Αρχική σελίδα → Ιστορία → Νεότερη ελληνική ιστορία

Ο Πόλεμος της Κορέας

Στέφανος Xελιδόνης, εφ. Καθημερινή 9/12/2012

Σηματοδότησε τη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολικού συνασπισμού σε μια κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου

Σαν σήμερα πριν από 62 χρόνια, στις 9 Δεκεμβρίου 1950, έφθασε στην Κορέα για να πολεμήσει το ελληνικό τάγμα. Το «Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν» μετείχε στη δύναμη του ΟΗΕ επιφορτισμένη με τη σωτηρία της Ν. Κορέας από την επίθεση του κομμουνιστικού Βορρά. Ο Πόλεμος της Κορέας είχε ξεσπάσει στις 25 Ιουνίου 1950, σηματοδοτώντας μια κορύφωση στον Ψυχρό Πόλεμο. Ο πόλεμος προκάλεσε δραματική αύξηση των φόβων στη Δύση για τις προθέσεις του Aνατολικού συνασπισμού, με ευρύτερες επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό, αλλά και στο παγκόσμιο σκηνικό. Η ανακωχή ήρθε τρία χρόνια μετά την έναρξή του, στις 27 Ιουλίου 1953. Οι δύο Κορέες εξακολούθησαν έκτοτε να αποτελούν χωριστές πολιτικές οντότητες, διαχωρισμένες από τον 38ο παράλληλο, το σημείο από το οποίο είχαν ξεκινήσει οι εχθροπραξίες. Στις σχεδόν έξι δεκαετίες που μεσολάβησαν, η νοτιοκορεατική οικονομία αναπτύχθηκε περίπου από το μηδέν, ξεπερνώντας το ένα τρισ. δολάρια. Από την άλλη, η Β. Κορέα παραμένει μια φτωχή χώρα με φρικτές επιδόσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που κυβερνιέται από μια σταλινικού τύπου «οικογενειακή» δικτατορία. Καθώς τα δύο κράτη ποτέ δεν υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, τυπικά συνεχίζουν να βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση.

Διεθνείς ανταγωνισμοί σε κορεατικό έδαφος

Του William Stueck*

Ο Πόλεμος της Κορέας άρχισε στις 25 Ιουνίου 1950 όταν η Βόρειος Κορέα εξαπέλυσε μια ολοκληρωτική συμβατική στρατιωτική επίθεση από τον 38ο παράλληλο, τη διαχωριστική γραμμή που χάραξαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ενωση την παραμονή της παράδοσης της Ιαπωνίας τον Αύγουστο του 1945. Με τη βοήθεια της Σοβιετικής Ενωσης και του νεοσύστατου κομμουνιστικού καθεστώτος στην Κίνα, βορειοκορεατικές μεραρχίες προήλασαν ταχέως εναντίον των κατά πολύ υπολειπόμενων σε άνδρες και δύναμη πυρός νοτιοκορεατικών δυνάμεων. Η Σεούλ, η πρωτεύουσα της Νοτίου Κορέας, έπεσε σε τρεις μέρες.

Η επίθεση έλαβε χώρα σε μια φάση έντονης ψυχροπολεμικής σύγκρουσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συγκάλεσαν το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο η Σοβιετική Ενωση μποϋκοτάριζε, και έλαβαν έγκριση για ένα ψήφισμα που καλούσε τα μέλη να «παράσχουν την απαραίτητη βοήθεια... προκειμένου να απωθήσουν την ένοπλη επίθεση και να επαναφέρουν τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια στην περιοχή». Στις 30 Ιουνίου οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες ήδη παρείχαν αεροπορική και ναυτική υποστήριξη, απέστειλαν χερσαία στρατεύματα για την άμυνα της Νοτίου Κορέας. Παρ' όλο που η Νότιος Κορέα και οι Ηνωμένες Πολιτείες τελικά προμήθευσαν πάνω από το 90% των στρατιωτών που πολέμησαν υπό τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών, 15 ακόμη κυβερνήσεις απέστειλαν στρατιωτικές μονάδες για τη σωτηρία της Νοτίου Κορέας.

