ΛατινικάΣυντακτικό

Ενδοιαστικές προτάσεις

1. Ενδοιαστικές προτάσεις λέγονται οι ουσιαστικές προτάσεις που εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενο κακό ή δυσάρεστο γεγονός. Χρησιμεύουν ως αντικείμενο ρημάτων που σημαίνουν «φοβάμαι» (vereor, metuo, timeo κτλ.) Όταν ο φόβος είναι μήπως γίνει κάτι, εισάγονται με το ne ( = μη, μήπως· αρχ. μή). Όταν ο φόβος είναι μήπως δε γίνει κάτι, εισάγονται με το ne non ή το ut ( = μη δεν, μήπως δεν αρχ. μὴ οὐ). Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική, επειδή, όπως αναφέρεται παραπάνω, το περιεχόμενό τους αφορά κάτι το ενδεχόμενο ή πιθανό. (Οι ενδοιαστικές προτάσεις της ελληνικής εκφέρονται με υποτακτική, ευκτική του πλάγιου λόγου, ακόμα και με οριστική). Π.χ timeo ne veniat φοβάμαι μήπως έλθει (πρβ. δέδοικα μὴ ἐπιλαθώμεθα τῆς ὁδοῦ)- verebar ne non (ut) veniret φοβόμουνα μήπως δεν έλθει (πρβ. δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε).

2. Από ρήματα που σημαίνουν «εμποδίζω» (impedio, prohibeo, deterreo) ή «αρνούμαι» (recuso) εξαρτώνται ουσιαστικές προτάσεις που εισάγονται με το quominus (να) ή το ne (να) (ανάλογα με το ρήμα). Όταν τα ρήματα αυτά συνοδεύονται από άρνηση, συχνά (και πάλι ανάλογα με το ρήμα) οι σύνδεσμοι quominus και ne αντικαθίστανται από το quin (να). Οι προτάσεις αυτές δεν έχουν μια ειδική ονομασία: μπορούμε να τις λέμε «προτάσεις του quominus και του quin» (στην ελληνική μετά από τέτοια ρήματα ακολουθεί τελικό απαρέμφατο). Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική, επειδή το περιεχόμενό τους εκφράζει την πρόθεση του υποκειμένου του ρήματος της κύριας πρότασης· π.χ. impedio ilium quominus (ή ne) veniat τον εμποδίζω να έλθει· non prohibui ilium quominus (ή quin) veniret δεν τον εμπόδισα να έλθει.

3. Προτάσεις του quominus και του quin ακολουθούν και μετά από εκφράσεις όπως: per me stat quominus (χάρη σε μένα δεν...), non multum abest quin (λίγο λείπει να...), facere non possum quin (δεν μπό£ώ να μη...). Τέλος, προτάσεις του quin ακολουθούν μετά από ρήματα ή εκφράσεις που σημαίνουν «δεν αμφιβάλλω (ότι)», όπως non dubito quin, non est dubium quin κτλ.

4. Ακολουθία των χρόνων: Οι παραπάνω προτάσεις (ενδοιαστικές και προτάσεις του quominus και του quin) εκφέρονται κατά κανόνα με την υποτακτική του ενεστώτα (μετά από αρκτικό χρόνο) ή του παρατατικού (μετά από ιστορικό χρόνο), όπως δηλαδή και οι τελικές, βουλητικές και συμπερασματικές (επιρρηματικές και ουσιαστικές) προτάσεις. Ο φόβος και η βούληση (πρόθεση) είναι δηλ. ιδωμένα τη στιγμή που εμφανίζονται στο μυαλό του ομιλητή (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση) και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής τους.

Συμβαίνει όμως να έχουμε και άλλους χρόνους, όπως την υποτακτική του παρακειμένου, όταν θεωρείται ότι το περιεχόμενο της δευτερ. πρότασης έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Ειδικά όσον αφορά τις ενδοιαστικές προτάσεις, ενώ η αρχαία ελληνική χρησιμοποιεί την οριστική όταν ο φόβος προβάλλεται ως βεβαιότητα, αντίθετα η λατινική διατηρεί την υποτακτική και αποδεσμεύει το χρόνο (πρβ. και τις επιρρηματικές συμπερασματικές προτάσεις). Προσέξτε τη διαφορά: vereor ne hoc dicat φοβάμαι μήπως το πει (δεν ξέρω αν θα το πει)- vereor ne hoc dixerit φοβάμαι μήπως το είπε (πράγματι το είπε) (πρβ. φοβούμαι μη αληθές η -φοβούμαι μη αληθές έστιν).

Ανακεφαλαίωση των δευτερευουσών προτάσεων που εισάγονται με το ut

ut + οριστική

ut + υποτακτική