Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Κική Δημουλά: «Μαζεύω πεταμένη ανθρωπότητα»

Μικέλα Χαρτουλάρη, εφ. Τα Νέα, 3/10/1998

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ» ΠΟΥ ΘΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕΙ ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΚΑΡΟΣ»
Το ονειρεύεσθαι είναι άσκηση ενάντια στη χαλάρωση
Πώς κατασκευάστηκε ένα χαρακτηριστικό ποίημα
Κλέφτες στη σκέψη
Εκδοχή δημιουργίας
Άτιτλο

«Όλα τα ποιήματά μου τα γράφω για να είμαι ακόμα ένα λεπτό μαζί με ό,τι αγάπησα, με ό,τι με πόνεσε, με ό,τι ονειρεύτηκα...».

«Το ονειρεύεσθαι είναι μια πολύ καλή άσκηση», λέει η Κική Δημουλά, η οποία, ενώ η απήχησή της ολοένα και αυξάνεται, κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τον «Ίκαρο» την καινούργια, ένατη, ποιητική συλλογή της «Ενός λεπτού μαζί»

Το απόσταγμα αυτής της εξομολόγησης η Κική Δημουλά το έβαλε στην καινούργια της ποιητική συλλογή, που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα από τον ΙΚΑΡΟ, με τίτλο «Ενός λεπτού μαζί». Ένας τίτλος χαρακτηριστικός της ποιητικής της, η οποία βασίζεται κατά πολύ σε μία αιρετική χρήση της γλώσσας, σε λεκτικά παιχνίδια και σε ακροβασίες που λειτουργούν σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις για τον αναγνώστη. Χαρακτηριστικά τα ποιήματα που προδημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ».

Ενός λεπτού σιγή, λέμε στα μνημόσυνα, για να σταθούμε και να σκεφτούμε λίγο παραπάνω αυτούς που λείπουν. Αυτή τη φράση παραποίησε η ποιήτρια, για να υπογραμμίσει ότι «μια ολόκληρη ζωή γίνεται ένας αγώνας για να είμαστε ένα λεπτό παραπάνω με τα πράγματα που αγαπάμε, που επιδιώκουμε, που χρειαζόμαστε, που μας διαφεύγουν...».

Η Κική Δημουλά έχει τιθασεύσει τον θυμό της όταν το λέει αυτό. Όμως στα τριάντα καινούργια ποιήματά της, τον αφήνει να εκδηλωθεί. Ίσως γι' αυτό όταν τα διαβάζεις έχεις την αίσθηση ότι σ' αφήνει να δεις στο βάθος της ψυχής της και δεν σου κρύβεται καθόλου. Την πονάνε τα όνειρα «που μείναν νηστικά» ή που βρίσκονται εξόριστα, η αγάπη που «πάντα κάπου σου το 'χει φυλαγμένο το φαρμάκι», ο χρόνος που ρέει («Ακόμα να μας συνδέσει το Ίντερνετ με την αθανασία» λέει στο «Δήμιο Νόμο»), η μοναξιά, η εγκατάλειψη, η ματαιότητα, το χάος που δήλωσε «διατηρητέο», το αύριο που «εγένετο άρον άρον αλλά ήταν πια αργά» («Εκδοχή δημιουργίας»). Στο «Επεισόδιο» αποδίδει ευθύνες στις λέξεις. «Αυτές φταίνε. Αυτές ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά σιγά ν' αρχίσουν να συμβαίνουν (...) ναι ναι με λέξεις διαιωνίστηκε θέατρο παγκοσμίου ακουστικής η τραγωδία μας».

Από εκεί φθάνει στον Δημιουργό. Και για πρώτη φορά σ' αυτή την ένατη συλλογή της τα βάζει ευθέως και επανειλημμένα με τον Ύψιστο. «Τι μου χτυπούσες νύκτωρ από πάνω Ύψιστε / το πάτωμα με το πανθ' ορών μπαστούνι σου; / Το πιο σωστό να 'ρχόσουν να βοηθήσεις / Δε μ' έβλεπες; Μάζευα πεταμένη ανθρωπότητα / από το σκουπιδότοπο ενός ντοκυμαντέρ» («Σαν μπλουζ»).