Όταν το φθινόπωρο του 1950 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, πάλι κατά προτροπή των ΗΠΑ και υπό δραστικά μεταβαλλόμενες στρατιωτικές συνθήκες, αναθεώρησε τον στόχο της, ώστε αυτός να περιλαμβάνει ενοποίηση της χερσονήσου υπό το αντικομμουνιστικό καθεστώς της Νοτίου Κορέας, η Κίνα απέστειλε εκατοντάδες χιλιάδες στρατεύματα προκειμένου να εμποδίσει τον αφανισμό της Βορείου Κορέας. Κυρίως επειδή ούτε οι κορυφαίοι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών ούτε εκείνοι της Σοβιετικής Ενωσης επιθυμούσαν μία απευθείας στρατιωτική σύγκρουση, ο πόλεμος ποτέ δεν επεκτάθηκε πέραν της Κορέας. Ωστόσο, οι μάχες διήρκεσαν για πάνω από τρία χρόνια, προξένησαν περισσότερες από τρία εκατομμύρια απώλειες σε ανθρώπινες ζωές (ως επί το πλείστον Κορεατών αμάχων), και άφησαν τη χώρα διαιρεμένη περίπου εκεί όπου είχαν ξεκινήσει και με μια τεταμένη ανακωχή αντί με μία συνθήκη ειρήνης. Η διαίρεση και η ένταση συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να παραμένουν ο κύριος σύμμαχος της Νοτίου Κορέας και την Κίνα να εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του βασικού υπερασπιστή της Βορείου Κορέας.

Παρ' όλο που η Κορέα βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά από την Ευρώπη, πολλοί στη Δύση θεωρούσαν τον πόλεμο εκεί θεμελιώδη για τον αγώνα των Ηνωμένων Πολιτειών να προστατέψουν το δυτικό τμήμα της Γηραιάς Ηπείρου από μία σοβιετική εισβολή. Στο μυαλό τους, τα αίτια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν να κάνουν με την αποτυχία των Δυτικών δημοκρατιών να αντισταθούν από νωρίς στην επιθετικότητα της Ιαπωνίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας. Στο τέλος του πολέμου, με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία να έχουν αποδυναμωθεί σοβαρά και τη Σοβιετική Ενωση να έχει αναδυθεί ως η ισχυρότερη δύναμη στην ευρασιατική χερσαία μάζα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το μόνο έθνος ικανό να αναχαιτίσει τη σοβιετική επέκταση. Ο φόβος που δημιουργήθηκε ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επέστρεφαν στον απομονωτισμό του Μεσοπολέμου.

Μέχρι το 1950, μέσω του προγράμματος βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, του Σχεδίου Μάρσαλ και του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν δώσει κάποια ένδειξη ότι ο φόβος δεν ήταν δικαιολογημένος. Ωστόσο, καμία από αυτές τις ενέργειες δεν συνεπαγόταν την ανάπτυξη σε μάχη ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ. Πράγματι, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν διαλύσει το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους και είχαν αποσύρει, πλην δύο αποδυναμωμένων μεραρχιών, όλες τις υπόλοιπες από την Ευρώπη. Η Σοβιετική Ενωση κατείχε ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε μονάδες εδάφους στην Ευρώπη, πολλές εκ των οποίων είχαν αναπτυχθεί στην πρώτη γραμμή σε μια Γερμανία διαιρεμένη μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Επιπροσθέτως, κατά τη διάρκεια του 1949 οι Σοβιετικοί είχαν σπάσει το αμερικανικό μονοπώλιο στα πυρηνικά όπλα. Οι αμφιβολίες για το αν γινόταν οι Σοβιετικοί να αποτραπούν από το να μπουν στη δυτική Ευρώπη ή για το αν μπορούσε κανείς να βασιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για την υπεράσπιση της περιοχής σε μια τέτοια περίπτωση, ενισχύθηκαν.

