Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Πώς έφυγε η ελληνική μεραρχία από την Κύπρο

Εφημερίδα Καθημερινή, 25/11/2007

Και ο άγνωστος βομβαρδισμός της ακταιωρού «Φαέθων»

Η ακταιωρός «Φαέθων» βομβαρδισμένηΜε αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα ετών από την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας που απέστειλε η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου στην Κύπρο το 1964, η «Κ» εξετάζει τη σημαντική αυτή σελίδα της κυπριακής ιστορίας. Στο πλαίσιο αυτό, η συνέντευξη του κυβερνήτη της ακταιωρού «Φαέθων» Δ. Μητσάτσου φωτίζει ένα άγνωστο -για πολλούς- περιστατικό στην ιστορία της Κύπρου· αυτό του βομβαρδισμού από τουρκικά μαχητικά του άτυχου πλοίου, που απεστάλη από την Ελλάδα στο νησί το 1964 παράλληλα με τη μεραρχία για να υπηρετήσει μαζί με την ακταιωρό «Αρίων» ως η μοναδική ναυτική δύναμη προστασίας των βόρειων ακτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την ανάλυση του ιστορικού πλαισίου που οδήγησε στην αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο συμπληρώνει άρθρο του Π. Πανουργιά για τη στάση που κράτησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αμέσως μετά τα τραγικά γεγονότα της Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967.

Οι Τούρκοι έκαψαν το Φαέθων με ναπάλμ

Συνέντευξη στον Στεφανο Χελιδονη

Ο τότε κυβερνήτης της ελληνικής ακταιωρού Δ. Μητσάτσος περιγράφει μια σχεδόν άγνωστη πολεμική σελίδα στην Κύπρο του ’64

Την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου του 1959 ακολούθησε η υποβολή των 13 σημείων του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, το 1963, για τροποποίηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ξεκίνησε τότε μία περίοδος ιδιαίτερης έντασης στην Κύπρο μέχρι και το 1967. Προς ενίσχυση της άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας για αντιμετώπιση της εντεινόμενης τουρκικής απειλής, το 1964 η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου απέστειλε στην Κύπρο μία μεραρχία στρατού και Ελληνες αξιωματικούς για στελέχωση της Κυπριακής Εθνοφρουράς, η οποία ιδρύθηκε το ίδιο έτος, με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα. Στις 7 Αυγούστου ξέσπασαν στην περιοχή της Τηλλυρίας αιματηρές συγκρούσεις, όταν η Εθνοφρουρά προσπάθησε να εξουδετερώσει τον θύλακα Μανσούρας - Κοκκίνων, που είχαν συγκροτήσει οι Τούρκοι με απώτερο στόχο τη δημιουργία προγεφυρώματος για μια ενδεχόμενη απόβαση στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, που κράτησαν τέσσερις μέρες, αεροσκάφη της Τουρκίας επιτέθηκαν με βόμβες ναπάλμ εναντίον θέσεων της Εθνοφρουράς της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και κατοικημένων περιοχών, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας δεκάδες άτομα, ενώ ακρότητες δεν έλειψαν και από την ελληνική πλευρά. Στις μάχες αυτές έλαβαν μέρος και δύο ακταιωροί, που είχαν αποσταλεί παράλληλα με τη μεραρχία, στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής. Μόλις έφτασαν στο νησί, τα δύο πλοία ανήρτησαν την κυπριακή σημαία και αποτέλεσαν τη μοναδική ναυτική δύναμη της Κύπρου. Στις 8 Αυγούστου 1964 τουρκικά μαχητικά βομβάρδισαν την ακταιωρό «Φαέθων» στο καραβοστάσι «Ξερός», σκοτώνοντας έξι μέλη του πληρώματος. Ο κυβερνήτης του πλοίου, ανθυποπλοίαρχος τότε του Βασιλικού Ναυτικού, Δημήτριος Μητσάτσος δέχθηκε πυρά στο δεξί του χέρι, το οποίο στη συνέχεια και έχασε. Με αυταπάρνηση και ηρωϊσμό, ο καπετάνιος και τα μέλη του πληρώματος που τελικά σκοτώθηκαν, έσωσαν τη ζωή 15 συναδέλφων τους. Στις 8 Αυγούστου 2007 τελέστηκε για πρώτη φορά μνημόσυνο στο κοιμητήριο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στη Λευκωσία, εις μνήμην των έξι αυτών Ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους.

Ο Δ. Μητσάτσος αποφοίτησε από το Πολυτεχνείο το 1970 και στη συνέχεια απασχολήθηκε στην Ελληνική Ναυπηγική Βιομηχανία. Το 1983 ανέλαβε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ενωσης Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος (HELMEPA - Hellenic Marine Environment ProtectioAssociation) και το 2006, γραμματέας της INTERMEPA (Διεθνής Ενωση Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος). Σαραντα τρία χρόνια μετά την επίθεση των τουρκικών βομβαρδιστικών στον Ξερό, ο κυβερνήτης του «Φαέθων» φωτίζει, μέσω της «Κ», μία άγνωστη -για πολλούς- σελίδα του Κυπριακού.

Από τους 23 στο πλοίο σκοτώθηκαν οι επτά

Στην Κύπρο πήγα σαν αξιωματικός του ναυτικού το 1964, ως κυβερνήτης ενός πολεμικού πλοίου και διοικητής δύο. Τα πλοία λέγονταν «Φαέθων» και «Αρίων», και δωρήθηκαν από τον Αναστάση Λεβέντη στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1964, με σκοπό να προασπίσουν τα βόρεια παράλια της Κύπρου από τυχόν τουρκικές αποβάσεις και άλλες παράνομες πράξεις, διότι η Κύπρος δεν είχε προστασία από τη θάλασσα. Εκεί έπρεπε να ενταχθώ υπό τις διαταγές της κυπριακής κυβέρνησης. Η τελευταία αποστολή ήταν να υποστηρίξω από τη θάλασσα τη μάχη που έδιναν οι ελληνικές και ελληνοκυπριακές δυνάμεις στη στεριά. Τα πληρώματα των πλοίων ήταν Ελληνες. Στο καράβι μου ήμασταν τρεις μόνιμοι από τους 23, εγώ που ήμουν αξιωματικός, απόφοιτος της Σχολής Δοκίμων, και δύο υπαξιωματικοί. Οι υπόλοιποι ήταν ναύτες που έκαναν τη θητεία τους.

