Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Παραμυθητικές αναθυμιάσεις της μνήμης

Κώστας Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 27/5/2005

Ανακαλώντας μορφές, μουσικές, χειρονομίες από το απάνεμο λιμάνι της ωριμότητας

Κική Δημουλά, Χλόη Θερμοκηπίου, εκδ. Ίκαρος, 2005, σελ. 76, 12,22 €.

Μιλώντας για την αμέσως προηγούμενη συλλογή (Ήχος απομακρύνσεων, 2001) της Κικής Δημουλά, επισήμαινα την «κατακτημένη» ευκολία της να μετατρέπει την, ώς τότε, μεταλλάξιμη σε ποιητικά εναύσματα μνήμη, σε πολύτιμη διδακτική ύλη, προφυλακτική από επαναλήψεις λαθών και προειδοποιητική των κινδύνων που καιροφυλακτούν πίσω από τα διάφορα γοητευτικά και σχεδόν πάντα επίβουλα εσωτερικά και εξωτερικά «καλέσματα». Γεγονός που προσέδιδε στο λόγο της μιαν επιπρόσθετη νηφάλια στοχαστικότητα και μιαν αποφθεγματικότητα διαφορετική από τα συχνά απαστράπτοντα γνωμικά, στα οποία κατέληγαν παλαιότερα πολλά από τα ποιήματά της. Επισήμαινα ακόμα έναν αισθητό περιορισμό του ανοίγματος της οπτικής-διαισθητικής της γωνίας, παράλληλα με μια διακριτική μετακίνησή της προς τα μέσα, γεγονός που την καθιστούσε εξομολογητικότερη, απολογητικότερη και περισσότερο από άλλοτε απολογιστική των πεπραγμένων της ζωής και του έργου της, πράγμα που προσέθετε στο λόγο της μια βαρύτητα οδύνης και, ώς ένα σημείο, απέβαινε εις βάρος των γνωστών εντυπωσιακών θεματικών εναλλαγών που χαρακτήριζαν την προηγούμενη ποίησή της. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν να παγιώνονται στη Χλόη θερμοκηπίου, όπου εξαρχής και με μια, θα τολμούσα να πω, συγκινημένη «έπαρση», ομολογείται η ταπεινότητα της ποιήτριας μπροστά στον πανδαμάτορα χρόνο, στα ρευστά και περιοριστικά όρια τού οποίου αξιώθηκε να μετρήσει τον ώς τώρα βίο της· να κατανοήσει τη δύναμη και τις αδυναμίες της· να διευρύνει, με τη σκέψη, τη φαντασία και τη διαίσθηση τον ατομικό της χώρο. Ρυμοτομώντας τον κατά τις ανάγκες και τις επιταγές τού ιδιάζοντος ψυχισμού της, μετατρέποντας τα πλησίον σε άπιαστα μακρινά, δίνοντας στην έννοια της πατριδογνωσίας τις διαστάσεις της γεωγραφίας του πάσχοντος ανθρώπου. Και όλ' αυτά «άνευ διδασκάλου», αυτοδίδακτη, οδηγημένη από το ένστικτο και την επώδυνη συνειδητοποποίηση της διαφορετικότητάς της από τους γύρω της, αρνούμενη να συγκατατεθεί στα δικά τους μέτρα και στις δικές τους αξίες των πραγμάτων, των αισθημάτων, των καταστάσεων και της ζωής εν γένει, ολοένα εξοικειωνόμενη όχι τόσο με τον ίδιο το θάνατο, όσο με την ιδέα και το φόβο του ενδεχομένου του, όπως τον αντιλαμβάνεται ψηλαφώντας την απτή αίσθηση της απουσίας αγαπημένων της προσώπων. Η μνήμη της μοιάζει να είναι αγκυροβολημένη στο φαινομενικά απάνεμο λιμάνι της ωριμότητας, μονίμως εκτεθειμένη στα αιφνίδια περάσματα των περασμένων, με το επικίνδυνο