«Καούρες νηστικών όνειρων στο στομάχι»

Τέτοιες εικόνες τα ποιήματά της είναι γεμάτα. Χαρακτηριστικές οι «καούρες νηστικών όνειρων στο στομάχι» («Σεπτέμβριος») ή το «καλά στοκαρισμένο φως γύρω γύρω» («Του Λαζάρου»). Είναι μία τέχνη, που η Κική Δημουλά την έχει καλλιεργήσει ιδιαίτερα στη δεύτερη φάση της δημιουργικής πορείας της. Στο «Λίγο του κόσμου» (1971 Β' Κρατικό Βραβείο), στο «Τελευταίο σώμα μου» (1981), στο «Χαίρε ποτέ» (1988 Α' Κρατικό Βραβείο), στην «Εφηβεία της λήθης» (1994 Εκδ. ΣΤΙΓΜΗ). Αυτή ήταν και η τελευταία έως τώρα συλλογή της, η όγδοη. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ιδού το «Ενός λεπτού μαζί» από τον ΙΚΑΡΟ.

Έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας από την πρώτη της ποιητική εμφάνιση (1952), όταν είκοσι ενός χρόνων, ενώ δούλευε ήδη στην Τράπεζα της Ελλάδος υπέγραφε τα «Ποιήματα». Δύο χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε τον Άθω Δημουλά, κάτω από την ποιητική σκιά του οποίου άνθησε, ώσπου σμίλεψε τη δική της ποιητική προσωπικότητα και έφθασε, μετά τον θάνατό του, το 1986, να θεωρείται από τις σπουδαιότερες, αν όχι η σπουδαιότερη, Ελληνίδα ποιήτρια. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι είναι πολυμεταφρασμένη και στη Σουηδία, την πατρίδα του Άλφρεντ Νόμπελ...

Στο μεταξύ ο Άθως Δημουλάς παραμένει τακτική αναφορά της. Είναι σε διάλογο μαζί του, όπως είναι σε διάλογο με τα επουσιώδη συμβάντα της καθημερινότητας ή τα κοινωνικά γεγονότα της επικαιρότητας που τα αφομοιώνει και τα μεταστοιχειώνει στοχαστικά στα ποιήματά της. Χαρακτηριστικοί οι εμπρησμοί και οι ληστείες ή η μετακόμιση της κόρης της με τα εγγόνια της σε άλλο διαμέρισμα, μακριά της, που λειτούργησαν σαν αφορμές προκειμένου να μιλήσει για τα μεγάλα υπαρξιακά θέματα της ποίησής της.

«Ενώ η ζωή είναι τόσο σύντομη, την παίρνουμε για ατελείωτη. Αυτό είναι το μεγάλο φιάσκο που θέλω να σαρκάζω», λέει στα «ΝΕΑ». Και μ' αυτόν τον στόχο ξεδιπλώνει στο «Ενός λεπτού μαζί» και άλλα λεκτικά παιχνίδια, π.χ. «φορώ πότε πότε καπνούς επαφής» («Εξοπλισμός θερινών αναγκών») ή «κάποτε τελειώνουμε τα αιμοφόρα αστεία» («Σεπτέμβριος»). Από κοντά δίνει και χαρακτηριστικούς ορισμούς, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη, π.χ.:

Η έμπνευση: «Σπουδαία επιδιορθώτρια / κάθε αρχής φθαρμένης» («Έλα Λόλα»). Τα μυστικά: «Κουκουλοφόροι απαγωγείς / εκατομμυριούχων απαντήσεων». Ο καιρός: «Ο κακοήθης όγκος της στιγμής» («Επεισόδιο»). Η ωριμότης: «Από μόνη της αλμυρή λύσσα» («Εξοπλισμός θερινών αναγκών»).

Ορισμένες φορές καταλήγει σε αποφθέγματα, πάντα όμως με μια δόση ειρωνείας, «αύταρκες είναι μονάχα το μάταιον» («Καρτούν») και κάπου κάπου αφήνει τον εαυτό της να φθάσει στην προτροπή: «Κράτα φυλακισμένα εντός των συνόρων / τα όνειρά σου. Δεν αξίζει να βρεθούν εξόριστα να σήπονται / στα κάτεργα της μέρας».

Τελειομανής, αυστηρή, ανικανοποίητη

Αν όμως την ρωτήσεις ποιο ποίημά της αγαπά περισσότερο, αρνείται να διαλέξει. «Κανένα», απαντά. «Δεν τα ξαναδιαβάζω, γιατί ξέρω ότι θα θέλω να τα ρίξω στον Καιάδα».

