Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Το ωραίο ζητούμενο

Μαίρη Παπαγιαννίδου, εφ. Το Βήμα, 29/11/1998

Η μαστοριά των βιβλίων και η μαστορική των συγγραφέων-τεχνιτών. Με αφορμή την τελευταία συλλογή της η Κική Δημουλά μάς οδηγεί στο εργαστήρι της γραφής της.

Εννέα ποιητικές συλλογές σε 46 χρόνια σηματοδοτούν την ανέλιξη της ποιητικής δημιουργίας της Κικής Δημουλά. Μιας δημιουργίας που ξεκίνησε το 1952 με την πρώτη της συλλογή, τα «Ποιήματα», και συνεχίζεται σε μια νοητή γραμμή ως σήμερα. Ο ένατος σταθμός μιας διαισθητικής αντίληψης της ζωής είναι η πρόσφατη έκδοση της ποιητικής συλλογής «Ενός λεπτού μαζί» από τον «Ικαρο», ενώ επίκειται η συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού της έργου από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.

­ Σε τι αποσκοπεί κάποιος που αποφασίζει να ασχοληθεί με την ποίηση;

«Θα ξέρετε βέβαια ότι αυτή η ερώτησή σας έχει πάρει στον λαιμό της πολλές επίδοξες απαντήσεις. Χάθηκαν όλες μέσα στην πυκνή ομίχλη που περιβάλλει το μυστηριώδες ζητούμενο, ακριβώς για να το προστατεύσει από την αποκάλυψή του. Την ίδια τύχη θα έχει και η δική μου απάντηση, που ωστόσο ξεκινάει από το γνωστό σημείο, ότι κανείς δεν γίνεται ποιητής με δική του απόφαση.

Υπάρχει ακόμα στη γειτονιά μου από τα παλαιότερα χρόνια της άνθησής της, στην αυλή μιας ερειπωμένης σχεδόν τώρα μονοκατοικίας, ένα πανύψηλο δένδρο γαζίας. Την εποχή που άνθιζε, στεκόμουν ώρα μπροστά του, ξετρελαμένη από τις κίτρινες χνουδάτες μπαλίτσες της ευωδιάς του. Τεντωνόμουνα μέχρι γελοιοποιήσεως, προσπαθώντας κάθε φορά να φθάσω το λιγότερο εχθρικό προς το ύψος μου κλαδί, να κόψω το άνθος. Είχε αποδειχτεί ότι δεν φτάνω κι όμως επέμενα. Δεν αποκλείεται λοιπόν η επιμονή να θέλεις να δρέψεις κάτι που δεν το φτάνεις, αυτή να είναι που αποφασίζει να γίνεις ποιητής. Πού αποσκοπώντας; Σ' αυτό ακριβώς: να τεντωθείς πολύ ψηλότερά σου. Συνειδητά ή όχι, λίγο είναι;».

­ Όταν ο Λουί Αραγκόν δημοσίευσε το βιβλίο «Ποτέ δεν έμαθα να γράφω», ήταν από τους πρώτους συγγραφείς που μίλησαν για τη μέθοδο της συγγραφικής τους δουλειάς. Ποιο είναι το απόσταγμα της δικής σας εμπειρίας;

«Το απόσταγμα της ίδιας περίπου εμπειρίας που απέκτησε το σώμα ζώντας και καμπτόμενο, ενώ έμεινε αναλλοίωτο το σφρίγος της ανάγκης να γράφω. Αυτά τα δύο τρομερά αντίθετα καβγαδίζουν μέσα τόσο άγρια που οι στριγκλιές της διαφωνίας τους φτάνουν στα ώτα του χαρτιού και της αποθάρρυνσης. Τελικά, αντλώ τα θέματά μου απ' αυτή τη μεγάλη διαφωνία, αποδεχόμενη τον συμβιβασμό που επιτυγχάνουν η κάποια πείρα και η ωριμότητα, επιβάλλοντας τη χρήση ενός καλλυντικού προϊόντος που οι ίδιες παράγουν: μια παχιά, λιπαρή κρέμα προσοχής. Υποτίθεται ότι σκεπάζει τις ουλές και ενυδατώνει το επαναλαμβανόμενο ώστε να μοιάζει σαν «αλλιώς». Τσαρλατανιές.

Θα στρογγύλευα την απάντησή μου, πρόθυμα αντιγράφοντας τον τίτλο του βιβλίου του Αραγκόν, αν δεν ήταν τόσο σαγηνευτικά φιλάρεσκος και εκ του ασφαλούς θαρρετός, αφού επιγράφει ένα γραμμένο βιβλίο. Γιατί, μπορεί να μην έμαθα να γράφω αλλά ξέρω να σοβαρολογώ».