περιεχόμενό της καταλαγιασμένο, χωρίς όμως να έχει χάσει τις εκρηκτικές του ιδιότητες, πάντα επίβουλο και διεκδικητικό τού παρόντος. Κι αυτό δείχνει να το γνωρίζει πολύ καλά η ποιήτρια, αφού ακόμα ακούει, αισθάνεται και ανακαλεί μορφές, μουσικές, ρυθμούς και χειρονομίες που τη σημάδεψαν· με δεδομένη τη μόνιμη και αμείωτη την επιθυμία της να επιβεβαιώνει το παρόν της με την επιλεκτική επίκληση του παρελθόντος της, αρκούν κάτι ξαφνικά, ανεπαίσθητα και απρόσμενα συναπαντήματα στον έξω κόσμο, στη σκέψη, στη φαντασία και στον ύπνο της, και όλα υπάρχουν πάλι διαμιάς, ωσεί παρόντα, ολόιδια με αυτό που υπήρξαν άλλοτε, με την οδύνη τους ανάλλαχτη, έστω κι αν η ακριβής πηγή της είναι πια λησμονημένη. Ιδίως ο ύπνος, είναι ένας χώρος αφύλαχτος, που ελεύθερα μπορεί ο καθένας να διασχίσει, ταράζοντας την ενύπνια κατάσταση του κοιμώμενου· ένα πεδίο στο οποίο ακαταπαύστως διασταυρώνονται τα περασμένα με τα επισφαλή τωρινά, δημιουργώντας απρόσμενες κι έντονες ψυχικές αναστατώσεις, χωρίς την απαραίτητη συνδρομή του ονείρου· ίσως γιατί η μακροχρόνια και ψυχοφθόρα εξοικείωσή της με τα όνειρα και τα υλικά τους, συμβολικά ή πραγματικά, της επιτρέπει να μετέρχεται τρόπους τους και να ενσαρκώνει πρόσωπα, να ανασυνθέτει λησμονημένες καθημερινότητες, να ακινητοποιεί στάσεις και χειρονομίες. Μάλιστα, είναι τόσο μεγάλη αυτή η εξοικείωση της Δημουλά, που ακόμα και εκτός ύπνου ή, εν πάση περιπτώσει, ευρισκόμενη σε κατάσταση οιονεί ύπνου, μπορεί, κάτω από το βάρος της υπέρογκης επιθυμίας της να επικοινωνήσει με αγαπημένα της πρόσωπα, να «σκηνοθετήσει» συμβάντα, ατμόσφαιρα και καταστάσεις· να στήσει μία πραγματικότητα με υλικά του ονείρου, αλλά και το αντίστροφο, να «στήσει» ένα όνειρο με τα υλικά τής πλέον επώδυνα βιωμένης πραγματικότητας. Απόλυτα εξοικειωμένη πια και με το παράδοξο, επικοινωνεί εντελώς αδιαμεσολάβητα με διάφορες εκδοχές του, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να καταφύγει σε λεκτικά ή άλλα τεχνάσματα, χωρίς λ.χ. την αρωγή της παρομοίωσης, την οποία, στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, εξύψωνε στο επίπεδο μιας στιγμιαίας προσωποποιημένης θεότητας· ανάγοντας το ομοιωματικό «σαν» σε ρυθμιστή του παρόντος της, σε νοηματοδότηση γεγονότων και καταστάσεων που, διαφορετικά, θα παρέμεναν ανενεργοί, σκόρπιες στις αχανείς εκτάσεις της μνήμης. Τώρα ο λόγος της, χωρίς να έχει αποβάλει τη γνώριμη ταυτότητά του, χωρίς να κρύβει την προέλευσή του από το εργαστήριο της μετάλλαξης της προφορικότητας σε ιδιοποιημένη, απολύτως προσωπική έκφραση, είναι περισσότερο από ποτέ άμεσος, με το βιωματικό και το συγκινησιακό του φορτίο «εκτεθειμένο», προστατευμένο από ένα πλέγμα ιριδίζουσας συναισθηματικά μελαγχολίας. Ο,τι προέχει, ωστόσο, στη Χλόη θερμοκηπίου, δεν είναι τόσο