Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Με ενοχλεί η λέξη ποιήτρια

Μικέλα Χαρτουλάρη, εφ. Τα Νέα, 22/5/1997

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ: ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

«Δεν οραματίζομαι την εξάπλωσή μου»

«Η αισθητική μου ταράζεται, όταν με αποκαλούν ποιήτρια», τονίζει στα «ΝΕΑ» η Κική Δημουλά, όπως υπογράμμισε και τις προάλλες στη ραδιοφωνική εκπομπή της Μαρίας Κυρτζάκη.

«Αυτή η αποστροφή δεν προέρχεται από το ότι με ενοχλεί ο διαχωρισμός του γυναικείου φύλου από το ανδρικό ­ άλλο αν αυτός ο διαχωρισμός μπορεί να έχει την απόχρωση ενός υποβιβασμού, σαν να είναι κάτι ισχνό η "γυναικεία" ποίηση... Εκείνο που μου φταίει, είναι ίσως αυτό το "ρ" μεταξύ του "τ" και του "ι". Το ακούω σαν ένα στραγάλι που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα ξεκαρδιστικά του γέλια. Είναι αυτοχλευαστική, σχεδόν, για το γένος, η προσφώνηση "ποιήτρια". Και όταν τη βλέπω σε μια αφιέρωση, αισθάνομαι πως είναι ένας πλεονασμός προσβλητικός για τον παραλήπτη».

Η Κική Δημουλά βρίσκεται στο προσκήνιο με την πρώτη έκδοση στα Αγγλικά ενός βιβλίου της. Πρόκειται για μια ανθολόγηση που έκανε ο Ντέιβιντ Κόνολι, σε συνεργασία μαζί της, διαλέγοντας και μεταφράζοντας από τις δύο πλέον πρόσφατες συλλογές της «Χαίρε Ποτε» («Στιγμή», 1988) και «Η εφηβεία της λήθης» («Στιγμή», 1994), 44 ποιήματα, αντιπροσωπευτικά της θεματικής και του ύφους της. Η έκδοση, που επιχορηγήθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού, έγινε από τον οίκο «Νόστος», τον οποίο διευθύνει ο καθηγητής Θεοφάνης Σταύρου, σε συνεργασία με το Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών του αμερικανικού Πανεπιστημίου της Μινοσέτα. Το βιβλίο ­ με σκληρό εξώφυλλο ­ περιλαμβάνει μια κριτική και διαφωτιστική για το ξενόγλωσσο κοινό εισαγωγή του Κόνολι, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, τονίζει για τη Δημουλά:

Ποιητική πυκνότητα

«Η πρωτότυπη και ελεύθερη φωνή της Δημουλά παρουσιάζει μια σπάνια ποιητική πυκνότητα. Και η γοητεία της έγκειται στα γυρίσματα των φράσεων, στις εκφράσεις, στις εικόνες της καθημερινότητας και στο ότι εστιάζει το ενδιαφέρον της σε φαινομενικά ασήμαντα αντικείμενα και γεγονότα που μετασχηματίζονται διά μέσου της ποίησης σε μια άποψη για την ανθρώπινη μοίρα (...). Η επίγνωσή της για την αναπόφευκτη παρακμή της ζωής, για την φθορά και τον θάνατο, δεν γεννά ωστόσο θρήνο, αλλά υποτάσσεται σε μια κατάφαση της ζωής. Η τραγική απελπισία συναντά το ειρωνικό χαμόγελό της και η ειρωνεία ­ ιδιαίτερα η αυτοειρωνεία ­ γίνεται ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησής της. Η Δημουλά απογυμνώνει τις αναπόφευκτες και δυσάρεστες όψεις της ανθρώπινης κατάστασης, περιπαίζοντάς την και ταυτόχρονα περιπαίζοντας τον εαυτό της».