Υπό αυτές τις συνθήκες η βορειοκορεατική επίθεση έγινε ένα τεστ της αξιοπιστίας των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ενωση είχαν μοιράσει την Κορέα σε ζώνες κατοχής το 1945. Οταν μετά την ιαπωνική αποχώρηση απέτυχαν να συμφωνήσουν στην εγκαθίδρυση μίας ενωμένης, ανεξάρτητης κυβέρνησης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπεισαν τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και μια επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός τέτοιου καθεστώτος κάτω από τον 38ο παράλληλο. Αυτό το καθεστώς εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1948 υπό την αντικομμουνιστική ηγεσία του Σίνγκμαν Ρι. Η Σοβιετική Ενωση ακολούθησε με τη σειρά της, δημιουργώντας μία κομμουνιστική κυβέρνηση στον Βορρά υπό τον Κιμ Ιλ Σουνγκ. Τώρα, τον Ιούνιο του 1950, που τανκς και αεροσκάφη σοβιετικής κατασκευής ηγούνταν του βορειοκορεατικού στρατού σε μια προσπάθεια να επανενώσουν τη χώρα διά της βίας, οι Αμερικανοί ηγέτες αντιμετώπιζαν μια δοκιμασία της δικής τους προθυμίας να χύσουν αίμα για τη Νότιο Κορέα και τα Ηνωμένα Εθνη.

Η απόφαση του Αμερικανού προέδρου Χάρι Τρούμαν να αποστείλει στρατεύματα στην Κορέα ανακούφισε από μέρος της ανησυχίας στην Ευρώπη σχετικά με τη βούληση των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο φόβοι σχετικά με τις δυνατότητές τους παρέμειναν, ειδικά ενόψει των ομοιοτήτων της στρατιωτικής ισορροπίας στη διαιρεμένη Κορέα με αυτήν στη διαιρεμένη Γερμανία. Οι σχεδιαστές στρατηγικής των ΗΠΑ μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες και η βορειοκορεατική επίθεση παρείχε το απαραίτητο σοκ για να ενωθούν η γραφειοκρατία της εθνικής ασφάλειας με το αμερικανικό κοινό πίσω από ένα μείζον πρόγραμμα επανεξοπλισμού. Στη διάρκεια των επόμενων τριών ετών, οι Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τους εταίρους τους στο ΝΑΤΟ, το οποίο επεκτάθηκε το 1952 για να περιλάβει την Ελλάδα και την Τουρκία, δημιούργησαν ένα πολυμερές αμυντικό οικοδόμημα, αύξησαν κατά πολύ το μέγεθος και την ετοιμότητα των δυνάμεων που βρίσκονταν ανεπτυγμένες εναντίον των Σοβιετικών στην Ευρώπη, και επέτρεψαν την κρίσιμη δυτικογερμανική συμβολή σε αυτές τις δυνάμεις.

Ευρωπαϊκοί φόβοι για επίθεση της ΕΣΣΔ

Δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις διαρκώς ανησυχούσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επέκτειναν τον πόλεμο πέραν της Κορέας, δεσμεύοντας έτσι υπέρ το δέον τις δυνάμεις τους στη βορειοανατολική Ασία. Αυτό, πίστευαν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, θα αποδυνάμωνε τη θέση των ΗΠΑ στην Ευρώπη και θα ενεθάρρυνε πιθανόν τη Σοβιετική Ενωση να εξαπολύσει μία προληπτική επίθεση στη Γηραιά Ηπειρο. Τέτοιου είδους ανησυχίες κορυφώθηκαν το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 1950 και Απριλίου 1951, όταν η Κίνα, μετά τη μαζική παρέμβασή της στην Κορέα, απειλούσε τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών με ολοκληρωτική ήττα. Ωστόσο, με τη στρατιωτική ισορροπία που επετεύχθη στην Κορέα κατά τα τέλη του χειμώνα και την άνοιξη του 1951 και την παύση, από τον Τρούμαν, του απείθαρχου στρατηγού Ντάγκλας Μακάρθουρ από όλα του τα καθήκοντα, οι πιθανότητες για εξάπλωση του πολέμου μειώθηκαν. Παρ' όλ' αυτά, από το 1951 έως το 1954 οι Ηνωμένες Πολιτείες διεύρυναν τις δεσμεύσεις τους στον δυτικό Ειρηνικό μέσω της υπογραφής στρατιωτικών συμφώνων με την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τις Φιλιππίνες, την Ιαπωνία, τη Νότιο Κορέα και την Ταϊβάν. Σε αντίθεση, όμως, με τον Πόλεμο του Βιετνάμ την επόμενη δεκαετία, αυτές οι δεσμεύσεις έγιναν ενόσω οι δυνάμεις των ΗΠΑ επεκτείνονταν στην Ευρώπη.

