Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Χρονικογράφος του εφήμερου

Κώστας Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 29/6/2001

Η νηφάλια στοχαστικότητα της Κικής Δημουλά

Κλείνοντας τη συλλογή Ήχος απομακρύνσεων, της Κικής Δημουλά, θα ήταν μάλλον αφύσικο να μην παραξενευτώ, αναλογιζόμενος ότι δεν είχα συναντήσει, σ' αυτήν, τη λέξη φωτογραφία παρά μόνο δύο φορές και μάλιστα όχι φορτισμένη όπως και όσο άλλοτε. Μιλώ γι' αυτό το τόσο γνώριμο, στην ποίησή της, στοιχείο· με το τόσο πολυσήμαντο και ποιητικά δραστικότατο φορτίο, που το πληροφοριακό, αλλά και το συναισθηματικό του εκτόπισμα επέδρασε καταλυτικά στη δημιουργία ευφρόσυνων αισθητικών καταστάσεων. Αυτό το σταθερό άνοιγμα προς το παρελθόν, στο αμετακίνητο πλαίσιο του οποίου περικλείονταν πρόσωπα μόνα ή συμπλέγματα προσώπων, μ' επάνω τους χαραγμένες τις διαθέσεις της στιγμής, σε στάσεις λησμονημένες ή ζηλότυπα φυλαγμένες στη μνήμη, τοπία και τόποι, όλα άρρηκτα δεμένα με μια ζωή που δεν χάθηκε, αλλά συρρικνώθηκε εντός της. Αλλοτε, στην ποίηση της Δημουλά, η φωτογραφία, αυτό το εγχάρακτο με φως και με σκοτάδι κείμενο, είχε πολλούς σκοπούς να επιτελέσει: δεν κατέλυε απλώς την «ιδιωτικότητα της διάθεσής» της, δεν ήταν μόνο ένα μέσον «εξορκισμού του θανάτου» και, εμμέσως, κατάργησής του στα μάτια των επερχόμενων· εθεωρείτο, ακόμα, αυτή και η μνήμη, «οι βιογράφοι της εχθρότητας του ανθρώπου προς το θάνατο». Με τον καιρό, φαίνεται ότι η αξία των φωτογραφιών ως αποδεικτικού υλικού ζωής αποδυναμώθηκε· μπορεί η συχνή καταφυγή της ποιήτριας σ' αυτές να προκάλεσε μια άμβλυνση της συναισθηματικής τους αιχμηρότητας, πιθανότερο, πάντως, θεωρώ το γεγονός να είναι οριστικά ληγμένος πια, γι' αυτήν, ο «κρυφός εμφύλιος πόλεμος» που διεξάγεται στην επιφάνεια της φωτογραφίας, ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των εντός και των εκτός της φωτογραφίας ίδιων προσώπων - ανάμεσα στα πριν και στα τώρα δικά της χαρακτηριστικά. Της αρκεί το είδωλο που της επιστρέφει ο καθρέφτης: «...Ωρίμασε έγινα γεύμα γήρατος. / Οχι σε ταβερνάκι ονείρου. / Σε κάποιο λαϊκό μαγέρικο που άνοιξε / ο καθρέφτης» («Σας άφησα μήνυμα»). Κυρίως όμως της αρκούν τα ανελέητα επιχειρήματα της υπέρογκης, σωματοποιημένης με τον καιρό μνήμης της που, για πρώτη φορά, αν δεν κάνω λάθος, τουλάχιστον σε ένα ικανό ποσοστό, μετατρέπεται σε πείρα διδακτική, προφυλακτική από επαναλήψεις λαθών του παρελθόντος, ενδόσεις σε επίβουλα καλέσματα του μέσα και του έξω, τραυματικές ψευδαισθήσεις. Την κάνει, όσο ποτέ άλλοτε, επιφυλακτική μπροστά στα διάφορα ενδεχόμενα, κι αυτό είναι, νομίζω, που δίνει στο λόγο της μια νηφάλια στοχαστικότητα· στοιχείο που διακριτικά την κανοναρχεί