­ Η «προσωπική γλώσσα» αντανακλά τον ψυχισμό του ποιητή που αναπτύσσεται από τη μια συλλογή στην άλλη. Εσείς διακρίνετε στη δουλειά σας διαφοροποιήσεις μέσα στον χρόνο, ανάλογα με τα ερεθίσματα που δεχθήκατε;

«Εμένα ρωτάτε; Εγώ είμαι το μπαλάκι που πότε πετάει ο ψυχισμός στη γλώσσα και πότε η γλώσσα στον ψυχισμό. Πού να ξέρω ποιος δίνει τις περισσότερες και πιο δυνατές πάσες. Ωστόσο ανατρέχοντας στο αρχικό στάδιο αυτού του παιχνιδιού, θυμάμαι ότι η γλώσσα άγεται και φέρεται από τον ψυχισμό, παπαγαλίζει το συγκινησιακό στοιχείο πιστά. Περνάει καιρός για ν' αλλάξουν οι ρόλοι, αν αλλάξουν βέβαια, αν η γλώσσα είναι τυχερή, φιλόδοξη, δολίως παρατηρητική. Τότε, σιγά σιγά, έχοντας καταλάβει αθορύβως μια μια τις θέσεις που αφήνει κενές η βαθμιαία υποχώρηση της συγκινησιακής φόρτισης, δημιουργεί έναν δικό της ψυχισμό, ευρηματικό τόσο ώστε να ανεβάζει τη στάθμη των ερεθισμάτων που εντυπωσιακά χαμηλώνει με το πέρασμα του χρόνου, και να ενεργοποιεί τα αποτιτανωμένα βιώματα. Αν όλα αυτά τα πετυχαίνει δι' ιδίων πόρων, χωρίς μεγάλους δανεισμούς από τον εγκέφαλο, τότε δικαιούται να λέγεται «προσωπική» και να συνυπογράφει το ποίημα».

­ Η προσωπική γραφή σας περιλαμβάνει λέξεις της καθαρεύουσας, της τεχνολογίας, της αργκό ή και νεολογισμούς. Υπάρχουν λέξεις αντιποιητικές ή λέξεις που δεν θα χρησιμοποιούσατε ποτέ;

«Φυσικά και υπάρχουν αντιποιητικές τις οποίες και χρησιμοποιώ. Συχνά από ένδεια. Τυχαίνει καμιά απ' αυτές που αναζητώ να μην είναι διαθέσιμη. 'Η δεν τις θέλγει η θέση που τους προτείνω ή ζουν σε κάποιο μακρινό, διάσημο, ξένο ποίημα. Αναγκαστικά τότε ενδίδω στην προχειρότητα. Αλλοτε όμως σκοπίμως τις μεταχειρίζομαι από μια τάση που έχω να χαλάω τη μυθολογία της ποίησης, να καταστέλλω, λίγο έστω, αυτή την περιφρονητική διάθεση του ποιήματος και του ποιητή προς την καταγωγή του που είναι η γη. Πιστεύω ότι κάλλιστα μπορεί κανείς ν' απογειωθεί πατώντας σ' έναν κουβά. Οσο για το ποιες λέξεις ή και εκφράσεις δεν θα χρησιμοποιούσα ποτέ, δεν μπορώ να είμαι απόλυτη. Αποφεύγω πάντως τις λέξεις: «ιδρώτας», «σπέρμα», ενώ άνετα χρησιμοποιώ τη λέξη «σπερματοζωάριο» ­ μήπως και γονιμοποιήσει τη διπλανή του λέξη ή και την έκβαση του ποιήματος ­ και δεν θα έλεγα ποτέ «κάνε μου έρωτα», ούτε κι αν αυτό θα ήταν αυστηρή προϋπόθεση για να συντελεσθεί η επαφή. Αυτά και άλλα συντηρητικότερα».

­ Πιστεύετε στον ρόλο της τεχνικής, της εξάσκησης, της μαθητείας στην ποίηση;

«Ομολογώ ότι δεν έσκυψα με προσήλωση σε καμιά από τις τρεις αυτές ωφέλειες. Εφάρμοσα τις θεωρίες τού μάλλον οκνηρού βηματισμού μου κάνοντας πειραματόζωα τις αδυναμίες μου».

­ Ποια η σχέση σας με τους διάφορους «-ισμούς»; Αισθανθήκατε ποτέ επιρρεπής προς μοντέρνα αισθητικά ρεύματα;

«Επιρρεπής πιο πολύ προς τα καινούργια ρεύματα και ιδιαιτέρως απορροφητική των επιδράσεων. Γι' αυτό ακολουθώ την πεπατημένη των προσπαθειών μου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις προασπίζομαι».