Ο Πόλεμος της Κορέας ήταν μία άγρια σύγκρουση η οποία όξυνε σε μεγάλο βαθμό μία παγκόσμια κούρσα εξοπλισμών και απέτυχε να ικανοποιήσει τον πόθο των Κορεατών για εθνική ενότητα. Από την άλλη, κατέδειξε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πρόθυμες να πολεμήσουν προκειμένου να προστατέψουν φιλικές κυβερνήσεις και παρείχε το πλαίσιο εντός του οποίου η Δύση επανεξοπλίστηκε για να δημιουργήσει μία σχετική στρατιωτική ισορροπία στην Ευρώπη, την πλέον κρίσιμη στρατηγικά και κατ' επέκτασιν πιο επικίνδυνη περιοχή στη σύγκρουση των μεγάλων δυνάμεων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά μία σημαντική έννοια, λοιπόν, ο Πόλεμος της Κορέας κατέστησε μία απευθείας σύρραξη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης πολύ λιγότερο πιθανή να συμβεί.

* Ο κ. William Stueck είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, με πολυάριθμες δημοσιεύσεις πάνω στη διεθνή πολιτική του Πολέμου της Κορέας.

Η ελληνική συμμετοχή υπό τη σημαία του ΟΗΕ

Του Γεωργιου Α. Καζαμια*

Η βορειοκορεατική εισβολή στη Νότια Κορέα ξεκίνησε στις 25 Ιουνίου 1950. Ακολούθησαν σχεδόν αμέσως αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών που συνιστούσαν στα μέλη τους να παράσχουν βοήθεια στη Νότια Κορέα για την απόκρουση της εισβολής. Η Ελλάδα ήταν ένα από τα 53 κράτη-μέλη που υποστήριξαν την απόφαση της 27ης Ιουνίου 1950 του Συμβουλίου Ασφαλείας και ένα από τα 21 κράτη-μέλη που συνεισέφεραν δυνάμεις. Στη μεγάλη σύγκρουση στην Κορεατική Χερσόνησο που ακολούθησε, στις «δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών» όπως αποκλήθηκαν, συμμετείχαν κυρίως Αμερικανοί και Νοτιοκορεάτες. Λιγότερο από 10% του συνόλου αποτελούνταν από δυνάμεις δυτικών χωρών (Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Ελλάδα, Τουρκία κ. λπ.) αλλά και χωρών όπως η Αιθιοπία, η Κολομβία, η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες κ. ά. Ακόμη και το Λουξεμβούργο συμμετείχε στην εκστρατεία με 44 άνδρες.

Η Ελλάδα συμμετέσχε στον Πόλεμο της Κορέας κυρίως για να υποστηρίξει τις προσπάθειές της για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Στο ΝΑΤΟ επιθυμούσε να ενταχθεί και η Τουρκία - χώρα που επίσης είχε προσφέρει στρατεύματα για την Κορέα. Στις 30 Ιουνίου του 1950, απαντώντας στη σύσταση παροχής βοήθειας του Συμβουλίου Ασφαλείας προς τα μέλη του ΟΗΕ, η κυβέρνηση Πλαστήρα δήλωσε την υποστήριξή της προς τη Νότια Κορέα. Η προσφορά στρατιωτικών δυνάμεων έγινε λίγο αργότερα, από την κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου.

