Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ο ιδιότυπος υπερρεαλισμός του

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/8/2005

Ο Νίκος Εγγονόπουλος δεν είδε τον υπερρεαλισμό σαν σχολή, δεν εντάχθηκε σ' αυτόν αμαχητί, σαγηνευμένος από τις εκμαυλιστικές περί απόλυτης ελευθερίας υποσχέσεις του. Προσχώρησε στο πνεύμα και όχι στις τάξεις του, αντιμετωπίζοντάς τον σαν ένα πεδίο πρόσφορο για την καλλιέργεια, την ανάπτυξη και την αποκρυστάλλωση των πνευματικών και των καλλιτεχνικών του ιδιαιτεροτήτων και δεξιοτήτων· με θαυμασμό αναγνωρίζοντας σ' αυτόν στοιχεία ανταποκρινόμενα στη ριζοσπαστική του φύση, στην ανατρεπτική λογική του και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την τέχνη και τη ζωή.

Η συνάντηση -ή μήπως η «συνεύρεση»;- του Εγγονόπουλου με τον υπερρεαλισμό πραγματοποιήθηκε την κατάλληλη, την ιδανική θα τολμούσα να πω, στιγμή· και, κρίνοντας κανείς από τα αίσια αποτελέσματά της, δεν θα ήταν λάθος να υποθέσει ότι υπήρξε το προϊόν μιας βαθύτερης έλξης, μιας υποδόριας, εξ αίματος, συγγένειας και αναλογίας και ότι προοιωνιζόταν από καιρό. Από τη στιγμή που ο ποιητής θα πρέπει να ένιωσε κατασταλαγμένα μέσα του τα διδάγματα του μοντερνισμού, ταυτόχρονα σχεδόν με την οδυνηρή συνειδητοποίηση του παραλόγου της ζωής, απέναντι στην οποία δεν μπορούσε να αντιτάξει παρά μόνο την ανιδιοτέλεια του πνεύματος και των αισθήσεών του, αντικαθιστώντας τούς σταθερούς ρυθμούς της λογικής με τους ασταθείς και απρόβλεπτους ρυθμούς της παλλόμενης από την αύρα των καινούριων δεδομένων της εποχής καρδιάς του. Από τη στιγμή που είδε το αλλοτινο «λημέρι του Καρτέσιου» σαν ένα έρημο βαλτοτόπι.

Γι' αυτό και «χαίρεται», παρασυρμένος από μια πνευματικής και αισθησιακής υφής ένταση, που τον ωθεί στο να ακροβατήσει, με τη βεβαιότητα του αιφνίδια φωτισμένου και όχι με το τρίκλισμα του νεοφώτιστου, ανάμεσα στη λογική και την έλλογη, διά της γλώσσας, φαντασία. Τον καθιστά τολμηρό στην έκφραση, μιας και έχει κατανοήσει ότι ο παραδοσιακός ρεαλισμός, οι μέθοδοί του, μάλλον, δεν επαρκούν για την απόδοση των περίπλοκων, πολυσύνθετων και δυσερμήνευτων εμπειριών. Οτι είναι υποχρεωμένος να επιχειρήσει ρηξικέλευθες συζεύξεις ονείρου και πραγματικότητας, να διερευνήσει ψηλαφητά την τελευταία, έτσι ώστε να βγάλει στο φως τις πλέον παράδοξες και υπερβατικές πτυχές της, για να τις παραθέσει οργανικά συνυφασμένες με τις άλλες, τις εύκολα αναγνωρίσιμες. Κάτι που κάνει καταφεύγοντας στον μύθο, συνδυάζοντας την αφήγηση με τη μυθολογία ή τη μυθοποιημένη ιστορία, ηνιοχούμενος από μιαν αυτοελεγχόμενη αίσθηση ελευθερίας, φροντίζοντας ο κόσμος του να μην αποτελεί μιαν απλή φαντασίωση, αλλά να βρίσκεται σε μια βατή, αντιπαραθετική απόσταση από την πραγματικότητα που τον γέννησε.

