάτησες ξανά.

Είναι σήμερα τρελή Πρωτομαγιά/ κι η τηλεόραση να λέει για τη χούντα/ κι ο πατέρας μου κοιτά και με λόγια σιγανά/ μουρμουρίζει, πώς χάθηκαν όλ' αυτά.

Το καντήλι καίει και όλα είναι μουντά/ όλα σου θυμίζουνε τη μοναξιά σου/ κι όμως μέσα στη σιωπή, του πατέρα μου η φωνή/ μου θυμίζει κάποιαν άλλη εποχή...

Μες στο σπίτι όλα τα φώτα είναι σβηστά/ 17 Νοέμβρη του '73,/ το ραδιόφωνο σιγά και τα τανκς εφιαλτικά,/ η τρομοκρατία κυβερνά.

Η επανάσταση κι αγάπη πάν' μαζί/ μες τους δρόμους ματωμένες προκηρύξεις,/ αγωνία τρομερή και ο θάνατος ζωή,/ φυτρωμένος μες στη μουσική.

Ένας θόρυβος ακούγεται δειλά,/ είναι του '74 Ιούλης.../ Θεοδωράκης δυνατά κι ο εξόριστος γυρνά,/ έτσι το λοιπόν τελειώνουν όλ' αυτά.../

Η τηλεόραση έχει σβήσει προ πολλού,/ μα ο πατέρας μου κοιτάζει σα χαμένος/ κι είναι όλα γι' αυτόν ψεύτικα και όμως σοβαρά/ αφού ξέρει, πως την πάτησε ξανά».

*Δυο χρόνια μετά, το 1991, στο «Νοέμβρης '91 (17 χρόνια μετά)» από το άλμπουμ «Αλήτης καιρός», ο Διονύσης Τσακνής διαλέγει έναν άλλο τρόπο να τραγουδήσει, μαζί με το Γιώργο Νταλάρα, για το Πολυτεχνείο. Μια ερωτική μεταφορά:

«Τη μέρα αυτή που διάλεξα εδώ μπροστά σας να σταθώ/ τραγούδια και μισόλογα στο φως να καταθέσω,/ πώς πήρα τέτοια απόφαση δεν ξέρω αν θ' αντέξω/ η μέρα αυτή θυμίζει μακελειό.

Νοέμβρης ήταν η χρονιά και δω γινόταν του χαμού/ εγώ ήμουν δεκαεννιά κι αυτή εβδομήντα τρία,/ και να που ερωτεύτηκα κάποια χρονολογία/ κι ο έρωτας κρατάει για καιρό.

Μα έχει ο καιρός γυρίσματα μεγάλωσε κι αυτή κι εγώ/ μεγάλωσαν κι φίλοι μου εκεί γύρω στα σαράντα,/ στα κόμματα γαντζώθηκαν και γω δεν ξέρω τι να πω/ και άλλοι στο σπιτάκι τους για πάντα.

Η απόσταση μας έσωσε μα οι θύμησες πληγώνουνε/ και λέμε σαν βρισκόμαστε τα ίδια και τα ίδια,/ μα νιώθω σαν μικρό παιδί που μάλι το μαλώσανε/ και φεύγω σε μια άγονη επαρχία.

Κοιτάζω πάλι πίσω μου δυο γιους απόκτησα κι εγώ/ δεκαεπτά Νοέμβρηδες μου βάρυναν την πλάτη/ σημαίες και γαρίφαλα εμπόριο κι απάτη,/ και λόγοι επισήμων στο κενό./ Κρατάω το στόμα μου κλειστό τα χείλη μου ματώσανε/ κι αυτοί που μας προδώσανε ανέραστοι να μείνουν,/ κουφάλες δεν ξοφλήσαμε αυτό έχω μόνο να τους πω,/ τα όνειρα των εραστών δεν σβήνουν».

*Κι από τα όνειρα του Τσακνή, στην ευχή του Τζίμη Πανούση, που στο «17 Νοέμβρη απόγευμα» τραγουδά:

«Πέφτει το κόκκινο αστέρι/ κάνω ευχή για να μου φέρει γροθιά του '60 στο ένα χέρι/ και στο άλλο δίκοπο μαχαίρι/ να έρθει η αγάπη μου η πρώτη/ να μαχαιρώσει τον προδότη/ το φιλελεύθερο ιππότη/ το γιάπη τον Ισκαριώτη.

Δύο μυρωδιές έχει ο διόσμος/ ο πάνω και ο κάτω κόσμος/ τα κεφτεδάκια από τη Σμύρνη/ κακά στης Μπάρμπι το μπικίνι/ στο σβέρκο μου έχω καουμπόι/ καβάλα σ' όλο μου το σόι/ με πυρωμένα μανουάλια/ μαρκάρει ανθρώπινα βουβάλια (...)»

Για να δούμε τι, ή, μάλλον, αν θα γράψουν οι νεότεροι...