«Εκσφενδονίζω τα βιβλία μου σαν χειροβομβίδες»

Λίζυ Τσιριμώκου, εφ. Τα Νέα, 13/11/2010

«Πάντα είμαι εκτός θέματος. Πάντα χρησιμοποιώ σαν ασπίδα ένα “δήθεν” θέμα και από πίσω αρχίζω να ρίχνω βέλη προς πάσα κατεύθυνση. Ετσι έκανα πάντοτε. Κάθε φορά, κάνω μια στροφή 180 μοιρών και “πυροβολώ” προς μια κατεύθυνση που κανείς δεν υποψιαζόταν».

Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο Παρίσι έξω από μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου. Το 1981 ο Πετρόπουλος πήγε έξι φορές στα δικαστήρια μαζί με τον εκδότη του Γιάννη Δουβίτσα για το «Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη»

Έτσι παραστατικά εξηγούσε ο Ηλίας Πετρόπουλος (1928-2003) τον τρόπο της δουλειάς του. Υπέρμαχος μιας αντιακαδημαϊκής αστικής λαογραφίας, ποιητής, γνώστης της τυπογραφίας και λάτρης των εικαστικών, λεξικογράφος, αρχειοδίφης, δημοσιογράφος, φωτογράφος, παραμένει πρωτίστως ένας συγγραφέας ανέντακτος.

Αθηναίος που ενηλικιώθηκε και διαμορφώθηκε στο πνευματικό κλίμα της Θεσσαλονίκης, επέστρεψε στην Αθήνα στη δεκαετία του 1960 και τάραξε τα νερά εκδίδοντας τα Ρεμπέτικα τραγούδια (1968) και τα Καλιαρντά (1971- γι΄ αυτήν την ερασιτεχνική γλωσσολογική έρευνα δικάστηκε το 1972 και φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό). Πνεύμα ανήσυχο, πλήρωσε συχνά με διωγμούς και φυλακίσεις την ασέβειά του στη μικροαστική κοσμιότητα έως ότου, με τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Παρίσι (1975 και εξής), έλυσε το πρόβλημα της αδέσμευτης έκφρασης. Καλλιεργώντας με μεθοδικότητα μια ανεπίσημη πατριδογνωσία με σειρά ευρηματικών βιβλίων για θέματα ταπεινά, ασήμαντα ή και ενοχλητικά, μας γνωρίζει μια Ελλάδα που χάθηκε δίχως να τη γνωρίσουμε ή μια Ελλάδα που αναπνέει καθημερινά δίπλα μας δίχως να την υποπτευόμαστε.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος ανήκει στη σκληροτράχηλη γενιά που γνώρισε την Ιστορία στον δρόμο: η ξένη κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, και τα παρελκόμενά τους αποτέλεσαν ουσιαστικά το σχολείο των παιδικών και εφηβικών του χρόνων. Ισως εκεί διαμόρφωσε και τον έντονααγωνιστικό χαρακτήρα που τον διέκρινε ισοβίως. Γερό κύτταρο, υπεραναπλήρωνε όσα οι κοινωνικές και ιστορικές συγκυρίες του αρνούνταν, χαράζοντας πεισματικά την πορεία του, αυτοδίδακτος, κορφολογώντας τις γνώσεις που θεωρούσε χρήσιμες και αναγκαίες, πάντα ετοιμοπόλεμος και συχνά εριστικός.

Με ανολοκλήρωτες νομικές σπουδές, θητεύει για περίπου δεκαπέντε χρόνια πλάι στον Πεντζίκη, μαθαίνοντας να βλέπει «διαγωνίως» τα πράγματα, πέρα από την προφάνειά τους (άλλωστε το πρώτο του βιβλίο, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, 1958, είναι μια μικρή ανορθόδοξη μονογραφία γι΄ αυτόν τον άτυπο «δάσκαλο»). Αυτή τη λοξή ματιά ασκεί και στηΔιαγώνιο, το πρωτοποριακό περιοδικό του Ντίνου Χριστιανόπουλου, περιβόλι εικαστικών και λογοτεχνικών καινοτομιών.

