Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)

Γιώργος Ζεβελάκης-Κωστής Γιούργος, Αφιέρωμα 7 Ημέρες, Καθημερινή, 4/12/2005

Το χρέος και ο λόγος

TAΣOΣ XATZHTATΣHΣ
Πεζογράφος

ΜE TO TEΛOΣ του Eμφυλίου, η πόλη της Θεσσαλονίκης εισέρχεται σε μια περίοδο πολιτικού κατατρεγμού και πολιτιστικής σιωπής, μελανής και γκρίζας. Μια εποχή άνομης δικαιοσύνης, που επεκτείνεται από την υπόθεση Πολκ και την πολυετή φυλάκιση του Στακτόπουλου, για ένα έγκλημα που αποδόθηκε σε έναν νεκρό, μέχρι τη δολοφονία του Λαμπράκη. Αρκεί κάποιος να ξεφυλλίσει τις εφημερίδες της εποχής για να αισθανθεί το παγερό κλίμα της κρατικής αυθαιρεσίας, της παραχάραξης των εννοιών, τον ταπεινωτικό θρίαμβο των νικητών.

Τον Οκτώβριο του 1948 έχουν συλληφθεί οι 68 για τη συνωμοτική δράση της ΕΠΟΝ. «Τα όργανα της Εθνικής μας Ασφαλείας με επί κεφαλής τον ταγματάρχην κ. Γ. Σ... δεν έσωσαν μόνο την Θεσσαλονίκη αλλά και χιλιάδας παιδιών τα οποία είχαν μυηθεί εις την οργάνωσιν.» Μεταξύ των συλληφθέντων και ο «Εμμανουήλ Αναγνωστάκης, Αγίας Σοφίας 20, ετών 23, φοιτητής Ιατρικής υπεύθυνος της σχολής του και συντάκτης εις κομμουνιστικά περιοδικά, οργάνωσε 60 μέλη. Του γίνεται πρότασις ν' αναλάβει τον ένοπλον αγώνα εντός της πόλεως διά της τοποθετήσεως ωρολογιακών βομβών. Ορίζει συνάντησιν, πλην την ιδίαν ημέραν συλλαμβάνεται ο αρχηγός και παραλύει κάθε κίνησις.» («Ελληνικός Βορράς», 24. 10.1948).

Στη Θεσσαλονίκη, αρχές της δεκαετίας του ’50 (αρχείο Γ. Zεβελάκη).

Η Θεσσαλονίκη, δίπλα στη γραμμή των εμφύλιων συγκρούσεων, πρέπει να επιδείξει την ορθοφροσύνη της, την εθνικοφροσύνη της. Με τον παραγωγικό της ιστό τσακισμένο, με τη μεγάλη εβραϊκή κοινότητα εξαφανισμένη, με τους ανταρτόπληκτους να συρρέουν από την επαρχία, πρέπει να αποκτήσει τη μεταπολεμική της ταυτότητα σε έναν κόσμο που δεν θα έχει σχέση με τις ελπίδες των αγώνων της Αριστεράς. Οι κάτοικοι της πόλης, από το 1923 μέχρι το 1943 έχουν χάσει τρεις από τους τέσσερις συντοπίτες τους, μουσουλμάνους και εβραίους, και απέκτησαν καινούργιους γείτονες, χριστιανούς πρόσφυγες, με αλησμόνητες τις πατρίδες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ιδιαιτεροτήτων, αντιφατικών συσσωματώσεων, ιδεολογικών και κοινωνικών μεταλλαγών, ο νεαρός Αναγνωστάκης θα θητεύσει στην πολιτική δράση υπακούοντας την αριστερή πολιτική του ευαισθησία. Βέβαια σήμερα, πενήντα χρόνια μετά και με την ύστερη γνώση της παγκοσμιότητας της «ελεύθερης αγοράς», θεωρείται σχεδόν προφανές ότι οι προοπτικές των αγώνων της Αριστεράς θα ήταν άτυχες και τραγικές. Αλλά τότε;

Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα

Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;

