Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Πειρατές από το Αλγέρι, ο Γατοφάγος και το γεφύρι της Άρτας

Αφέντρα Γ. Μουτζάλη Αρχαιολόγος, http://www.archaiologia.gr

Θρύλοι, παραδόσεις και έθιμα

«Ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια, φκιάνουν και πετρογέφυρα για να διαβαίν’ ο κόσμος» (σημ. 1)

Στο άρθρο που ακολουθεί, παρουσιάζεται το πιο γνωστό –ίσως– γεφύρι του ελληνικού χώρου, ο τρόπος κατασκευής του και οι θρύλοι που το περιβάλλουν (εικ. 1). Το γεφύρι της Άρτας, εκτός από σημαντικό μνημείο νεοελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, αποτελεί και αξιόλογο τοπόσημο της περιοχής.

Από την αρχαιότητα ακόμη, οι ανάγκες διάβασης των ποταμών, των χειμάρρων και των ρεμάτων κατέστησαν απαραίτητη την κατασκευή γεφυριών. Τα γεφύρια ήταν πέτρινα και ξύλινα. Τα πέτρινα ήταν πιο στέρεα και ανθεκτικά, ενώ τα ξύλινα ήταν προσωρινά και λιγότερο ασφαλή. Υπήρχαν και οι ξυλογέφυρες, που στηρίζονταν πάνω σε λίθινα ποδαρικά και συνέδεαν τις όχθες μεγάλων ποταμών. Η διέλευση των μεγάλων ποταμών ως τα μέσα του 20ού αιώνα, γινόταν και με ξύλινες σχεδίες, τις λεγόμενες περαταριές (σημ. 2, εικ. 2). Τέλος, οι άνθρωποι και τα υποζύγια διέσχιζαν τα ποτάμια, περνώντας μέσα από το νερό, στο σημείο με το μικρότερο βάθος, τον «πόρο».

Η Μακεδονία και –κυρίως– η Ήπειρος, υπήρξαν σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας φυτώριο σπουδαίων μαστόρων του βορειοελλαδικού χώρου, που έκτιζαν εκκλησίες, μοναστήρια, τζαμιά, καραβανσαράγια, χαμάμ, μπεζεστένια, αρχοντικά, βρύσες, μύλους και σπίτια. Οι τεχνίτες που ήταν ειδικευμένοι στο κτίσιμο γεφυριών ονομάζονταν Κιοπρουλήδες, από την τουρκική λέξη köprü, που σημαίνει γεφύρι. Στη χώρα μας από άκρη σε άκρη αφθονεί η πέτρα. Έτσι, παντού το παραδοσιακό κτίσμα ήταν λιθόκτιστο.

Η αρχιτεκτονική των παλιών λιθόκτιστων γεφυριών της Ηπείρου δεν διαφέρει από την αντίστοιχη των μακεδονικών, των θεσσαλικών, των θρακικών ή των πελοποννησιακών.

Κυρίαρχο στοιχείο της αρχιτεκτονικής τους ήταν το τόξο, η καμάρα. Υπάρχουν γεφύρια μονότοξα, δίτοξα ή πολύτοξα. Το πολύτοξο γεφύρι της Άρτας βρίσκεται σε απόσταση ενός –περίπου– χιλιομέτρου νοτίως του ιστορικού κέντρου της σύγχρονης πόλης. Συνδέει τις δυο όχθες του Αράχθου, αρχαίου Ίναχου ποταμού, και αποτελεί συνέχεια του δρόμου, που εξασφαλίζει την επαφή της Άρτας με την εύφορη πεδιάδα της (σημ. 3) και την Πρέβεζα (εικ. 3, 4).

Το γεφύρι έχει μήκος 142 μέτρα και πλάτος 3,75 μ. Αρκετό τμήμα του γεφυριού και από τις δύο του άκρες έχει καλυφθεί από μεταγενέστερες επιχώσεις, που ανύψωσαν τις όχθες και συρρίκνωσαν την κοίτη του ποταμού (εικ. 5, 6).

Το γεφύρι αποτελείται από τέσσερις μεγάλες καμάρες και τρεις μικρότερες. Οι καμάρες έχουν διαφορετικές μεταξύ τους διαμέτρους, που του προσδίδουν μια γοητευτική ασυμμετρία. Οι καμάρες στηρίζονται πάνω σε ποδαρικά. Πάνω από τα ποδαρικά υπάρχουν μικρά τοξωτά ανοίγματα στους τοίχους, που ελαφρύνουν το βάρος του γεφυριού και λειτουργούν ως ανακουφιστικές οπές, που επιτρέπουν τη διέλευση από μέσα τους μεγάλης ποσότητας νερού, σε περίπτωση υπερεκχείλισης του ποταμού. Τα ποδαρικά του γεφυριού έχουν κτιστεί με μεγάλους, κανονικούς λίθους, ενώ οι καμάρες και η υπόλοιπη ανωδομή του με μικρότερους, χωρίς παρεμβολή πλίνθων στους αρμούς. Το οδόστρωμα του γεφυριού είναι καλντεριμωτό και υπερυψώνεται πάνω από τη μεγάλη καμάρα, έτσι που κι από τις δύο πλευρές της σχηματίζονται κεκλιμένα επίπεδα. Αυτός ο τρόπος κατασκευής αποτελεί χαρακτηριστικό των παραδοσιακών γεφυριών, που έγιναν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (σημ. 4). Η τοιχοποιία όμως μερικών ποδαρικών, καθώς και κάποιων τμημάτων του γεφυριού είναι διαφορετική και ανήκει σε προγενέστερη οικοδομική του φάση. Ευερμήνευτο είναι ότι στο σημείο αυτό, όπως παρατηρεί και ο Α.Κ. Ορλάνδος (σημ. 5), είχε επιχειρηθεί και στο παρελθόν (σημ. 6) η ζεύξη του Αράχθου. Το νεότερο γεφύρι δηλαδή θεμελιώθηκε στη θέση του παλιότερου, που παρασύρθηκε σε μια από τις συχνές υπερεκχειλίσεις του ποταμού.

