Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Τεμαχίζοντας τον ποιητή του «Μπολιβάρ»

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, εφ. Ελευθεροτυπία, 14/10/2007

Όπως κι αν κοιτάξουμε την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου, σε όποια φάση της πορείας της κι αν την παρακολουθήσουμε, με όποιον τρόπο κι αν αποφασίσουμε να την αποκρυπτογραφήσουμε ή να την αποκαλύψουμε, ένας αμετάβλητος παράγοντας θα κάνει εντυπωσιακά την εμφάνισή του μπροστά μας: ένας παράγοντας ο οποίος εκδηλώνεται λίγο μετά τα πρώτα, προπολεμικά της βήματα και συνεχίζει απρόσκοπτα την πορεία του μέχρι και τις ώριμες, τις τελευταίες της εκδηλώσεις.

Μασκαρεμένα ή απροκάλυπτα, διά της πλαγίας ή ευθέως, σε πρώτο πρόσωπο ή μέσα από τους ποιητικούς του ήρωες, ο Εγγονόπουλος επανέρχεται με ανυποχώρητη επιμονή σ' ένα ζήτημα το οποίο καθόρισε τραυματικά την καλλιτεχνική του νιότη και δεν έπαψε να τον συνοδεύει ως πικρός απόηχος ώς τον θάνατό του. Και το ζήτημα αυτό δεν είναι άλλο από την τεράστια άρνηση με την οποία υποδέχτηκε η κριτική τη γέννηση του ποιητικού του έργου. Αρνηση της οποίας οι εκπρόσωποι, παρά το μέγεθος της ακρισίας τους (ή ακριβώς εξ αιτίας αυτού του μεγέθους), ένιωθαν εντελώς βέβαιοι για το δίκιο της χολερικής τους αντίδρασης.

Οπωσδήποτε ο Εγγονόπουλος δεν είναι ο μόνος που δέχεται τα βέλη της κριτικής, όταν μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Οδυσσέα Ελύτη εισηγούνται τον υπερρεαλισμό στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Μια ολόκληρη ομάδα κριτικών αποτυγχάνει εξ αρχής να εννοήσει την ανανέωση την οποία επιχειρούν να φέρουν στα παραδεδομένα οι υπερρεαλιστές και βιάζεται να τους ελέγξει με τη μομφή ότι κατέρχονται στον στίβο αποφασισμένοι να προδώσουν και να εγκαταλείψουν τους υψηλούς σκοπούς της τέχνης. Ο Στρατής Μυριβήλης έχει, από αυτή την άποψη, την ιδέα ότι η «Υψικάμινος» (1935) του Εμπειρίκου βασίζεται στη μέθοδο του «παίρνεις μολύβι και χαρτί και γράφεις», καθώς και ότι το μόνο το οποίο μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη της είναι «ώρες ευθυμίας», ενώ ο Γ. Δέλιος πιστεύει για το ίδιο βιβλίο πως αποτελεί προϊόν «επιτήδευσης» ή «σνομπισμού» και όχι «εσωτερικής αναγκαιότητας». Ο Πέτρος Σπανδωνίδης, πάλι, αναγνωρίζει στους «Προσανατολισμούς» (1936) του Ελύτη τη σημασία της «κατάργησης των καθιερωμένων καλλιτεχνικών αξιών», αλλά φοβάται την ευρύτερη ανατροπή που κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα συνεπιφέρει και σπεύδει να συμπεράνει ότι ο υπερρεαλισμός «είναι, ευτυχώς, μόνο μια δοκιμή». Μιλώντας, από τη δική του σκοπιά, συνολικά περί υπερρεαλισμού, ο Γ. Μ. Μυλωνογιάννης προσάπτει εν έτει 1937 στους προασπιστές του ανειλικρινές πνεύμα και ακρότητες ως προς τις εφαρμογές του, ενόσω και ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, που καταβάλλει κάθε προσπάθεια να φανεί μετριοπαθέστερος, περιορίζεται, έναν χρόνο μετά, το 1938, στο να αναζητήσει (ασφαλώς με το φανάρι) τον «καλής ποιότητας συρρεαλισμό».

