Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ο Άλλος Άγρας

Μ. Θεοδοσοπούλου, Η Εποχή, 16/2/2015

Τέλλος Άγρας, «Τα Ποιήματα», Τόμος Α, φιλολογική επιμέλεια Έλλη Φιλοκύπρου, Μ.Ι.Ε.Τ., Σεπτέμβριος 2014

Καλή η αισιοδοξία, ωραία τα μεγάλα λόγια, αλλά να μην υπερβάλλουμε κιόλας, πως οι “χαμηλές φωνές ποιητών του μεσοπολέμου” εξακολουθούν να ακούγονται! Και μάλιστα “επίμονα”, γιατί μας αρέσει η ιδέα πως τάχατες συμμεριζόμαστε τις εμπειρίες που εκείνοι καταγράφουν, όπως “περιθωριοποίηση ανθρώπων, ισοπέδωση αξιών, μοναξιά”. Φράσεις που μπορεί να ηχούν ωραία, μόνο που το νόημά τους έχει αλλοιωθεί. Λέξεις καραμέλες, σε γλώσσες χωρίς αισθητήρια ευαισθησία, που τις πιπιλάνε, προσπερνώντας τους δαρμένους, βυθισμένοι σε εγωπαθή ατομικισμό. Σιγά μη “βιώνουμε, μαζί με τους ποιητές εκείνους”, “την αναγκαιότητα της διαμαρτυρίας, της περιφρούρησης μιας απλής καθημερινότητας, της αλληλεγγύης”. Μη διαμαρτυρόμενοι, μη αλληλέγγυοι, κάνουμε ότι μπορούμε για να διασκεδάσουμε την “απλή καθημερινότητα”. Άγευστοι ποιήσεως, μη έχοντες ώτα ούτε για ποιητές υψηλής φωνής, παρεκτός τραγουδοποιούς.

Φέρεται ως τεκμήριο, πως, πράγματι, ακούμε τις “χαμηλές φωνές” εκείνων, οι ανθολογίες, οι μελέτες, οι εκδόσεις ποιητών, όπως Καρυωτάκη, Πολυδούρη, Λαπαθιώτη και άλλων της γενιάς τους, που “πληθαίνουν”. Μην τρελαθούμε, ποιες ανθολογίες, ποιες εκδόσεις; Η τελευταία ανθολογία “χαμηλής φωνής” εκδόθηκε πριν από 25 χρόνια από έναν τελευταίο ρομαντικό, με ιδιαίτερο βάρος στην περίπτωση του Τέλλου Άγρα. Αν γίνονται σήμερα κάποιες εκδόσεις ορισμένων του μεσοπολέμου, δεν γίνονται για να ακούσουμε τις “χαμηλές φωνές” τους. Αντιθέτως, τη ναφθαλίνη της “χαμηλής φωνής” τους θέλουνε να αποτινάξουν. Γι’ αυτό και αναζητούν μανιωδώς τον Άλλο, που κρύβεται πίσω από τον ποιητή. Τον Άλλο άνθρωπο με τα παρεκκλίνοντα χούγια, τον Άλλο συγγραφέα με τα αδημοσίευτα και αποκηρυγμένα. Τον Άλλο Καρυωτάκη, με “την πολύπλοκη προσωπικότητα του αυτόχειρα” και τα κρυμμένα πεζά. Την Άλλη Πολυδούρη, την ψυχαναγκαστικά ερωτευμένη και το αδημοσίευτο μυθιστόρημά της. Τον Άλλο Λαπαθιώτη, την ομοφιλόφιλη προσωπικότητα ενός ακόμη αυτόχειρα και τα σκόρπια διηγήματα.