Αυτή είναι η Κική Δημουλά. Τελειομανής. Αυστηρή. Ανικανοποίητη. Δύσπιστη απέναντι ακόμα και στον εαυτό της. Δέσμια της αγωνίας της να μην υποκύπτει σε ευκολίες. Μήπως αυτό ακριβώς, η προσπάθεια της αυτοαναίρεσής της, είναι μαζί με την αξόδευτη νεότητά της, το κλειδί τής ολοένα αυξανόμενης απήχησης που έχει στις νεώτερες γενιές;

Με αφορμή την προδημοσίευση ποιημάτων της από το «Ενός λεπτού μαζί» στα «ΝΕΑ», η Κική Δημουλά ξεκλειδώνει τον ποιητικό της κόσμο για τους αναγνώστες της, απαντώντας σε οκτώ βασικές ερωτήσεις.

­ Σ' αυτά τα ποιήματα φαίνεστε περισσότερο οργισμένη.

«Πιο έτοιμη θα έλεγα, για ν' αποφύγω το: πιο γενναία. Είπα, δηλαδή, να διασχίσω ό,τι σκοτεινό ακόμα μου υπολείπεται ή να ξανακάνω απ' την αρχή τη διαδρομή του, αλλά αυτή τη φορά χωρίς αρκετές προμήθειες χρόνου. Δίχως να επαναπαύομαι στα ψιχουλάκια φωτός που έριχναν άλλοτε στον δρόμο μου οι πυγολαμπίδες, για να μη χαθεί η επιστροφή μου. Και το κυριότερο, άοπλη εντελώς: δίχως το νεροπίστολο των δακρύων».

­ Χαρακτηριστικό είναι ότι συνομιλείτε με τον Ύψιστο και μάλιστα τον επικρίνετε.

«Συνομιλώ με τον Θεό, συχνά, σημαίνει ότι νιώθω όλο και συχνότερα την ανάγκη να ξαναγίνομαι παιδί. Τον επικρίνω σημαίνει ότι θέλω να παρατείνομαι ως παιδί. Ότι του θυμίζω τους κανόνες του "κρυφτού" που άνισα παίζουμε: στο εγώ τα φυλάω. Κρύβεται εκείνος, μου φωνάζει ένα μακρύ κου-ου-ου-κου, που λες και βγαίνει από τα μύρια διάσπαρτα στόματα των μεγάλων αποστάσεων. Αδύνατον να εντοπίσω την κρυψώνα του, να τον βρω. Όλο εκείνος με βρίσκει».

­ Επιμένετε στην ανάγκη να ονειρευόμαστε. Γιατί;

«Πώς να γίνει; Έτσι, να κυβερνάει η πραγματικότητα χωρίς τον φόβο της αντιπολίτευσης; Εξάλλου, κάπου θέλει να εμπιστευθεί τα μυστικά του και τους πόθους του το υποσυνείδητό μας. Πέρα από αυτά, θεωρώ το ονειρεύεσθαι μια πολύ καλή άσκηση για να μη χαλαρώνουν οι μύες της αναμονής, των προσδοκιών, που έχουν μια προδιάθεση για κυτταρίτιδα και πρόωρο γήρας».

­ Τα αγαπημένα σας λεκτικά παιχνίδια, σας έχουν κοστίσει τον χαρακτηρισμό της εγκεφαλικής ποιήτριας. Τι λέτε γι' αυτό;

«Σέβομαι την κριτική, αλλά καθόλου δεν μου έχει κοστίσει ο χαρακτηρισμός της εγκεφαλικής ποιήτριας, όσο κι αν αυτός σαρώνει όλο το: ποιήτρια. Ναι. Δεν μου έχει κοστίσει, γιατί με μεγάλο δισταγμό και η ίδια μπήκα, αμφιβάλλοντας, κάτω από αυτόν τον στομφώδη τίτλο. Εγώ, αγαπητή μου, δεν είμαι παρά ένας κοινός οδοιπόρος, που απλώς αντέχει, όταν αδειάζει το παγούρι του, να πίνει νερό χωρίς να δηλητηριάζεται από ελώδεις πλάνες ή και την αρχική μακέτα του κόσμου, όπου εκεί αφθονούσαν τα ύδατα. Με λίγα λόγια, επιβιώνω ξεδιψώντας στην πρώτη εφικτή λύση που βρίσκεται μπροστά μου, τη φυσική λύση. Δεν την κατασκευάζω. Μου προτείνεται από τις μόνες δυνατότητές μου.