Η ελληνική συμμετοχή αποτελούνταν από ενισχυμένο τάγμα και από σμήνος της Πολεμικής Αεροπορίας. Η αρχική αποστολή του «Εκστρατευτικού Σώματος Ελλάδος εις Κορέαν» (ΕΚΣΕ) αναχώρησε από τον Πειραιά στις 15 Νοεμβρίου 1950, με 54 αξιωματικούς και περίπου 800 υπαξιωματικούς και άνδρες. Το ελληνικό τάγμα έφθασε με αμερικανικό οπλιταγωγό στην Κορέα στις 9 Δεκεμβρίου 1950. Αρχικά το ΕΚΣΕ αποτέλεσε το τέταρτο τάγμα του 7ου Αμερικανικού Συντάγματος Ιππικού, της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας Ιππικού. Από τις 28 Νοεμβρίου 1951 υπήχθη στην 3η Αμερικανική Μεραρχία Πεζικού, αποτελώντας αρχικά μέρος του 65ου Αμερικανικού Συντάγματος Πεζικού και αργότερα μονάδα του 15ου Αμερικανικού Συντάγματος Πεζικού.

Η θητεία των ανδρών του ΕΚΣΕ στην Κορέα ήταν εξάμηνη, με ανταμοιβή την τρίμηνη μείωση του χρόνου θητείας τους. Κάποιοι από τους στρατιώτες ήταν εθελοντές, ενώ άλλοι επιλέχθηκαν. Για τους αξιωματικούς ο χρόνος παραμονής στην Κορέα υπολογιζόταν στο διπλάσιο, για την εξέλιξη και τη συνταξιοδότησή τους. Η δύναμη του ΕΚΣΕ σύντομα αυξήθηκε στους χίλιους περίπου αξιωματικούς και άνδρες και διατηρήθηκε σταθερή στα επίπεδα αυτά για το διάστημα του πολέμου. Τα κενά που δημιουργούνταν από απώλειες ή επαναπατρισμό αναπληρώνονταν με Αποστολές Αντικαταστάσεων που στέλνονταν από την Ελλάδα, σε διαστήματα που ποίκιλαν από έναν έως τρεις περίπου μήνες. Συνολικά στο διάστημα των επιχειρήσεων σχηματίστηκαν δέκα τμήματα επαναπατριζομένων. Το ενδέκατο αναχώρησε από την Κορέα μετά την υπογραφή της ανακωχής, τον Νοέμβριο του 1953. Μετά την υπογραφή της ανακωχής στάλθηκαν στην Κορέα άλλες επτά αποστολές.

Πλήθος διακρίσεων στο Ελληνικό Τάγμα

Το ΕΚΣΕ έφθασε στην Κορέα σε κρίσιμες στιγμές. Μετά μερικές μέρες παραμονής σε στρατόπεδο υποδοχής, με εξαιρετικά κακές καιρικές συνθήκες (ο κορεατικός χειμώνας είναι δριμύτατος, με συνήθεις θερμοκρασίες -10 βαθμών Κελσίου), μετακινήθηκε σε περιοχή νότια της Σεούλ και πήρε μέρος στην τελευταία μεγάλη υποχώρηση των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών, στο διάστημα Δεκεμβρίου 1950 - Ιανουαρίου 1951. Στη συνέχεια συμμετείχε στις μάχες του υψώματος 381 (29-30/1/1951), του υψώματος Scotch (ύψωμα 313, 3-5/10/1951) και στις επιχειρήσεις στην περιοχή των υψωμάτων Kelly, Big Nory και Little Nory (Σεπτέμβριος 1952). Το 1953, το ΕΚΣΕ πήρε μέρος στις τελευταίες μεγάλες μάχες, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1953, μάχες έντασης τέτοιας που δεν είχε παρουσιασθεί από τον Απρίλιο του 1951. Ανάμεσά τους, οι μάχες του Υψώματος Χάρυ (οι Ελληνες στρατιώτες το μετονόμασαν σε «Χάρο») μεταξύ 10-18/7/1953 και στη μάχη της εξέχουσας του Κουμσόνγκ, 13-20/7/1953. Δύο μόλις μέρες πριν από την υπογραφή της ανακωχής, το ΕΚΣΕ στις 25/7/1953 αντιμετώπισε και αναχαίτισε σφοδρή εχθρική επίθεση στα υψώματα 532 και 491, στην περιοχή Πικεϊόμγ-Νιογκ - Chihyon-Ni. Οι συγκρούσεις κράτησαν μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της 27ης Ιουλίου, ημέρα υπογραφής της ανακωχής. Και εδώ, όπως και σε άλλες περιπτώσεις το Ελληνικό Τάγμα κράτησε τις θέσεις του, με σημαντικές απώλειες (επτά νεκρούς και 24 τραυματίες). Η ανακωχή, που υπογράφηκε στις 27 Ιουλίου 1953, βρήκε το ΕΚΣΕ στην πρώτη γραμμή.