Όσο για τη μόδα των Απάντων, αυτή προέκυψε με την κρίση. Παλαιοί εκδότες, με όνομα, στο κύμα των νέων εκδοτικών οίκων, προτάσσουν ανάχωμα την προίκα τους. Τα ξεκινούν φιλόδοξοι μελετητές, για να τα εγκαταλείψουν μετά τους δυο-τρεις πρώτους τόμους. Τα αγοράζουν μεσήλικες, άλλοτε ποτέ με προφίλ διανοούμενου, που, εδώ και καιρό, δεν ανοίγουν βιβλίο, βαυκαλιζόμενοι με την ιδέα πως θα χρησιμεύσουν στα παιδιά και τα εγγόνιά τους, που, από το νηπιαγωγείο, βρίσκονται με την οθόνη παραμάσχαλα αντί για σάκα. Εντός του 21ου αι., Άπαντα, άξια του τίτλου τους, προέκυψαν για μία μόνο “χαμηλή φωνή του μεσοπολέμου”. Εκείνα του Ρώμου Φιλύρα. Είχε προηγηθεί, όμως, έκδοση για τον Άλλο Φιλύρα, τον τρόφιμο του Δρομοκαΐτειου και αυτοβιογραφούμενο πεζογράφο.

Διαφορετική προβάλλει η περίπτωση του Τέλλου Άγρα. Σήμερα, ως ο Άλλος Άγρας, λογαριάζεται ο ποιητής. Αφού ο Τέλλος Άγρας είναι ο μείζων κριτικός του Μεσοπολέμου, σύμφωνα με τον τελευταίο Ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας, Αλέξ. Αργυρίου. Αποφεύγει, πάντως, το χαρακτηρισμό ελάσσων ποιητής, επικαλούμενος τα λόγια του ίδιου του Άγρα, που απέρριπτε παρόμοια ταξινόμηση, υποστηρίζοντας πως όλοι δικαιούνται “θέση στων ιδεών την πόλη”. Δεν υιοθετεί ούτε την άποψη του Νάσου Δετζώρτζη, ότι “στη χορεία των ελασσόνων της ποίησής μας υπάρχουν δυο μείζονες ελάσσονες: ο Καρυωτάκης και ο Άγρας”. Πιθανώς, γιατί οι προτιμήσεις του γέρνουν προς άλλους ελάσσονες.

Όπως και να έχει, γενικότερα, η έλλειψη ενδιαφέροντος για τον ποιητή Άγρα είναι κατάδηλη. “Μικρή” η παραγωγή του, μόλις τρεις συλλογές. Δυο τις εξέδωσε ο ίδιος, ανθολογώντας αναδρομικά τη δημοσιευμένη ποιητική πραμάτειά του. Το 1934, «Τα βουκολικά και εγκώμια» από την περίοδο 1917-1924, το 1939, «Οι καθημερινές», συνεχίζοντας το προσωπικό ξάκρισμα από την περίοδο 1923-1930. Η τρίτη, «Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας», με ποιήματα της δεκαετίας του ’30, εκδόθηκε μεταθανάτια. Όχι την επομένη, αλλά 21 χρόνια αργότερα, το 1965. Τη φροντίδα την είχε ο Κώστας Στεργιόπουλος. Δικό του είναι και ένα τέταρτο βιβλίο με ποιήματα του Άγρα, που εκδόθηκε το 1996. Είναι ο 8ος τόμος της Σειράς «Ο ανθολόγος Ερμής», με επιλογή ποιημάτων από τις τρεις συλλογές. Ενδιαμέσως, είχε εκδώσει τέσσερις τόμους με τα «Κριτικά» του Άγρα, κατ’ επιλογή και θεματική ταξινόμηση.