«Δεν θα γίνει ποτέ ποιητής»

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το κλίμα εντός του οποίου δέχεται τις επιθέσεις της κριτικής ο Εγγονόπουλος. Αν, όμως, η κριτική τα βρίσκει σχετικά γρήγορα με τον Ελύτη, λόγω τόσο της οσονούπω απομάκρυνσής του από τον σκληρό πυρήνα του υπερρεαλισμού όσο και των εμφανώς ελληνοκεντρικών του συμβόλων, κι αν ο Εμπειρίκος υφίσταται το μένος της, αλλά καταφέρνει να διαφύγει τον διασυρμό, χάρη, πιθανόν, στη μεγάλη κοινωνική του επιφάνεια, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Εγγονόπουλο, που παραδίδεται γυμνός στην πυρά και γνωρίζει έναν άνευ προηγουμένου διωγμό και εξευτελισμό. Ηδη από το περιοδικό «Κύκλος» του Απόστολου Μελαχρινού, που αναλαμβάνει το 1938 να τυπώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», οι αναγνώστες προειδοποιούνται για τις καλλιτεχνικές παραξενιές του υπερρεαλισμού, οι οποίες επιβάλλουν, αν μη τι άλλο, τον δισταγμό και την επιφύλαξη από μέρους τους. Και ο «Κύκλος», με όλη του την ευγένεια, δεν είναι παρά μόνο η αρχή.

Στις 4 Οκτωβρίου 1938, η «Βραδυνή» θα κάνει λόγο για την ανάμειξη του Εγγονόπουλου στο «θορυβώδες κίνημα» του υπερρεαλισμού, για να ζητήσει λίγο αργότερα, κατά εξωφρενικό, ομολογουμένως, τρόπο, τα φώτα γνωστού μεσοπολεμικού ψυχιάτρου επί του θέματος! Στις 14 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Μιχ. Ροδάς θα εξαπολύσει από τις στήλες του «Ελευθέρου Βήματος» σωρό τους μύδρους κατά του Εγγονόπουλου: «Στο βάραθρο μας ρίχνει η ποίησις του Ν. Εγγονόπουλου, χωρίς να σώζεται μ' αυτό και ο ποιητής της σχολής του υπερρεαλισμού». Λίγο προτού εκπνεύσει ο Οκτώβριος, στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Σαββατοκύριακο», ο Δημήτρης Ψαθάς θα βαφτίσει κοροϊδευτικά τον ποιητή «Εγγονό», ενώ στις 5 Νοεμβρίου ο διευθυντής της έγκυρης κατά τα άλλα επιθεώρησης «Ελληνικά Γράμματα» Δημήτρης Φωτιάδης θα δηλώσει για την πέτρα του σκανδάλου: «Δεν είναι ποιητής και, δυστυχώς, δεν υπάρχει καμία ελπίδα να γίνει ποτέ».

Κι αν έτσι διαμορφώνεται η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των εντύπων και των σχολιαστών ή των υπευθύνων τους, τι λένε, άραγε, οι καθιερωμένοι κριτικοί της εποχής, ο Κλέων Παράσχος, επί παραδείγματι, ή ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, στους ώμους των οποίων πέφτει, όπως και να το κάνουμε, και το μεγαλύτερο κομμάτι της ευθύνης για την απόρριψη ή την αποδοχή του; Πώς αντιμετωπίζουν τον Εγγονόπουλο και τι έχουν να απαντήσουν στο ρηξικέλευθο μήνυμα της ποίησής του;

Ως προς το «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», είναι σαφές ότι προτιμούν να σιωπήσουν. Ο Παράσχος θα αρκεστεί σε μια γενικόλογη κατάφαση στις «νέες ποιητικές τάσεις», ενώ ο Χουρμούζιος δεν θα δεχτεί να σπαταλήσει σχετικά ούτε μία λέξη. Θα είναι, παρ' όλα αυτά, λαλίστατος (και συνάμα πέρα για πέρα αφοριστικός) όταν θα κυκλοφορήσει η δεύτερη ποιητική συλλογή του Εγγονόπουλου, υπό τον τίτλο «Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής» (1939), σημειώνοντας στην «Καθημερινή» της 9ης Οκτωβρίου 1939 πως ο υπερρεαλισμός αντιπροσωπεύει στην περίπτωσή της «μια ανάξια λόγου ενασχόληση».