Τα καράβια ήταν γερμανικά, του 1935 και σε άσχημη κατάσταση. Δεν είχαν δύναμη να σταματήσουν κάποιο στόλο. Προσπάθησαν να τα επισκευάσουν εδώ στην Ελλάδα πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ζημιές φεύγοντας, κυρίως στο «Φαέθων», αυτό στο οποίο ήμουν εγώ. Φύγαμε χωρίς σημαία, με ψεύτικα ονόματα, χωρίς ταυτότητα. Το πλοίο δεν είχε ταυτότητα. Φτάσαμε στην Κύπρο, όπου εγκαταστήσαμε τα πυροβόλα και αρχίσαμε περιπολίες στο βόρειο μέρος, για προστασία των ακτών.

Προπομπός επίθεσης

Τον Αύγουστο έγιναν μάχες μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, στις οποίες συμμετείχαν ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις. Λάβαμε και εμείς μέρος, στη Μανσούρα και στα Κόκκινα. Μία από τις ζημιές που είχα στο καράβι μου ήταν στη μία μηχανή, η οποία, από την ώρα που φύγαμε από τον Ναύσταθμο, χάλαγε συνέχεια. Χάλασε και στο τέλος των επιχειρήσεων· είχε πέσει η Μανσούρα, όταν έσπασε πάλι ένα κομμάτι της μίας αντλίας και σταμάτησε η μία μηχανή. Πήρα διαταγή να πάω σε έναν όρμο δίπλα, να μείνει και το άλλο πλοίο εκεί μέχρι να επισκευάσουμε τη μηχανή και να πάρουμε εντολές, να δούμε πού θα πηγαίναμε. Ενώ ταξίδευα από τη Μανσούρα για τον όρμο, πέρασε από πάνω ένα αεροπλάνο, του οποίου την εθνικότητα δεν είδαμε, αλλά ψυλλιάστηκα ότι είναι τουρκικό. Οταν φτάσαμε στο λιμάνι και το πρωί βγήκα έξω, είδα στις εφημερίδες ότι είχαν επέμβει τα τουρκικά αεριωθούμενα.

Το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου περιμέναμε το ανταλλακτικό και πυρομαχικά. Είχε έρθει μία βενζινάκατος να μας φέρει εφόδια, όταν είδα πάνω από τον όρμο ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Επειδή ήμουν αξιωματικός πυροβολικού, είχα υπόψη μου τον τρόπο που γίνονται αυτές οι επιχειρήσεις. Οταν πετάει ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο για φωτογραφίες, αυτό είναι ο προπομπός επίθεσης, δηλαδή όπου να 'ναι θα έρθουν τα μαχητικά. Τότε έδιωξα το άλλο πλοίο, που δεν είχε ζημιά, να πάει στη Λεμεσό, όπως του είχε πει και ο αντιπλοίαρχος, τότε, Αραπάκης από τη Λευκωσία, φώναξα το πλήρωμα και είπα ότι όποιοι έχουν υποχρεώσεις ή θέλουν να φύγουν, να μπουν στη βάρκα και να φύγουν, διότι έκαναν τη θητεία τους. Δεν είχαν λόγο να πολεμήσουν αν δεν ήθελαν, διότι η Ελλάδα δεν είχε πόλεμο, ήταν σε ειρήνη. Αυτή ήταν αποστολή σε άλλο κράτος, για την προστασία του ελληνισμού εκεί. Μάλιστα, οι δύο υπαξιωματικοί που σκοτώθηκαν, του ενός η γυναίκα είχε γεννήσει πριν από ένα μήνα και του άλλου η γυναίκα ήταν έγκυος. Τους είπα: «Φύγετε, γιατί έχετε παιδιά και σε λίγη ώρα μπορεί να…». Δυστυχώς, δεν έφυγε κανείς και έμειναν όλοι.

Μόλις έφυγε η βενζινάκατος και ανέβασαν την άγκυρα, έστειλα σήμα στη Λευκωσία ότι αναμένω τουρκική προσβολή. Η απάντηση ήταν: «Αναμείνετε να βληθείτε πρώτα και εν συνεχεία να απαντήσετε με τα πυροβόλα σας». Πράγμα που έγινε με ένα πυροβόλο ουσιαστικά,διότι είχε γίνει λάθος από εδώ και μου είχαν δώσει πέντε κάνες και μόνο για τη μία πυρομαχικά. Οι άλλες τέσσερις είχαν πυρομαχικά, αλλά για άλλου είδους πυροβόλα. Και δοκιμές δεν είχαν γίνει, παρά μόνο στη Μανσούρα, όπου διεπιστώθη αυτό, αλλά δεν μπορούσε να λυθεί, γιατί τα πυρομαχικά πρέπει να έρθουν από την Ελλάδα.

Η μάχη

Ηρθαν τα αεροπλάνα και άρχισαν τις επιθέσεις. Η μάχη κράτησε αρκετή ώρα, διότι έκανα ελιγμούς ανάμεσα από κάτι αμερικανικά φορτηγά που ήταν εκεί για να φορτώσουν μετάλλευμα. Φαντάστηκα ότι οι Τούρκοι δεν θα χτυπούσαν γιατί θα έβλεπαν τις αμερικανικές σημαίες, αλλά οι επιθέσεις ήταν αγριότατες. Ρίξαμε ένα αεροπλάνο και χτυπήσαμε ένα άλλο, που, νομίζω, προσγειώθηκε στην Τουρκία. Με μία μηχανή δεν μπορείς να χειριστείς το πλοίο καλά, γιατί δεν στρίβει εύκολα. Χάνει τις ελικτικές του δυνατότητες και την ταχύτητά του, η οποία δεν ήταν υψηλή, αλλά άλλο αν πηγαίνεις με οκτώ μίλια, και άλλο με δεκαεπτά. Οχι ότι θα γινόταν τίποτα σοβαρό, αλλά θα ήταν πιο εύκολες οι κινήσεις μου για να αποφύγω περισσότερες ζημιές.