Ο υπερρεαλισμός υπήρξε, για τον Εγγονόπουλο, ένας «χώρος» συγκροτημένος, συνθεμένος, από υλικά τέχνης και σκέψης διαφορετικών εποχών και ειδών, δημιουργημένος από προσδιορίσιμες και άγνωστης προέλευσης προσχώσεις και επιστρώσεις. Ενα έδαφος, να πω καλύτερα, πρόσφορο για την καλλιέργεια νέων και απρόβλεπτων ποικιλιών, τις οποίες ώς τότε οραματιζόταν μόνο, βοηθημένος από το ιδιοτύπως ελευθεριάζον ύφος του, από τον ανθρωποκεντρισμό του, τη μονίμως ερωτοτροπούσα με το παράλογο και διαπερασμένη από αναθυμιάσεις του υποσυνείδητου λογική του, την πολυπολιτισμικά διαμορφωμένη ελληνική του ιθαγένεια και, κυρίως, από την έμφυτη και με τον καιρό πολλαπλά ενισχυμένη μοντερνιστική ιδιοσυγκρασία του. Αυτήν ακριβώς την ιδιοσυγκρασία του ήρθε να αφυπνίσει και να εκτρέψει το σκανδαλοποιό και θορυβώδες κύμα του υπερρεαλισμού σε νέα εδάφη, πρόσφορα για συζεύξεις θαυμάσιες των εικαστικών και των ποιητικών οραμάτων του.

Ο μοντερνιστής Εγγονόπουλος ανακαλύπτει στον υπερρεαλισμό, σαν κοιτάζοντας σε μαγικό καθρέφτη, ψηφίδες του προσώπου του, ζέοντα ψήγματα του ψυχισμού του και έναν αρχετυπικό ανθρωποκεντρισμό, τον οποίο, από πολύ νωρίς, αναλαμβάνει να εμπλουτίσει, να τον κοσμήσει, υποκινημένος από μιαν εντελώς προσωπική, ευρέως εθνοκεντρική και οιστρηλατική, αίσθηση ελευθερίας -κάποτε και διάθεση ανταρσίας- που φαίνεται ότι μονίμως τον διακατείχε. Αίσθηση βαθύτατα ελληνική, που τον οδήγησε στη δημιουργία, στην ανασυγκρότηση του κόσμου του, με υλικά φαινομενικά ασύνδετα και άσχετα μεταξύ τους, συναρμόσιμα ωστόσο, διά του λόγου και των άδολων μηχανισμών του. Τολμώ να πω ότι τη στιγμή που ο Εγγονόπουλος «συνευρίσκεται» με τον υπερρεαλισμό, έχει εμπειραθεί την ηδονή της ακροβασίας ανάμεσα στη χρονική λογική τής ομιλούμενης γλώσσας, την αδέσμευτη από χρονικούς περιορισμούς και πάντα αμφίσημη γλώσσα του ονείρου και τα ανεστραμμένα είδωλα της πραγματικότητας, όπως βρίσκονταν «ατάκτως ταξινομημένα» στις εκτάσεις της άναρχης κι όμως στέρεα δομημένης λογικής του.

Γι' αυτό και πάραυτα αφήνεται να ενδώσει στις προκλήσεις του, στη γοητεία του απροσδόκητου· επιτρέπει στον εαυτό του να παρασυρθεί από την ανεξέλεγκτη ροή των φαινομένων του κόσμου που τον περιβάλλει, εξοικειωμένος καθώς είναι με το υπερρεαλιστικό ιδανικό τόσο της ποιητικής πράξης όσο και της ποιητικής - καλλιτεχνικής ζωής. Αλλά η παράδοσή του στον υπερρεαλισμό δεν πραγματοποιείται άνευ όρων· σιωπηλός και στεντόρειος υμνητής της ελευθερίας, χλευαστής της σοβαροφάνειας, λάτρης του τυχαίου, εραστής του παιχνιδιού και οικειοθελές «θύμα» των αλλοπρόσαλλων ερωτοτροπιών των λέξεων (των συνηχήσεων και των νοημάτων τους), αρνείται να απεμπολήσει τη λογική του. Αρνείται, με άλλα λόγια, να αφήσει το ποίημα απροστάτευτο, έρμαιο στις αχαλίνωτες ορμές και ορέξεις του υποσυνείδητου· πιστεύει ότι η τέχνη, και ιδιαίτερα η ποίηση, είναι μία υπερβολικά ευαίσθητη ουσία που, για να παραμείνει καθαρή και αμόλυντη από εξωτερικούς παράγοντες, πρέπει το εκάστοτε γενεσιουργό της αίτιο (βίωμα, σκέψη, αφηρημένη έννοια ή ό,τι άλλο), να μορφοποιηθεί με τη λιγότερη και όσο το δυνατόν διακριτικότερη λογική παρέμβαση του πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου.