Τέλλος Άγρας χωρίς τον Στεργιόπουλο δεν θα υπήρχε. Τον γνώρισε Ιούλιο 1943. Ακόμη δεν είχε κάνει την επίσημη πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία, που θεωρείται το ποίημα «Κι’ αν τα δάκρυα...» στο τεύχος της 1ης Σεπτεμβρίου 1943 στη «Νέα Εστία». Είχε, όμως, εκδώσει ένα πρώτο ποιητικό βιβλίο, «Χινοπωρινά». Μπορεί ο ίδιος να το αποκήρυξε, έμεινε όμως το ίχνος του χάρις στην κριτική του Άγρα. Σε αυτήν, εκείνος διατυπώνει παρατηρήσεις με την οπτική του ενήλικα σχετικά με το περιεχόμενο, εκφράζοντας θαυμασμό για τη στιχουργική “αυτού του παιδιού δεκαεννιά χρονών μόλις”. Τότε, ο Στεργιόπουλος ήταν στα 17. Με “ξανθά μαλλιά” και “ζωηρό βλέμμα”, αναφέρει ο Άγρας, συμπληρώνοντας την εικόνα της πρώτης τους συνάντησης, που περιγράφει ο Στεργιόπουλος στο “ιστορικό της φιλίας” τους. Την πρώτη εκδοχή αυτού του “ιστορικού”, δημοσιευμένη Δεκέμβριο 1944, ο Στεργιόπουλος, όπως σχολιάζει σαράντα χρόνια αργότερα, την έχει “περίπου αποκηρύξει”. Κι όμως, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο 18χρονος Στεργιόπουλος αυτοπαρουσιάζεται ως τουλάχιστον δυο χρόνια μεγαλύτερος, παίρνοντας την ηλικία που του έδινε ο Άγρας στην κριτική, ενώ τοποθετεί τη γνωριμία τους πριν τον Πόλεμο. Τελικά, ο Άγρας, με μια κριτική για έναν φερέλπιδα έφηβο, εξασφάλισε έναν καλό φροντιστή. Κατά μία άποψη, ο Στεργιόπουλος τυχαίνει σήμερα αντίστοιχης αντιμετώπισης με εκείνης του Άγρα. Αναγνωρίζεται ως κριτικός-φιλόλογος, με τον ποιητή στο δεύτερο ρόλο.

Στα επόμενα κοντά 20 χρόνια, δεν υπήρξε άλλη έκδοση, ούτε κανένα δημοσίευμα, που να κινεί το ενδιαφέρον για τον Άγρα. Πέραν των αναφορών στον κριτικό, όπως το αφιέρωμα του περιοδικού «Κ», Μάρτιο 2003. Για τον ποιητή Άγρα, ωστόσο, συγκρατούμε την “καινούργια ανάγνωση” από τον Στέφανο Ροζάνη, του 1991, που δεν έτυχε αντίστοιχης προσοχής. Να, όμως, που επετειακά, 70 χρόνια από τον θάνατό του (απεβίωσε 12 Νοεμβρίου 1944), εκδίδεται τόμος, με προμετωπίδα, «Τα ποιήματα», χαρακτηριζόμενος ως πρώτος τόμος. Πιθανώς, νοείται πρώτος τόμος Απάντων, καθώς επανεκδίδονται οι δυο πρώτες συλλογές. Δεν δίνεται, ωστόσο, καμιά πληροφορία για επόμενους τόμους. Ούτε καν για έναν δεύτερο, που θα ολοκλήρωνε την επανέκδοση “των ποιημάτων”. Θα στέγαζε, όμως, μόνο την τρίτη συλλογή ή μήπως, να γινόταν ένα δεύτερο ξάκρισμα των δημοσιευμένων, λιγότερο αυστηρό από το πρώτο του ίδιου του ποιητή; Όπως και να έχει, η έκδοση δίνει την εντύπωση του πρωθύστερου και του βεβιασμένου.

