Μύηση στην κοινωνία της Ρώμης

Σ. Ν. Φιλιππίδης*, εφ. Ελευθεροτυπία, 17/2/2006

Αλλά και στη λατινική λογοτεχνία

Κάποια περίοδο της ζωής μου έτυχε να τη διανύσω σ' ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο. Ήμασταν μια ομάδα μεταπτυχιακοί φοιτητές· κάποιοι σπούδαζαν κυρίως αρχαία ελληνικά, γιατί ήθελαν να μπορούν να διαβάζουν την Καινή Διαθήκη από το πρωτότυπο· εγώ, γιατί ήμουν Έλληνας και μου ήταν ευκολότερο· δύο Ιταλίδες κυρίως λατινικά, γιατί τους ήταν ευκολότερο. Υπέθεσα τότε ότι στην Ιταλία θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίστροφο, αν και για τους μαθητές τους του Λυκείου είναι υποχρεωτικά και τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά, και θυμήθηκα την απέχθεια που ένιωθα επί χρόνια στο εξατάξιο Γυμνάσιο, αλλά και στο Αθήνησι, απέναντι στα λατινικά. Έπρεπε να βρεθώ εκτός Ελλάδος για να εκτιμήσω μια μεγάλη ευρωπαϊκή λογοτεχνία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έχουμε μια εχθρική προκατάληψη για τα λατινικά: την ίδια περίοδο που αντιπαθούσα τα λατινικά προσπαθούσα να διαβάζω γαλλική λογοτεχνία, επηρεασμένος από τη θετική «προπαγάνδα» για τα γαλλικά γράμματα και τη ζωγραφική, που με βομβάρδιζε μέσα από τις εφημερίδες και τα λογοτεχνικά περιοδικά. Αργότερα στη ζωή μου πάντα ένιωθα την πολιτισμική αυτή «αδικία» ως καθυστέρηση ή νεκρό σημείο του δικού μας πολιτισμού. Και τώρα να, επιτέλους, ένα βιβλίο που πιθανώς να συμβάλλει σε μια επανατοποθέτηση στο πρόβλημα, ένα βιβλίο, γραμμένο από έναν Έλληνα καθηγητή πανεπιστημίου, που πιθανώς να μην υπάρχει και άλλο παρόμοιό του σήμερα στον κόσμο και που με απαράμιλλα γλαφυρό τρόπο αναπλάθει τη γοητεία του ρωμαϊκού πολιτισμού. Μολονότι θα μπορούσα να μιλήσω και ως κλασικός φιλόλογος, θα ήθελα να αφήσω να μιλήσουν άλλοι, ειδικότεροι από εμένα λατινιστές· εγώ θα παρουσιάσω το βιβλίο αυτό ως νεοελληνιστής. Πώς θα καταφέρει ένας Έλληνας να δώσει την ομορφιά της ρωμαϊκής ποίησης σε ανθρώπους που δεν διαβάζουν λατινικά; Μεταφράζοντας. Λοιπόν, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μεταφράσεις ποιημάτων μιας νεκρής γλώσσας αλλά με νεοελληνικά ποιήματα που πάλλονται από ζωντάνια:

Τρεμάμενη απ' τα γηρατειά και ανασκουμπωμένη

τραπέζι έστησε καταμεσής η γραία·

ήταν το ένα το ποδάρι του κοντό, κι ένα σπασμένο κεραμίδι

στα ίσια το 'φερε. Απάνω βάζει λιγοστές ελιές,

τυρόγαλο κι αβγά στη χόβολη ψημένα,

λίγα σταφύλια και δαμάσκηνα -κι αυτό ήταν όλο.

Λιτή η τράπεζα και λιγοστό κρασί,

όμως περίσσευε καλή καρδιά κι όψη καλοσυνάτη.

Όχι, δεν είναι Σικελιανός, αλλά Παπαγγελής που μεταφράζει στίχους από τις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου. Θα αντιγράψω εδώ ένα άλλο που δεν είναι Βάρναλης, αλλά Μαρτιάλης-Παπαγγελής:

Γυναίκα αυστηρών αρχών και ηθικής αψόγου, η Λεβίνα

εφρόντιζε το σπίτι της, κυρίως την κουζίνα.