Τώρα, αν με ρωτήσετε γιατί αυτήν την πορεία τη χώρισα σε ποιήματα, θα σας πω επειδή οι πηγές μου, κατά τις περιοδικές εκλάμψεις τους, δεν ήταν ούτε τετράγωνες ούτε στρογγυλές ούτε παραλληλόγραμμες, αλλά είχαν το θολό σχήμα ποιήματος».

­ Είχατε πει κάποτε ότι σας συγκινούν περισσότερο, νοιάζεστε πιο πολύ για τα επουσιώδη παρά για το ουσιώδες.

«Και να μην το έχω πει, δεν μου είναι ξένο. Αλήθεια είναι ότι νοιάζομαι γι' αυτούς τους αφανείς ήρωες. Αυτά κρατάει ως ομήρους το ουσιώδες, τα ακινητοποιεί με εκείνο το γνωστό κεφαλοκλείδωμα προφυλάσσοντας το στέρνο του, απειλεί ότι θα τα πυροβολήσει, κινείται κρυμμένο ασφαλές πίσω τους, τα σέρνει μαζί του έως ότου διαφύγει ασύλληπτο».

­ Γράφετε εύκολα;

«Τόσο δύσκολα, όσο ένας που δεν ξέρει να γράφει και ωστόσο επιμένει, σαν να έχει βάλει στοίχημα με κάποιον αυτοσαρκασμό και θέλει να το κερδίσει. Άλλωστε δεν βλέπετε πόση κανέλα έχω ρίξει, για να συγκαλύψω τη γεύση της δυσκολίας;»

­ Αν χρειαζόταν να μπει ένας υπότιτλος στα καινούργια αυτά ποιήματά σας, που να χαρακτηρίζει κάπως τη διάθεσή σας απέναντί τους, ποιος θα ήταν;

«Νομίζω ο ίδιος που σιωπηρά έβαλα σε όλα τα ποιήματα που έγραψα. Ότι κανένα δεν μοιάζει, δεν μου θυμίζει εκείνο το ποίημα που δεν έγραψα. Αναφέρομαι στο γνωστό χιμαιρικό ανικανοποίητο πολλών, φαντάζομαι, ποιητών. Το δόλωμα για να επιμείνουμε να γράφουμε».

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

«Τα ΝΕΑ» προδημοσιεύουν το ποίημα της Κικής Δημουλά από το «Ενός λεπτού μαζί» (Ίκαρος), φωτίζοντας για πρώτη φορά και τη διαδικασία της δημιουργίας του.

­ Μου εξομολογηθήκατε ότι από το ποίημα «Κλέφτες στη σκέψη», κόψατε την τελευταία στιγμή τους τρεις τελευταίους στίχους όπου γράφατε: «Πήρε δακτυλικά αποτυπώματα η αστυνομία / αλλά παρά τις έρευνες / παραμένουν ασύλληπτα τα λόγια μου».

«Φαίνεται ο ακρωτηριασμός. Κανέλα στη γεύση που πρέπει να έχει το τέλος ενός ποιήματος, δεν μπαίνει ποτέ. Τέλος πάντων, κατήργησα αυτούς τους στίχους γιατί μου φάνηκε κάπως ανάρμοστο, μια τραγική ευχή που είναι αυτό το ποίημα, να εξατμίζεται σ' έναν εύκολο, εξυπνακίστικο κάπως και προπάντων υπερφίαλο παραλογισμό. Γιατί δεν είναι δα και τόσο "ασύλληπτο" ώστε να θέλει αποτυπώματα, έρευνες και κυνηγητό, το πόσο νιώθει κανείς, κάποια στιγμή, απόλυτα ξεχασμένος από τόσα δισεκατομμύρια ανθρωπότητα. Γιατί δεν τους αντικατέστησα; Επειδή έχει δικαίωμα να επικρατήσει η αποτυχία».

Ιδού λοιπόν το ποίημα-τραγική ευχή στην τελική μορφή του.

Κλαίγοντας περιγράφει πώς ρήμαξαν το σπίτι της ληστές τής πήρανε χρυσαφικά και βίασαν οι άθλιοι γερόντισσες αξίες.

Δε χαίρεται;

Εμένα έχει χρόνια να πατήσει κλέφτης το πόδι του στο σπίτι ούτε για καφέ.

Επίτηδες αφήνω ξεκλείδωτο το μπρίκι.