Η επιμελήτρια του τόμου, Έλλη Φιλοκύπρου ασχολείται από τα φοιτητικά της χρόνια με τη “γενιά του Καρυωτάκη”. Ήταν το θέμα της διδακτορικής της διατριβής, στην Οξφόρδη, πριν 25 χρόνια, που εκδόθηκε σε βιβλίο το 2009. Συγκεκριμένα, επικεντρώνει τη μελέτη σε επτά “μετασυμβολιστές”, όπως τους αποκαλεί. Όπου, ο Άγρας κατέχει κεντρική θέση, όχι τόσο ως ποιητής, αλλά λόγω του κριτικού του έργου. Βασική παραπομπή της αποτελεί ο τόμος της Ανθολογίας-Γραμματολογίας Σοκόλη, «Η ανανεωμένη παράδοση», του Στεργιόπουλου. Ειδικά για το κεφάλαιο του Άγρα, δρομοδείκτης σε παρατηρήσεις, απόψεις και συμπεράσματα στάθηκε το βιβλίο του, «Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα της παρακμής», του 1962. Στον πρόσφατο τόμο, η Φιλοκύπρου, εστιάζοντας αποκλειστικά στον Άγρα, συμπληρώνει την επανέκδοση των συλλογών με ένα επιλογικό κείμενο για την ποίησή του, όπου δεν διαφοροποιείται από την προηγούμενη μελέτη της, και πάλι με εκτενή αναφορά στον Στεργιόπουλο. Άλλωστε, στις “ευχαριστίες”, αποδίδει “στην επιμονή και τον ενθουσιασμό” του την ύπαρξη της έκδοσης.

Οπότε, ως προς το πρωθύστερο της έκδοσης, δεν χρεώνεται η επιμελήτρια. Εκείνος θα έπρεπε να φροντίσει ως απαραίτητο προηγούμενο την επανέκδοση του βιβλίου του και βεβαίως, της τρίτης συλλογής του Άγρα. “Την σπουδαιότερη”, κατά δική του απόφανση, την οποία ο Αλέξ. Αργυρίου επαυξάνει, θεωρώντας τα ποιήματα της δεκαετίας του ’30 ως τα αντιπροσωπευτικότερα, ενώ αποδίδει μόνο “ιστορική σημασία” στα ποιήματα της πρώτης συλλογής. Μάλιστα, συγκρίνει το ποίημα «Τώρα που λείπεις...» από την τελευταία ενότητα, «Αγάπη», της δεύτερης συλλογής με το ποίημα «Οδός – Σκουφά» της τρίτης συλλογής, επισημαίνοντας στοιχεία που προσδίδουν στο δεύτερο “τόνους νεοτερικότητας”. Αλλά “σε αραιές δόσεις”, προσθέτει. Για να κρίνουμε κατά πόσο χαρίζεται ή μήπως και αδικεί τον ποιητή, χρειάζεται να έχουμε στα χέριά μας το βιβλίο. Εξαντλημένο εδώ και χρόνια, η τιμή δυσεύρετων αντιτύπων φθάνει τα 70 ευρώ. Παρομοίως, εξαντλημένη είναι και η μελέτη του Στεργιόπουλου.

Αλλά και οι συγκαιρινοί του Άγρα κριτικοί, που σχολιάζουν τις δυο πρώτες συλλογές, θεωρούν πως ο Άγρας, όταν τις εξέδωσε, “ως πρόθεση και ως πραγματοποίηση καλλιτεχνική”, τις είχε ήδη ξεπεράσει. Αυτό είναι το καταληκτικό συμπέρασμα του Κλέονα Παράσχου το 1934, στην κριτική της πρώτης συλλογής. Προφητικός της πρόσφατης έκδοσης, διατυπώνει την άποψη, ότι αυτά “τα νεανικά ποιήματα ίσως να είχαν θέση σε μια έκδοση Απάντων”. Μόνο που αυτή έρχεται με καθυστέρηση 80 χρόνων και χωρίς υπόσχεση ότι θα ολοκληρωθεί υπό μορφή Απάντων. Ο Παράσχος πιθανολογεί, πως ο Άγρας, συστηματικός και ως κριτικός, θέλησε να δείξει “όλες τις φάσεις της εσωτερικής του ιστορίας”.

