Ποια ιστορία ταιριάζει στην παγκοσμιοποίηση;

Αντώνης Λιάκος, εφ. Το Βήμα, 31/7/2005

Αλλάζουν οι ιστορικές σπουδές στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; Στο ερώτημα αυτό κλήθηκαν να απαντήσουν περισσότεροι από χίλιους ιστορικούς, οι οποίοι ταξίδεψαν από όλον τον κόσμο στο χειμωνιάτικο Σίδνεϊ για το 20ό Παγκόσμιο Συνέδριο Ιστορικών Επιστημών. Οι ιστορικές σπουδές από τον 19ο αιώνα ταξίδευαν πατώντας σε δύο βάρκες. Για να γίνουν μια αξιοπρεπής επιστήμη έπρεπε να επιδιώκουν γνώση με γενική ισχύ, να είναι δηλαδή τόσο διεθνείς όσο και οι φυσικές επιστήμες. H επαγγελματική τους όμως βάση και κατοχύρωση προέκυπτε από τη δυνατότητά τους να δημιουργούν ταυτότητες, να προσφέρουν ιδεολογία και επιχειρήματα στο εθνικό κράτος. Το αποτέλεσμα συνήθως ήταν ιδεολογία με τήβεννο και τα θεαματικά ναυάγια δεν ήταν ασυνήθιστα, ιδιαίτερα σε εποχές θερμών και ψυχρών πολέμων. Ωστόσο τα διεθνή συνέδρια αποτελούσαν εκείνο το φόρουμ το οποίο εξασφάλιζε τη συνεκτικότητα της συζήτησης, και αυτό από μόνο του απέκτησε μια διαμορφωτική δυναμική στην εξέλιξη των ιστορικών σπουδών. Οι ιστορικοί κατόρθωσαν να γεφυρώσουν μεταξύ τους τα χάσματα που άνοιξαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, και μάλιστα να προχωρήσουν σε κοινές εκτιμήσεις και αμοιβαίες αναθεωρήσεις των απόψεών τους, πολύ προτού αυτές αποκτήσουν τη μορφή κοινού αιτήματος. Κατάφεραν επίσης να κρατήσουν σε όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου ένα πεδίο συνεννόησης παρά τις εντάσεις. Τέλος επιβίωσαν από τις θεωρητικές συγκρούσεις, όπως ανάμεσα στη γεγονοτολογική ιστορία και στη Νέα Ιστορία (Annales) τη δεκαετία του 1950, όσο και ανάμεσα στον μοντερνισμό και στον μεταμοντερνισμό στα τέλη του 20ού αιώνα. Ετσι οι ιστορικοί εξακολουθούν να συζητούν και να αλληλοεπηρεάζονται.

