Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Στο τέλος μένει μόνον η αλήθεια

Φώτης Θαλασσινός, εφ. Ελευθεροτυπία, 8/1/2011

Πλέκοντας το πορτρέτο του Νίκου Εγγονόπουλου

Συλλογικό έργο: Βαλαωρίτης Νάνος, Μουτσόπουλος Νίκος, Αμπατζοπούλου Φραγκίσκη, Ανθης Μιχάλης Κ., Βούρτσης Ιάκωβος, Γεωργιάδου-Κούντουρα Ευθυμία, Δασκαλοθανάσης Νίκος, Ελευθεράκης Δημήτρης, Ζαμάρου Ρένα, Κεχαγιόγλου Γιώργος, Κόνολι Ντέιβιντ, Κονταράτος Γιάννης, Κοσμόπουλος Δημήτρης, Λοϊζίδη Νίκη, Ματθιόπουλος Ευγένιος Δ., Μερακλής Μιχάλης Γ., Μπελεζίνης Ανδρέας, Μπούκοβα Γιάννα, Παπαφιλίππου Αιμιλία, Ricks David, Σεβαστάκης Δημήτρης, Schmied Wieland, Σορόγκας Σωτήρης, Τριανταφυλλίδου Γεωργία, Φιλοκύπρου Ελλη, Χατζόπουλος Θανάσης, Χρυσανθόπουλος Μιχάλης, Νίκος Εγγονόπουλος. Ο ζωγράφος και ο ποιητής, Πρακτικά του συνεδρίου 23-24/11/2007, εκδόσεις: Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη, σ. 298

Νίκος Εγγονόπουλος. Ο ζωγράφος και ο ποιητής

Ο Ν. Εγγονόπουλος ήταν ωραίος σαν τον Μπολιβάρ. Ο Μπολιβάρ ήταν σαν Ελληνας ωραίος. Ο μεγάλος ποιητής και ζωγράφος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907 και με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των 100 χρόνων από της γεννήσεώς του γράφηκε τούτο το βιβλίο, που κυκλοφόρησε μόλις πρόσφατα στα βιβλιοπωλεία. Ο ποιητής και ζωγράφος ήταν καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν την τύχη της μέθεξης στη δημιουργική αύρα ενός επιμελούς καθηγητή. Τον θυμούνται ακόμη με σεβασμό να προσπαθεί με καρτερική υπομονή και αγάπη προς την τέχνη να μεταλαμπαδεύσει στους άγουρους ακόμη μαθητές την ουσία πίσω από την επιφάνεια.

Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος ήταν μαθητής του Φώτη Κόντογλου και του Παρθένη. Ο χριστιανισμός μέσα από τις αγιογραφίες του τον επηρέασε πολύ στη ζωγραφική του. Ο χριστιανισμός του μικρού δημιουργού υπό τη σκέπη του μεγάλου Πλάστη. Ο Εγγονόπουλος αγάπησε αυτόν τον χριστιανισμό, έμαθε την αγάπη και την αταραξία για να μπορεί να εναποθέτει στον καμβά των χρωμάτων και των λέξεών του όλα τα διαφορετικά στοιχεία της δημιουργίας του. Ο υπερρεαλισμός του Εγγονόπουλου έχει μέσα του δυναμικές συγγενικές μ' εκείνες του Ντε Κίρικο μ' έναν λανθάνοντα τρόπο.

Ο Ντε Κίρικο επηρέασε τον Εγγονόπουλο μ' έναν τρόπο ασαφή. Θα μπορούσαμε να παρακάμψουμε κάποιες ελάχιστες κοινές συνιστώσες στο εικαστικό τους έργο και να υπογραμμίσουμε απλώς το γεγονός ότι και οι δύο είναι επηρεασμένοι από τον Ελληνισμό. Εκείνα που μπορούμε να εντοπίσουμε με μεγαλύτερη ενάργεια και να τα στηρίξουμε αδιαμφισβήτητα είναι οι διαφορές ανάμεσα στους δύο ζωγράφους. Για παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε τη διαχωριστική γραμμή που υπάρχει στα έργα του Ντε Κίρικο ανάμεσα στο μυθώδες παρελθόν και το θρυμματισμένο παρόν. Στον Εγγονόπουλο συναντάμε δύο ή περισσότερες εποχές να συνυπάρχουν με αρμονία. Τα πλουμιστά ενδύματα των ανθρώπων του Εγγονόπουλου του δίνουν την ελευθερία να συνταιριάξει στο ίδιο έργο προσωπικότητες διαφορετικών εποχών. Ενας Λοτρεαμόν που βρίσκεται παντού εμφανής ή αφανής και στη λογοτεχνία του και στη ζωγραφική του. Ο Εγγονόπουλος ανήκει στους λεγόμενους διττούς καλλιτέχνες της Ελλάδας. Είναι αρκετά συνηθισμένο στην Ελλάδα να συναντάμε λογοτέχνες και εικαστικούς στον ίδιο έναν καλλιτέχνη. Μέχρι τις μέρες μας αυτό. Η επιρροή του Ντε Κίρικο προς τον Εγγονόπουλο έχει να κάνει κυρίως με τη θεματολογία και με τις σαν φτιαγμένες ξύλινες φιγούρες και των δύο σε πλήθος απ' τα έργα τους.

