«Ιδού του Μάρουλλου ο τάφος»

Μπακουνάκης Νίκος, εφ. Το Βήμα, 7/12/2003

Μια μεγάλη έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη, ένα πορτρέτο, μια ιστορία και ο διαρκής μετεωρισμός μας

Μπορεί η παλιά, μεγάλη τέχνη να εξακολουθεί να αφηγείται ιστορίες; Μπορεί, αρκεί να απαλλαγούμε από την (μικροαστική) καχυποψία και της παραδοθούμε με την αθωότητα ενός παιδιού που ετοιμάζεται να ακούσει παραμύθι. Ετοιμάζομαι να ακούσω την ιστορία του έλληνα ποιητή και στρατιώτη του 15ου αιώνα Μιχαήλ Μάρουλλου Ταρχανιώτη έτσι όπως θα μου τη «διηγηθεί» το φιλοτεχνημένο από τον Μποτιτσέλι πορτρέτο του. Το έργο θα παρουσιαστεί, μαζί με άλλα έργα αναφοράς, στη μεγάλη έκθεση «Το φως του Απόλλωνα, Ιταλική Αναγέννηση και Ελλάδα», που θα εγκαινιαστεί στην Εθνική Πινακοθήκη στις 22 Δεκεμβρίου (σχετικά έγραψε ο Αυγουστίνος Ζενάκος την περασμένη Κυριακή).
Για όσους έχουμε περάσει από τα θρανία της ιστορίας των ιδεών ο Μάρουλλος δεν μας είναι άγνωστος· δεν μας είναι άγνωστος αυτός ο ωραίος Κωνσταντινουπολίτης στην καταγωγή, που είδε την Ιταλία ως χώρα των βυζαντινών αναμνήσεων, έγραψε πολλά ποιήματα στα λατινικά, οδήγησε τις δειλές μούσες στα στρατόπεδα και συνδύασε την αρμονία της ποίησης με τον θόρυβο των στρατιωτών. Τηρουμένων των αναλογιών ήταν ένα είδος Βύρωνα της Αναγέννησης, και από την άποψη αυτή δεν είναι τυχαίο ότι θαυμάστηκε και αποθεώθηκε από συγχρόνους του ή από λίγο μεταγενέστερους διανοούμενους. Οσοι τα καταφέρνουν με την παλιά γαλλική ποίηση, σίγουρα κάπου θα έχουν πετύχει το επιτάφιον για τον Μάρουλλο που συνέθεσε ο Πιερ Ρονσάρ, ο πατριάρχης της Πλειάδος, περί το 1560. Γνωστός ή άγνωστος όμως, ο Μάρουλλος εξακολουθεί να μας συγκινεί με την ιστορία του, πολύ περισσότερο που το πορτρέτο του Μποτιτσέλι μας κάνει να έχουμε με αυτόν τον ποιητή και στρατιώτη τη σωματική σχέση της μεγάλης τέχνης.

Ο Μάρουλλος πρέπει να γεννήθηκε λίγους μήνες μετά την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, ίσως το 1453 ή στις αρχές της επόμενης χρονιάς. H οικογένειά του κατέφυγε στην Ιταλία, όπου συντήρησε τις βυζαντινές αναμνήσεις της. Εκεί ο Μιχαήλ σπούδασε λατινική γλώσσα και φιλολογία και εξελίχθηκε όχι μόνο σε διακεκριμένο ποιητή αλλά και σε διακεκριμένο λατινιστή και κριτικό, όπως δείχνουν οι μελέτες του για τον Λουκρήτιο. Πρέπει να ήταν πολύ νέος, όταν ακόμη στα μάγουλά του υπήρχε λίγο χνούδι, αυτοί οι «εφηβικοί ίουλοι», που έφυγε στον πόλεμο, στις παγερές πεδιάδες της Σκυθίας. Στρατιώτης, ένας ακόμη τραχύς Ελληνας, ένας «πλανώμενος Ελλην», όπως θα έλεγε ο Τορκουάτο Τάσο, θρέφοντας με τις περιπέτειές του ιστορίες και ιστορίες. Οι στίχοι του Μιχαήλ Μάρουλλου Ταρχανιώτη εμπνέονται από τη μεγάλη γεωγραφία του πλάνητος στρατιώτη: οι Βησσοί (θρακικός λαός), οι Σαρμάτες, οι Ροδοπαίοι, τα δακικά παράλια, ο Εύξεινος Πόντος, ο Καύκασος, η χώρα των Γετών, ο Νέστος...