Αυτό που φαίνεται να διαφοροποιούσε το ΕΚΣΕ από πολλές άλλες μονάδες (ακόμα και αμερικανικές), ήταν η ένταση της άμυνας που αντέτασσε και η αντοχή των Ελλήνων στρατιωτών σε αμυντικές, κυρίως, επιχειρήσεις. Ποιοτικά το ΕΚΣΕ φαίνεται πως ήταν μια αξιόπιστη και αξιόμαχη μονάδα, όπως επιβεβαιώνουν και τα συγχαρητήρια, οι εύφημες μνείες και οι διακρίσεις που κέρδισε στην Κορέα. Το ΕΚΣΕ τιμήθηκε με προεδρικές διακρίσεις από τις ΗΠΑ και την Κορέα (Distinguished Unit Citation και Republic of Korea, Presidential Unit Citation αντίστοιχα), η σημαία του ή άνδρες του παρασημοφορήθηκαν με έξι πολεμικούς σταυρούς (Distinguished Service Cross), 32 Αργυρά Αστρα (Silver Stars), και 110 Χάλκινα Αστρα (Bronze Stars). Στις αρχές του 1954, απονεμήθηκε στη σημαία του Ελληνικού Τάγματος και ο Ταξιάρχης του Αριστείου Ανδρείας της Ελλάδος.

Στο διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων, στην Κορέα υπηρέτησαν περίπου 4.700 Ελληνες αξιωματικοί και οπλίτες. Περίπου 5.600 ακόμη στάλθηκαν μετά την ανακωχή, όταν η ελληνική δύναμη αναβαθμίσθηκε, ξεπερνώντας τους 2.000 αξιωματικούς και άνδρες. Το ΕΚΣΕ επαναπατρίσθηκε τον Δεκέμβριο του 1955, αφήνοντας τελικά ένα ενδεκαμελές άγημα που παρέμεινε συμβολικά στην Κορέα ώς τον Μάιο του 1958. Στους 32 μήνες και 15 μέρες πολεμικής περιόδου που το ΕΚΣΕ βρισκόταν στην Κορέα (από 37 περίπου μήνες συγκρούσεων), οι συνολικές απώλειες μάχης ήταν 636 νεκροί και τραυματίες. Οι ελληνικές απώλειες αποτελούν περίπου το 4,5% των νεκρών των μη-αμερικανικών και μη-νοτιοκορεατικών δυνάμεων και περίπου το 4% των τραυματιών.

Η Πολεμική Αεροπορία

Συμμετοχή είχε επίσης η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία. Σμήνος επτά αεροπλάνων C-47 (τα γνωστά Dakota) με δύναμη 67 άνδρες (25 ιπτάμενο προσωπικό και τα υπόλοιπα προσωπικό εδάφους) συμμετείχαν ενεργά, σχεδόν από την επομένη της άφιξής τους στις 1/12/1950, στις επιχειρήσεις διάσωσης της 1ης Αμερικανικής Μεραρχίας Πεζοναυτών. Eπιχειρώντας με πολλούς κινδύνους από το υποτυπώδες αεροδρόμιο Κ-27 κοντά στην πόλη Hungnam, συνέβαλαν σημαντικά στην επιχείρηση απεγκλωβισμού, κυρίως των τραυματιών. Για τη συμβολή τους στην επιχείρηση, 19 Ελληνες αεροπόροι παρασημοφορήθηκαν από τους Αμερικανούς ενώ το σμήνος έλαβε Εύφημο Μνεία του Προέδρου των ΗΠΑ. Αργότερα το σμήνος τιμήθηκε μεταξύ άλλων και με εύφημη μνεία του Προέδρου της Νότιας Κορέας.