Αρχισαν να σκοτώνονται άνθρωποι. Στην προσπάθειά μου να σώσω το υπόλοιπο πλήρωμα, σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να το κάτσω πάνω στην άμμο. Εκεί υπήρχε μια προβλήτα, όπου πουλούσαν το μετάλλευμα στα καράβια που περίμεναν να φορτώσουν. Την ώρα που έδινα τη διαταγή να στρίψουμε, το καράβι δεν έστριβε. Κοίταξα στην τιμονιέρα και είδα ότι ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί. Πήρα το πηδάλιο και μετά ήρθε δίπλα μου ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και κάποιοι άλλοι. Ενα αεροπλάνο, που ερχόταν πολύ κοντά με το νερό και δεν το είδε κανείς, έριξε μία ριπή στη γέφυρα και σκοτώθηκαν ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και ένας Κύπριος που ήταν μαζί μας, τραυματίστηκε κάποιος άλλος και πέρασαν οι σφαίρες μέσα από το χέρι μου. Οπότε, στην έξαψη και με ένα χέρι, το έριξα στην παραλία και διέταξα εγκατάλειψη πλοίου.

Οι άνθρωποι πήδηξαν στο νερό για να κολυμπήσουν κάτω από την προβλήτα, αλλά τα αεροπλάνα συνέχισαν τις επιθέσεις και στους ναυαγούς στη θάλασσα. Τελικά βγήκαμε έξω. Είπα στο πλήρωμα να βρουν αυτοκίνητο να μας πάνε σε νοσοκομείο. Πήγαμε. Οι Τούρκοι έκαψαν το καράβι με βόμβες ναπάλμ, όπως και πολλούς ανθρώπους στις παραλίες εκεί στο καραβοστάσι «Ξερός». Από τους 23 μέσα στο πλοίο, σκοτώθηκαν οι δύο υπαξιωματικοί, τέσσερις ναύτες και ο Κύπριος. Είμαι ο μόνος επιζών αξιωματικός, που είμαι ανάπηρος, με κομμένο το δεξί χέρι.

Πήρα διαταγή να μη μιλήσω ποτέ...

Η συγκάλυψη έγινε άμεσα. Επέστρεψα από την Κύπρο με δύο χέρια, αλλά για να μη με δουν οι δημοσιογράφοι, με έβαλαν σε νοσοκομείο που δεν λειτουργούσε, και χωρίς ιατρική περίθαλψη, έπαθα γάγγραινα. Γι' αυτό με βλέπετε με ένα χέρι. Στη συνέχεια, θέλησαν να καλύψουν το γεγονός για τόσα χρόνια, διότι ήμουν μόνιμος αξιωματικός και θα υπήρχε πρόβλημα, εάν απεκαλυπτόταν ότι Ελληνας μόνιμος αξιωματικός συμμετείχε. Το 1964 οι διοικούντες δεν είχαν έτοιμα σενάρια να αντιμετωπίσουν μία κρίση. Σκέφτηκαν: «Να στείλουμε τα καράβια, τι θα γίνει; Δεν θα γίνει τίποτα». Το πράγμα στράβωσε από τη στιγμή που γύρισα ζωντανός. Απόφοιτος της Σχολής Δοκίμων, μόνιμο στέλεχος του Ναυτικού, πώς θα δικαιολογούταν; Πώς βρέθηκα με ένα χέρι, κι από πού; Οι άλλοι απελύθησαν, πήγαν σπίτια τους. Και να μίλαγαν, δεν παίζει ρόλο, γιατί ήταν αρτιμελείς. Εγώ δεν ήμουν και ως μόνιμο έπρεπε να με πάνε κυβερνήτη σε καράβι. Πώς θα ήμουν με ένα χέρι;

«Πώς θα σε εμφανίσουμε;»

Το μόνο που έμενε ήταν να συγκαλυφθεί το πράγμα κι εγώ να λέω ότι έχασα το χέρι σε μια έκρηξη, όπως μου είχαν πει. Πρότεινα να παραμείνω στο Ναυτικό, εν ενεργεία, και να σταδιοδρομήσω με τους συμμαθητές μου. Αλλά μου είπαν οι αρχηγοί: «Πώς θα σ' εμφανίζουμε; Με το μανίκι στην τσέπη»; Πας σε δεξιώσεις με το μανίκι στην τσέπη; Είναι άσχημο το θέαμα, καταλάβατε; Γι' αυτό κι εγώ έδωσα εξετάσεις, μπήκα στο Πολυτεχνείο, τώρα είμαι ηλεκτρολόγος - μηχανολόγος κι αυτά είναι απλώς μια ανάμνηση. Σήμερα είμαι πλοίαρχος σε πολεμική διαθεσιμότητα και εργάζομαι στη ναυτιλία, στη HELMEPA.

Μετά το γεγονός, μας έφεραν στην Ελλάδα και η διαταγή που πήρα ήταν να μη μιλήσω ποτέ γι' αυτό το θέμα. Ακολούθησα τις οδηγίες που μου έδωσαν. Βεβαίως, όλος ο κόσμος το ήξερε. Και στο Πολυτεχνείο, που σπούδασα πέντε χρόνια, και στην Αμερική όλοι οι φίλοι μου από το αμερικανικό ναυτικό το ήξεραν. Ερχομαι σε επαφή με τις οικογένειες, γιατί με έβρισκαν οι μανάδες και με ρωτούσαν πώς πέθαναν τα παιδιά τους. Και σε μία μάνα, κανείς δεν μπορεί να της απαλύνει τον πόνο, άμα χάσει το παιδί της. Προσπαθούσα -μη λέγοντας λεπτομέρειες- να μεταφέρω αυτόν τον πόνο στους εκάστοτε αρχηγούς Ναυτικού και στους εκάστοτε υπουργούς Εθνικής Αμύνης μέχρι που έγινε η Χούντα. Κανείς δεν είχε το σθένος μέχρι τώρα να πει ότι το 1964 το Πολεμικό Ναυτικό της Κύπρου είχε Ελληνες μέσα. «Σε αυτούς που σκοτώθηκαν, δίνουμε αυτές τις ηθικές αμοιβές», ένα παράσημο, ένα μετάλλιο, ένα γράμμα, κάτι, εν πάσει περιπτώσει, που όποιος από τους δικούς τους ζει τώρα, να έχει να λέει ότι «είναι θαμμένος στη Λευκωσία, αλλά η πατρίδα δεν μας ξέχασε». Και καλά η Ελλάδα. Ας πούμε ότι για λόγους απορρήτους κ.τλ. το συγκάλυψαν. Η Κύπρος, για την οποία κι έπεσαν;