Από την πλευρά της, η κορυφαία... ποιήτρια (συγγνώμη), με τούτη την αφορμή, απαντά στη συζήτηση που άνοιξαν «ΤΑ ΝΕΑ» (βλ. 19, 20, 21/5/97) για τη γυναικεία δημιουργία και διαχωρίζει τη θέση της κυρίως από τις πεζογράφους της νέας γενιάς, τονίζοντας:

«Το φύλο αποτυπώνεται στην Τέχνη και εν προκειμένω στην Ποίηση, διότι εμείς οι γυναίκες έχουμε μία συναισθηματική δριμύτητα και μία συναισθηματική προσκόλληση στο απέναντι φύλο. Ένας άνδρας, λ.χ., μπορεί σε μια ημέρα να γίνει πατέρας δέκα παιδιών και να μην το ξέρει, ενώ μια γυναίκα δεν μπορεί παρά να γνωρίζει ότι είναι μάνα, αφού εγκυμονεί εννέα μήνες. Δέχομαι πάντως ότι αυτή η αίσθηση είναι και ιδιοσυγκρασιακό θέμα. Εγώ, π.χ., νιώθω ότι έχω στενά περιθώρια. Γιατί είμαι ένας δειλός άνθρωπος, που δεν μπορώ να πω, π.χ., "θέλω να γράψω ένα ποίημα τώρα, δεν θέλω να είμαι γιαγιά". Κι ας έχω μια ανοιχτόμυαλη κόρη. Νομίζω δηλαδή πως δεν εξοικειωθήκαμε με τους ρόλους που αρπάξαμε. Κι ας μην αρέσει αυτό στις φεμινίστριες».

Παντρεμένη από τότε που τελείωσε το σχολείο, με τον γιο τής δασκάλας της ­ τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά, ο οποίος πέθανε το 1985 ­ δούλεψε 25 χρόνια στην Τράπεζα της Ελλάδος, ξεκλέβοντας χρόνο για να γράφει από την ανατροφή των δύο παιδιών της, το νοικοκυριό και την άγρυπνη παρακολούθηση της απολυταρχικής πεθεράς της. Παρ' όλα αυτά, είναι δύσπιστη σε κάθε κίνημα για την ισοτιμία των φύλων.

«Η ζωή όλη», λέει στα «ΝΕΑ», «αποτελείται από ζεύγη διαφορών και δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στην κατάργηση της διαφοράς ανδρών-γυναικών, ενώ υπάρχουν τρομερά, ουσιώδη, ζεύγη, όπως οι πεινασμένοι και οι χορτάτοι, οι δυνατοί και οι αδύνατοι που τα αποδεχόμαστε με πολλή απάθεια. Ας φέρουμε πρωτίστως μια ισοτιμία σ' αυτά τα αντίπαλα ζεύγη.

Άλλωστε, η απόλυτη αφοσίωση στην Τέχνη είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα ψέμα. Το να απομακρύνεται δηλαδή, με επιλογή της, βέβαια, μια γυναίκα απ' όλους τους άλλους ρόλους που έχει». Και τονίζει στα «ΝΕΑ»: «Αν ισχύσουν οι εξισώσεις, σταμάτησαν οι αγώνες. Κι αν σταματήσουν οι αγώνες, πεθαίνεις». Γιατί, όπως είχε πει και σε μια παλαιά συνέντευξή της στον Γιώργο Πηλιχό: «Σύγκρουση διαφορών είναι η ζωή μας. Αίσθηση, προπάντων, διαφορετική των διαφορών».

Υπαινιγμοί

Οι απόψεις της αυτές αντανακλώνται στην ποίησή της. Στο ποίημα «Σαν να διάλεξες», π.χ., που μεταφράζεται και από τον Κόνολι, έχει έναν στίχο: (θα πάω στη λαϊκή) «να δω την ευωδιά της ρίγανης / σκλάβα σε ματσάκια». Όλο το ποίημα «είναι ένας υπαινιγμός», εξηγεί, «της σκλαβιάς του γυναικείου φύλου σε κάμποσους ρόλους». Γιατί όλα αυτά τα έζησε η ίδια η κορυφαία ποιήτρια, στο πετσί της: «Έζησα τον χειρότερο γυναικείο ρόλο», λέει, «της αφοσίωσης και του χρέους. Ο άνθρωπος έχει την τάση να λησμονήσει για να ζήσει. Το χρέος, όμως, είναι ένας υγρός τάφος».

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κόνολι σημειώνει για την ποίηση της Δημουλά: «Το γεγονός πως αποφεύγει τους συναισθηματισμούς, αναμφίβολα, μαρτυρεί την επιρροή του άνδρα της, ο οποίος συνειδητά επιχείρησε να κρατήσει τη δική του ποίηση μακριά από κάθε συναισθηματικό στοιχείο (...). Η απάντησή της στο κενό και στην απώλεια δίνεται με λέξεις-πρόσωπα, έννοιες-πρόσωπα, αντικείμενα-πρόσωπα που δημιουργεί και που έρχονται να μπουν στον διάλογο ανάμεσα στο προσωρινό και στο αιώνιο. Έτσι, οι δίδυμες έννοιες της μνήμης και της λήθης κυριαρχούν σ' αυτές τις δύο συλλογές και ανάμεσά τους υπάρχει ένα διαρκές παιχνίδι».