Διεθνοποίηση της Ιστορίας

Στην εισαγωγική ομιλία τους ο Γιούργκεν Κόκα και η Ναταλί Ζίμον Ντέιβις υποστήριξαν ότι οι ιστορικές σπουδές έχουν ήδη διεθνοποιηθεί στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται. Αλλά ποια ιστορία απαιτεί η παγκοσμιοποιημένη εποχή; Είναι δυνατή μια ιστορία του κόσμου στα μέτρα των απαιτήσεών της; Δεν είναι στις ευθύνες των ιστορικών να δώσουν στην κοινωνία τη δυνατότητα να σκεφτεί τα προβλήματά της, όχι απομονωμένα στον μικρόκοσμό της η καθεμία αλλά στον ορίζοντα των αλλαγών του κόσμου; Δεν είναι καιρός να επανέλθουμε στην παγκόσμια ιστορία που γεννήθηκε στην εποχή του Διαφωτισμού και η οποία αντικαταστάθηκε από τις εθνικές ιστορίες στην εποχή του ρομαντισμού και των εθνικών κινημάτων; Αλλά η παλιά παγκόσμια ιστορία ήταν κυρίως δυτικοκεντρική. Επομένως χρειάζεται μια ιστορία η οποία θα είναι, πρώτον, πολυκεντρική, θα περιλαμβάνει δηλαδή την οπτική των άλλων ηπείρων, ιδιαίτερα την κινεζοϊαπωνική παράδοση, και, δεύτερον, θα είναι απαλλαγμένη από υπόρρητες αξιολογήσεις και διαβαθμίσεις σε ανώτερες και κατώτερες κλίμακες. Δεύτερον, η παλιά παγκόσμια ιστορία ήταν ιστορία κλειστών πολιτισμών ή εθνών. Παρακολουθούσε την άνοδο και την πτώση τους. H καινούργια πρέπει να δίνει έμφαση στην κοινότητα της ανθρώπινης εμπειρίας, φυσικά στις διαφορετικές πολιτισμικές της σημασιολογήσεις, στις επαφές και στις συνδέσεις, σε κοινά φαινόμενα που διασχίζουν εγκάρσια κοινωνίες και πολιτισμούς. Επομένως οι ιστορικοί, ακόμη και αν μελετούν ένα ιδιαίτερο και περιορισμένο σε χώρο και χρόνο φαινόμενο, θα πρέπει να το προσεγγίζουν μέσα από αυτή την δια-εθνική και διασταυρούμενη οπτική. Ο όρος που προβλήθηκε ήταν δια-εθνική προσέγγιση (transnational approach). Πρόκειται για μια έννοια διαφορετική από τη συγκριτική ιστορία η οποία έχει ως αφετηριακό φορέα την εθνική ιστορία. Αντίθετα εδώ τα φαινόμενα βρίσκονται σε αλληλεξαρτήσεις και συμφραζόμενα που δεν περιορίζονται ή δεν εξηγούνται μέσα στα εθνικά πλαίσια ή πολλές φορές είναι ανεξάρτητα από αυτά.

Λέξεις-κλειδιά

Ο όρος «transnational» ήταν ο πρώτος από τις τρεις λέξεις-κλειδιά οι οποίες νομίζω ότι χαρακτήρισαν το συνέδριο, παρά την απίστευτη ποικιλία θεμάτων και απόψεων. Οι άλλες δύο είναι «middle ground» (ενδιάμεσο πεδίο) και «responsibility» (υπευθυνότητα). Ο δεύτερος όρος αφορά την εξερεύνηση όχι δυαδικών σχέσεων ή των επαφών ανάμεσα στους διαφορετικούς πολιτισμούς (λ.χ., την εικόνα του «διαφορετικού» στον δικό μας πολιτισμό) αλλά ενός ενδιάμεσου πεδίου το οποίο περιλαμβάνει συγκρούσεις αλλά και διαπραγματεύσεις, παράγει ταυτόχρονα προσομοιώσεις και διαφοροποιήσεις. Αφορά δηλαδή μια μεθοδολογική πρόταση: Οχι το δίπολο ταυτότητα - ετερότητα, όχι δυαδικοί όροι προσέγγισης (λ.χ., «εμείς» και οι «άλλοι»), αλλά εξερεύνηση μιας ζώνης δυναμικών αλληλεξαρτήσεων και αμοιβαίων σημασιοδοτήσεων. Με δυο λόγια το μοντέλο της εξερεύνησης ενός χώρου στον οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί ηγεμονία αλλά ούτε και να αρθρωθεί αντιηγεμονία. Φαίνεται ότι η θεωρητική αυτή πρόταση βρήκε απήχηση γιατί ταιριάζει στην εποχή.