Το γεφύρι της Άρτας στη σημερινή του μορφή χρονολογείται στην πρώτη 15ετία του 17ου αιώνα, μεταξύ των ετών 1602 και 1612. Ο λόγιος μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος στο «Δοκίμιόν» του (σημ. 7) αναφέρει ότι σύμφωνα με τον Αναγνώστη Γεροστάθη το γεφύρι κτίστηκε το 1602, ενώ ο ίδιος πιστεύει ότι κτίστηκε το 1606. Σε «ενθύμιση» (σημ. 8) του μητροπολίτη Άρτας Γενναδίου, που δημοσίευσε το 1929 ο Κ. Καιροφύλλας (σημ. 9), αναγράφεται ότι το γεφύρι κτίστηκε το έτος 1612.

Οι τεχνίτες προτιμούσαν την κατασκευή πολύτοξων γεφυριών, αποφεύγοντας τις καμάρες με τα μεγάλα ύψη και τα μεγάλα ανοίγματα, όπως π.χ. στο γεφύρι του Κοράκου (σημ. 10), με ύψος καμάρας 25 μ. πάνω από την επιφάνεια των νερών του Ασπροπόταμου (Αχελώου) κοντά στο χωριό Βρεσθενίτσα (σημερινές Πηγές) Άρτας.

Τα πιο γνωστά πολύτοξα γεφύρια της Ηπείρου, εκτός από το γεφύρι της Άρτας, είναι το τετράτοξο του Παπαστάθη στον Άραχθο (σημ. 11), το γεφύρι του Πατριάρχη Ιωάσαφ επίσης στον Άραχθο (σημ. 12), και στη γειτονική Αλβανία, το δωδεκάτοξο γεφύρι του Αχμέτ Κουρτ Πασά (σημ. 13). Δυο γνωστά πολύτοξα μακεδονικά γεφύρια κτισμένα πάνω στο Βενέτικο, παραπόταμο του Αλιάκμονα, είναι του Σπανού (σημ. 14) (εικ. 7) και του Αζίζ Αγά ή του Ζίζαγα (σημ. 15).

Χορηγοί που χρηματοδοτούσαν την κατασκευή πέτρινων γεφυριών ήταν κάποιοι πλούσιοι Έλληνες (σημ. 16) ή Εβραίοι (σημ. 17) κάτοικοι της περιοχής, Τούρκοι αξιωματούχοι (πασάδες (σημ. 18) ή αγάδες), άνθρωποι της Εκκλησίας (πατριάρχες, μητροπολίτες, ηγούμενοι ή καλόγεροι γειτονικών μονών, ιερείς), κλέφτες και αρματολοί, κοινότητες ενός ή περισσοτέρων χωριών, ακόμη και ληστές (σημ. 19).

Τα παλιά πέτρινα γεφύρια έπαιρναν την ονομασία τους από την τοποθεσία (θέση) που ήταν κτισμένα, το πλησιέστερο σ’ αυτά χωριό ή πόλη (της Άρτας, της Πλάκας, της Κόνιτσας), ή από το χορηγό τους (του Πατριάρχη, του Μίσιου, του Εβραίου, του Καμπέραγα, του Ζίζαγα, του Πασά, του Βαλαβάνη (σημ. 20)).

Το κόστος κατασκευής του γεφυριού της Άρτας κάλυψε εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με ντόπια παράδοση που κατέγραψαν ο μητροπολίτης Σεραφείμ (σημ. 21) και ο Νικόλαος Γ. Πολίτης (σημ. 22), ο Αρτινός μπακάλης Γιάννης Θιακογιάννης, γνωστός με το παρατσούκλι Γατοφάγος. Κατά την παράδοση αυτή, ένα πειρατικό πλοίο από το Αλγέρι έφερε ένα φορτίο λαδιού στο λιμάνι της Σαλαώρας (σημ. 23) για να το πουλήσει. Μαζεύτηκαν κάτοικοι από τα γύρω χωριά, για να αγοράσουν. Ανάμεσά τους και ο Γατοφάγος, ο οποίος αγόρασε πολλές καπάσες (πιθάρια), γεμάτες με λάδι. Οι πειρατές πούλησαν στον Γιάννη Θιακογιάννη την πραμάτεια εμπόρου που είχαν ληστέψει. Τα λαδοπίθαρα όμως, εκτός από λάδι, περιείχαν και πλήθος χρυσών νομισμάτων, που τα ’χε κρύψει μέσα στο λάδι ο πραματευτής και δεν είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή τους οι πειρατές. Έτσι ο Γατοφάγος πλούτισε με τρόπο θαυμαστό, όπως οι ήρωες των παραμυθιών, αποκτώντας έναν μεγάλο και μυστηριώδη θησαυρό, τον οποίο διέθεσε για την κατασκευή του γεφυριού της Άρτας.