Η επιρροή της βυζαντινής αγιογραφίας στο έργο του Εγγονόπουλου είναι προφανής. Κατ' εμέ, κοιτώντας ένα ζωγραφικό έργο του Εγγονόπουλου, μ' όλες αυτές τις σκηνές στο «βυζαντινό» φόντο και τα ανθρώπινα σώματα με τη γύμνια τους ή όταν είναι ενδεδυμένα με το ν' αφήνουνε ξανά τη γύμνια τους ακάλυπτη, έχω την αίσθηση πως προσλαμβάνω κάτι από τη στιγμή ενός σπασμού δημιουργίας του πριν μετατραπεί σε αγιογραφία. Τα χέρια των ανθρώπων και οι θέσεις τους θυμίζουν βυζαντινή εικονογραφία, τα δάχτυλα παραπέμπουν στη στιγμή της ευλογίας του τριαδικού Θεού ή της δέησης ή άλλοτε της προσευχής. Στον αντίποδα ο σουρεαλισμός άφησε τον ζωγράφο και ποιητή να συνδέει φαινομενικά ασύνδετα πράγματα μεταξύ τους, να βρίσκει την υπόγεια φλέβα που διατρέχει τα πάντα και τα συνέχει σ' ένα σώμα ετερόκλιτων μελών. Ο σουρεαλισμός είναι το κατεξοχήν ρεύμα της μετουσίωσης μιας απωθημένης στο υποσυνείδητο ενόρμησης προς τα έξω, χωρίς φόβο και με όλα τα οφέλη της επικοινωνίας του καλλιτέχνη με τον αναγνώστη ή τον θεατή. Ο σουρεαλισμός έδωσε στον Εγγονόπουλο την επικίνδυνη καμιά φορά ελευθερία να μετουσιώνει σε τέχνη το ανέφικτο, σε μια γλώσσα χαώδη και γι' αυτό επικίνδυνη. Εδώ υπεισέρχεται το χιούμορ ως υποστύλωμα στις σκοτεινές περικοκλάδες της σκέψης και της φαντασίας του δημιουργού. Το χιούμορ που υποσκάπτει ό,τι πρέπει να παραμείνει άρρητο και ανερμήνευτο. Το χιούμορ προστατεύει και ξεκουράζει τον δημιουργό από τους σοβαρούς και απαιτητικούς δασκάλους του. Το Βυζάντιο και τον Σουρεαλισμό. Ο Εγγονόπουλος αποτελεί έναν γνήσιο εκπρόσωπο του σουρεαλισμού παρά τις όποιες συγγένειες ή συνάφειες με έργα άλλων καλλιτεχνικών ρευμάτων. Αυτό που μετράει είναι το τελικό αποτέλεσμα και η υφή της πρόσληψής του από τον θεατή. Πάντοτε στέκομαι μετέωρος μπροστά σε ένα έργο του. Είναι ο χώρος που μου δίνει χώρος αντιβαρύτητας. Εκλύεται προς εμένα και με τη δυνατότητα να μεταστοιχειώσει τη δική μου ύπαρξη σε κάποιο απ' τα πολύχρωμα πτερόεντα αντικείμενά του, να γίνω ένα τέτοιο και εγώ ή ένας ήρωάς του. Κοιτάζω ένα βιολί στον πίνακά του «Ορφέας και Ευρυδίκη». Θέλω να το αδράξω και ν' αρχίσω μελωδίες.

