H «νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου»

Κώστας Χατζίδης, εφ. Το Βήμα, 9/11/2003

«Νεκρός μη ανακαλυφθείς δεν υπάρχει»

«Εδολοφονήθη άνθρωπος εν ψυχρώ εκ της κακουργίας ταύτης»

OI ΑΓΝΩΣΤΟΙ NEKPOI ΤΗΣ 17ΗΣ NOEMBPIOY 1973

Μεσάνυχτα 16ης Νοεμβρίου 1973. H Αθήνα φλέγεται από τα πυρά και τα δακρυγόνα των δυνάμεων ασφαλείας που επιχειρούν με όλα τα μέσα να καταπνίξουν την εξέγερση των φοιτητών. Το Πολυτεχνείο έχει μετατραπεί σε πεδίο βολής ελεύθερων σκοπευτών, ενώ στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών - το σημερινό Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών - καταφθάνουν τα πρώτα κύματα των τραυματιών.

Τους ακολουθούν εκατοντάδες συγγενείς και φιλικά τους πρόσωπα. Μεταξύ αυτών, ένας νεαρός άνδρας αναζητεί τον αδελφό του που τραυματίστηκε στα πόδια από πυρά και διακομίστηκε σε κρίσιμη κατάσταση στο Γενικό Κρατικό. Κατά την είσοδό του στο νοσοκομείο δέχεται την άγρια επίθεση των αστυνομικών της φρουράς του νοσοκομείου, οι οποίοι είχαν σπεύσει εκεί με τα IX αυτοκίνητά τους, ύστερα από τηλεφωνική ειδοποίηση των ανωτέρων τους.

Ο νεαρός τούς εκλιπαρεί να του επιτρέψουν να αναζητήσει τον αδελφό του στα εξωτερικά ιατρεία. Φοβάται για τη ζωή του. Οι αστυνομικοί αντιδρούν, θέλουν να τον συλλάβουν. Εξαγριωμένοι του επιτίθενται με βρισιές και χειρονομίες. Ενας από αυτούς ορμάει απροειδοποίητα και τον χαστουκίζει! Τα όσα ακολουθούν δεν έχουν προηγούμενο.

Προτού προλάβει να διαμαρτυρηθεί για την απαράδεκτη συμπεριφορά τους, δέχεται νέα επίθεση. Αυτή τη φορά του επιτίθενται τρεις αστυνομικοί. Τον ξυλοκοπούν με μανία. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια εκατοντάδων Αθηναίων που έχουν κατακλύσει το προαύλιο του νοσοκομείου, συνεχίζουν να τον δέρνουν αλύπητα. «Λυπηθείτε τη μάνα μου!» φωνάζει ο νεαρός. H αγωνία για την τύχη του αδελφού του, για την κατάσταση της υγείας του, θα αποβεί μοιραία για τη δική του ζωή!

Με γροθιές και κλωτσιές οι αστυνομικοί χτυπούν τον νεαρό άνδρα ο οποίος προσπαθεί να ξεφύγει από τα χέρια τους για να γλιτώσει. Προς στιγμήν τα καταφέρνει. Ξεφεύγει. Τρέχει στο προαύλιο του Γενικού Κρατικού να σωθεί. Από πίσω οι αστυνομικοί, τον κυνηγούν. Λίγα μέτρα πιο πέρα, στην πίσω πλευρά του νοσοκομείου, τον πιάνουν. Εκτός εαυτού, του επιτίθενται για τρίτη φορά. Ανήμπορος να προβάλει κάθε αντίσταση, ο νεαρός θα υποκύψει στα δολοφονικά χτυπήματα. H βία των αστυνομικών θα τερματισθεί μόνο όταν το θύμα θα αφήσει την τελευταία πνοή του!

«Εγώ επήγαινα στο χειρουργείο να χειρουργήσω. Περνώντας από τον διάδρομο άκουσα φωνές. Εγύρισα και είδα αστυνομικούς να χτυπούν ανηλεώς ένα παιδί στην αυλή του νοσοκομείου» λέει ο κ. Γιώργος Πεφάνης, γιατρός τότε του Ρυθμιστικού Κέντρου Αθηνών και ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες του τραγικού περιστατικού. «Είχα ακούσει ότι αυτό το παιδί αναζητούσε τον αδελφό του που είχε τραυματιστεί στο Πολυτεχνείο. Μετά έμαθα ότι αυτό το παιδί, ο συνοδός, χάθηκε. Πέθανε!».

