ΛατινικάΣυντακτικό

Γενική

1. Η γενική πτώση ενός ουσιαστικού δηλώνει, όπως και στα ελληνικά, τη σχέση του (1) με άλλο ουσιαστικό (ή άλλη λέξη που ισοδυναμεί με ουσιαστικό)· (2) με ρήμα· (3) με επίθετο ή επίρρημα (ή άλλη λέξη που ισοδυναμεί με επίθετο ή επίρρημα).

2. Η γενική με ουσιαστικά περιλαμβάνει διάφορα είδη: (α) υποκειμενική ή αντικειμενική π.χ. salutatio Caesaris ( = αντικ.) (πρβ. ἡ νίκη τῶνἙλλήνων =υποκ.) (β) επεξηγηματική π.χ. nomen Asiae ( = το όνομα «Ασία»)· (γ) κτητική π.χ. corvus sutoris (πρβ. ἡ οἰκία τοῦ Μιλτιάδου) (δ) της ιδιότητας π.χ. homo ingentis magnitudinis· puer annorum trium· (πρβ. παῖς τριῶν ἐτῶν) (ε) διαιρετική π.χ. pars exercitus ( = μέρος του στρατού)· quis hominum? (πρβ. ἀνὴρ τοῦ δήμου).

3. Η γενική με ρήματα: (α) Γενική της αξίας: με ρήματα που σημαίνουν εκτιμώ, υπολογίζω (aestimo, facio, duco κτλ.) ή αγοράζω, πουλάω (emo, vendo κτλ.) και με το sum· η γενική αυτή δηλώνει την αφηρημένη αξία (υλική ή ηθική) π.χ. avem emit tanti, quanti nullam adhuc emerat (πρβ. τὸ βιβλίον τιμᾶται δραχμῆς). Η συγκεκριμένη αξία δηλώνεται με αφαιρετική· π.χ. avem viginti milibus sestertium emit, (β) Γενική του εγκλήματος: με ρήματα που σημαίνουν κατηγορώ (accuso) και καταδικάζω (condemno)· π.χ. proditionis accusatus est (κατηγορήθηκε για προδοσία· πρβ. διώξομαί σε δειλίας). Η ποινή στην οποία καταδικάζεται κάποιος τίθεται σε αφαιρετική· π.χ. pater morte eum multavit (o πατέρας του τον καταδίκασε σε θάνατο· βλ. μάθ. XXXI.) Εξαιρείται το capitis = σε θάνατο, (γ) Κοντά στα απρόσωπα ρήματα interest και refert (ενδιαφέρει) η γενική δηλώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο·το τι ενδιαφέρει κάποιον εκφράζεται με απαρέμφατο, με ουσιαστική πρόταση ή με το ουδέτερο αντωνυμίας· π.χ. Caesaris interfuit corvum emere. (Σημ. το «με ενδιαφέρει, σε ενδιαφέρει» κτλ. λέγεται mea interest, tua interest κτλ.) (δ) Κοντά στα απρόσωπα ρήματα miseret (λυπάμαι), paenitet (μετανοιώνω), pudet (ντρέπομαι), piget (με ενοχλεί) και taedet (απεχθάνομαι, αηδιάζω, βαριέμαι) έχουμε μια αιτιατική του προσώπου που λυπάται, μετανοιώνει κτλ. και μια γενική του πράγματος για το οποίο αισθάνεται κανείς λύπη, μετάνοια κτλ.· π.χ. me paenitet verborum meorum (μετανοιώνω για τα λόγια μου). (Σημ. Αντί της γενικής αυτής μπορεί να χρησιμοποιηθεί απαρέμφατο ή ουδέτερο αντωνυμίας ως υποκείμενο).

(ε) Γενική χρησιμοποιείται και με ρήματα ή φράσεις μνήμης και λήθης· π.χ. venit corvo in mentem verborum domini sui (πρβ. μέμνησο τῆς κοινῆς τύχης), (στ) Τέλος, η γενική με το ρήμα sum δηλώνει το χαρακτηριστικό γνώρισμα· π.χ. sapientis est, sapientiae est (είναι γνώρισμα του σοφού, δείγμα σοφίας).

4. Η γενική χρησιμοποιείται επίσης ως συμπλήρωμα επιθέτων που δηλώνουν: επιθυμία (cupidus pecuniae· πρβ. ἐπιθυμητικὸς σοφίας), εμπειρία, γνώση, μνήμη, πλησμονή κτλ. (π.χ. belli peritus· πρβ. ἔμπειρος πολέμου) και τα αντίθετα τους. Ως γενική διαιρετική συνηθίζεται με επιρρήματα (π.χ. ubi terrarum sumus? σε ποιο μέρος της γης είμαστε; satis salutationum audio) και κυρίως με το ουδέτερο αντωνυμιών και επιθέτων, όπως multum, nihil, aliquid κτλ. multum pecuniae πολλά χρήματα (πρβ. πολὺ τοῦ στρατεύματος).