Το 1951 αναθεωρούνται οι αποφάσεις των στρατοδικείων, ο Αναγνωστάκης «αθωώνεται», αποφυλακίζεται, αποφοιτά από την Ιατρική, υπηρετεί το στρατιωτικό του και αποκτά την ειδίκευσή του στην Αθήνα, όπου το αυταρχικό κράτος εμφανιζόταν πιο ελαστικό, και στη Βιέννη. Το 1956, εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται ως γιατρός ακτινολόγος. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση του έργο του Τα ποιήματα (1941-1956) σε 650 αντίτυπα και είναι το πρώτο βιβλίο του ποιητή που διακινείται από βιβλιοπωλεία. Αν η στρατιωτική ήττα αντικατοπτρίζεται στην ποίηση του Αναγνωστάκη σαν λογοδοσία, για τις χίμαιρές του, στους λησμονημένους από τη ζωή συντρόφους, ο ενεργός πολίτης δεν μεμψιμοιρεί, δεν συνθηκολογεί, ανοίγεται με μαχητική ενάργεια στην κοινωνία. Νιώθει τις καταστάσεις πιεστικές, τα κοινωνικά φαινόμενα ανησυχητικά. Πιστεύει με πάθος στην παιδεία, στην ωρίμαση της κριτικής γνώμης των πολιτών, που θα τους απαλλάξει από καθοδηγήσεις, θα τους δώσει τα διανοητικά εργαλεία για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας και θα τους θέσει ερωτήματα για τις βαριές αγκυλώσεις της νεοελληνικής πολιτικής ζωής. Ο άνθρωπος που γνώρισε τις αντιφάσεις της πίστης και έφτασε στο χείλος του χαμού, ο άνθρωπός της διαρκούς αμφιβολίας για την αποτελεσματικότητα το ποιητικού του λόγου, αναζητούσε με ενθουσιασμό την ανεμόσκαλα της δράσης. Με ψευδώνυμα ή επώνυμα σχόλια, με καίριες και οξυδερκείς παρεμβάσεις σε εφημερίδες και περιοδικά πρότεινε μια αιρετική, ρηξικέλευθη Αριστερά, που θα ήταν δίπλα στον άνθρωπο και δεν θα έχανε το κύρος της στις μεταπολεμικές συνθήκες. Διαγραμμένος από το κόμμα από το '46, χωρίς οργανική ένταξη, δεν αρνείται την ιδεολογική του ένταξη. Απόμακρος από την ανασφάλεια των νικητών, που τροφοδοτούσε το κράτος του Ζόφου, και από τις ανεδαφικές συνθηματολογίες των ηττημένων, που καλλιεργούσαν την κομματική ενδοστρέφεια. Μια στάση που δεν ενδύεται τα κουρέλια της ήττας και τροφοδοτεί την εν κρίσει συνείδηση της ευθύνης και του χρέους.

Από το 1951 είχε δημιουργηθεί μια κίνηση φιλελευθέρων φιλότεχνων της Θεσσαλονίκης, που ιδρύει την «Τέχνη», Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία για την προώθηση της καλλιτεχνικής και πνευματικής κίνησης. Η εταιρεία με την ίδρυσή της κυκλοφορεί μιαν εγκύκλιο όπου ομολογείται η καλλιτεχνική υστέρηση της συμπρωτεύουσας -ούτε θέατρο ούτε ορχήστρα ούτε αίθουσες- αλλά και μια ελπιδοφόρα προοπτική: «το Κράτος θ' αναγκαστεί να δημιουργήσει, όταν εμείς επίμονα δείξουμε και εκδηλώσουμε την επιθυμία μας». Το Κράτος, με κεφαλαίο κάπα, δεν φέρεται σαν συνώνυμο της αυταρχικής δεξιάς, αλλά έχει φορέσει το εγελιανό ένδυμα του αγαθού άρχοντα.

Η τακτική θα αποδώσει, θα δημιουργηθούν πολιτιστικοί θεσμοί (Συμφωνική Ορχήστρα, Κρατικό Θέατρο, Φεστιβάλ Kινηματογράφου). Ο Αναγνωστάκης δεν είναι δύσπιστος ούτε αναποφάσιστος· μετέχει στην κίνηση της «Τέχνης», σαν μέλος, σαν ομιλητής με την Εισαγωγή στη σύγχρονη ποίηση (τέσσερα μαθήματα στον κύκλο Ελευθερών μαθημάτων) και, τέλος, σαν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, τη χρονιά που κυκλοφόρησε η Κριτική. Το περιοδικό που θα επιτύχει να αμφισβητήσει τις κατεστημένες αντιλήψεις της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά κι αυτές της παραδοσιακής αριστεράς και του αδιαφιλονίκητου μοντέλου της. Θα δημιουργήσει έναν χώρο κριτικής παρέμβασης, θα ανοίξει μια συζήτηση, χωρίς δογματισμούς, για τις αισθητικές απόψεις της αριστεράς, για τον ρόλο του δημιουργού, για τις παρεμβάσεις του κόμματος. Η επιρροή που θα ασκήσει στη διαμόρφωση της αυτοσυνειδησίας των νεωτέρων ξεπερνά κατά πολύ τον περιορισμένο αριθμό των αναγνωστών του.