Ενας από τους μάρτυρες του αποτρόπαιου εγκλήματος ήταν και ο κ. Κυριάκος Χουχουλιδάκης, αποθηκάριος φαρμακευτικού υλικού του νοσοκομείου, ο οποίος αργά το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου επέστρεψε εσπευσμένα στη θέση του, λόγω των δραματικών γεγονότων. «Ηταν ένα παλικάρι το οποίο ακούστηκε ότι συνόδευε ή αναζητούσε έναν τραυματία στα εξωτερικά ιατρεία» τονίζει στο «BήμαReportage» ο κ. Χουχουλιδάκης. «Ενας από τους αστυνομικούς τον βούτηξε από το μπουφάν. Από τον διαπληκτισμό, το μπουφάν του νεαρού έμεινε στα χέρια του αστυνομικού που τον τραβούσε. Τότε ο νεαρός απελευθερώθηκε και έτρεξε να φύγει. Τον έπιασαν όμως λίγα μέτρα πιο κάτω. Τον χτύπησαν αλύπητα. Αυτό το παιδί άκουσα ότι το σκότωσαν»!

H απίστευτη ιστορία αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης που διενήργησε τον Σεπτέμβριο του 1974 η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών για τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τη διενέργεια της έρευνας είχε αναλάβει ο Δημήτρης Τσεβάς, εισαγγελέας τότε του Πρωτοδικείου Αθηνών. Υστερα από ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης, ο διακεκριμένος εισαγγελέας κατάφερε να ρίξει φως στη δολοφονία και να κατονομάσει δύο από τους αστυνομικούς που συμμετείχαν στο λιντσάρισμα του νεαρού.

Το έγκλημα αποκάλυψαν επτά εργαζόμενοι από το ιατρικό, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό του νοσοκομείου, οι οποίοι κατέθεσαν στο πλαίσιο της εισαγγελικής έρευνας. Σύμφωνα με όσα κατήγγειλαν, δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος ήταν αστυνομικοί που υπηρετούσαν στη μόνιμη φρουρά του νοσοκομείου. Μάλιστα, ένας από τους εργαζομένους αποκάλυψε στον εισαγγελέα ότι μετά τη δολοφονία του νεαρού, οι αστυνομικοί μετέφεραν το θύμα τους στον νεκροθάλαμο του νοσοκομείου! «Γύρω στα μεσάνυχτα της Παρασκευής ένας νέος άνθρωπος ήλθε στο Ρυθμιστικό ζητώντας πληροφορίες για τους δικούς του. Πέσανε επάνω του τρεις αστυφύλακες που ήσαν στο Ρυθμιστικό και τον κομμάτιασαν κυριολεκτικώς στο ξύλο με αποτέλεσμα να πεθάνει. Τον μετέφεραν εν συνεχεία στο νεκροθάλαμο»!

Παρ' όλα αυτά η εισαγγελική έρευνα για τη διαλεύκανση του πρωτοφανούς εγκλήματος δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Κι αυτό για δύο βασικούς λόγους: ούτε η ταυτότητα του νεαρού εξακριβώθηκε, ούτε το πτώμα του στάθηκε δυνατόν να εντοπιστεί. Είχε περάσει ένας χρόνος από τη στυγερή δολοφονία και κάποιοι φρόντισαν να χαθούν τα ίχνη του μια για πάντα. Οσοι γνώριζαν την απάντηση σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα, κράτησαν το στόμα τους κλειστό.

