Ο λόγος περί Πολυτεχνείου

Βασίλης Κρεμμυδάς, εφ. Τα Νέα, 23/11/2006

Η αδύνατη κοινωνική παρέμβαση Πέρασε και αυτό το Πολυτεχνείο! Χωρίς ή με ελάχιστες πυρπολήσεις και άλλες καταστροφές καταστημάτων, με τις τηλεοράσεις να δείχνουν επίμονα και άπειρες φορές τις σκηνές βίας, αλλά τίποτε άλλο, και με τους αναλυτές να διεκτραγωδούν τον εκφυλισμό του νοήματος τού ίδιου του γεγονότος και της επετείου· ακόμη, με την Αστυνομία να προβάλλεται ως σκληρότερη από ποτέ, αλλά και με κάτι καινούργιο κατά τον φετινό εορτασμό, τον «πόλεμο» ανάμεσα σε φοιτητικές παρατάξεις - δεν θα επιχειρήσω περισσότερη ανάλυση σήμερα· να πω μόνον πως όλα έχουν τον λόγο τους και την εξήγησή τους.

Είχα τότε δει τα πράγματα από κοντά: την τελευταία νύχτα, λίγες ώρες προτού εισβάλει το άρμα, ο σταθμός του Πολυτεχνείου απηύθυνε δραματική έκκληση για φάρμακα· μάζεψα όσα φάρμακα υπήρχαν στο σπίτι, αγόρασα και άλλα καθ' οδόν και πήγα στο σημείο, ακριβώς πίσω από το κτίριο του Πολυτεχνείου, που είχε υποδείξει ο σταθμός και τα παρέδωσα· οι σφαίρες σφύριζαν παντού γύρω μου - όχι, δεν αισθάνομαι αντιστασιακός, ούτε δηλώνω αντιστασιακός, ούτε σύνταξη αντιστασιακού λαμβάνω!

Φέτος, την ημέρα του Πολυτεχνείου, το πρωί κυκλοφόρησα για δουλειές μου στις περιοχές του Πολυτεχνείου και του δρομολογίου που ακολουθεί η πορεία, κυρίως στην οδό Σταδίου: τα περισσότερα καταστήματα κλειστά, η κίνηση στους κεντρικούς δρόμους περισσότερο από άνετη, οι άνθρωποι λιγοστοί, συγκριτικά ελάχιστοι θα έλεγα, και αυτοί να σπεύδουν να απομακρυνθούν, λες και επερχόταν κάποια καταστροφή. Τι φοβούνται οι καταστηματάρχες, το ξέρουμε: σπάζουν τη βιτρίνα τους και τους ξυλοκοπούν ή εκτινάσσονται γυαλιά και τους τραυματίζουν ή οι δράστες πετούν στο κατάστημα μια μολότοφ· μολονότι συγκεντρώσεις και πορεία γίνονται μετά το μεσημέρι - και αν κάποιοι αρχίσουν τη δράση τους νωρίτερα;

Οι πεζοί όμως, γιατί αγκομαχούμε να τελειώσουμε τις δουλειές μας και να φύγουμε για το σπίτι το συντομότερο δυνατό, παρ' όλο που σε κάθε γωνία, τα λεγόμενα επίκαιρα σημεία, οι κλούβες με τους άνδρες των ΜΑΤ μάς προστατεύουν; Τι είναι αυτός ο φόβος που μας ωθεί να σπεύσουμε, τον καταστηματάρχη να μην ανοίξει το μαγαζί του και τον ταξιτζή να μείνει σπίτι του;