Το μνημόσυνο

Το καλοκαίρι έκαναν μνημόσυνο στη Λευκωσία. Είναι θαμμένοι εκεί οι έξι αυτοί άνθρωποι και για πρώτη φορά έγινε έπειτα από 43 χρόνια εθνικό μνημόσυνο για τη μνήμη τους. Με κατέπληξε και με συγκλόνισε αυτό, διότι είναι η πρώτη φορά που πήρα πρόσκληση να πάω σε τέτοια εκδήλωση. Χάρη σε έναν Ελληνα παπά στο νεκροταφείο εκεί, τον Παναγιώτη Τριανταφύλλου, και σε έναν όμιλο Ελλαδιτών που ζουν στην Κύπρο, έγινε το μνημόσυνο, στο οποίο εκπροσωπήθηκε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και υπουργοί και τα κόμματα. Καθαρίστηκαν οι τάφοι. Εστειλαν προσκλήσεις εδώ. Στην Ελλάδα δεν έχει γίνει τέτοιο πράγμα ποτέ, ή, αν έχει γίνει, δεν έχω προσκληθεί. Και στην Κύπρο, όπου έκαναν κάποτε ένα μνημόσυνο υπέρ των πεσόντων γενικώς του '64 και '74, δεν πήρα πρόσκληση. Αλλά ούτε από το ελληνικό Ναυτικό, ούτε από πουθενά. Κατάλαβα ότι αυτή η στάση υπάρχει τόσο καιρό διότι κάποιοι κάποτε έτσι θέλησαν, αυτοί οι κάποιοι έφυγαν ή πέθαναν και στη χώρα μας δυστυχώς έτσι γίνεται: όταν ξεκινήσει κάτι, αν δεν έχει κάποιος το σθένος ή την επιθυμία να ψάξει, στο τέλος αυτό το κάτι παραμένει αιώνια. Γιατί δεν πήγα εγώ να το κινήσω; Διότι ζούμε σε μια χώρα, στην οποία ο καθένας θέλει να προβληθεί. Δεν έχω λόγο να προβληθώ μέσω του αίματος άλλων και μάλιστα για έναν τέτοιο σκοπό.

Δεν έχω ενοχές· έχω μετανιώσει...

Επειτα από δέκα χρόνια, στο μέρος που εγώ και το πλήρωμά μου πολέμησαμε, έγινε η προδοσία, και τώρα εκεί ακριβώς βρίσκονται Τούρκοι. Στην Κύπρο με ρώτησαν: «Αισθάνεστε ενοχές που είναι νεκροί αυτοί οι άνθρωποι κι είπατε εσείς πυρ κι αποφασίσατε να πολεμήσετε;». Απάντησα ότι αυτό είναι ένα σοκ μεγάλο, διότι όταν είσαι 27 χρονών και ξέρεις ότι έχουν σκοτωθεί επτά άνθρωποι, χώρια οι άλλοι στη μάχη κ.λπ., που δεν γνωρίζω, πώς νιώθεις μετά; Ενώ σταδιοδρομείς στο Ναυτικό, θα γίνουν ατυχήματα, κάποιοι θα πεθάνουν, κάποιοι θα αρρωστήσουν. Συνηθίζεις στην ιδέα του ότι «όταν δίνω μία διαταγή, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει και θύματα, προκειμένου να επιτύχουμε τον στόχο μας». Οταν είσαι όμως 27 χρονών και δεν έρθει κανείς να σου εξηγήσει μετά και να σου πει: «Ξέρεις τι παιδί μου; Αυτά συμβαίνουν», μένεις μόνος με την αγωνία - στην αρχή- «άραγε καλά έκανα»;

Τα παράσημα και οι ηθικές αμοιβές έχουν σκοπό να πουν: «Μπράβο σου, καλά έκανες, είσαι ήρωας, εντάξει». Ετσι, απαλύνεται και ο πόνος της ζημιάς, αλλά και τα συναισθήματα της αμφιβολίας. Να μην αμφιβάλλει, δηλαδή, ο νέος άνθρωπος: «Kαλά έκανα, ρε παιδί μου, και σκοτώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι ή τους πήρα στο λαιμό μου»; Σε μένα δεν ήρθε κανείς να μου το πει αυτό. Οπότε, λογικά με ρωτούν: «Eχεις ενοχές»; Και απαντώ: «Eάν γνώριζα τι θα συνέβαινε το 1974, δεν θα πολεμούσα». Αυτό δεν λέγεται ενοχή. Λέγεται μετάνοια για κάτι που έκανα, μπροστά σε αυτά που συνέβησαν εν συνεχεία. Δηλαδή, γιατί να χυθεί αυτό το αίμα, τη στιγμή που στα μέρη που χύθηκε, κάποιοι από εμάς έφεραν τους Τούρκους; Ηταν προδοσία. Εγώ δεν είμαι από τους προδότες, άρα τα συναισθήματά μου δεν είναι ενοχές. Το χειρότερο συναίσθημα είναι της αγανάκτησης, γιατί επί 43 χρόνια είναι απαράδεκτο να έχουν σκοτωθεί άνθρωποι για έναν σκοπό της πατρίδας τους κι αυτή να έχει αδιαφορήσει. Αλλά επειδή η πατρίδα αποτελείται από ανθρώπους, λες: «Δε βαριέσαι τώρα, τι ψάχνεις»; Αυτή είναι η ιστορία. Και φυσικά όλα αυτά χαμένα πήγαν, διότι η Κύπρος εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη.