Κάθε φορά επιστρέφοντας προσεύχομαι να βρω σπασμένους τους κυνόδοντες της πόρτας να σείονται τα φώτα σαν μόλις να κουτούλησαν με σεισμού πανύψηλου κεφάλι να δω κλεμμένα τα κτερίσματα από τις μούμιες βασιλείες του καθρέφτη σαν κάποιος να ξυρίστηκε στο μπάνιο και στη σπανή αφή μου να 'χουν φυτρώσει γένια χάμω δεμένη χειροπόδαρα να κείται η διάψευσή τους κι απ' την κουζίνα να 'ρχεται με το πάσο του ατμός ζεστής πατημασιάς με μπόλικη κανέλα από πάνω.

Είμαι διατηρητέο, είπε το χάος στους εργολάβους. Μέσα, τα πράγματα θα μείνουν όπως είναι. Μικροαλλαγές μόνο στην πρόσοψη επιτρέπω. Εν αρχή εγένετο χτες. Τάχιστα, μόλις η διορατική αίσθηση πρωτοβλέποντας τη μέρα χτισμένη έκραξε αλίμονο, τι μικρή που είσαι. Δε φτάνεις ούτε για ενός ατόμου μοναξιά. Αναστατώθηκε ο πηλός. Τι συνέβη; Στα σχέδια η μέρα έδειχνε ατελεύτητη. Είδα φορτωμένο με πλίνθους και χουν ένα ύποπτο πορτοκαλί φορτηγάκι.

Βρωμοδουλειά της δύσης;

Άφαντος ο κατασκευαστής. Εκλήθη τότε επειγόντως η διακοσμήτρια τέρψη. Ειδική να μεγαλώνει το χρόνο όπως τους μικρούς χώρους τα κάτοπτρα. Και εγένετο η απατηλότης.

Ντυμένη παράδεισος:

Ύδατα βαθύφωνα, κιθαριστές ρυάκια ο θόλος επάνω με τη γαλάζια τοπική ενδυμασία της απόστασης ατσαλάκωτος, χωριουδάκια οικισμοί θέρετρα κελαηδισμών ψηλά στις κορφές της αιώρησης κάτω αλσύλλια περιβόλια οπώρες οφιοειδείς φλογέρες που υπνώτιζαν δηλητηριώδη μήλα τζιτζίκια διαρκείας καθ' όλες τις τέσσερις μπορεί και παραπάνω θερμές εποχές ­ δεν ξέρω όταν έφτασα εγώ ήτανε κρύο ­ ισορροπίστριες δροσοσταλίδες πάνω σε φυλλαράκια φιγούρες κοζάκικου χορού οι παπαρούνες

ο ρεμβασμός μερακλωμένος να ρουφάει με το καλαμάκι του απανωτά αεριούχα αηδόνια η αιδώς μ' ένα πολύ σκιστό στο πλάι κατακόκκινο φύλλο συκής να χορεύει μ' έναν νοσταλγό μετανάστη λόγο η δε υπακοή που ραβόταν στην ίδια μοδίστρα με την απατηλότητα ντυμένη κι αυτή παράδεισος. Τα πρώτα καλλιστεία. Μις κόσμος εξελέγη η αιωνιότης. Δεν παρέστη. Και εγένετο πάλι χτες. Για να μη χαθεί όπως το προηγούμενο το συνόδεψαν λίγο παρακάτω οι φωτογραφίες. Έπεσε άπνους η διάρκεια. Νόμιζων πως κοιμόταν.

Την μπάτσιζαν της έριχναν κουβάδες φιλιά. Τίποτα. Μόνον ατελεύτητος νύχτα. Κι ακούστηκε ο πρώτος δίποδος λυγμός. Τον είχε δαγκώσει το μήλο. Πού ήταν οι πρώτες βοήθειες των ονείρων.

Δεν τους είχε δοθεί προτεραιότης;

Λάθος. Κάθε μεγαλεπήβολη πήλινη περιπέτεια εν αρχή πλάθει τους τραυματιοφορείς της. Άρον άρον εγένετο αύριο. Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά.

Τίποτα δεν άκουσες;

Κι όμως, όλην αυτή την ώρα εδώ μέσα με άλλα κουβεντιάζοντας να πάρω λίγο αέρα σε σένανε μιλούσα εκεί κάτω.

Ότι δε σε προσφώνησα;

Με ποιο απ' όλα τα Λερναία ονόματα να σε πρωτοφωνάξω.

Όποιο κι αν κόψω αποζητώντας σε φυτρώνει αμέσως άλλο.