Το ίδιο άλλωστε συνεχίζουν να κάνουν ακόμη και σήμερα. Παρ' ότι πέρασαν τριάντα χρόνια, αποφεύγουν να μιλήσουν και να αποκαλύψουν μια από τις πιο μελανές σελίδες των αιματηρών γεγονότων του Πολυτεχνείου. Αγνωστο γιατί, ακόμη και οι μάρτυρες που κατέθεσαν στο δικαστήριο και κατήγγειλαν τότε την αγριότητα των αστυνομικών, σήμερα δηλώνουν ορθά-κοφτά ότι «το θέμα έκλεισε» γι' αυτούς. Κάποιοι άλλοι μάρτυρες φτάνουν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι δεν θυμούνται τα όσα κατήγγειλαν στη Δικαιοσύνη γιατί «πέρασαν 30 χρόνια από τότε». Αυτό υποστήριξε στο «Bήμαreportage» γιατρός του νοσοκομείου, ο οποίος είχε καταγγείλει στη Δικαιοσύνη τη δολοφονία ασθενούς του από αστυνομικούς!

Κάτω από τις χειρότερες δυνατές συνθήκες εκείνης της εποχής - ενάμιση μόλις μήνα αφότου η χώρα βγήκε από τον «γύψο» -, η εισαγγελική έρευνα, που ξεκίνησε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1974, ήταν αναμενόμενο να προσκρούσει στην έλλειψη του «παθητικού υποκειμένου», όπως σχολίασε στη δίκη των υπευθύνων του Πολυτεχνείου ο εισαγγελέας του Πενταμελούς Εφετείου Νίκος Γανώσης. Αν και οι ένοχοι λογοδότησαν στη Δικαιοσύνη το 1975, η τιμωρία τους δεν υπήρξε παραδειγματική. Κάθε άλλο μάλιστα. H δικαιοσύνη «αποδόθηκε» με ποινή λίγων μηνών, και μάλιστα εξαγοράσιμη.

Με αυτούς τους οιωνούς άρχισε ένα χρόνο πριν την προκαταρκτική εξέταση του θέματος ο εισαγγελέας Δημήτρης Τσεβάς. Σε πείσμα των καιρών ο διακεκριμένος εισαγγελέας κατάφερε να βρει τον μίτο που οδηγούσε στους δράστες. Σύμφωνα με το πόρισμά του, φυσικοί αυτουργοί του στυγερού εγκλήματος ήταν δύο αστυνομικοί που υπηρετούσαν στη μόνιμη αστυνομική φρουρά του νοσοκομείου. Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου οι δύο επίορκοι αστυνομικοί υπήρξαν ο τρόμος του Ρυθμιστικού Κέντρου Αθηνών. Ο εφιάλτης εκατοντάδων νέων ανθρώπων που τραυματισμένοι στα φορεία, στα κρεβάτια και στα χειρουργεία, βίωσαν τη βαρβαρότητα! «Υπήρξαν πολλαί περιπτώσεις βαρυτάτων τραυματισμών, υπό των "γενναίων" αυτών αστυνομικών προκληθέντων» υπογράμμιζε ο εισαγγελέας στην έκθεσή του και προσέθετε: «Το ανήκουστον όμως και φοβερόν είναι ότι εδολοφονήθη άνθρωπος εν ψυχρώ εκ της κακουργίας των ταύτης»!

Σύμφωνα με την τελική έκθεση της προκαταρκτικής εξέτασης, «υπεύθυνοι της περί ής πρόκειται τραγωδίας» ήταν οι αστυνομικοί Ηλίας Καραδήμας και Νίκος Νηστικάκης. «Αστυφύλαξ υπό στοιχεία Λ21 Ηλίας Καραδήμας και δεύτερος τοιούτος υπό το μικρόν όνομα Νικόλαος, εκτελούντες υπηρεσίαν εν τω Ρυθμιστικώ Κέντρω Αθηνών την νύκτα της 16ης προς 17ην Νοεμβρίου 1973, τυγχάνουν συναυτουργοί μετ' άλλων αγνώστων, ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και επικίνδυνων σωματικών βλαβών εις βάρος τραυματιών και των συνοδών τους» επεσήμανε στο πόρισμά του ο Δημήτρης Τσεβάς, με το οποίο ζητούσε την ποινική τους δίωξη.