Η ίδια, η Κική Δημουλά, παραδέχεται εξάλλου στα «ΝΕΑ»: «Το να μη συγκινείσαι είναι ένας τραγικός θάνατος και ένα θέμα που μ' ενδιαφέρει ποιητικά. Πράγματι, δεν συγκινούμαι πια. Διότι σ' εμένα τα ωραία πράγματα είναι συνδυασμένα με μια παρουσία δίπλα σου. Μου λένε "μα δεν αγαπάς τα παιδιά σου;". Βέβαια τα αγαπώ. Όμως, η αγάπη δεν είναι συγκίνηση. Είναι κάτι στατικό. Ενώ η συγκίνηση είναι ο βηματισμός της ζωής και το παραπέρα». Και σ' ένα ποίημά της, που επίσης μεταφράστηκε, αυτοσαρκάζεται: «Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι/πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;»

Δύσκολο να αποδοθεί η Κική Δημουλά σε ξένη γλώσσα, όπως και η αιρετική χρήση της ελληνικής στα ποιήματά της. Δεν είναι τυχαίο ότι η Δημουλά πρωτομεταφράστηκε στα Αγγλικά το 1965, 13 χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα, αλλά η ξενόγλωσση παρουσία της παρέμεινε αποσπασματική μόνο σε περιοδικά. Κυκλοφορούν δύο ανθολογήσεις της σε γαλλικές εκδόσεις και ετοιμάζεται μια έκδοση στα Σουηδικά αφιερωμένη στο έργο της. Αυτό το τοπίο ενισχύει τη σημασία της πρώτης αυτής αγγλόφωνης έκδοσης του «Νόστου» και της δουλειάς τού (και καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο) Ντέιβιντ Κόνολι, ο οποίος μάλιστα σημειώνει με γενναιότητα: «Υπάρχουν υπέροχα ποιήματά της που τα απέκλεισα, γιατί η αναπόφευκτη απώλεια από τη μετάφρασή τους θα ήταν πολύ μεγάλη». Και η... ενδιαφερόμενη υπογραμμίζει: «Ο Κόννολυ είναι ευγενής, έξυπνος, ακριβής σαν Άγγλος, αλλά είναι αντίπαλος δυστυχώς γιατί είναι και ποιητής».

Άνθρωπος που βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, που πιστεύει ακράδαντα στο μέτρο και θέλει να το κρατά σε πείσμα όσων άλλων το αγνοούν, η Κική Δημουλά είναι μια συγγραφέας που γνωρίζει την αξία της, αλλά δεν θα το παραδεχτεί ούτε θα διεκδικήσει ποτέ την αναγνώρισή της. Όπως λέει σαρκαστικά:

«Δεν επιδιώκω τις μεταφράσεις, διότι δεν οραματίζομαι την... εξάπλωσή μου έξω από τον τόπο μου. Είναι βέβαια ευχάριστο να μεταφράζεται κανείς, γιατί νιώθει πως έτσι μικραίνουν οι αποστάσεις από τον άλλο κόσμο. Όμως δεν πρόκειται να αλλάξει καμία ξένη χώρα διαβάζοντάς με. Το παρόν ποτέ δεν σε καταξιώνει τόσο πολύ, εκτός αν συμβεί κάτι εξαιρετικό όπως στον Σεφέρη ή στον Ελύτη.

Όταν, λοιπόν, μου λένε πως με γνωρίζει πια πολύς κόσμος, εγώ το ξορκίζω απαντώντας "μόδα είναι, θα περάσει". Γιατί όπως δεν μ' ενδιαφέρει να πάει στα Πανεπιστήμια το βιβλίο μου και να κολλήσει τον σκώρο μιας βιβλιοθήκης, έτσι, όταν με διαβάζει η Αννίτα Πάνια, πεθαίνω από τη στεναχώρια μου. Γιατί δεν μπορώ να πιστέψω πως ξέρει πόσο αίμα έχυσα για να γράψω ένα ποίημα. Όχι, φυσικά, "για το καλό της Ελλάδας", αλλά για τον εαυτό μου, για την (καλοήθη) φιλοδοξία μου να διαλέξω έναν δρόμο εκλεκτό».