η, για ακόμη μία φορά, βασανιστική συνειδητοποίηση των δυσεξιχνίαστων και ανερμήνευτων μηχανισμών της φθοράς και του προσωπικού πένθους, που ακατάπαυστα εξακολουθεί να αναπέμπει τις κατά βάθος «ευεργετικές» παραμυθητικές, αναθυμιάσεις του. Ούτε η «τρυφερή μνησικακία» για τον «μεγάλο απόντα» της ζωής της, που από το Χαίρε ποτέ (1985) εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα μονιμότερα και ποιητικά γονιμότερα σημεία αναφοράς των ποιητικών καταθέσεων της Κικής Δημουλά· ούτε η συνειδητοποίηση των σαρκοβόρων ιδιοτήτων της μνήμης, που γίνεται παράλληλα με τη ζηλόφθονη παρατήρηση των κατευναστικών λειτουργιών σε διάφορα φαινόμενα του φυσικού της περίγυρου· ούτε οι «τηλαισθαντικές αεροπειρατείες» που κάθε τόσο επιχειρεί, πιεσμένη από την απειλή της αβάσταχτης επιθυμίας της να επικοινωνήσει με το επέκεινα ύψος ή βάθος, ή εξαναγκασμένη από το μόνιμο και οικείο αίσθημα του φόβου για το ανά πάσα στιγμή αναπόφευκτο επερχόμενο. Ο,τι προέχει τώρα είναι, κατά τη γνώμη μου, η «επώδυνμη αποκάλυψη» της σκοτεινής διαδικασίας της γραφής που, όπως και η ζωή, είναι «ύλη αδίδακτη»· η αποκάλυψη ότι στην επικράτειά της καμία βεβαιότητα δεν στερεώνεται και καμία ψευδαίσθηση δεν νομιμοποιείται, εξαιτίας της ολισθηρότητας που διακρίνει την έκτασή της· εξαιτίας της φανερής ή της υποβόσκουσας αναντιστοιχίας που, σχεδόν πάντα -και πάντα εκ των υστέρων-, εντοπίζεται ανάμεσα στο βίωμα, στην αγωνιώδη πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να συλλάβει την ουσία του, να το μορφοποιήσει ποιητικά, και στην τελική έκβασή του. Την ταλανίζει η συνειδητοποίηση τής, ερήμην της, παραμορφωτικής διαμεσολάβησης της γραφής· το υπάκουο κι ωστόσο επίβουλο άπλωμα της τελευταίας στο απέραντο, παρά τη δεδομένη έκτασή του, λευκό χαρτί, αυτό τον«σκληρό καθρέφτη» που ξέρει να επιστρέφει τη μόνη αληθινή μορφή σου, θυμίζοντάς σου ή επιτρέποντάς σου να υποψιαστείς αυτό που πραγματικά είσαι. Γιατί η Κική Δημουλά γνωρίζει πολύ καλά ότι η ποίηση -άρα και η γραφή- είναι ένας τόπος ανιδιοκατοίκητος, στην επικράτεια του οποίου κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τίτλους κυριότητας· κανένα είδος νομής ή χρησικτησίας, καλόπιστης ή κακόπιστης, δεν στάθηκε αρκετό για την εδραίωση δικαιωμάτων σε καμία πτυχή του, απειροελάχιστη έστω. Τη σώζει, ωστόσο, η πάντα ακμάζουσα ικανότητά της να συλλαμβάνει ακαριαία την ουσία των πραγμάτων και των καταστάσεων, να εναρμονίζει εν ριπή οφθαλμού τα αντίθετα, με τη συνδρομή της ανατρεπτικής σκέψης της, της άγρυπνης διαίσθησής της και της εφευρετικής φαντασίας της· στοιχεία που τη βοηθούν στο να εντοπίζει, στο τυχαίο και στο φευγαλέο, στίχους περιφερόμενους, για να τους χρησιμοποιήσει σαν αντικλείδια, προκειμένου να περάσει μ' αυτά στον θαυμαστό τόπο της ποίησης.