Ενα χρόνο μετά, τον Νοέμβριο του 1975, οι δύο αστυνομικοί θα βρεθούν στο εδώλιο του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μαζί με τους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Δημήτρη Ιωαννίδη, Νικόλαο Ντερτιλή και τους «συνεργάτες» τους. Ο Ηλίας Καραδήμας υποστήριξε ότι δεν έχει καμία σχέση με όσα του καταμαρτυρούν, παρ' ότι στην ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε «δίχως καμία αμφιβολία ότι κακοποίησε ανθρώπους». Ο Νίκος Νηστικάκης έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι στις 16 προς 17 Νοεμβρίου δεν βρισκόταν στο νοσοκομείο. Το άλλοθί του δεν έγινε δεκτό από το δικαστήριο, καθώς ο τραυματιοφορέας Παναγιώτης Νικητόπουλος κατέθεσε ότι όχι μόνο τον συνάντησε εκείνο το βράδυ στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, αλλά τον είδε, μαζί με άλλους αστυνομικούς, να χτυπάει με κλομπ τους συνοδούς των τραυματιών!

«Ανέβαινα στο δεύτερο χειρουργείο και ενώ βρισκόμουν μεταξύ πρώτου και δευτέρου ορόφου, άκουσα φωνές και κάποιον να ζητάει βοήθεια και να λέει: "Οχι, δεν είμαι εγώ, λυπηθείτε τη μάνα μου". Είδα τότε από το παράθυρο στην πίσω αυλή του νοσοκομείου δύο αστυφύλακες να δέρνουν ένα νεαρό παιδί» κατέθεσε συγκινημένη η νοσοκόμα Φούλα Ψυχογιού. «Επαθα σοκ και άρχισα να φωνάζω, οπότε ήρθε ο γιατρός Γεωργούλης, που προσπάθησε να με καθησυχάσει. Λίγο αργότερα είδα τους ίδιους αστυνομικούς να χτυπούν πάλι τον νεαρό, ωσότου τον άφησαν πεσμένο μπρούμυτα και έφυγαν. Δεν έμαθα τι απέγινε το παιδί γιατί λιποθύμισα». Παρά τη «μεταμφίεση» του Ηλία Καραδήμα, που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο με μουστάκι και γυαλιά, η νοσοκόμα του Ρυθμιστικού Κέντρου Αθηνών, χωρίς κανέναν δισταγμό, θα τον αναγνωρίσει ως έναν από τους δράστες «που κακοποιούσαν το νεαρό».

Ο γιατρός κ. Γιώργος Πεφάνης κατέθεσε ότι είδε στο προαύλιο του νοσοκομείου αστυνομικούς να χτυπούν νεαρό άτομο που βρισκόταν πεσμένο καταγής, το οποίο έμαθε στη συνέχεια ότι πέθανε. «Συνέχιζαν να τον χτυπούν μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του. Μετά τον μετέφεραν με φορείο». Τη μαρτυρία του γιατρού επιβεβαίωσε κατά γράμμα ο τραυματιοφορέας κ. Ιωάννης Μάρας, ο οποίος το βράδυ της 16ης προς 17η Νοεμβρίου 1973 είχε βάρδια στον νεκροθάλαμο του νοσοκομείου. Ο ίδιος όμως θα προσθέσει κάτι πιο σημαντικό: τη μοιραία νύχτα, όπως κατέθεσε στο δικαστήριο, μετέφεραν στον θάλαμο επτά νεκρούς, εκ των οποίων οι τρεις είχαν στοιχεία ταυτότητας, ενώ οι τέσσερις όχι. Ενας από αυτούς ήταν ο νεαρός για τον οποίο ο Ιωάννης Μάρας έμαθε ότι υπέκυψε μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του από τους αστυνομικούς που υπηρετούσαν στο νοσοκομείο!

Ο συνάδελφος του Ιωάννη Μάρα κ. Αθανάσιος Μπαλάφας ανέφερε ότι είδε αστυνομικούς να δέρνουν ασθενείς και άκουσε ότι ένας νεαρός που συνόδευε τον αδελφό του στο νοσοκομείο πέθανε από ξυλοδαρμό. Μετά τις καταιγιστικές αποκαλύψεις των αυτοπτών μαρτύρων ο συνήγορος υπεράσπισης του δικτάτορα Παπαδόπουλου ζήτησε τον λόγο για να πει κάτι που φαίνεται ότι γνώριζαν καλά οι δράστες του εγκλήματος: «Νεκρός μη ανακαλυφθείς δεν υπάρχει»!