Συζήτηση με τον Mάριο Bίττι, στη Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Tέχνη» της Θεσσαλονίκης, το 1975. Mπροστά αριστερά, καθισμένος, ο Mανώλης Aνδρόνικος (αρχείο Γ. Zεβελάκη).

Εκείνο που εντυπωσιάζει δεν είναι τόσο η στροφή σε δυτικά μαρξιστικά πρότυπα, αλλά η βαθιά ενημέρωση, σε παράλληλους και παραπληρωματικούς προβληματισμούς, για την αισθητική και την κριτική της ευρωπαϊκής αριστεράς, την εποχή που η ιθαγενής αριστερή αντίληψη δεν αποδεχόταν ούτε τον Λούκατς.

Στα τέλη της δεκαετίας του '60, μέσα στην πολιτική αβεβαιότητα, θα ροδίσει μια άνοιξη. Η Τέχνη, η Διαγώνιος, η Κριτική, συγκροτούν μια καινούργια ανοικτή αντίληψη, απαλλαγμένη από το στείρο μεσοπολεμικό σύνδρομο της συμπρωτεύουσας. Δημιουργούνται ευρύτερες παρέες, κύκλοι κλειστοί, με προβληματισμούς ανοιχτούς προς την Ευρώπη και το αθηναϊκό κέντρο, επάλληλοι αλλά και ετερώνυμοι, αλλά ποτέ καταστροφικά υπονομευτικοί. Η ανιούσα πολιτιστική πορεία της Θεσσαλονίκης οφείλει πολλά στην κομματική ανορθοδοξία του κύκλου της Κριτικής. Ο Αναγνωστάκης και οι φίλοι του θα επιτύχουν, πριν από την απριλιανή δικτατορία, να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα ανοικτής ζύμωσης. Μεμονωμένα και περιθωριακά στην αρχή, μέσα σε ψυχρότητες και καχυποψίες, θα προετοιμάσουν, με τον τρόπο τους, τον δρόμο προς την πολιτιστική ανανέωση και θα προλειάνουν το έδαφος για την ετερόδοξη, αλλά ομόθυμη, έκδοση των «18 κειμένων» και της «Συνέχειας» στη διάρκεια της δικτατορίας. Βέβαια, με τις πίκρες που προηγήθηκαν και με όσες παραμορφωτικές εκδοχές θα υιοθετηθούν από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στα μεταπολιτευτικά χρόνια.

Ο Αναγνωστάκης, από το Ξεκίνημα και την Κριτική, τις συνεργασίες του στη Λαϊκή Φωνή και τη Μακεδονική Ωρα, και μετά τη δικτατορία, στον Θούριο και στην Αυγή, οικοδομεί την ηθική του πνευματικού ανθρώπου που πιστεύει στη μακρόχρονη διαδικασία του δημοκρατικού δρόμου για την αλλαγή των σχέσεων των ανθρώπων. Ο λόγος του, παρ' όλη τη σκληρή κριτική του, τη βραχνή οργή και τον δικαιολογημένο θυμό, κρύβει τη στερεή γαλήνη του ανθρώπου που έβαλε το μαχαίρι στη θήκη. Ακόμα κι όταν μας μιλά γι' αυτά που τον «φοβίζουν», αφήνει να διαφαίνεται μια εμπιστοσύνη που σου μιλάει ξεχωριστά στο αυτί και σε συντροφεύει:

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που γέμιζαν τις ταβέρνες

και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια

κάθε βράδυ

και τώρα τα ξανασπάζουν

όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη

και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους

που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν

και τώρα σε λοιδορούν

γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

(στην εφ. «H Αυγή», Νοέμβριος του 1983, για τα 21 χρόνια του Πολυτεχνείου)

Αυτή τη θυμοσοφία που σε ηρεμεί χάσαμε - και χρόνο με το χρόνο φοβόμαστε ακόμα περισσότερο...