Τέλος ο τρίτος όρος αφορά την ευθύνη των ιστορικών. Οι ιστορικοί πρέπεινα θεωρούνται ως μια «οικουμενική κοινότητα» η οποία έχει ευθύνη στο να αποδώσει αξιοπρέπεια στις κοινότητες που έχουν υποφέρει, μέσα από την αναγνώριση των εγκλημάτων και των αδικιών που έχουν διαπραχθεί σε βάρος τους, ή στο να φέρει άλλες κοινότητες σε επίγνωση όσων έχουν διαπράξει και στην αναγνώριση των ευθυνών τους. Το τελευταίο ζήτημα δεν αφορά μόνο όσα διαπράχθηκαν στους πολέμους και στις δικτατορίες, αλλά και τους εξανδραποδισμούς κατά τη μακρά περίοδο της αποικιοκρατίας. Το μήνυμα ήταν ότι δεν μπορούν οι ιστορικοί να γράφουν αθώα και χαρούμενα την εποποιία του λευκού χριστιανού κατακτητή εμπόρου χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τις σκοτεινές και αθέατες συνέπειες της δράσης του. Ούτε να περιγράφουν επαναστάσεις και πολιτικές μεταβολές αδιαφορώντας για το ανθρώπινο κόστος. H φιλοσοφία των ανθρώπινων δικαιωμάτων αρχίζει να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι ιστορικοί αντιλαμβάνονται το παρελθόν. H ευθύνη αφορά επίσης και τον ρόλο των ιστορικών ως διαμεσολαβητών ανάμεσα σε διαφορετικές κουλτούρες, ως διοργανωτών του διαλόγου πέρα από τα στερεότυπα που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν ή συνεχίζουν να δημιουργούν οι κυρίαρχες πολιτικές επιλογές. Ακόμη η δυνατότητα παραγωγής μέσα από την ιστορία καινούργιων ιδεών, ιδεών χρήσιμων για την πορεία των κοινωνιών. Αυτή την έννοια είχε κυρίως το πάνελ «Ιστορία και Ουτοπία». Αν μελετούμε την ιστορία από τη σκοπιά του παρόντος, αναρωτήθηκε ο Hayden White, πώς μπορούμε να θεωρητικοποιήσουμε αυτό το παρόν; Ως την αρχή της πραγματικότητας, η οποία ισοπεδώνει το παρελθόν και τις δυνατότητες που αυτό εμπεριείχε, ή ως ένα πεδίο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στα κληρονομημένα και στα αναδυόμενα κοινωνικά φαινόμενα; Εδώ βρίσκεται η έννοια της ουτοπίας και η σημασία της στην ανάδειξη μιας ιστορίας πολυδιάστατης, που δεν περιορίζεται δηλαδή στο ό,τι συνέβη. Εδωσε ως παράδειγμα την ιστορία των συνταγμάτων. Αποτυπώνουν υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις ή μια διαπραγμάτευση ανάμεσα στο ουτοπικό στοιχείο που εμφανίζεται ως «δέον» και στις υπάρχουσες ιστορικές πραγματικότητες που εμφανίζονται ως «είναι»;