Στο βιβλίο τίθεται το ερώτημα, κατά πόσον ο Εγγονόπουλος ήταν τελικά σουρεαλιστής, ένας ορθόδοξος σουρεαλιστής, πιστός στο μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν. Ο διάλογος στις εσωτερικές σελίδες του έργου του Μουσείου Μπενάκη είναι ελλειπτικός και δίνει το δικαίωμα στον αναγνώστη να αποφανθεί για ένα ζήτημα αρκετά σημαντικό. Οι περισσότεροι από τους συνομιλητές του βιβλίου, που αποτελεί τα πρακτικά ενός συνεδρίου για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Εγγονόπουλου το οποίο πραγματοποιήθηκε στις 23 και 24 Νοεμβρίου του 2007, συγκλίνουν στην άποψη ότι ο Εγγονόπουλος είναι σουρεαλιστής. Παγιωμένη άλλωστε θέση σε παρόμοιες συζητήσεις του παρελθόντος. Πιστεύω πολύ στον αυτοματισμό της απάντησης, όπως ο σουρεαλισμός έδωσε βάρος στον αυτοματισμό της γραφής ή της ζωγραφικής. Ο σουρεαλισμός δεν άφηνε τα φίλτρα της λογικής να κοσκινίζουν τις εικόνες του ασυνείδητου και του υποσυνείδητου. Αρα λοιπόν, ο διάλογος αυτός είναι και λίγο αντιφατικός. Ζητάει να προσεγγίσουμε με κατάφαση και νουνεχείς συλλογισμούς ένα εικαστικό φαινόμενο όπως αυτό του σουρεαλισμού, που απαιτεί από τον θεατή και δίνει αποφατική χροιά στην άμεση προσέγγιση και πρόσληψη συναισθημάτων, εικόνων, κραυγών. Ο Εγγονόπουλος είναι σουρεαλιστής γιατί όταν στέκεσαι μπροστά σε ένα έργο του έχει την υποβλητική δύναμη να σε ξενίσει όπως μόνο τα έργα του συγκεκριμένου ρεύματος μπορούν.

Τα σώματα των ανθρώπων στο έργο του Εγγονόπουλου παρουσιάζονται χωρίς χαρακτηριστικά στο πρόσωπό τους. Αυτό συμβαίνει για να μεταρσιωθεί ο ερωτισμός τους στο ύψος που επιζητεί ο ίδιος ο ζωγράφος. Για τον Εγγονόπουλο η ερωτική πράξη δεν είναι χαμένος χρόνος ούτε περισπασμός από τα υψηλά. Είναι η μέθεξη στο θείο και την αυτοσυνειδησία. Τα σώματα είναι γεμάτα καμπύλες, φαντάζουν μυώδη, ή καμιά φορά ασκητικά, σίγουρα πάντοτε με πολλές καμπύλες. Η καμπυλότητα των σωμάτων ενσταλάζει στον θεατή την εντύπωση ότι τα ζευγάρια γυναικών και αντρών είναι σαν τις ηπείρους που κάποτε ήταν αγκαλιασμένες μεταξύ τους. Γιατί όχι και την εντύπωση ενός συμβολισμού του μύθου του Ερμαφρόδιτου.

Η ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου είναι ισάξια με τη ζωγραφική του. Ισως καλύτερη αφού το άφατο του συγγραφέα οδηγεί την πένα του σε ύδατα πολύ βαθιά προς τον πυρήνα της δημιουργίας. Στο βιβλίο, στο μέρος του που ασχολείται με τον ποιητή Εγγονόπουλο, ξεκινάει η περιδίνηση στα λεκτικά κεντήματα του ποιητή με μια ενδιαφέρουσα αναφορά στην ονοματολογία. Μυθικά ονόματα για πρόσωπα με σουρεαλιστικές ζωές. Ονόματα που απηχούν τις ιδιότητες των προσώπων που τα φέρουν. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και στις μέρες μας την ύπαρξη μελετητών που συσχετίζουν ονόματα και ήχους τους με την εξέλιξη του φαντασιακού ενός ανθρώπου. Το φαντασιακό που κάποτε θα γίνει βούληση ή οι επιθυμίες του ατόμου. Τα μυθικά ή μυθώδη ονόματα αναδεικνύουν το ανεξιχνίαστο της απειρίας της ανθρώπινης προσωπικότητας. Υπάρχουν στο ποιητικό έργο του Εγγονόπουλου ονόματα που δεν είναι φανερά αλλά ο ποιητής συστήνει στον αναγνώστη του με τρόπο πλάγιο. Ενα τέτοιο όνομα, μια κορυφή για τον Εγγονόπουλο της παγκόσμιας ποίησης, είναι ο Σολωμός. Επιρροές δεν συναντάμε έντονες. Πιο πολύ απηχήσεις μιας γοητείας από τον Επτανήσιο ποιητή που ακολουθούσε σαν σκιά τον Εγγονόπουλο ισόβια. Η συγγένεια, θα μπορούσαμε να πούμε, είναι συγγένεια απόψεων για ποικίλα ζητήματα, ανάμεσά τους και το γλωσσικό.