Για να πραγματοποιήσει το καλλιτεχνικό του όραμα, να ανανεώσει τον υπερρεαλισμό με ελληνικά στοιχεία («Να προσθέσω -έχει πει- σ' αυτόν την ελληνική μεταφυσική, να τον ανεβάσω πιο πάνω από τον απλό μορφασμό»), όφειλε να τον θέσει υπό την εποπτεία της βούλησής του, η οποία δεν δυσανασχετεί, απεναντίας δείχνει να επικροτεί και να συγκατανεύει μπροστά σε κάθε απρόβλεπτο συνδυασμό συλλογισμών, προσώπων, εικόνων, τόπων και εποχών· μοιάζει να χαίρεται και να ενεργοποιείται συνθετικά, δημιουργικά, επάνω σε ένα έδαφος στρωμένο από παράδοξες συζεύξεις και ενότητες. Συζεύξεις και ενότητες που, όσο κι αν δημιουργούν την εντύπωση του παραλόγου, αν προσεγγίσει κανείς εκεί που δένουν οι αρμοί των εικόνων και των νοημάτων της ποίησής του, θα διαπιστώσει -χωρίς να χάσει τη μαγεία του παράδοξου- ότι τα ποιήματα του Εγγονόπουλου είναι, κατά βάθος, έλλογες συνθέσεις: αποτελέσματα μιας «σχεδόν οργανικής και κατά λόγον κίνησης», με την οποία όλα, ακόμα και τα πιο ευφάνταστα, τα πιο ετερόκλητα συναπαντήματα προσώπων, ιστορικών στιγμών και τόπων, συμβόλων και «ευρημάτων» τού ατομικού ή του συλλογικόυ υποσυνείδητου, μοιάζουν ιδανικά εναρμονισμένα, παρά την εξωτερική, κάποτε προκλητική, παράλογη συσχέτισή τους, σαν διά του παραλόγου εκλογικευμένα.

Σαν όλ' αυτά τα αταίριαστα συναπαντήματα να σχηματίζουν, σχεδόν ταυτόχρονα, στη συνείδηση και στο υποσυνείδητο, ένα πυρίμαχο και συνάμα φλεγόμενο συνονθύλευμα από λέξεις που τείνουν να περιβληθούν την ύλη της εικόνας και το αντίθετο: από εικόνες που θέλουν να πνευματοποιηθούν διά των λέξεων, να συνθέσουν ποιήματα εικαστικά. Ποιήματα μάρτυρες της πνευματικής και της εκφραστικής αγωνίας τού πάντα ανένταχτου δημιουργού τους, με άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο εμφανή τα ίχνη της χειρωνακτικής τους επεξεργασίας· της υφής των θερμών δακτύλων αυτού που τα δημιούργησε. Με σταθερό προπέτασμα της ανησυχίας του και της μόνιμης λύπης του («πότε -άλλωστε- δεν ήσαν» τα ποιήματά του πικραμένα) αλλά και της ανησυχίας του για τα γύρω του παράλογα τεκταινόμενα, άλλοτε μία «μεγαλορρήμονα σιωπή» και άλλοτε μια «χαμηλόφωνη μεγαλορρημοσύνη»· με έναν λόγο, τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση, διάσπαρτο από τολμηρούς υπαινιγμούς, συμβολισμούς και αλληγορίες, πάντα αμφίσημο και πάντα ιριδισμένο από τις αναθυμιάσεις μιας πολύπτυχης και από πολλά, εκ πρώτης όψεως ασύνταχτα, στοιχεία της ελληνικής του ιθαγένειας.

Παρθένης, Κόντογλου, Θεόφιλος, de Chirico, Klee, Dali, Cezanne, Magritte, Σολωμός, Κάλβος, Παπαδιαμάντης, Εμπειρίκος, Breton, δημοτικό τραγούδι, θέατρο σκιών, αλλά και belle epoque και γειτονιές της Πόλης και λησμονημένες περιοχές της γραμματείας μας (αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη) και άλλα πολλά, περίεργα και αναπάντεχα, συνθέτουν και οριοθετούν την ιδιαίτερη καλλιτεχνική και πνευματική του πατρίδα. Εναν τόπο κατακλυσμένο από ορατά και νοητά μνημεία του μύθου, της ιστορίας, του παράδοξα βιωμένου παρόντος αλλά και του μέλλοντος· μνημεία που μπορούν να αφυπνίσουν την προορισμένη να αφυπνιστεί ατομική συνείδηση και να τη διαστείλουν τόσο, ώστε να την κάνουν να αποκτήσει διαστάσεις οικουμενικές, να την καταστήσουν εκπρόσωπο μιας ενδεχομένως κατακερματισμένης, αλλά πάντα εν ενεργεία και παντού διάσπαρτης, μολονότι αφανούς, πνευματικής συλλογικότητας.