Νέοι προσανατολισμοί

Εκείνη η κατεύθυνση στην οποία δόθηκε εξαρχής έμφαση ήταν η ιστορία των σχέσεων των ανθρώπων με το φυσικό περιβάλλον τους. «Οι μείζονες αλλαγές στον εικοστό αιώνα δεν θα προέλθουν από τις επαναστάσεις αλλά από τις φυσικές καταστροφές» τόνισε ένας εισηγητής, επικαλούμενος για την ιστορία το μοντέλο της θεωρίας του χάους. Και ως καταστροφές, συνέχισε, δεν θα πρέπει μόνο να θεωρούμε τις ξαφνικές καταστροφές, όπως το φονικό τσουνάμι του Ινδικού, αλλά και τις μακροχρόνιες καταστροφές όπως την ξηρασία στην Αφρική ή τις αλλαγές στις κλιματικές συντεταγμένες. Και όχι μόνο τις μακροαλλαγές, αλλά επίσης και εκείνες που προκαλούνται από μικρόβια και ιούς. H ιστορία αυτή δεν αποτελεί ένα πρόσθετο γνωστικό πεδίο, το οποίο απλώς προστίθεται στα προηγούμενα. Θα πρέπει να αμφισβητήσουμε τις ταξινομικές κατηγορίες του μοντερνισμού, οι οποίες επηρέασαν και την κατανομή των σπουδών στα πανεπιστήμια, ξεχωρίζοντας τις ανθρωπιστικές από τις φυσικές επιστήμες. Μια τέτοια κατανομή βλέπει το φυσικό περιβάλλον απλώς ως το σκηνικό της ανθρώπινης δράσης αλλά όχι ως πεδίο αμοιβαίας αλληλόδρασης. Βλέπει δυαδικές σχέσεις πολιτισμού και φύσης, και όχι το ενδιάμεσο πεδίο το οποίο αποτελείται από την αλληλεξάρτησή τους. Αντίθετα, η ιστορία του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου είδους εντός του απαιτεί συνεργασία, κοινά προγράμματα ανάμεσα σε περιβαλλοντικές και ιστορικές επιστήμες. H ιστορία ενός ποταμού, μιας λίμνης, μιας ακτής ή ακόμη και μιας αρρώστιας, όπως η ελονοσία, αποτελούν χρήσιμα σημεία εκκίνησης και παραδείγματα του τοπικού που δείχνουν στο γενικό.

H Ανατολή επανακάμπτει

Τα διεθνή συνέδρια ιστορίας είχαν πάντοτε μια γεωπολιτική διάσταση. Στο συνέδριο αυτό το καινούργιο στοιχείο ήταν η δυναμική εμφάνιση της Ασίας: Κίνα, Ιαπωνία, Ινδία, Κορέα. Τόσο αναφορικά με τον δυναμισμό των αντιπροσωπειών όσο και σε σχέση με τη θεματολογία, η Ασία διεκδίκησε μια θέση ανάμεσα στις μείζονες ιστοριογραφικές περιοχές. Είναι ο νέος μεγάλος πολιτισμικός πόλος ο οποίος ανασυντάσσεται σε όλη την κλίμακα των εικόνων για τον εαυτό του και των αντιλήψεων για τους άλλους, συγκροτώντας μια διαφορετική από τη δυτική οικουμενικότητα. Είναι σαφές ότι έχουμε να μάθουμε από τις ιστοριογραφίες αυτές, από τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο θέτουν τα ζητήματα μοντερνισμού και παράδοσης, από τις διαφορές τους στη συγκρότηση του πολιτικού χώρου, των περιφερειακών παγκοσμιοποιήσεων κτλ. «Δεν μπορείτε να διδάσκετε τι έγραψε ο Θουκυδίδης για την ιστορία, αγνοώντας τι έγραψε ο Κομφούκιος» είπε κάποιος.

Εκείνο το οποίο μένει από αυτά τα συνέδρια δεν είναι ο εγκυκλοπαιδικός πλούτος αλλά η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους ιστορικούς, το να δοκιμάζει κανείς να δει τα πράγματα από την πλευρά του άλλου, το να διαμορφώνει ερωτήματα και ερευνητικές ατζέντες σε ευρείς ορίζοντες. Χρειάζονται αυτές οι εμπειρίες και για τη δική μας, την ελληνική ιστορική κοινότητα. Ενώ έχει τον δυναμισμό να συμμετέχει στις διεθνείς ιστορικές αρένες, οι ατζέντες της καθορίζονται συνήθως μέσα σε στενά ελληνικά πλαίσια. Είναι καιρός μάλιστα να αποκτήσουμε μια πραγματική και αξιοπρεπή αντιπροσώπευση στη Διεθνή Εταιρεία Ιστορικών Σπουδών, γιατί ως τώρα η Ελλάδα υποαντιπροσωπεύεται. Δεν είναι κρίμα; Γιατί να μένουμε απ' έξω;