Ακονισμένος, λοιπόν, στο πνεύμα ζόρικων μαστόρων, ξέρει πώς να περιφρουρήσει τον κλήρο που αποφάσισε να καλλιεργήσει: την ελληνικότητα που χάνεται καθημερινά γλιστρώντας μέσα από τα δάχτυλα μιας κοντόφθαλμης επίσημης παιδείας. Το κάνει ενδεχομένως προκλητικά, με υπερβάλλοντα σαρκασμό, ανελέητη αμετροέπεια. Ωστόσο, στήνοντας και ξεστήνοντας φιλίες, παραμερίζοντας ανθεκτικά στερεότυπα, αμφισβητώντας σχεδόν τους πάντες, συνέλεξε πρωτογενές υλικό γύρω από θέματα λαογραφικά, ιστορικά, λεξικογραφικά, ενδυματολογικά, αρχιτεκτονικά, εικαστικά, λογοτεχνικά, και πλούτισε τη σχετική βιβλιογραφία για την κουλτούρα (και την υποκουλτούρα) του άστεως όσο λίγοι καθ΄ ύλην αρμόδιοι.

Μετοικώντας συνεχώς (Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Παρίσι) και αναζητώντας πάντα ελευθερία κινήσεων σε έρευνες που συχνά τον έφεραν αντιμέτωπο με τη Δικαιοσύνη και την εξουσία μιας δεξιόστροφης και, αργότερα, χουντικής Ελλάδας, αποφάσισε να κρατήσει σταθερά την ανθρωπολογική, αποστασιοποιημένη ματιά τουπερίεργου ξένουγια τα θέματα της νεοελληνικής νοοτροπίας που πρωτίστως τον ενδιέφεραν.

Ο διαρρήκτης είναι ένας ευσυνείδητος επαγγελματίας

Φωτογραφία

«Η κλοπή είναι η αναίρεση της ιδιοκτησίας· έχει τη θέση και την αξιοπρέπειά της. Ο κλέφτης μετέχει στο κύκλωμα παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών», έγραφε ο Ηλίας Πετρόπουλος το 1979, σοκάροντας τα καθωσπρέπει αυτιά, και δυο χρόνια αργότερα οδηγήθηκε έξι φορές σε δίκη.

Το Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη (1979) είναι περισσότερο γέννημα πείρας παρά θεωρητικής σύλληψης, υπογραμμίζει ο συγγραφέας. Αυτός ο επαγγελματικός οδηγός απευθύνεται στους σπουδαστές της τέχνης και της τεχνικής των διαρρηκτών μιας πλασματικής χώρας, της Αntiqua, διάφανης προκάλυψης της σύγχρονης Ελλάδας. Σαράντα ένα μαθήματα επιμερίζονται σε πέντε ενότητες (Η θεωρία της κλοπής/ Οι κλέφτες / Στην αστυνομία/ Στο δικαστήριο / Στη φυλακή). Το κοινωνικό υπόγειο, ο λεγόμενοςυπόκοσμος, και η ιδιότυπη διαστρωμάτωσή του δίνουν την αφορμή στον Πετρόπουλο να θίξει το ζήτημα της κλοπής ως σκληρής εργασίας.