Οι καταρρεύσεις γεφυριών κατά τη διάρκεια του κτισίματος οφείλονται –συνήθως– στην κακή θεμελίωσή τους, όπως στο γεφύρι της Άρτας, που έπρεπε να θεμελιωθεί στο ακατάλληλο, χαλαρό, έδαφος του κάμπου. Για να στεριώσει το πολύτοξο γεφύρι της Άρτας, θάφτηκε ζωντανή η όμορφη γυναίκα του πρωτομάστορα (σημ. 24) (εικ. 8). Σύμφωνα με την ερμηνεία του Ν.Γ. Πολίτη η ψυχή του θύματος αποκτούσε υπερφυσικές δυνάμεις και γινότανε το στοιχειό-φύλακας του γεφυριού, που το προφύλασσε από κάθε κίνδυνο. Ο θρύλος του γεφυριού της Άρτας εμφανίζεται και σε τρία μακεδονικά γεφύρια: στο γεφύρι της Μόρνας Πιερίας, στο γεφύρι της Σμίξης και στο γεφύρι του Πασά (σημ. 25) (εικ. 9). Κατά τους Ν.Γ. Πολίτη και Γ.Α. Μέγα, το στοίχειωμα ανθρώπου κατά τη θεμελίωση γεφυριού ή άλλου κτηρίου είναι αρχαιοελληνικό και βυζαντινό έθιμο, διαδεδομένο και στις πέντε ηπείρους από την προϊστορική ακόμη περίοδο, και προέρχεται από πραγματικά γεγονότα, όπως προκύπτει από ανασκαφικά ευρήματα. «Στοιχείωση» ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τη θεμελίωση σημαντικών οικοδομημάτων, όπως κάστρων, υδραγωγείων, ναών, κρηνών, γεφυριών, χωριών ή και πόλεων ακόμη με ανθρωποθυσία.

Για τη θεμελίωση του Βυζαντίου, μετέπειτα Κωνσταντινούπολης, θυσιάστηκε η σύζυγος του μυθικού ιδρυτή του Βύζαντα, η Φιδάλεια. Οι «Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί», ένα βυζαντινό κείμενο του 8ου αιώνα (σημ. 26), μας πληροφορεί ότι το αρχαίο άγαλμα της Φιδάλειας προστάτευε, κατά παλαιότατη παράδοση, τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Για κάποιο λόγο το άγαλμα μετακινήθηκε και τότε το έδαφος άρχισε να τρέμει. Ο αυτοκράτορας διέταξε να γίνει λιτανεία και ο σεισμός σταμάτησε με τις προσευχές του Αγίου Σάββα (449-532).

333 παραλλαγές του τραγουδιού της Άρτας έχουν καταγραφεί στον ελληνικό χώρο. Οι δοξασίες αυτές όμως ήταν ευρύτατα διαδεδομένες και σε άλλους μεσαιωνικούς λαούς της νοτιοανατολικής –κυρίως– Ευρώπης, σε Ούγγρους, Σέρβους, Ρουμάνους, Βούλγαρους, Αλβανούς και Βλάχους. Οι Σέρβοι στα θεμέλια του κάστρου Σκούταρι έθαψαν, κατ’ απαίτηση της νεράιδας Wila, τα δυο συνονόματα παιδιά Στόγιαν και Στογιάνα. Στα θεμέλια της Μητρόπολης του Στρασβούργου δύο αδέλφια ενταφιάστηκαν ζωντανά.

Στη Ρωσία, σε ανασκαφή ενός χωμάτινου πύργου 6ου/7ου αιώνα, δυτικά της Βαϊκάλης, βρέθηκε στη βάση του ο σκελετός μιας γυναίκας. Η στάση του σκελετού δεν ήταν φυσική. Η νεκρή βρέθηκε με τα χέρια υψωμένα προς το πρόσωπο και με τα δάχτυλα λυγισμένα, σαν να είχε ξεσχίσει με τα νύχια το πρόσωπό της. Οι ανασκαφείς θεώρησαν ότι η γυναίκα θάφτηκε ζωντανή στα θεμέλια του πύργου (σημ. 27).

Για να στεριώσει το μονότοξο γεφύρι του Κοράκου (1515), κοντά στη Βρεσθενίτσα Άρτας, πάνω στον Ασπροπόταμο (Αχελώο), θυσιάστηκαν «χίλιες γίδες σιούτες» (χωρίς κέρατα). Κατά μιαν άλλη εκδοχή, ο ποταμός (σημ. 28) δαμάζεται με την κατασκευή του γεφυριού και για να υποταχθεί πλήρως, απαιτεί, ως αντιστάθμισμα της υποταγής του, θυσία «ευγενικών ζώων» ή ανθρώπου.

Οι παραδόσεις περί ανθρωποθυσιών είναι συχνότερες σε πέτρινα γεφύρια με μεγάλο μήκος, που συνδέουν όχθες ποταμών με πεδιάδες κι έπρεπε να θεμελιωθούν σε αμμώδες ή προσχωσιγενές έδαφος. Οι δυσκολίες ήταν λιγότερες στη θεμελίωση μικρών πέτρινων γεφυριών σε ορεινά ρέματα με βραχώδη πρανή. Τα παλιά πέτρινα γεφύρια κτίζονταν πάντοτε πάνω σε χερσαίους δρόμους, μεγάλους ή μικρούς, εντός ή εκτός των οικισμών. Πηγές για τις γνώσεις μας αποτελούν τα ίδια τα κτίσματα –ιδιαίτερα τα χρονολογημένα–, τα παλιά συμφωνητικά, τα αρχεία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τα περιηγητικά κείμενα και οι απεικονίσεις, οι παραδόσεις και οι θρύλοι που τα συνοδεύουν, καθώς και η λαϊκή οικοδομική ορολογία.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κοινωφελή έργα, όπως τα γεφύρια, χρηματοδοτούνται από κοινότητες (σημ. 29) ή πλούσιους κατοίκους της περιοχής. Σε πολλές περιπτώσεις τα έργα αυτά γίνονταν με αγγαρείες.

Στη βόρεια όχθη του Αράχθου, δίπλα στο γεφύρι της Άρτας σώζεται μέχρι σήμερα το μεγάλο πλατάνι του Αλή Πασά. Στη σκιά αυτού του δένδρου καθόταν ο Αλή Πασάς και παρατηρούσε να κρέμονται από τα κλαδιά του τα άψυχα κορμιά όσων είχε καταδικάσει στον «δι’ αγχόνης» θάνατο. Δίπλα στο γεφύρι (σημ. 30) υπάρχει επίσης ένα κομψό νεοκλασικό κτήριο του 1864, έργο Αυστριακού αρχιτέκτονα, που υπήρξε μεθοριακός σταθμός (Τελωνείο) (σημ. 31) των Τούρκων. Σήμερα το κτίριο αυτό είναι το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης.