Ο γάμος του με την Αλεξάνδρα Σκάλα, κόρη του αρχιγραμματέα (πρωθυπουργού θα λέγαμε σήμερα) της Φλωρεντίας Μπαρτολομέο Σκάλα, προσθέτει ακόμη ένα γοητευτικό κεφάλαιο στην ιστορία του Μάρουλλου. Οχι μόνο ποιητής και στρατιώτης, αλλά και εραστής και σύζυγος. Παντρεύτηκαν το 1494, η Αλεξάνδρα 19 ετών, αυτός 40. Μα και ο θάνατός του δίνει στην ιστορία του Μάρουλλου τη διάσταση μιας δραματικής ζωής. Πνίγηκε μια μέρα του Απριλίου του 1500, αφού είχε πάρει μέρος στον πόλεμο κατά του Λουδοβίκου του IB΄ της Γαλλίας ως huomo d' arme της Αικατερίνης Σφόρτσα, της χήρας του Ιωάννη Μέδικου. Πνίγηκε καθώς προσπαθούσε να διασχίσει έφιππος τα φουσκωμένα νερά του ποταμού Καικίνα, επιστρέφοντας στη Φλωρεντία από τη Βολτέρα.

Ο Διονύσιος Ζακυθηνός, ο μεγάλος δάσκαλος της βυζαντινής ιστορίας, είχε παρουσιάσει τον Μάρουλλο σε μια πολύ πρώιμη μελέτη του που είχε δημοσιευθεί στην Επετηρίδα Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών το 1928· στη συνέχεια η βιβλιογραφία πλουτίστηκε. Μια μελέτη του Μπενεντέτο Κρότσε (Michele Marullo Tarcaniota. Le elegie per la patria perduta ed altri suoi carmi, 1938) και κυρίως η κριτική έκδοση των ποιημάτων του Μάρουλλου από τον Αλεσάντρο Περόζα (Βερόνα/ Ζυρίχη, 1951). Στον Ζακυθηνό οφείλουμε μια μετάφραση («πρόχειρη απόδοση» τη θεωρούσε ο ίδιος) μερικών στίχων του Μάρουλλου από ένα επίγραμμα που ο ποιητής συνέθεσε για τον θάνατο του αδελφού του. Το παραθέτω, αφήνοντας τη συγκίνηση των ελληνικών λέξεων να καλύψει την άγνωστη γλώσσα του επιγράμματος. «Σωριάστηκε συθέμελα και σπίτι και πατρίδα/ Και να, και σε, γλυκέ αδελφέ, ο Χάρος μού σε πήρε/ Και άγουρο σε έστειλε στ' ανήλιαγα παλάτια. / Αλοιά, κακόμοιρο παιδί, ποια τύχη μού σε πήρε; / Σε ποιόν αφήνεις, φεύγοντας, τα' αραχνιασμένο σπίτι; / Πρώτη η πατρίδα, ύστερα συ, μου τάραξες τα στήθια. / Μαζί σου όλα τάθαψα και πόθους μου κ' ελπίδες, / 'Ολα μαζί στο σκοτεινό το μνήμα, που σε κρύβει».

Ο Μιχαήλ Μάρουλλος Ταρχανιώτης άφησε πίσω του μεγάλο έργο, δυστυχώς ή ευτυχώς (για τους μεταφραστές) στα λατινικά. Τέσσερα βιβλία με Επιγράμματα, τέσσερα βιβλία με Υμνους, το βιβλίο των Ελεγειών κ.ά. Πολλοί είναι λόγοι, πολλές οι αφορμές για τα Επιγράμματα του Μάρουλλου. Ασφαλώς τα πιο χαριτωμένα είναι αυτά που γράφει για την αγαπημένη του Νέαιρα. Επιγράμματα για τις πέρλες της ή επιγράμματα που συνοδεύουν ένα μπουκέτο με λουλούδια. Αλλά τα πιο σημαντικά είναι τα επιγράμματά του για την αγάπη της πατρίδας και για τη δυστυχία της εξορίας. Οπως παρατηρεί ο Ζακυθηνός, η νοσταλγία και ο πόθος του πατρικού εδάφους, η νοσταλγία των ελληνικών ακτών και των ανέμων «εξυψώνει τον Μάρουλλον υπεράνω των ρητορικών ποιητών της εποχής του». Οι Υμνοι του Μάρουλλου, επίσης σε τέσσερα βιβλία, δίνουν στον ποιητή τη διάσταση του ουμανιστή, καθώς είναι ποιήματα θρησκευτικά, σύμβολα της αρχαίας θρησκείας. Ο Δίας, η Παλλάδα, ο Ερωτας, ο Βάκχος, αλλά και ο Ηλιος, ο Ωκεανός, ο Αιθέρας δίνουν στους Υμνους αυτούς μια ειδωλολατρική ποιότητα, που έκανε μερικούς να θεωρήσουν τον Μάρουλλο ειδωλολάτρη.

Ενας Ελληνας στην Ιταλία της Αναγέννησης, ένας ποιητής και στρατιώτης, ένα πορτρέτο του Μποτιτσέλι, μια ιστορία και η διαρκής αναζήτηση της ταυτότητας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Νομίζω ότι με τη Δύση τώρα αρχίζουμε να συμφιλιωνόμαστε. Να ανακαλύπτουμε εντός μας και τον Δυτικό Έλληνα.