Με βάση αυτήν την παρατήρηση, η πρόσφατη έκδοση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βεβιασμένη. Ο εντοπισμός των πρώτων δημοσιεύσεων των ποιημάτων παραμένει ελλιπής, ενώ απουσιάζει υπομνηματισμός σχετικά με τις αλλαγές από την πρώτη δημοσίευση. Παράδειγμα, η πρώτη ενότητα της πρώτης συλλογής. Τα 19 κομμάτια του «Φθινοπωρινού Ειδυλλίου» προέκυψαν από μέρη ομότιτλου ποιήματος, δημοσιευμένου το 1926, και από την ανασύνταξη των 9 μερών του ποιήματος «Πλειάδες», δημοσιευμένου το 1918, ενώ για έξι κομμάτια δεν εντοπίστηκαν οι πρώτες δημοσιεύσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή, προς αντιπαραβολή θα μπορούσαν να δοθούν οι πρώτες συνθέσεις.

Επίσης, μια παρόμοια έκδοση προσφέρει την ευκαιρία για ένα πληρέστερο χρονολόγιο. Μένουμε με την εντύπωση, πως τα εργοβιογραφικά του Άγρα απαιτούν περισσότερη φροντίδα. Δίκην παραδείγματος αναφέρουμε την πρώτη του εμφάνιση, παραμερίζοντας τις συνεργασίες του με παιδικά έντυπα, τη «Διάπλαση των παίδων» και τον «Παιδικό Αστέρα». Στεργιόπουλος και Αργυρίου αναφέρουν το 1917 στο περιοδικό «Βωμός». Το βεβαιώνει, άλλωστε, ο ίδιος ο Άγρας σε συνέντευξη στον Κωστή Μπαστιά, του 1931. Στο Χρονολόγιο του 1984, στο περιοδικό «Διαβάζω», το έτος παραμένει το 1917, αλλά αντί συγκεκριμένης παραπομπής, αναφέρεται αόριστα ότι εκείνο τον καιρό έδινε συνεργασίες στα περιοδικά, «Λύρα», «Βωμός», «Οι Νέοι». Μόνο που το πρώτο τεύχος του δεκαπενθήμερου περιοδικού «Βωμός» κυκλοφορεί 10 Οκτ. 1918 και αντίστοιχα, του μηνιαίου «Οι Νέοι», Μαρ. 1919. Απομένει το μηνιαίο «Λύρα», με πρώτο τεύχος Νοέ. 1917, και δυο ακόμη, Δεκ. και Ιαν.1918, πριν διακόψει για έναν χρόνο. Λοιπόν, σε ποιο περιοδικό και με ποιο ποίημα έκανε ο Άγρας την πρώτη του εμφάνιση στο αναγνωστικό κοινό των ενηλίκων;

Η Φιλοκύπρου δεν ασχολείται με τα πραγματολογικά στοιχεία. Ούτε ευρετήριο τίτλων και πρώτων στίχων θεωρεί αναγκαίο. Ακόμη και την πληροφορία του επιλογικού της κειμένου, πως ο Άγρας μελοποιήθηκε, την αφήνει εκκρεμή. Στην παρουσίαση της έκδοσης, ο Νικόλας Σεβαστάκης συμπληρώνει, “μελοποιημένος από τη Νένα Βενετσάνου και τον Νότη Μαυρουδή, τραγουδισμένος από την Καίτη Χωραφά”. Πλούσιος ο λόγος των συγγραφέων, μένεις με την εντύπωση πολλών ποιημάτων και αντιστοίχως, δίσκων. Πού να φανταστείς πως μόλις ένα τετράστιχο μελοποίησε ο Γιάννης Σπανός, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, και το τραγούδησε, σε δίσκο με στίχους πολλών άλλων ποιητών, η Χωραφά. Και τριάντα χρόνια αργότερα, μερικούς στίχους από τρία ποιήματα μελοποίησαν οι άλλοι δυο και τα τραγούδησε η Βενετσάνου. Ποια ποιήματα και από ποια συλλογή;