Έλληνες λόγιοι του 19ου αιώνα, που ασχολήθηκαν με την περιοχή της Ηπείρου (σημ. 32), όπως ο Αθανάσιος Σταγειρίτης (σημ. 33), ο Παναγιώτης Αραβαντινός (σημ. 34) και ο Ιωάννης Λαμπρίδης (σημ. 35), αναφέρονται στο γεφύρι της Άρτας. Ευρωπαίοι ταξιδιώτες, επίσης του 19ου αιώνα, που επισκέφθηκαν την Ήπειρο καταγράφουν στα περιηγητικά τους κείμενα τις εντυπώσεις τους από το γεφύρι της Άρτας. Ενδεικτικά αναφέρω τον Άγγλο λοχαγό William Martin Leake (σημ. 36), τον ελληνομαθή γιατρό και πρόξενο της Γαλλίας F.C.H.L. Pouqueville (σημ. 37), τον Άγγλο γιατρό Henry Holland (σημ. 38), τον κλασικό φιλόλογο T. Smart Hughes (σημ. 39) και τον William Turner (σημ. 40) (εικ. 10).

Τα παλιά λιθόκτιστα γεφύρια, κατασκευασμένα με ντόπια υλικά, εναρμονίζονται με το φυσικό τοπίο που τα περιβάλλει. Τα ’χτιζαν ντόπιοι ή πλανόδιοι οικοδόμοι, οργανωμένοι σε μπουλούκια (σημ. 41). Ταξίδια μακράς διάρκειας επιχειρούσαν –κυρίως– οι Ηπειρώτες χτίστες (Κουδαραίοι) (σημ. 42), στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τη Ρουμανία, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την Περσία.

Αυτοί οι πλανόδιοι (σημ. 43) λαϊκοί χτίστες αφομοίωσαν δημιουργικά στην οικοδομική τους τέχνη το «οθνείον και το ιθαγενές» στοιχείο, ακολουθώντας το πρότυπο με παραλλαγές, στο πλαίσιο μιας παράδοσης αποδεκτής από ολόκληρη την κοινωνία της εποχής (σημ. 44).

Τα έργα τους, χειροποίητα πέτρινα γεφύρια, όπως αυτό της Άρτας, καλοκτισμένα και στέρεα, διασώζουν τη μνήμη μιας άλλης εποχής, προστατευμένα από τις υπερφυσικές δυνάμεις των «στοιχειών» τους, που τα προφυλάσσουν από υπερεκχειλίσεις ποταμών (σημ. 45) και κινδύνους κατάρρευσης (σημ. 46).

Γλωσσάρι

Συντομογραφίες σημειώσεων

Notes

Παπανικολάου Φ., Γλώσσα και λαογραφία επαρχίας Βοΐου, έκδοση Βοϊακής Εστίας Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 75.

Παλιότερα σε πολλά σημεία ο Πηνειός ποταμός γεφυρωνόταν με ξύλινες σχεδίες-περαταριές. Κλιάφα, Μ., Άνθρωποι του μόχθου, Θεσσαλία (1920-1980), εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2007, σ. 96. Φωτογραφία του έτους 1961, από το αρχείο Γεροστάθη, εικονίζει κατοίκους του χωριού Νομή, που διασχίζουν με σχεδία τον Πηνειό, πηγαίνοντας στο αντικρινό χωριό Πεδινό. Βλ. εδώ, εικ. 2.

Η πεδιάδα της Άρτας, μεγάλη και εύφορη, γνωστή παλιότερα για τα αμπέλια της, απλώνεται γύρω από την πόλη, εξασφαλίζοντας στους κατοίκους της επάρκεια γεωργικών προϊόντων και βοσκοτόπια. Οι προσχώσεις των ποταμών Αράχθου και Λούρου εξασφάλιζαν την ευφορία της.

Ορλάνδος Α., «Η γέφυρα της Άρτης», Α.Β.Μ.Ε., τ. Β΄ (1936), σ. 195-199.

Ορλάνδος, ό.π., σ. 196.

Κατά την αρχαιότητα, στα χρόνια του Πύρρου, τη Ρωμαϊκή εποχή ή κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, που η Άρτα υπήρξε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Ξενόπουλος Σ, Δοκίμιον Ιστορικόν Περί Άρτης και Πρεβέζης, Αθήνα 1884, Άρτα 2003, 3η έκδ. (ανατύπωση), σ. 378-379.

Στα μεταβυζαντινά χρόνια, «ενθύμιση» ονομαζόταν, το -συνήθως- χρονολογημένο σημείωμα σε βιβλίο. Η «ενθύμιση» θεωρείται ιστορική πηγή, διότι ο γράφων είχε -κατά κανόνα- άμεση αντίληψη του γεγονότος που καταγράφει. Καταγράφονται μεγάλης ή μικρής σημασίας συμβάντα (σεισμοί, λιμοί, ξηρασίες, αλώσεις πόλεων, βαρβαρικές επιδρομές, λοιμοί, οικοδομήσεις ναών, γεφυριών ή κάστρων, κατασκευές υδραγωγείων, πλημμύρες κ.λπ.), που αποτελούν συνήθως βιώματα του γράφοντος, ο οποίος, σε μια γωνίτσα της σελίδας ενός βιβλίου, εκφράζει τον πόνο, το φόβο, το θαυμασμό ή τις ελπίδες του. Στα βυζαντινά χρόνια υπήρχαν τα παρασελίδια σημειώματα, γραμμένα στα παράφυλλα των κωδίκων με ανάλογο περιεχόμενο. Ο μητροπολίτης Άρτας Γεννάδιος «σημείωσε» στο βιβλίο των «Διδαχών» του Ληξουριώτη Ιεροκήρυκα Ηλία Μηνιάτη (1669-1714), που φυλασσόταν στη μονή Κάτω Παναγιάς Άρτας.