­ Εχει ειπωθεί ότι ο ποιητής βρίσκεται στον αντίποδα του αρχιτέκτονα. Ο τελευταίος δεν μπορεί ν' αρχίσει χωρίς ένα βασικό πλάνο, ο ποιητής καταλήγει σ' αυτό. Ποια η σχέση σας με το ποιητικό σας οικοδόμημα;

«Σχέση ανειδίκευτου εργάτη, επίφοβα αφηρημένου. Με ή χωρίς πλάνο, καταλήγω να μισοχτίζω σε λάθος οικόπεδο, με τετραγωνικά μέτρα πολύ περισσότερα από όσα ζήτησε ο πρώτος στίχος, αδιάφορο πόσο πολυμελής αποδείχτηκε καθ' οδόν. Ωστόσο χτίζω πιο γρήγορα αν μου δοθεί έτοιμη η αυλόπορτα και η σκεπή. Τοίχους σηκώνεις εύκολα».

­ Η γλώσσα σας είναι συχνά αιχμηρή και καθημερινή, αλλά συγχρόνως χαρακτηρίζεται από έναν ερμητισμό. Η ποίηση είναι για τους ολίγους ή για το μεγάλο κοινό;

«Ερμητισμός; Περίεργο. Δεν το καταλαβαίνω ότι συμβαίνει. Αντίθετα, είμαι ήσυχη ότι αφήνω και την είσοδο και την έξοδο ορθάνοιχτες για κάθε αναγνώστη. Φαίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος, σηκώνεται εκείνη η ανασφαλής γλώσσα και τις κλειδώνει. Αναρωτιέμαι όμως γιατί το κοινό νιώθει τόσο ξένο με την ερμητική ποίηση, θέλει να την εννοήσει. Πώς νιώθει τόσο οικείο με τον ερμητισμό του μέλλοντος ακόμα και της κοντινής αυριανής μας μέρας»;

­ Πιστεύετε ότι η αισθηματολογία και ο συναισθηματισμός ανήκουν σε μια άλλη εποχή με λιγότερες διαψεύσεις;

«Αν στην εποχή μας υπάρχουν διαψεύσεις, όπως λέτε, είναι καλό σημάδι. Σημαίνει πως αφθονεί μάλιστα ο συναισθηματισμός. Αυτός δεν εκτρέφει τις διαψεύσεις;».

­ Ποια είναι τα αγαπημένα σύμβολα στην ποιητική μυθολογία σας;

«Τα πουλιά, τα όνειρα, η ωραιότητα, τα αστέρια. Χαϊδευτικά ονόματα του ύψους, της φευγαλεότητας, του σπάνιου και του απέχοντος. Κατά σύμπτωση, τα ίδια ονόματα έχει και ο έρωτας. Κι αυτό με κάνει επιεικέστερη απέναντί του».

­ Εχει ειπωθεί ότι ο στίχος σας είναι «στίχος που σκέπτεται». Η ποιητική μαρτυρία είναι προϊόν λογικής ή συναισθηματικής επαφής με τα πράγματα;

«Ας πούμε ότι η λογική έχει τη φιλολογική επιμέλεια της ποιητικής μαρτυρίας. Διορθώνει τις ασυνταξίες των υπερβολών και του χρόνου και επιβάλλει την καθομιλουμένη ορθογραφία, διότι το συναίσθημα επιμένει να τηρεί ακόμα την αρχέτυπη εκείνη, τη μεγάλη σημασία του. Εξάλλου τα πράγματα, ακόμα και κατά την καθαρώς συναισθηματική επαφή τους μαζί μου, μάλλον κουβαλάνε, κρυφά μου, διά παν ενδεχόμενο και τη λογική τους. Ισως αυτό είναι που κάνει τον στίχο μου να σκέπτεται"».

­ Η ποίησή σας δεν συνδέεται με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, αλλά με την αναζήτηση του χαμένου μας εαυτού. Σας ενδιαφέρει η συμμετοχή στο κοινωνικό και πολιτικό παιχνίδι ή βρίσκετε ότι ο ποιητής είναι μια ξεχωριστή κοινωνική και πολιτική μονάδα;

«Είμαστε πια, ευτυχώς, νόμιμος πληθυσμός ποιητών και είναι καιρός να φεύγει από πάνω μας αυτό το ψεύτικο, ουτοπικό βάρος της ξεχωριστής μονάδας».

­ Πώς καταλαβαίνετε ότι ένα ποίημά σας έχει τελειώσει;

«Οταν κουραστώ. Οταν με πείθει μια ψευτοψευδαίσθηση ότι αυτό το τέλος ευχότανε να έχει η αρχή του ποιήματος. Λένε βέβαια ότι ένα μόνο ποίημα γράφει κάθε ποιητής, με δόσεις. Αλλωστε ένα είναι και το κινητήριο θέμα, η ψυχή: αυτό το υπερφυσικό, τερατώδες κρόμμυον. Τραβάς, τραβάς φλοίδες και τελειωμό δεν έχουν. Μια φλοίδα λοιπόν τη φορά. Δεν είναι και για περισσότερο. Κλαίνε τα μάτια από το τσούξιμο, στραβώνεσαι».