Νοέμβριος ’67, οι Ελληνες αποχωρούν

Του Γιαννη Γουλιελμου

Η επιχείρηση στο χωριό Κοφίνου, η ελληνοτουρκική ρήξη, οι Κύπριοι πρωταγωνιστές και ο Αμερικανός μεσολαβητής

Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1967, το Κυπριακό μπαίνει σε μια νέα φάση. Στις 14 Ιουνίου 1967, με πρωτοβουλία του ΝΑΤΟ, ανακοινώνεται η έναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό. Ο διάλογος δεν καταλήγει σε ουσιαστικό αποτέλεσμα και το Νοέμβριο του ίδιου έτους, με τα γεγονότα της Κοφίνου και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, αρχίζουν να ωριμάζουν οι συνθήκες για την επερχόμενη εισβολή. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν και που οδήγησαν τελικά στο, κατά πολλούς, «φιάσκο της Κοφίνου», είναι πολλά, πολυεπίπεδα και κατ’ επέκτασιν σύνθετα και δυσανάγνωστα. Πρόκειται ουσιαστικά για τη σκιαμαχία των δύο ηγετών που συνέδεσαν το όνομά τους με τη σύγχρονη, τραγική ιστορία της Κύπρου - του Αρχιεπισκόπου Μακάριου και του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα - σε συνδυασμό με την ύπαρξη στην Ελλάδα, την εποχή εκείνη, μιας ανεπαρκούς κυβέρνησης.

Συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από τότε που έλαβαν χώρα οι επιχειρήσεις στην Κοφίνου και η ιστοριογραφία, παρότι διχασμένη ως προς την «ιστορική αλήθεια», εντούτοις βρίσκει και κοινούς τόπους. Για να αντιληφθεί ωστόσο κανείς τους λόγους και να ερμηνεύσει τα αίτια, οφείλει μια αναδρομή στα γεγονότα που προηγήθηκαν της αποχώρησης της ελληνικής μεραρχίας.

Την υπογραφή των συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου το 1959, ακολουθεί, τον Αύγουστο του 1960, η ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ανεξάρτητο κράτος, υπό βρετανική, βεβαίως, επιδιαιτησία προκειμένου να διατηρήσει η Αγγλία τα ερείσματά της που χάνονταν μαζικά. Το σύνταγμα, που προέβλεπε ότι το 18% του συνολικού πληθυσμού, ήτοι της τουρκοκυπριακής κοινότητας του νησιού, θα κατείχε το 30% των θέσεων στον κρατικό μηχανισμό και το κοινοβούλιο, προκάλεσε αντιδράσεις στην Αθήνα για την αποδοχή των όρων από την τότε κυβέρνηση Καραμανλή. Η εύθραυστη και ετεροβαρής αυτή σχέση δείχνει τα όριά της τον Δεκέμβριο του 1963 οπότε και καταρρέει το συνταγματικό καθεστώς του 1960, με την υποβολή, από πλευράς Μακαρίου, των δεκατριών σημείων για την αναθεώρησή του. Η, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την ελληνική πλευρά, κίνηση του Μακαρίου, φαίνεται να επιβαρύνει την ήδη βεβαρημένη κατάσταση και σίγουρα βοηθάει στην ανάπτυξη τουρκικών θυλάκων στο νησί. Η εξέλιξη αυτή, αναγκάζει την ελληνική κυβέρνηση, αρχές του 1964, να στείλει στην Κύπρο μια καλά οπλισμένη μεραρχία.

Το σχέδιο Ατσεσον

Την ίδια χρονιά, Ελλάδα και Κύπρος απορρίπτουν το σχέδιο του Αμερικανού μεσολαβητή Ατσεσον για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, καθώς αυτή περιέχει πρόβλεψη για παραχώρηση τμήματος του νησιού στην Τουρκία. Αυτό έχει συνέπεια την ένταση των επεισοδίων στην Κύπρο με αποκορύφωμα τους τουρκικούς βομβαρδισμούς στο νησί, οι οποίοι, με την αυστηρή υπόμνηση του Αμερικανού πρόεδρου Λίντον Τζόνσον προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού, σταματούν άμεσα και έτσι αποφεύγεται ενδεχόμενη τουρκική εισβολή.

Το 1966 εγκαινιάζεται προσπάθεια ελληνοτουρκικού διαλόγου για το Κυπριακό, ενώ τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, η ελληνική κυβέρνηση αναγγέλλει στην κυπριακή ηγεσία την επιθυμία της για ανάθεση της διοίκησης των ελληνικών και κυπριακών δυνάμεων στον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα. Ο Μακάριος απορρίπτει την πρόταση αυτή δημιουργώντας κρίση τόσο στις σχέσεις του με το Γρίβα, όσο και στις σχέσεις του με την Αθήνα, οι οποίες δυσχεραίνονται ακόμη περισσότερο κατόπιν της απόφασης του Κύπριου ηγέτη να αγοράσει τσεχοσλοβάκικα όπλα για λογαριασμό της κυπριακής αστυνομίας.

Η υφιστάμενη ένταση κορυφώνεται το φθινόπωρο του 1967 όταν ένοπλοι Τουρκοκύπριοι αποφασίζουν να στήνουν ενέδρα και να παρεμποδίσουν την κυκλοφορία οχημάτων σε κεντρικές οδικές αρτηρίες του νησιού. Αντιδρώντας σε αυτό, η κυπριακή αστυνομία επιχειρεί περιπολίες στον τουρκοκυπριακό θύλακα της Κοφίνου, αλλά συναντά μεγαλύτερα εμπόδια από τους ένοπλους Τουρκοκυπρίους. Το γεγονός αυτό αναγκάζει την κυπριακή κυβέρνηση να επιστρατεύσει το Γρίβα προκειμένου να προβεί σε αφοπλισμό των Τουρκοκυπρίων. Η κινητοποίηση όμως, από πλευράς Γρίβα, ισχυρότατων στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον μίας, όπως αποδείχθηκε, ολιγομελούς ομάδας ενόπλων, ερμηνεύθηκε μάλλον υπερβολική - αν όχι «φιάσκο».