Καιροφύλλας Κ., «Ιστορικά σημειώματα περί Άρτης», Η.Χ. 4 (1929), σ. 80-84.

Το γεφύρι του Κοράκου είναι το μεγαλύτερο μονότοξο της Ηπείρου. Κτίστηκε το έτος 1515 και συνέδεε το Πετρωτό (Λιάσκοβο) Θεσσαλίας με τις Πηγές (Βρεσθενίτσα) Άρτας εξυπηρετώντας ταυτοχρόνως κι άλλα χωριά της ορεινής αυτής περιοχής, που τότε, λόγω του «ορεινού εποικισμού», ήταν πυκνοκατοικημένα από Έλληνες. Την κατασκευή του χρηματοδότησε ο μητροπολίτης Λάρισσας Βησσαρίων (1489-1549). Το μονότοξο γεφύρι του Κοράκου, ανατινάχτηκε το 1949 από τους αντάρτες. Μαντάς, Σπ., Τα Ηπειρώτικα Γεφύρια, εκδ. Λαϊκό Πολύπτυχο, Αθήνα 1984, σ. 62, αρ. 15.

Κτίστηκε το έτος 1746 κάτω από το χωριό Κράψη, πίσω από το βουνό Δρίσκο. Χορηγός του ο ηγούμενος της μονής Βλίζης Αγάπιος. Κόστισε 350 βενέτικα φλουριά. Μαντάς, ό.π., σ. 63.

Κάτω από το χωριό Γότιστα. Κτίστηκε το έτος 1568. Χορηγός του ο Πατριάρχης Ιωάσαφ από την Κράψη. Κόστισε 2.000 άσπρα. Μαντάς, ό.π., σ. 63.

Στον ποταμό Σκούμπη, κοντά στο Ελμπασάν της Αλβανίας. Κτίστηκε το έτος 1778. Το χρηματοδότησε ο Αχμέτ Κουρτ Πασάς. Μαντάς, ό.π., σ. 69.

Κτίστηκε το 1727. Χορηγός του ο εξ Αργυροκάστρου Μουσταφά Αγάς ο επιλεγόμενος Σπανός. Βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Κηπουριό, Κασιμάτι και Πηγαδίτσα του νομού Γρεβενών. Κόστισε 50.000 γρόσια. Έχει μήκος 84 μ. και πλάτος 3,50 μ. Είναι το μεγαλύτερο σωζόμενο γεφύρι της Μακεδονίας, σε μήκος.

Τσότσος Γ., Μακεδονικά γεφύρια, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 33-37.

Βρίσκεται νοτιοδυτικά των Γρεβενών, ανάμεσα στα χωριά Τρίκωμο και Κασιμάτι. Έχει μήκος 71 μ., πλάτος 3 μ. και το ύψος του φθάνει τα 15 μ. Έχει τρεις καμάρες. Το γεφύρι του Αζίζ Αγά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν πάνω στον πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο, που συνέδεε την Ήπειρο με τη Δυτική Μακεδονία. Από εκεί περνούσαν τα ηπειρώτικα καραβάνια προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Τσότσος, ό.π., σ. 38-39 και εικ. 10 στη σ. 40.

Το γεφύρι του Μίσιου, στο Κεντρικό Ζαγόρι, ανάμεσα στη Βίτσα και το Κουκούλι, που κτίστηκε το έτος 1748. Την κατασκευή του χρηματοδότησε ο Αλέξης Μίσιος από το Μονοδένδρι. Ζαγόρι (το). Τοπωνύμιο σλαβικής προσέλευσης, σημαίνει τόπος πίσω από το βουνό. Αποτελεί σύμπλεγμα 45 χωριών, που βρίσκονται βορείως των Ιωαννίνων και συγκροτούν μια από τις πιο αξιόλογες παραδοσιακές ενότητες του ελλαδικού χώρου. Ως φυσικά και τεχνητά όρια έχει τον ποταμό Αώο στα βόρεια, το βουνό Μιτσικέλι στα νότια, και τις εθνικές οδούς Ιωαννίνων-Μετσόβου ανατολικά και Ιωαννίνων-Κόνιτσας στα δυτικά. Το τοπίο του χαρακτηρίζεται από βουνά, άλλοτε κατάφυτα από πυκνά δάση και άλλοτε βραχώδη και απόκρημνα, που χωρίζονται μεταξύ τους με χαράδρες και ποτάμια, όπως η χαράδρα του Βίκου, την οποία διατρέχει ο ποταμός Βίκος ή Βοϊδομάτης. Στο Ζαγόρι οι πεδινές εκτάσεις είναι λιγοστές. Εδώ, το πέτρινο γεφύρι αποτελεί αρχιτεκτονικό στοιχείο του ηπειρώτικου τοπίου. Άνθρωπος, τόπος και πέτρα. Η υποβλητικότητα της οικοδομικής τέχνης του λαού μας.

Το δίτοξο γεφύρι του Εβραίου, πάνω στο Ξεροπόταμο στο Κεντρικό Ζαγόρι, που κτίστηκε το έτος 1806. Το κόστος κατασκευής του κάλυψε ο Γιαννιώτης Εβραίος Σολομών Ματσίλης.