Ως ποιητής ο Εγγονόπουλος λοιδορήθηκε στις πρώτες του ποιητικές συλλογές. Οι περισσότεροι Ελληνες ομότεχνοι ήταν ακόμη άγουροι για να δεχτούν ότι ομορφιά θα μπορούσε να είναι «η συνάντηση μιας ομπρέλας και μιας ραπτομηχανής πάνω σ' ένα τραπέζι ανατομίας». Ετσι μας έγραψε ο Λοτρεαμόν και μας έμαθε πως υπάρχει ομορφιά σε ανήλιαγα πεταμένα αντικείμενα. Στη σκουριά τους. Στο νερό που τρέχει πάνω τους. Σε κάποια πολύ ειδική λεπτομέρεια που συγκλονίζει το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά. Ο Εγγονόπουλος προσελάμβανε με μεγαλύτερη οξύνοια ρεύματα που χρειάστηκαν άλλοι δεκαετίες για να αφομοιώσουν. Η μακροχρόνια σπουδή του στην Ευρώπη τον ωφέλησε σημαντικά. Η διάκριση των νεωτερισμών ήταν μια εύκολη υπόθεση για τον Εγγονόπουλο ακριβώς επειδή γνώριζε την ιστορία της παράδοσης στην τέχνη και ιδιαίτερα στο κομμάτι που αφορούσε τον Ελληνισμό. Ο Εγγονόπουλος προέρχεται από Πολίτες γονείς και συνειδητά στα ποιήματά του καταφεύγει και σ' αυτή την παράδοση της γλώσσας, χρησιμοποιώντας ιδιώματα των Ελληνικών της Πόλης.

Τα ελληνικά του στα ποιήματα που μας άφησε δείχνουν σαφέστατα μια προσπάθεια να συνηχούν με κάποιο είδος μουσικής που ένα εσωτερικό αυτί του αναγνώστη θα μπορούσε να συλλάβει και να αφεθεί στη μαγεία της. Ο Εγγονόπουλος προσπαθεί να φτιάξει μονωδίες για τη φωνή κάθε αναγνώστη. Εδώ ίσως βαθύτερα επηρεασμένος από ανάλογη επιτυχημένη προσπάθεια του Λοτρεαμόν. Ο Λοτρεαμόν συνέθεσε τα άσματά του με την ταυτόχρονη χρήση του κλειδοκύμβαλου. Φυλάκισε τη μουσική μέσα στις λέξεις. Ακόμη πιο πολύ στα σιωπηλά διάκενα. Ο Εγγονόπουλος αγωνίζεται να ανακαλέσει και να αναστήσει την παιδική αθωότητα απονενοημένα, προσπαθώντας να ηχήσει με αρπίσματα των λέξεών του των ποιητικών κάποιο χαρούμενο τραγούδι. Σαγηνεμένος από τη μελωδικότητα του Καβάφη, την πρόσληψη και μετουσίωση σε μια αίσθηση ηχητικής των έργων του Ντε Κίρικο ή την ποιητική του Σολωμού, έμπλεη σε βιολογικούς ηχητικούς κραδασμούς συναισθηματικής χροιάς και ταύτισης του φυσικού ήχου με το αίσθημα, πλέκει τις λέξεις του με μια επίφαση λέξεων ήχου. Οι λέξεις του αυτές, αν και αποτυγχάνουν στη σαφή απομάκρυνση του ποιήματος από τη σιωπή, επιτυγχάνουν αλλού. Από τις ατραπούς της διακειμενικότητας και της υψηλής εικονοποιίας δίνουνε έργα ισάξια των όσων ονομάτων αναφέρθηκαν πιο πάνω. Ο Εγγονόπουλος χρησιμοποιεί την πράξη της εξαλλαγής για να υπαινιχθεί στο ποίημα κάποια στοιχεία της ουσίας του που δεν αρμόζει να εκθέτει με τη χρήση της κυριολεξίας. Η διακειμενικότητα προχωράει ακόμη πιο πίσω στον χρόνο, σε αρχετυπικά μυθικά πρόσωπα και τους ανάλογους μύθους τους, για να μεταπλάσει την αντίρρησή του προς τη γενιά του '30 και τις «διαβόητες κλίκες», των οποίων οι απόηχοι ίσως ταλανίζουν ακόμη την Ελλάδα, σε πιο κρυπτικά λεκτικά σχήματα, ενώ ήδη νέες έχουν προστεθεί, «συνεισφορά» μεγάλων εκδοτών με τρομακτική διείσδυση και άνιση σε σχέση με την αξία των προϊόντων τους προβολή. Διείσδυση σε ιδιωτικό, μα και (τι θλιβερό, αλήθεια) κρατικό πολιτισμικό χάρτη. Η κάθαρση ας είναι η μόνη αποτεφρωμένη αλήθεια που θα αναγεννηθεί σ' αυτή τη χώρα αυτούς τους άθλιους καιρούς.