και ανεπίληπτα την ελέγχει. Δεν αναφέρομαι στη λογική που, σε όλη την ποιητική της πορεία, βρισκόταν σε επιφυλακή, ασκώντας κάτι σαν εποπτεία όσο διαρκούσε το πλάσιμο του ποιήματος· ελέγχοντας το συναίσθημα, αποκλείοντας ή περιορίζοντας, έτσι, τον πάντοτε ελλοχεύοντα κίνδυνο «της ασυνταξίας των υπερβολών και του χρόνου», επιβάλλοντας την «καθομιλουμένη ορθογραφία». Αναφέρομαι σε μια στοχαστικότητα που διέπει, πλέον, τη στάση της απέναντι στις ποικιλοτρόπως εκδηλωνόμενες πτυχές του βίου και που, κατά συνέπεια, προσδίδει στο λόγο της μια αποφθεγματικότητα τελεσίδικη, εντελώς διαφορετική από τα συχνά απαστράπτοντα γνωμικά στα οποία κατέληγαν άλλοτε οι στίχοι των ποιημάτων της. Γνωρίζει πλέον τους δόλιους τρόπους με τους οποίους η θλίψη υποδαυλίζει τα περασμένα, καθιστώντας ένα «παλιό κάποτε» καινούργια πηγή οδύνης· γνωρίζει πως ό,τι στην κατάσταση της εγρήγορσης μοιάζει οριστικό, στον ύπνο αποκτά διαστάσεις «ογκώδους εκκρεμότητας»· ότι ο θάνατος είναι η μόνη επίσημη, εφτασφράγιστη απώλεια, της οποίας ο παραμυθητικός επίδεσμος είναι η λύπη, έστω κι αν κάποτε διαστέλλεται παράλογα και επικαλύπτει την αιτία που την προκάλεσε· εξάλλου τίποτα δεν χάνεται ολόκληρο διαμιάς («Τοις μετρητοίς μην παίρνεις την απώλεια· / Είναι τερατολόγος μελοδραματική. / Κακώς σπεύδεις να προμηθεύεσαι μεγάλο μήκος λύπης. Θα σου περισσέψει / διότι ολόκληρο, όλο μαζί / τίποτα δε χάνεται. / Διαρκώς θα υπολείπεται κάτι δικό του ακόμα να χαθεί». «Λίγο λίγο αντίο»)· η απογύμνωση συντελείται αργά· αργά αλλά σταθερά το σώμα, η έδρα αυτή επιθυμιών, αισθημάτων και διαθέσεων απεμπολεί τα «υπάρχοντά» του και, ως εάν σε προϊούσα πτώχευση ευρισκόμενο, ενεχυριάζει στο χρόνο πολύτιμα τιμαλφή της ζωής (οι επιθυμίες ανήκουν πια στην «πλούσια ιδιωτική συλλογή της παλαιότητας»). Τα γνωρίζει όλ' αυτά κι έτσι, απογυμνωμένη από το προστατευτικό περίβλημα των ψευδαισθήσεων, δημιουργεί για αρωγό της μια στιγμιαία θεότητα: την παρομοίωση, η οποία προσωποποιημένη, κατά την πάγια ποιητική πρακτική της Κικής Δημουλά, διαμεσολαβεί και ενώνει, παρά την απόσταση, «ομοιότητες και συγγένειες αγνοούμενες χρόνια»· ανάγοντας έτσι το ομοιωματικό σαν σε ρυθμιστή του παρόντος της, σε νοηματοδότη γεγονότων και καταστάσεων που αλλιώς θα παρέμεναν ανενεργές, μισοσβησμένες κάπου στις αχανείς εκτάσεις της μνήμης. Η άνοιξη, μνήμες καλύτερα να πω της άνοιξης, προσκρούουν στον αδιαπέραστο, προστατευτικό τοίχο της πείρας και της επιφύλαξης· βρίσκουν ωστόσο καμιά φορά ανεπαίσθητα περάσματα για να την προσεγγίσουν, κάποια «ραγισματιάν αιφνίδια», μία «αφύλακτη θύρα δευτερολέπτου» ή «ένα τικ, ένα πετάρισμα βλεφάρου», αδίκως όμως, επειδή έχει καιρό να συμβεί κάτι επιβεβαιωτικό της ύπαρξής της, κάτι που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στον «έρμαιο ψυχισμό» της, αφού, παρ' όλα αυτά «...