Το γεφύρι του Πασά, κτισμένο πάνω στον Αλιάκμονα ποταμό, πολύ κοντά στην Εθνική Οδό Κοζάνης-Γρεβενών, στη θέση «Σούμπινο». Το έκτισε το έτος 1690 ο Μαχμούτ Πασάς. Σύμφωνα με λαϊκή παράδοση, που κατέγραψε ο Δημήτρης Λουκόπουλος, το γεφύρι του Πασά το 'κτιζαν και δεν έστεκε, κι ο Πρωτομάστορας έκτισε τη γυναίκα του για να σταθεί. Λουκόπουλος Δ., Λαογραφία, τόμος 6 (1917), σ. 114-115. Τσότσος, ό.π., σ. 58-62.

Ο ληστής Νικόλαος Ζάμπρος από το Πολυνέρι Γρεβενών, χρηματοδότησε το έτος 1854 την κατασκευή του γεφυριού της Μοιραλής (σημερινής Χρυσαυγής) Βαΐου Κοζάνης, επειδή οι κάτοικοι της περιοχής δεν τον κατέδωσαν στα τουρκικά αποσπάσματα που τον κατεδίωκαν. Τσότσος, ό.π., σ. 86.

Το πελοποννησιακό γεφύρι πάνω στον Αλφειό ποταμό, που σύμφωνα με επιγραφή το έκτισε ο Λαγκαδιανός πρωτομάστορας Αντώνης Κατσαινος το έτος 1880: «Ο ΤΕΚΤΩΝ ΑΝΤ. ΚΑΤΣΑΙΝΟΣ 1880», είναι γνωστό με το όνομα του βουλευτή Βαλαβάνη, που προκάλεσε την ανέγερσή του.

Ξενόπουλος, Δοκίμιον..., ό.π., σ. 379.

Πολίτης Ν., Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού. Παραδόσεις, τόμος Α΄, Αθήνα 1904, σ. 95, αρ. 169.

Σαλαώρα (η), λιμάνι της Άρτας στο μυχό του Αμβρακικού κόλπου. Στα χρόνια του Αλή Πασά Τεπελενλή (1788-1822), υπήρξε η αφετηρία και το πέρας ενός σημαντικού χερσαίου δρόμου, που έφθανε στα Γιάννενα, με μεγάλη στρατηγική και εμπορική σημασία. Σαλαώρα, σημαίνει Σαλ-αγορά δηλαδή αγορά αλατιού, από τις αλυκές του Αμβρακικού, όπως αυτή της Κόπραινας και του Αγίου Νικολάου Βόνιτσας.

Πολίτης Ν., Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Αθήνα 1932, 3η έκδ., σ. 131, αρ. 89 και179. Μέγας Γ., «Το τραγούδι του γεφυριού της Άρτας», Συγκριτική μελέτη, Λαογραφία, τόμος 27 (1971), σ. 24-212 και ιδιαιτέρως σ. 33, 35, 147, 172. Οικονομίδης Δ., «Η θυσία εις οικοδομήματα», Ε.Ε.Β.Σ. 45 (1981-1982) σ. 43-132. Αικατερινίδης Γ., Νεοελληνικές Αιματηρές Θυσίες. Λειτουργία – Μορφολογία – Τυπολογία, Αθήνα 1979 (Λαογραφία Παράρτημα αριθμ. 8). Του ιδίου, Εθιμολογικά ελληνικής λαϊκής οικοδομίας, ΑΡΜΟΣ - Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Ν.Κ. Μουτσόπουλο για τα 25 χρόνια πνευματικής του προσφοράς στο Πανεπιστήμιο Α.Π.Θ. Πολυτεχνική Σχολή. Τμήμα Αρχιτεκτόνων, τόμος Α΄ (1990), σ. 147-166 και ιδιαιτέρως σ. 147, 149-159 και 163. Η θεμελίωση ως πρωταρχική φάση της οικοδομίας συνοδεύεται από πράξεις χρηστικές και δεισιδαιμονικού περιεχομένου. Κατ’ εξοχήν έθιμο της οικοδομίας είναι η ζωοθυσία, το κουρμπάνι. Το ζώο που συνήθως θυσιάζεται στα θεμέλια του σπιτιού είναι κόκορας ή όρνιθα. Αναφέρονται επίσης αρνί, κατσίκι, κριάρι και βόδι. Το ζώο σφάζεται πάνω στον ακρογωνιαίο λίθο των θεμελίων, αφού προηγηθεί ο αγιασμός από τον ιερέα. Ο πραγματικός σκοπός της θυσίας πηγάζει από την αρχέγονη δοξασία ότι με τον τρόπο αυτό το οικοδόμημα αποκτά ένα φύλακα-προστάτη, ένα στοιχειό, που απομακρύνει κάθε κακό και κίνδυνο για το οικοδόμημα. Στη δοξασία αυτή αναφέρονται αρχαίοι μύθοι αλλά και βυζαντινές παραδόσεις περί ανθρωποθυσιών κατά τη θεμελίωση μεγάλων οικοδομημάτων. Οι ζωοθυσίες αντικατέστησαν σε προηγμένο πολιτισμικά στάδιο της ανθρωπότητας τις ανθρωποθυσίες, που γίνονταν για τον ίδιο σκοπό, για τη στερέωση και τη φύλαξη ενός οικοδομήματος. Απηχήσεις παλαιών ανθρωποθυσιών, οι οποίες όμως δεν είναι άγνωστες και στους νεότερους χρόνους, βρίσκονται στο τραγούδι για το «Γεφύρι της Άρτας», που έχει ευρύτατη διάδοση σ’ όλη την Νοτιοανατολική Ευρώπη και απασχολεί φιλολογικά τη διεθνή έρευνα πάνω από έναν αιώνα. Εμφανής και ρεαλιστική ανάμνηση ανθρωποθυσιών προβάλλεται και από τη δοξασία, που επικρατεί ευρύτατα και σήμερα, ότι αν θεμελιώσουν χώμα από αποτυπώματα ποδιών ανύποπτου διαβάτη, και προπαντός αν κατά κάποιο τρόπο, θεμελιώσουν τη σκιά κάποιου, ο άνθρωπος αυτός θα πεθάνει ύστερα από λίγον καιρό. Κάθε σπίτι έχει το στοιχειό του. Η ψυχή του θυσιαζόμενου ζώου έπαιρνε ως στοιχειό διάφορες μορφές. Μεταβαλλόταν σε αράπη, κριάρι, πετεινό και συχνότατα σε σπιτόφιδο. Πρόκειται για επιβίωση ως αρχαιοελληνικής λατρείας του οικουρού όφεως. Ρωμαίος Κ., «Το φίδι του σπιτιού. Νεοελληνικές επιβιώσεις της λατρείας του οικουρού όφεως», Λαβύρινθος 1 (1973-1974), σ. 50-64. Στα αποτροπαϊκά και προληπτικά του κακού μέσα υπάγεται και ο αγιασμός, που γίνεται από τον ιερέα στο νεόδμητο σπίτι.