Στο Εγχειρίδιον απαριθμούνται δεκαεννέα ειδικότητες κλεφτών (πορτοφολάς, κλέφτης αυτοκινήτων, μπουκαδόρος, γριλάκιας, ποντικός ξενοδοχείων κ.ο.κ.)· διακρίνονται οι κλοπές στον δρόμο από τις κλοπές της ευκαιρίας, ο μπουκαδόρος της ημέρας από τον μπουκαδόρο της νύχτας, ο κασαδόρος από τον κλειδά. Στην πιάτσα του υποκόσμου όλες αυτές οι κατηγορίες δεν είναι ισόβαθμες, ακολουθούν μια εσωτερική ιεράρχηση, σύμφωνα με το ταλέντο του ειδικευόμενου κλέφτη και τις επαγγελματικές δυσκολίες του εγχειρήματος. Ετσι, «ο διαρρήκτης θεωρείται φίνος άνθρωπος, ο κλεφτοτσαντάς θεωρείται τσογλάνι, ο μπουγαδοκλέφτης θεωρείται φτωχομπινές». Η ταχυδακτυλουργία του πορτοφολά πρωτομαθαίνεται ή τελειοποιείται μέσα στις φυλακές, με δάσκαλους έμπειρους πορτοφολάδες. Ο κλειδάς δουλεύει πολύ καθαρά, με λεπτότητα. Ο διαρρήκτης εργάζεται διακριτικά, ταχύτατα, αθόρυβα και υπεύθυνα, σχεδόν καλλιτεχνικάο διαρρήκτης είναι ένας ευσυνείδητος επαγγελματίας. Ο Πετρόπουλος υπενθυμίζει τους δεοντολογικούς κανόνες του καλού κλέφτη: κρύβεις τα κλοπιμαία για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν δωρίζεις ποτέ κλεμμένα κοσμήματα, συνεχίζεις μια φυσιολογική ζωή δίχως θεαματικές σπατάλες και ακριβές συνήθειες, αποφεύγεις τα μόνιμα στέκια.

Επίσης περιγράφει καταλεπτώς τις σχέσεις αστυνομίας και υποκόσμου. Ο επίδοξος κλέφτης οφείλει να γνωρίζει ότι οι διωκτικές αρχές (ενίοτε και ανεξάρτητες ή αντίμαχες μεταξύ τους) διακρίνονται σε ποικίλες κατηγορίες: Αστυνομία της πρωτεύουσας, επαρχιακή, λιμενική αστυνομία, αστυνομία λαθρεμπορίου κ.λπ. Σε αυτές προστίθεται και η επικουρική δράση των παρα-αστυνομικών δυνάμεων (χαφιέδες, μισθωτοί ή με το κομμάτι, θυρωροί, περιπτερούχοι, συνταξιούχοι αστυνομικοί, ρεσεψιονίστες κ.λπ.). Τα βασανιστήρια, τύποις ανύπαρκτα, που εφαρμόζονται από την αστυνομία σχηματίζουν άλλο μακρύ κατάλογο: φάλαγγα, κάλτσα με άμμο, παλάγκο, μαρτύριο της δίψας κ.λπ.

Εδώ ανοίγει άλλος ταξινομικός δαίδαλος: δικαστικές φυλακές, εγκληματικές, εφηβικές, γυναικείες, αγροτικές φυλακές, αναμορφωτήρια, φυλακές τοξικομανών κ.ο.κ. Πρόκειται για χώρους όπου λειτουργούν παράλληλα δύο κώδικες: ο επίσημος- νόμιμος κώδικας που επιβάλλει η Διεύθυνση και ο κρυφός- παράνομος κώδικας που τηρείται αυστηρά από τους κατάδικους. Η γνώση αυτού του δεύτερου κώδικα είναι απαραίτητος όρος για την επιβίωση του κρατουμένου.

Ο καλός κλέφτης πρέπει να γνωρίζει άριστα την αρχιτεκτονική και τη μικρο-πολεοδομική διάταξη όλων των φυλακών της χώρας. Αλλά και οι ιδιαιτερότητες αυτής της μικροκοινωνίας, οι διατροφικές ή ερωτικές συνήθειες, οι τρόποι διασκέδασης, οι εξαρτήσεις (χασικλήδες, πρεζάκηδες), η εξωστρέφεια ή εσωστρέφεια του καθενός πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από τον καλό κλέφτη, όταν περάσει το κατώφλι της φυλακής.