Τουρκικές απειλές

Την επομένη των επιχειρήσεων στην Κοφινού, η κυβέρνηση της Τουρκίας απειλεί με στρατιωτική επέμβαση, κινητοποιώντας την ίδια στιγμή μεγάλο όγκο δυνάμεων τόσο στα παράλια απέναντι απ’ την Κύπρο, όσο και στα σύνορά της με την Ελλάδα. Την ίδια στιγμή, η αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, συστήνει στον πρωθυπουργό της χούντας, ως ένδειξη καλής θελήσεως προς την Αγκυρα, την ανάκληση του Γρίβα στην Αθήνα. Ο υφυπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Σάιρους Βανς, ορίζεται παράλληλα, ειδικός απεσταλμένος του προέδρου Τζόνσον με κύρια αποστολή του την αποφυγή οιασδήποτε ελληνοτουρκικής σύρραξης. Αρχικά, επισκέπτεται Αθήνα και Αγκυρα. Βασικό του μέλημα, η εκτόνωση της κρίσης. Στην Τουρκία, ο Τύπος καλλιεργεί πολεμικό κλίμα μιλώντας περί γενοκτονίας των Τουρκοκυπρίων και καλεί την κυβέρνηση της χώρας να προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας προς τον Βανς: «Αν δεν υπάρξει απόφαση για επέμβαση, κινδυνεύει να καταρρεύσει η συνοχή της τουρκικής κοινωνίας».

Οι διαπραγματεύσεις του Σάιρους Βανς με Αθήνα και Αγκυρα έχουν αποτέλεσμα την επίδοση συμβιβαστικής πρότασης, που όμως βρίσκει ανικανοποίητη την τουρκική πλευρά, η οποία αφού προβαίνει σε τροποποίηση των σημείων της που ουσιαστικά επέβαλαν τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς και την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, την επιδίδει στην Ελλάδα κατά τρόπο σχεδόν τελεσιγραφικό. Τρομοκρατημένη από την τροπή που παίρνουν τα πράγματα και ανίκανη και ανέτοιμη να διαπραγματευτεί έστω και κατ’ ελάχιστον, η κυβέρνηση της χούντας των Αθηνών, μέσω του υπουργού Εξωτερικών του καθεστώτος Παναγιώτη Πιπινέλη, κάνει δεκτό το αίτημα της Αγκυρας για αποχώρηση της μεραρχίας από την Κύπρο.

Τι σήμαινε όμως για την Ελλάδα η επιστροφή της μεραρχίας στην Αθήνα; Επεδίωκε ο Μακάριος την αποχώρησή της; Θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα αν υπήρχε πολιτική κυβέρνηση στην Ελλάδα; Σε τι αποσκοπούσε ο Γρίβας; Τα στοιχεία δείχνουν ότι στην πραγματικότητα, τόσο ο Γρίβας όσο και η παρουσία της μεραρχίας στην Κύπρο αποτελούσαν για το Μακάριο έναν μόνιμο βραχνά. Οι Ελληνες αξιωματικοί της μεραρχίας, μέλη, οι περισσότεροι, της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ, υπονόμευαν διαρκώς τον Μακάριο, κατηγορώντας τον ως εχθρό της ένωσης με την Ελλάδα. Δεν είναι λοιπόν παράλογο, να υποστηριχθεί πως η εκδίωξη της μεραρχίας από την Κύπρο, θα είχε για το Μακάριο «ευεργετικό» αποτέλεσμα. Εντούτοις, η συναίνεση του τότε στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδας στην ανάκληση της μεραρχίας, σήμαινε αφενός την αποδοχή της συρρίκνωσης της πολιτικής βούλησης της Ελλάδας, αφετέρου, άφηνε στην Τουρκία το περιθώριο για δράση κάθε μορφής. Οσο λοιπόν, επιδίωκε την απόσυρση της μεραρχίας από την Κύπρο ο Μακάριος, άλλο τόσο απέκλειε το ενδεχόμενο διάλυσης της Εθνικής Φρουράς. Και διαπραγματεύτηκε σκληρά γι’ αυτό.

Η διατήρησή της ωστόσο φαίνεται ότι του στοίχισε πολύ ακριβά, καθώς στις τάξεις της παρέμειναν περί τους 500 Ελληνες αξιωματικούς, οι οποίοι, μέχρι και το πραξικόπημα του 1974, τον υπονόμευαν συστηματικά. Ενδεικτικό αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι λίγο καιρό μετά τα γεγονότα του ’74, ο Μακάριος παραδέχτηκε ότι ένα από τα χειρότερα λάθη κατά τη διάρκεια της θητείας του στην προεδρία της Κύπρου ήταν η εμμονή του στη διατήρηση της Εθνικής Φρουράς.

Δύσκολο και παράτολμο να επιχειρήσει κανείς σκιαγράφηση της σύνθετης προσωπικότητας του Μακαρίου. Γεγονός πάντως είναι ότι αποτέλεσε μία από τις περισσότερο αμφισβητούμενες φυσιογνωμίες όλης αυτής της περιόδου. Ο χαρισματικός ηγέτης, αλλά και ο εξαιρετικά φιλόδοξος πολιτικός. Ο πανέξυπνος ιεράρχης που μεταμορφωνόταν σε στυγνό διαπραγματευτή. Πάντοτε καιροσκοπικά. Πότε στο πλευρό της Αγγλίας, πότε στο πλευρό Ελλάδας και πότε στο πλευρό της Σοβιετικής Ενωσης. Πάντα όμως, όπως δείχνει η ανάγνωση της ιστορίας, στο πλευρό εκείνου που πίστευε ότι θα τον ωφελούσε περισσότερο στην προσωπική του ανάδειξη στον πολιτικό στίβο. Η σχέση του με το Γρίβα, επίσης αμφισβητούμενη. Ο ίδιος ο Γρίβας, ήρωας ή προδότης; Πράκτορας ή πατριώτης; Δεν μπορεί να δοθεί ούτε κι εδώ σαφής απάντηση. Πάντως, και οι δύο οργανώσεις τις οποίες ίδρυσε («Χ» και «ΕΟΚΑ»), παρ’ όλο που είχαν πατριωτική αφετηρία, εντούτοις κατέληξαν αμφότερες να καταγράφονται στη συλλογική συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού ως προδοτικές.