Τσότσος, Μακεδονικά γεφύρια, ό.π., σ. 25, 58, 59.

Cameron A. / Herrin J., Constantinople in the early Eighth Century: The Parastaseis syntomoi chronikai, Leiden 1984, κεφ. 4, σ. 58-60, 171.

Vargyas Lajos, Researches into Medieval History of Folk Ballad, εκδ. Akadémiae Kiado, Βουδαπέστη 1967, κεφ. ΙΙΙ, σ. 173-233: «The origin of walled-up wife».

Στην αρχαία Ελλάδα τα ποτάμια ήταν ιερά. Κάθε ποτάμι είχε το θεό του. Αυτούς τους θεούς τους παρουσίαζαν με τη μορφή ταύρου ή ταύρου με κεφάλι ανθρώπου. Μια τέτοια μορφή ονομάζεται Αχελώος, όπως το μεγάλο ποτάμι της βορειοδυτικής Ελλάδας. Δεν γνωρίζουμε αν ο θεός του ποταμού Αχελώου ήταν μια ποτάμια θεότητα ή αν η λέξη Αχελώος είχε τότε τη σημασία του νερού. Ποτάμιοι δαίμονες με μορφή ταύρου είναι γνωστοί και από λαϊκές ευρωπαϊκές παραδόσεις. Οι αρχαίοι Έλληνες ζητούσαν τη βοήθεια του ποταμού για την ευφορία της γης, αλλά και για την ευγονία των ανθρώπων. Μετά τον 6ο αιώνα π.Χ. συνήθιζαν ονόματα, που σχετιζόνταν με μερικά ποτάμια, όπως π.χ. Κηφισόδοτος. Nilsson Martin, Ελληνική Λαϊκή Θρησκεία, μτφρ. Ι.Θ. Κακριδής, Αθήνα 1979, σ. 8, 9.

Η κοινότητα εκφράζεται με την εκκλησία και το πλάτωμά της, με κρήνες, πηγάδια και ποτιστικά αυλάκια, με γεφύρια και δρόμους μέσα και έξω από τον οικισμό. Υπήρχαν επίσης και κερδοφόρες εγκαταστάσεις, όπως μύλοι, νεροτριβές, ελαιοτριβεία και χάνια, που ανήκαν σε ιδιώτες ή μοναστήρια και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των κατοίκων.

Συνοδευτικά κτήρια των γεφυριών είναι συνήθως μικρά φυλάκια με μορφή πύργου (Κούλιες), μύλοι και χάνια.

Η Άρτα, παλιά πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, γνωστή με αυτό το όνομα από το έτος 1082, ήταν κτισμένη στην αριστερή όχθη του Αράχθου, απλωνόταν αμφιθεατρικά στους πρόποδες του λόφου της Περάνθης (Βαλαώρας) και κατείχε τη θέση της αρχαίας Αμβρακίας. Παραδόθηκε στους Οθωμανούς στις 10 Μαρτίου του 1449, εξασφαλίζοντας κάποια προνόμια και παρέμεινε στην κατοχή τους μέχρι τις 24 Ιουνίου του 1881, με ένα μικρό διάστημα Βενετοκρατίας (1688-1715).

Στην εξοθωμανισμένη Άρτα ζούσαν Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι και Λατίνοι -κυρίως- Βενετοί έμποροι. Τον 15ο αιώνα ήταν η σημαντικότερη πόλη της Ηπείρου, μετά τα Γιάννενα. Προς το τέλος του 17ου αιώνα, ο πληθυσμός της έφθανε τους 7.000 κατοίκους. Τα Γιάννενα απελευθερώθηκαν το 1912, 31 χρόνια μετά την Άρτα. Ο μεθοριακός σταθμός βρισκόταν τότε στα ελληνοτουρκικά σύνορα.

Η Ήπειρος, περιοχή άγονη και ορεινή, με πεδινό έδαφος μόλις 10% στην παράκτια ζώνη, έχει βουνά ψηλά κι ορμητικά ποτάμια. Η οροσειρά της Πίνδου αποτελεί το φυσικό της όριο με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Ένα από τα μεγαλύτερα ποτάμια της είναι ο Άραχθος, που πηγάζει από την καρδιά της Πίνδου, διαρρέει ολόκληρο το νομό Άρτας και εκβάλλει στον Αμβρακικό κόλπο.

Σταγειρίτης Αθ., Ηπειρωτικά, ήτοι ιστορία και γεωγραφία της Ηπείρου, Παλαιάς και Νέας και βίος του Πύρρου, Βιέννη 1819, σ. 410.

Αραβαντινός Π., Χρονογραφία της Ηπείρου, τόμος Α΄, Αθήνα 1856, σ. 22.

Λαμπρίδης Ι., Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, Αθήνα 1880, τόμος Β΄, σ. 158 και Επανέκδοση της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1971, τόμος Β΄, σ. 158.

Leake W.M., Travels in Northern Greece, Λονδίνο 1835, τόμ. Ι, σ. 202.