Πέρσι το καλοκαίρι ξαφνικά, ως άπλωνε τα ρούχα

«Φεύγω για Βάιες αύριο, θέλω λουτρά θειούχα,»

είπε στον άντρα της και έφυγε ευθύς την επομένη-

πλην πήγε Πηνελόπη εκεί και γύρισε Ελένη.

Τελευταία θα παραθέσω τη μετάφραση ενός ποιητή που χρονολογικά είναι παλαιότερος από τους προηγούμενους και που πρώτος ύμνησε τον έρωτα και έβαλε τις βάσεις για τη σπουδαία ποίηση που ονομάζεται «ερωτική ελεγεία», ένα λογοτεχνικό είδος αποκλειστικά ρωμαϊκό, του Κάτουλλου:

Μια ζωή την έχουμε, έλα να γλεντήσουμε

κι όσα λεν οι γέροντες ας τα αψηφήσουμε!

Δώσε μου χίλια φιλιά, όμορφή μου κοπελιά,

και ο μήνας έχει εννιά, και ο μήνας έχει εννιά!

Η απόδοση του Μαρτιάλη βρίσκεται κοντύτερα στο λατινικό πρωτότυπο από αυτήν του Κάτουλλου, που μεταφράζεται κατά λέξη ως εξής: «Ας ζούμε, Λεσβία μου, και ας αγαπιόμαστε και όλες τις διαδόσεις των πιο αυστηρών γερόντων ας τις θεωρούμε πως δεν αξίζουν ούτ' ένα λεπτό! [...] Δώσε μου χίλια φιλιά, κι ύστερα εκατό· ύστερα άλλα χίλια, ύστερα άλλα εκατό· ύστερα άλλη μια χιλιάδα, ύστερα εκατό. Ύστερα, όταν θα έχουμε κάνει πολλές χιλιάδες, θα μπερδέψουμε το λογαριασμό, δε θα ξέρουμε...».

Νομίζω πως από τα παραθέματα έχει γίνει προφανής η πρόθεση του μεταφραστή να «αγκιστρώσει» το λατινικό πρωτότυπο στις παραστάσεις του σύγχρονου Έλληνα αναγνώστη. Το βιβλίο του Παπαγγελή μυεί στην ιστορία, την πολιτική (καλή και κακή), την καθημερινή ζωή, το θέατρο, τον ιππόδρομο, την ποίηση, κ.λπ. της Ρώμης και είναι γραμμένο με τέτοια ευφυΐα, ευρηματικότητα και ταλέντο, γνώση και φαντασία, ώστε είναι κατάλληλο (για να μην πω αναγκαίο) όχι μόνο για τους καθηγητές της Φιλολογίας και τους φοιτητές των Φιλοσοφικών Σχολών, αλλά και για τους μαθητές του Λυκείου και οποιονδήποτε εραστή της λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας άλλοτε μεταφράζει, άλλοτε παραφράζει, άλλοτε επινοεί διαλόγους, μονολόγους, απομνημονεύματα, χρησιμοποιεί προκλητικούς τίτλους (του τύπου: «Γάμος αλά ρωμαϊκά», «Στάση Κολοσσαίο: Πόσο πάει μια γκαρσονιέρα στο κέντρο;» ή «Μην ενοχλείτε τον αυτοκράτορα») με στόχο να κάνει περισσότερο ελκυστικό αυτό που κακώς, πολύ κακώς έχουμε πάρει από κακό μάτι! Το υπουργείο Παιδείας θα έπρεπε να διανείμει ένα τέτοιο βιβλίο σε όλους τους καθηγητές και μαθητές που διδάσκουν και διδάσκονται Ρωμαϊκή Ιστορία και Λατινικά, για να αρχίσει κάποτε να ελαττώνεται η προκατάληψη, που δεν οφείλεται παρά σε άγνοια.

* Αναπληρωτής καθηγητής, Πανεπιστήμιο Κρήτης