Ο διεθνής παράγοντας

Και οι μεγάλες δυνάμεις; Η στάση της Αγγλίας, και μόνο λόγω του διατεταγμένου της ρόλου ως επιδιαιτητή της περιοχής, κάθε άλλο παρά ρυθμιστική μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι περιπτώσεις στις οποίες παρενέβαινε προκειμένου να ρυθμίσει τα πράγματα προς το συμφέρον της, είναι πολλές. Η δε αμερικανική πλευρά, μπορεί να έδειξε σαφή διάθεση εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας μετά τα γεγονότα του Νοεμβρίου του ’67, ωστόσο η ανοχή της στη διατήρηση της ανελεύθερης χούντας των Αθηνών εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για το ρόλο που έπαιξε όλη αυτή την περίοδο. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητό πως η αποχώρηση της μεραρχίας έχει την προϊστορία της, η οποία αρχίζει από τη συνάντηση του Εβρου τον Σεπτέμβριο του ’67, κατά την οποία οι Τούρκοι αντελήφθησαν με ποιους είχαν να κάνουν. Και αντελήφθησαν ότι μπορούν, αυτό το συγκρότημα που είχε δημιουργηθεί τότε στην Αθήνα, να το αγνοήσουν και να κάνουν εκείνο το οποίο ήθελαν.

Συνομιλίες υπό τους ήχους των τουρκικών πολεμικών

Του Πανουργια Πανουργια*

Η στάση του Μακαρίου κατά την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας

Κατά τη συγγραφή του βιβλίου «Κύπρος: η αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας την 29η Νοεμβρίου 1967 - Εθνική Μειοδοσία», περιήλθαν στα χέρια μου τα αρχεία του State Department της περιόδου 1967-1968, τα οποία περιλαμβάνουν τηλεγραφήματα και εκθέσεις που ανταλλάσσονταν από και προς το State Department από τις πρεσβείες των ΗΠΑ σε Αθήνα, Αγκυρα και Λευκωσία, καθώς και άλλες πολύτιμες πηγές. Οπως είναι γνωστό, τον Νοέμβριο του 1967, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε, έπειτα από πίεση των Αμερικανών να αποσύρει την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο, αποδεχόμενη τελεσίγραφο της τουρκικής κυβέρνησης, μετά τα γεγονότα της Κοφινού. Ο Αμερικανός, ειδικός απεσταλμένος του προέδρου Johnson, Cyrus Vance, από τις 23 Νοεμβρίου αρχίζει να ασκεί πίεση στην ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί το τουρκικό τελεσίγραφο.

Ασφυκτικές πιέσεις

Ο Αμερικανός πρέσβης στην Κύπρο Belcher πίεσε ασφυκτικά τον Μακάριο να αναλάβει δράση ώστε να διευκολύνει την ελληνική ηγεσία να απομακρύνει τις στρατιωτικές δυνάμεις από το νησί. Στις 22 Νοεμβρίου, ο Μακάριος δήλωσε στον Belcher ότι ευνοεί την αποστρατιωτικοποίηση και ότι δεν θα δίσταζε να συμφωνήσει με την πρόταση αυτή. Είναι όμως έξω από κάθε συζήτηση να αναλάβει μια τέτοια πρωτοβουλία, χωρίς προηγουμένως να συνεννοηθεί με την Αθήνα. Φοβάται, εν όψει της παρούσας κρίσης, ότι θα κατηγορούνταν πως ήταν προδότης και πως ξεπουλούσε την Ελλάδα.

Δύο μέρες αργότερα (στις 24 Νοεμβρίου), ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απευθύνει διάγγελμα στον κυπριακό λαό, καταλήγοντας: «...Εάν όμως παρ’ ελπίδα ο πόλεμος επιβληθή, τότε θα αμυνθώμεν διά την τιμήν και την αξιοπρέπειάν μας. Θα αγωνισθώμεν με υψηλά το μέτωπο και την ψυχήν ορθίαν. Ο αγών μας θα είναι αγών υπέρ πάντων...».

Στις 25 Νοεμβρίου, ο Μακάριος σε συνάντηση με τον Belcher αναφέρει ότι σύμφωνα με πληροφορίες που του δόθηκαν, οι Τούρκοι προτίθενται να δημιουργήσουν προγεφύρωμα στην Κύπρο, ώστε να συζητήσουν με καλύτερους όρους. Ο Μακάριος δήλωσε πως μια τέτοια ενέργεια θα εκληφθεί ως κήρυξη πολέμου και θα αντιδράσει με όλες τις δυνάμεις που θα έχει στη διάθεσή του.

Στις 28 Νοεμβρίου, η ελληνική ηγεσία αποδέχεται το τουρκικό τελεσίγραφο. Κατά την υπογραφή αποδοχής, ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Πιπινέλης επεσήμανε ότι η παράγραφος 4 που αναφέρεται στην Εθνοφρουρά δεν είναι δεσμευτική για την κυπριακή ηγεσία.

Την επομένη, 29 Νοεμβρίου, ο Vance μεταβαίνει στη Λευκωσία για να επιτύχει την αποδοχή του τουρκικού τελεσιγράφου από την κυπριακή ηγεσία. Πολύ σημαντικές είναι οι οδηγίες που έδωσε ο υπουργός Εξωτερικών Rusk των ΗΠΑ στον Vance για τον χειρισμό του θέματος με τον Μακάριο: «Υπό τις παρούσες συνθήκες, η καλύτερη τακτική θα είναι να προσπαθήσετε να εκμεταλλευτείτε (attempt to play on) τη ματαιοδοξία του Μακαρίου, τονίζοντας τον θετικό του ρόλο ως πρωταγωνιστή της ειρήνης. Αν αυτό αποτύχει, θα πρέπει να επιχειρήσετε να πείσετε τον Μακάριο ότι αν προσπαθήσει να τορπιλίσει τη συμφωνία Ελλάδας - Τουρκίας με αποτέλεσμα την τουρκική εισβολή η κυβέρνηση της Κύπρου θα θεωρηθεί ότι φέρει την κύρια ευθύνη αποτυχίας να αποφευχθεί η καταστροφή». Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η αναφορά στη Σοβιετική Ενωση. Μεταξύ άλλων ο Rusk γράφει: «Οι Ρώσοι έκαναν πιο περίπλοκη την κατάσταση πληροφορώντας την κυβέρνηση της Κύπρου ότι οι Τούρκοι μπλοφάρουν. Θα πρέπει να του βγάλετε την ιδέα αυτή, μάλιστα εάν μπορούσατε να τον εκφοβίσετε μπορεί να βοηθήσει».