Ένας «κόσμος του θαύματος»

Ευτυχώς για τον Εγγονόπουλο και τον υπερρεαλισμό, αυτή η «ανάξια λόγου ενασχόληση» θα κερδίσει το ενδιαφέρον (αν όχι και την προσήλωση) της κριτικής μετά τη δημοσίευση του «Μπολιβάρ» (1944), τον οποίο ο Ανδρέας Καραντώνης θα ονομάσει «γερό και γενναιόδωρο ποίημα ευρωπαϊκής διάρθρωσης», ανοίγοντας τον δρόμο για όσα θριαμβευτικά θα ακολουθήσουν. Από την «Επιστροφή των πουλιών» (1946), το αινιγματικό «Ελευσις» (1948) και τον «Ατλαντικό» (1954) μέχρι το «Εν ανθηρώ έλληνι λόγω» (1957) και την «Κοιλάδα με τους ροδώνες» (1977), ο Εγγονόπουλος θα εξασφαλίσει, επιτέλους, τον αμέριστο έπαινο και τα αφειδώλευτα εύσημα της κριτικής σε πλήρες και αδιαίρετο χρονικό φάσμα: από το τέλος της δεκαετίας του '50 μέχρι και τις ημέρες μας. Ο Αλέξ. Αργυρίου θα μιλήσει για την όλως ιδιότυπη (μοναδικής υφής) υπερρεαλιστική του σκευή, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, για να περάσουμε και στο στρατόπεδο της φιλολογίας, θα αναφερθεί σε έναν «κόσμο του θαύματος», που υπερβαίνει τις λογικές συμβάσεις, ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος θα τονίσει την παραστατικότητα μιας δαιμόνιας και αεικίνητης γλώσσας, η Αντεια Φραντζή θα φωτίσει τον πλούτο και τη φαντασία μιας εξαιρετικά περίπλοκης σκηνογραφίας και η Ρένα Ζαμάρου θα αναφερθεί σε μια δυναμική και πρωτοπόρα ποίηση, χωρίς φθορά και χωρίς ηλικία.

Παρά, όμως, τη μεταπολεμική του αναγνώριση και, χωρίς, βεβαίως, να έχει κατά νουν τη μεταθανάτια κριτική και φιλολογική του αποθέωση, ο Εγγονόπουλος θα ανακαλέσει στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, το 1977, την αρχική στάση της κριτικής και θα παρατηρήσει βαριά: «Βίαιη κακομεταχείρισις σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγώτερο, σκληρή και άδικη».

Σήμερα ξέρουμε πολύ καλά πως η εναντίωση στην ποίησή του στο τέλος της δεκαετίας του '30 δεν είχε τον προσωπικό χαρακτήρα τον οποίο ο ίδιος υπέθετε και, επιπροσθέτως, ότι σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στην αδυναμία των κριτικών του καιρού του να διαγνώσουν έγκαιρα όχι μόνο τα νεωτερικά στοιχεία στο έργο του, αλλά και την ίδια την έννοια της νεωτερικότητας, που ήλθε αίφνης με όλη την ορμή της να χτυπήσει ένα ήδη αφοπλισμένο σύστημα κριτηρίων. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει τίποτε για τα αισθήματα τα οποία ανέπτυξε ο Εγγονόπουλος απέναντι στους κριτικούς του -δύσκολα, άλλωστε, είναι σε θέση να τους σώσει και από το δικό μας βλέμμα, που δεν μπορεί να μη διακρίνει στην αστοχία τους την ιστορία μιας δραματικής, καθώς και απείρως θλιβερής αποτυχίας.

(Όσοι θέλουν να σχηματίσουν μια πυκνή και σφαιρική εικόνα της κριτικής πρόσληψης του Νίκου Εγγονόπουλου μέσα στον χρόνο μπορούν άφοβα να συμβουλευτούν τα έργα του Σωτήρη Τριβιζά «Το σουρεαλιστικό σκάνδαλο. Χρονικό της υποδοχής του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις Καστανιώτη, 1996, και της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου «Ν. Εγγονόπουλος "η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος..." (1907-1985). Εκατό χρόνια από τη γέννησή του», έκδοση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, 2007).