Pouqueville F.C.H.L., Voyage dans la Gréce, Παρίσι 1820, τόμ. ΙΙ, σ. 104.

Holland H., Travels in the Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia etc, during the years 1812 and 1813, Λονδίνο 1815, σ. 82.

Smart Th., Travels in Sicily, Greece and Albania, Λονδίνο 1820, τόμ. 1, σ. 431.

Turner W., Journal of a Tour in the Levant, Λονδίνο 1820, τόμ. Ι, σ. 113.

Μουτσόπουλος Ν., «Κουδαραίοι Μακεδόνες και Ηπειρώτες μαΐστορες», στο λεύκωμα Πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες Περιόδου Απελευθέρωσης, εκδ. Τ.Ε.Ε., Αθήνα 1976, σ. 353-370, σημειώσεις σ. 449-453, Συμβολή στο Κουδαρίτικο Γλωσσάρι, σ. 414-433, εικόνες και σχέδια, σ. 371-413.

Η Ήπειρος, η περιοχή Βοΐου Κοζάνης, τα Λαγκάδια Γορτυνίας και τα Κλουκινοχώρια Καλαβρύτων, υπήρξαν εστίες μαστόρων της νεοελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Οι Ηπειρώτες ήταν ειδικοί και στο κτίσιμο γεφυριών (Κιοπουρλήδες). Η μυστική γλώσσα των Ηπειρωτών οικοδόμων είναι τα Κουδαρίτκα ή μαστόρκα. Σ’ αυτήν τη συνθηματική γλώσσα κούδαρης (ο) είναι ο μάστορας και κούδας είναι ο χτίστης. Σάρρος Δ., « Περί των εν Ηπείρω, Μακεδονία και Θράκη συνθηματικών γλωσσών», Λαογραφία 7 (1923), σ. 521-542, Σούλης Χρ., «Κουδαρίτικα των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου», Η.Χ. 5 (1930), σ. 161-168.

Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου είχαν τα Κρεκόνικα και τα Μπαραμπάτικα, αφού οι συνθηματικές γλώσσες των μαστόρων, διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή.

Κωνσταντινόπουλος Χρ., Οι παραδοσιακοί χτίστες της Πελοποννήσου, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα 1983, σ. 66-73 και σ. 74-76.

Οι πλανόδιοι λαϊκοί χτίστες δούλευαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ξένους, μακρινούς τόπους, μακριά απ’ τους γονείς, τις συζύγους και τα παιδιά τους. Σε μιαν εποχή που η επικοινωνία ήταν δύσκολη, η ξενιτιά ήταν δυσβάσταχτη τόσο γι’ αυτούς που έφευγαν, όσο και γι’ αυτούς που έμεναν. Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι σε όλα τα χωριά της περιοχής Βοΐου Κοζάνης, όπου οι περισσότεροι άνδρες ήταν πλανόδιοι μάστοροι, υπήρχε ο Κλαψόδενδρος.

Αυτός ο Κλαψόδενδρος, συνήθως δρυς, ήταν το σημείο αποχαιρετισμού στην έξοδο του χωριού, μέχρι το οποίο ξεπροβόδιζαν τον ξενιτεμένο οι συγγενείς του.

Rapoport A., Ανώνυμη Αρχιτεκτονική και Πολιτιστικοί Παράγοντες, μετάφραση – εισαγωγή – σχόλια: Δημήτρης Φιλιππίδης, Αθήνα 1976, σ. 6-7.

Παλιότερα ο Άραχθος πλημμύριζε συχνά. Καταστροφική ήταν η πλημμύρα της 20ής Δεκεμβρίου 1794. Προκάλεσε μεγάλες ζημιές και γκρέμισε πολλά σπίτια μέσα στην πόλη της Άρτας. Ιδιαιτέρως επλήγησαν οι συνοικίες του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, η Εβραϊκή και οι Ταμπακιάδες (των βυρσοδεψών). Μεγάλη πλημμύρα έγινε και το 1856, όμως δεν προκάλεσε καταστροφές.

Ξενόπουλος, Δοκίμιον..., ό.π. σ. 7.

Την τελευταία 50ετία, με τα αντιπλημμυρικά έργα της δεκαετίας του 1960 και -κυρίως- με τα φράγματα της ΔΕΗ Πουρνάρι 1 και Πουρνάρι 2, ο ποταμός έχασε τη δυναμική του και πια δεν πλημμυρίζει, παρά τη μεγάλη ποσότητα βροχόπτωσης, που δέχεται η περιοχή.

Μαντάς, Τα ηπειρωτικά γεφύρια, ό.π., σ. 27-30. Η τελευταία περιπέτεια του γεφυριού της Άρτας.

ΒιβλιογραφίαΜαμμόπουλος Αλέξανδρος, Λαϊκή Αρχιτεκτονική Ηπειρώτες μάστοροι και γεφύρια, Βιβλιοθήκη Ηπειρωτικής Εταιρείας Αθηνών, Αθήνα 1973.Μαντάς Σπύρος, Τα ηπειρωτικά γεφύρια, εκδ. Λαϊκό Πολύπτυχο, Αθήνα 1984, 1988 (2η έκδ.). Μαντάς Σπύρος, Το γεφύρι και ο Ηπειρώτης, εκδ. Λαϊκό Πολύπτυχο, Αθήνα 1987. Μέγας Γεώργιος, «Το τραγούδι του γεφυριού της Άρτας», Συγκριτική Μελέτη, Λαογραφία, τόμος 27 (1971), σ. 24-212.Πολίτης Νικόλαος, Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού, Αθήνα 1932 (3η έκδ.), σ. 179.Τσότσος Γεώργιος, Μακεδονικά γεφύρια, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997. Vargyas Lajos, Researches into Medieval History of Folk Ballad, εκδ. Akadémiae Kiado, Βουδαπέστη 1967.