«Δεν το ανέχομαι!»

Ο Vance συνοδευόμενος από τον Belcher συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Κύπριο υπουργό Εξωτερικών Σπύρο Κυπριανού την 29η Νοεμβρίου. Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Αμερικανού μεσολαβητή και του Αρχιεπισκόπου. Ο στρατηγός Περίδης στα Απομνημονεύματά του αναφέρει σχετικά: «Ο αντιπρόσωπος του προέδρου Johnson Cyrus Vance επήγε στο γραφείο του για συνομιλίες, προσπαθώντας να πείση τον Μακάριο να ευθυγραμμισθή με τίς απόψεις του. Εξω στη Λευκωσία και πάνω, τουρκικά αεροσκάφη διήρχοντο, διασχίζοντα, βυθιζόμενα στην πόλιν και πάνω από το Προεδρικό Μέγαρο, με εκκωφαντικό θόρυβο. Σε μια στιγμή του λέγει με αυστηρό αλλά και μειλίχιο ύφος: “Απορώ εξοχότατε, πώς σεις, αντιπρόσωπος μιας Μεγάλης Δυνάμεως, ανέχεσθε την ταπείνωσιν νά συζητάτε υπό τον εκβιασμόν αυτών των θορυβοποιών... Βεβαίως είναι δικαίωμά σας. Εγώ όμως ως Ελλην εκπρόσωπος του λαού μου δεν τό ανέχομαι! Πηγαίνετε. Κι όταν σταματήσουν αυτές οι “γελοιότητες” ξαναέλθετε!”. Ο Vance έφυγε ταραγμένος. Ως διά μαγείας σε ολίγη ώρα τα τουρκικά αεροπλάνα εξηφανίσθησαν καί δεν ξαναφάνηκαν. Και μετά μίαν ώραν επανήλθε για την επανάληψιν των συνομιλιών και με αρκετά “κατεβασμένα φτερά”».

«Δώστε μας δύο ώρες»

Και ο Caglayangil, τότε υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, στο βιβλίο του «Οι αναμνήσεις μου» (μετάφραση: Φ. Καράογλαν, Αθήνα: εκδ. Ποταμός, 2001), επιβεβαιώνει το επεισόδιο αυτό γράφοντας: «Λίγο αργότερα μου τηλεφώνησε (ο Vance) από την Κύπρο. “Βρίσκομαι στη Λευκωσία”, είπε, “στο Προεδρικό Μέγαρο. Είναι αδύνατον να συζητήσουμε με τον Μακάριο, τα πολεμικά σας αεροπλάνα πετούν συνεχώς πάνω από το κεφάλι μας. Είναι απερίγραπτος ο θόρυβος και ο πανικός. Δώστε μας τουλάχιστον δύο ώρες για να μπορέσουμε να μιλήσουμε”. Αναζήτησα στο τηλέφωνο τον Αρχηγό της Αεροπορίας Ιρφάν Τανσέλ πασά. Τον βρήκα και τον παρακάλεσα να σταματήσει προσωρινά τις πτήσεις πάνω από το νησί. Σε λίγο έλαβα ευχαριστήριο τηλεφώνημα από τον Vance».

Ο Μακάριος δεν έφερε καμία αντίρρηση για την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας, διότι αυτό το ζήτημα αφορούσε την Ελλάδα. Αντιτάχθηκε όμως πλήρως στη διάλυση της κυπριακής Εθνοφρουράς. Δήλωσε ότι θα ήταν δυνατό να δεχθεί και τη διάλυση της Εθνοφρουράς, εφ’ όσον απομακρύνονταν συγχρόνως η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ, δηλαδή υιοθετούσε τη λύση της πλήρους αποστρατιωτικοποίησης της νήσου. Προς αντικατάσταση των διαλυμένων όμως δυνάμεων θα έπρεπε να σχηματισθεί άλλη ειδική δύναμη. Παράλληλα, θα έπρεπε να υπάρξει εγγύηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου εκ μέρους των ΗΠΑ, της Βρετανίας και των Ηνωμένων Εθνών. Επιπλέον, ο Μακάριος αντιτάχθηκε στη μεταβολή των όρων της Ειρηνευτικής Δύναμης, χωρίς προηγούμενη διασαφήνιση αυτών των απαιτήσεων.

Τελικά, ούτε οι όροι μεταβλήθηκαν ούτε η Εθνοφρουρά διαλύθηκε, παρά τις συνεχείς απειλές περί επικείμενης απόβασης των Τούρκων στη νήσο.

Δεν δύναμαι να κρίνω τον Μακάριο για τη συνολική πορεία του στην ηγεσία της Κύπρου. Από τα δύο όμως περιστατικά που ανέφερα, ο Μακάριος με εντυπωσίασε, ως πραγματικός ηγέτης. Διατύπωνε τις θέσεις και τις απόψεις του με σαφήνεια και πληρότητα. Ηθελε να διατηρεί καλές σχέσεις με την ελληνική ηγεσία, αλλά φοβόταν ανατρεπτικές ενέργειες του στρατηγού Γρίβα. Κατά την κρίση του 1967, τήρησε ηρωική στάση έναντι των αμερικανικών πιέσεων. Εξ αρχής εμφανίστηκε αποφασιστικός, έτοιμος να υπερασπιστεί την Κύπρο, ακόμη και εν απουσία της Ελλάδας.

* Ο κ. Π. Πανουργιάς είναι αντιστράτηγος ε.α. και τέως βουλευτής.