Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


«Στον υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ»

Άντεια Φραντζή, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/8/2005

Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν.

ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

Κρατούσα πάντοτε στο νου μου αυτά τα λόγια κι ο λόγος ήταν πως από τα εφηβικά μου χρόνια, την εποχή ακριβώς που ανακάλυπτα τη θλίψη και την παρηγορία που προσφέρει η ποίηση, ανακάλυπτα κι εγώ με τη σειρά μου τον τρόπο να «διασκεδάζω», διασκεδάζοντας την πραγματικότητα και μεταμορφώνοντάς την, με τον τρόπο των παιδιών και την ελευθερία συνδυασμών που προϋποθέτει η αθωότητά τους. Αυτή η διαρκής επιστροφή, βάσανος αλλά και προνόμιο, είναι για μένα η ποίηση του Εγγονόπουλου. Τα ποιήματά του αποκομμένα από τα ερεθίσματα που τα γέννησαν, έδωσαν υπόσταση γεγονότος σε φαινομενικά τυχαίες συναντήσεις, φέραν τα χρώματα και τις εικόνες του, τα πρόσωπα τα αληθινά και τα επινοημένα, σε μια θαυμαστή συνεργασία.

Τα χρώματα στην ποίησή του, όπως ακριβώς και στη ζωγραφική του, μιμούνται τις ελεύθερες επιλογές των παιδιών και των ονείρων. Θαρρώ πως είναι ανοησία να κατατάσσει κανείς την ελευθερία και να αναζητά αδιέξοδα την πηγή της. Ισως πάλι αυτή η αναζήτηση να έχει νόημα για τις κανονιστικές λογικές που αυτή την ώρα επιθυμώ να παρακάμψω. Ο ίδιος, αναφερόμενος στον υπερρεαλισμό, υποδεικνύει τη σχέση του με το κίνημα: «Στον υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα».

Στυλώνω το βλέμμα μου στον «πράσινο καθρέπτη», παρατηρώ την Ελεωνόρα, την ωραία Μαρίκα την Πολίτισσα, την Πουλχερία, την κυρία Ουρανία, τις θλιμμένες και λατρεμένες γυναίκες με «τη θλίψη του πράσινου βλέμματος ... τη βαθειά πίκρα των κόκκινων χειλιών...», με «το λευκό σώμα...», «με τις ωραίες λαγόνες και τα πολύχρωμα ανεμιζούμενα πλατειά φουστάνια» και εκείνη την αραπίνα που «έχει δυο κόκκινα γαρύφαλλα στα μάτια κι έχει δυο ψάρια κάτω απ' τις μασχάλες, τόνα γαλάζιο τ' άλλο κόκκινο βαθύ»: Οι γυναίκες-ρόδια, οι γυναίκες-κύκνοι, οι γυναίκες-λίμνες, οι γυναίκες-σημαίες, οι γυναίκες-δάση, οι γυναίκες-λιμάνια... Ενας ύμνος στην αγάπη που σώζει από τη θλίψη, που λυτρώνει τον χειμαζόμενο άνθρωπο είναι η ποίηση του Εγγονόπουλου. Γι' αυτό και η βροχή κι ο μαύρος άνεμος κι ο μολυβής ουρανός του διασταυρώνονται με πικροδάφνες άσπρες και ρόδινες.

Η ανάλαφρη ειρωνεία του, το ιδιότυπο χιούμορ του, γεννά ένα χαμόγελο άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο πλατύ και αναστέλλει τη θλίψη. Η ειρωνεία του συνδέεται με τους απρόοπτους και παράδοξους συνδυασμούς που συντελούνται στο επίπεδο της συνάντησης αντιθέτων αλλά και αδιανόητων καταστάσεων και δημιουργεί μια αίσθηση που μεταμορφώνει τον κόσμο. Ποιήματα που η επιστροφή σ' αυτά φέρνει στο φως κάθε φορά και μια καινούρια αίσθηση, καθώς αλλάζουν μέσα από τη δική μας αλλαγή, γίνονται πυκνά στις παραπομπές τους αλλά και αραιώνουν μέσα στην ατμόσφαιρά τους.

Αν οι εικόνες του Εγγονόπουλου ερεθίζουν τη δική μας φαντασία δεν είναι μόνο γιατί προκαλούν, με τους συνδυασμούς φαινομενικά ετερόκλητων και συχνά αντιθετικών στοιχείων, αλλά γιατί παράλληλα τονίζονται με μια ρητορική εκφορά που η ρυθμική και συνειρμική καταγωγή της μας οδηγεί στη μουσική της ποίησης, εκεί δηλαδή που ο ρυθμός εκδικείται το νόημα. Εκεί ακριβώς που η ποίηση δεν παραδίδει τα όπλα της στους νοηματοδοτούντες. Οι συνειρμικές παρηχήσεις του θυμίζουν συχνά τα παιδικά παιχνίδια που παίζονται, ας μην το ξεχνούμε, πολύ σοβαρά. Ωστόσο, αποκαλύπτουν τη συγκίνηση ενώ αποφεύγεται κάθε ροπή προς τον εύκολο συναισθηματισμό. Οι δοκιμές του σε κατασκευές ποιητικού λόγου δεν φαίνεται να συναντούν κανένα φορμαλιστικό εμπόδιο. Η ελευθερία των επιλογών του, η άνεση να περνά από το βραχύ στίχο στον εκτενή, από το ρυθμικό και συχνά παρηχητικό λόγο στο πεζό ποίημα, από το μονολογικό σχήμα της ποίησης στη δραματοποίηση μέσα από τη ρητορική τού διαλόγου είναι τεκμήρια μιας ποιητικής ιδιοσυγκρασίας που δεν πειθαρχεί σε εξωτερικούς ιδεολογικούς ή άλλους περιορισμούς.

Στα μισά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, εκεί που ανοίγεται μια μικρή πλατεία δυσδιάκριτη για τους βιαστικούς εποχούμενους, εκεί που παλιά υπήρχε το σινεμά «Παναθήναια», βρίσκεται η προτομή του Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν, απελευθερωτή λαών, και η μικρή αυτή πλατεία ακούει στο όνομα της Αργεντινής Δημοκρατίας. Σ' αυτή την πλατεία γεννήθηκαν παρέες, φώλιασαν μυστικά και μνήμες της εφηβείας και των ημερών της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Εκεί τον Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν βαφτίσαμε μια νύχτα Μπολιβάρ. Κι αυτός βγήκε από τις σελίδες του βιβλίου και εκτός από ελληνικό ποίημα στα χρόνια της Κατοχής, έγινε καθημερινή πράξη στα χρόνια της δικτατορίας.