και τι δε θα 'δινε / ο εξευτελισμός σου να ακολουθήσει σα σκυλάκι μια τρέλα». Που όμως δεν συμβαίνει, με αποτέλεσμα ένα, μπορεί όχι πεισιθάνατο, πάντως εξουθενωτικό «προς τι» να διαμορφώνει τη διάθεσή της και να εμφιλοχωρεί σε κάθε σκέψη, πρόθεση και πράξη της. Όλ' αυτά συνεπάγονται, προϋποθέτουν μάλλον, ένα συνειδητό περιορισμό του ανοίγματος και, παράλληλα, μία ελαφρά μετακίνηση της οπτικής γωνίας της ποιήτριας προς τα «μέσα» και προς τα πλησιέστερα προσδιοριστικά του περιβάλλοντός της, συνεπώς και της διάθεσής της, πρόσωπα -εκλιπόντα και εν ζωή- πράγματα, κάποτε και καταστάσεις. Η ίδια παραμένει αμετακίνητη, κυριαρχημένη από τις εμμονές και τις επώδυνα κατακτημένες βεβαιότητές της («Αλμπουμ εμμονών» αποκαλεί τον εαυτό της, που ένας «άγνωστος δάκτυλος ξεφυλλίζει», όπου «άλμπουμ εμμονών» ας θεωρηθεί η εμποτισμένη από πικρή πείρα ζωής αισθαντικότητά της και «δάκτυλος» ο «αιφνίδιος» ή ο «αποχρών», ίσως και ο «ουδείς αποχρών» λόγος). Παραμένει αμετακίνητη, χωρίς να βγαίνει -ποτέ δεν βγήκε εξάλλου- «παραέξω από την ίδια στάση» («Αντιγραφείς αισιοδοξίας ΙΙ» που, μαζί με το «Πάλι σε συγχωρώ», αποτελούν δύο ποιήματα απαντητικά στις όποιες επιφυλάξεις διατυπώθηκαν για το αμέσως προηγούμενο βιβλίο της, το Ενός λεπτού μαζί), αδιαφορώντας για την «ποικιλία» ή τον «εμπλουτισμό» των θεμάτων της. Μάλλον τ' αντίθετο: χρονικογράφος του εφήμερου, μοιάζει να περιφέρεται επιζητώντας την προσωπική της παραμυθία και τον κατευνασμό των αισθημάτων της, ανακαλύπτοντας πρόσκαιρες αναζωογονητικές αντιστοιχίες ανάμεσα σε τρέχοντα συμβάντα, σε φευγαλέες ή μόνιμες καταστάσεις του κόσμου που την περιβάλλει από τη μια και σε πτυχές της διάθεσής της -του έρμαιου ψυχισμού- από την άλλη. Γιατί το «νέο» είναι οριστικά καταργημένο, και για να φανεί κάτι καινούργιο χρειάζεται τη θαυματουργή διαμεσολάβηση της ψευδαίσθησης· πώς θα μπορούσε, εξάλλου, να συμβαίνει διαφορετικά, σε έναν κόσμο που οριοθετείται από επαναλαμβανόμενους θανάτους, διαφορετικούς ωστόσο μέσα στην επαναληπτικότητά τους και, γι' αυτό, ενισχυτικούς των σαθρών επιχειρημάτων περί ποικιλίας της ζωής. Κατά τ' άλλα, γιατί είμαι υποχρεωμένος να συντομεύω, η Κική Δημουλά διατηρεί ακόμα το γοητευτικά ιδιότυπο παγανισμό της, ο οποίος της επιτρέπει να συνομιλεί απ' ευθείας άλλοτε με το επέκεινα και άλλοτε με τον Χριστό και, το κυριότερο, εξακολουθεί να ταπεινώνεται και να ανυψώνεται όπως της το επιτάσσει ο «αιφνίδιος» ή «αποχρών» λόγος, αναπτύσσοντας μια δική της μεταφυσική, χωρίς προφανή στοιχεία μυστικότητας και ερήμην του ουρανού.