Η δράση του Ελληνικού Σμήνους συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, με απώλειες δώδεκα αξιωματικούς και υπαξιωματικούς και τέσσερα αεροπλάνα (4/1/1951, 26/5/1951, 22/12/1952, 27/12/1952). Μέχρι το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων, οι Ελληνες αεροπόροι διατήρησαν τη φήμη γενναίων και τολμηρών χειριστών που έφερναν σε πέρας αποστολές που άλλοι δεν θα επιχειρούσαν καν.

Το σμήνος επαναπατρίσθηκε τον Μάιο του 1955, μετά από 2.196 πολεμικές αποστολές, στις οποίες μετέφερε περισσότερους από 70.000 επιβάτες, 9.743 τραυματίες και περισσότερους από 5.000 τόνους εφοδίων.

Μαρτυρίες από το μέτωπο

Οι μαρτυρίες που παρατίθενται είναι από το βιβλίο του Γεωργίου Παγωμένου, Το Ημερολόγιο ενός Ελληνα στρατιώτη στον πόλεμο της Κορέας, Ιανουάριος-Νοέμβριος 1953, Αθήνα (Μεσόγειος), 2004, Εισαγωγή: Γ. Καζαμίας - Γ. Στεφανίδης, Πρόλογος, Επιμέλεια, Σχόλια: Γ. Καζαμίας). Το βιβλίο βρίσκεται και στον ιστότοπο των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κύπρου (http://www.ucy.ac.cy/goto/pek/el-GR/HOME.aspx).

Πάσχα του 1953

Τις 5/4/53 τη Μεγάλη αυτήν ημέρα του Πάσχα κυκλοφορούσα στα χαρακώματα και ο νους μου ήταν στην Ελλάδα. Πέρασε και αυτή η νύκτα. Το πρωί μας φώναξε ο διμοιρίτης και έδωσε από ένα αυγό στον καθένα και ένα κομμάτι κουλούρι. Σε λίγο ήλθε και ο διοικητής του τάγματος και μας έβγαλε λόγο και μας είπε ότι αυτή η βραδυά θα μας μείνει ανάμνηση στη ζωή και μας είπε ότι του Θωμά την Κυριακήν θα βρισκόμαστε στα μετόπισθεν και θα ψήναμε τα αρνιά. Πέρασε και του Θωμά αλλά τίποτα δεν έγινε (σ. 138).

Απώλειες

24/4/53 […] αυτό το βράδυ είχαμε δύο νεκρούς και επτά τραυματίες, ο ένας από τους νεκρούς ήταν ο υπολοχαγός Μαραγκουδάκης από τη Ρόκα Χανίων. Μία ώρα ακόμα ήθελε για να φύγει από το μέτωπο όπου επαναπατριζόταν και τον βρήκε ένα βλήμα και τον εξόντωσε. Ολοι τον κλάψαν όσοι ήξεραν την αξία του και την παλικαριά του σ. 139-140).

Η ανακωχή

[…] Aυτή η βολή κράτησε μέχρι τις 10 παρά δέκα. Μια στιγμή έπαψε το πυροβολικό το δικό μας, απότομα μια νεκρική σιγή εβασίλευε σε όλο το μέτωπο της Κορέας. Καθόμαστε όλοι στο χαράκωμα και απορούσα με την ησυχία αυτή μα ακόμα δεν μπορούσαμε να το πιστέψωμε, δεν επέρασαν ούτε δέκα λεπτά μετά την παύση των πυρών άρχισαν οι Κινέζοι να φωνάζουν στα υψώματα που πριν από δέκα λεπτά καιγόνταν από τα βλήματα και μαζεύαν τους νεκρούς και τραυματίες. Κι αν είχε κλείσει ανακωχή είχαμε διαταγή να μην κοιμηθεί κανείς, να είμαστε όλοι στις θέσεις και να προσέχουμε να μην πυροβολήσει κανείς διότι με ένα πυροβολισμό μετά τις δέκα η ώρα που είχαν ορίσει θα άναβε όλο το μέτωπο, πέρασε και αυτή η νύκτα κάπως πιο καλά από όλα τα βράδυα (σ. 178-9).

* Ο κ. Γεώργιος Α. Καζαμίας είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.