Το μεγάλο ερώτημα για μένα είναι αυτό: ποιος και γιατί κατάφερε, στο πέρασμα του χρόνου, να τυποποιήσει έναν εορτασμό για μια ηρωική - και με μεγάλο κίνδυνο - πράξη κατά του φασισμού, να αλλοιώσει το νόημα και το περιεχόμενο της πράξης και να μετατρέψει τον εορτασμό σε «πόλεμο» ανάμεσα στην Αστυνομία και στους, ας τους πω, κουκουλοφόρους; Και ποιος έκανε το κατόρθωμα να μας ωθήσει, αντί να τρέχουμε να γιορτάσουμε, να φροντίζουμε να κρυφτούμε; Και, ακόμη χειρότερα, πώς κατάφεραν αυτοί που το κατάφεραν να στρέψουν τη μια φοιτητική παράταξη εναντίον της άλλης; Και πώς, τέλος, πέτυχαν σε έναν καθαρά φοιτητικό - πανεπιστημιακό εορτασμό για τη Δημοκρατία να αναδείξουν πρωταγωνιστές την Αστυνομία και τους κουκουλοφόρους και, μάλιστα, και τους δύο υπέρ της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου;

Θεωρώ όλες αυτές τις ερωτήσεις ως ένα ερώτημα, ως ένα πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα δηλαδή, που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να συζητήσουμε αναλυτικά, ύστερα μάλιστα από 33 χρόνια· από τότε όλα έχουν αλλάξει. Το ζητούμενο σήμερα, το αίτημα του εορτασμού της επετείου του Πολυτεχνείου ποιο μπορεί να είναι; Μήπως αυτό που συμβαίνει; Γιατί, πώς συμβαίνει το πρωί - και τις προηγούμενες δύο ημέρες - ο εορτασμός να είναι «άλλος» από τον απογευματινό;

Στο κέντρο μιας νέας συζήτησης για το Πολυτεχνείο και τον εορτασμό της επετείου πρέπει να βρίσκεται η κοινωνία· οι νέες εξουσιαστικές δυνάμεις που απελευθέρωσαν αυτά τα 33 χρόνια και η αλλαγή - ριζική τη βλέπω - των κοινωνικών σχέσεων, με την ανάδειξη νέων και πολυπληθέστερων πολιτικών και οικονομικών elites, όπως και οι νέοι και πρωτόγνωροι για την κοινωνία μας τομείς δράσης τους και με τη σταδιακή αλλά ραγδαία τα τελευταία χρόνια επιδείνωση της θέσης μεγάλων κοινωνικών μαζών. Είναι αλήθεια ότι η διαφορά ισχύος ανάμεσα σε αυτές τις νέες εξουσιαστικές elites και αυτές τις «ταπεινές» κοινωνικές μάζες, τη μεγάλη πλειοψηφία δηλαδή, έχει φτάσει στο μέγιστο σημείο της: αυτό που ονομάζουμε κοινωνία δεν διαθέτει καμιά δύναμη να αντιμετωπίσει τις νέες εξουσίες που ελέγχουν τη διαχείριση της οικονομίας και των κοινωνικών συνειδήσεων· οι εξουσίες του τραπεζικού συστήματος, της ενημέρωσης, της επικοινωνίας, του πολιτισμού, της χορηγίας κ.λπ.

Αυτές λοιπόν, οι νέες εξουσίες, της τεχνολογικής επανάστασης, δεν είναι δυνατόν να εδραιώσουν την απόλυτη εξουσία τους με ισχυρό τον κοινωνικό έλεγχο και έντονη την κοινωνική αντίσταση· έχουν επιτύχει μέσω της κυβερνητικής εξουσίας, που οφείλει να εκφράζει αυτές τις ίδιες, να εξουδετερώσουν την κοινωνία μέσω της εξουθένωσής της. Η αλλαγή του νοήματος γεγονότων παλαιών, όχι πολύ, που ξυπνούν δηλαδή κοινωνικές συνειδήσεις, είναι ανάγκη για τις εξουσίες· η μη συμμετοχή της κοινωνίας επίσης - να δημιουργηθεί φόβος για τον εορτασμό του γεγονότος. Μήπως οφείλουμε να δούμε και έτσι το πρόβλημα;

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.