Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Κόρη των Αθηνών, πριν χωριστούμε Ζωή μου, σας αγαπώ

Χάρης Βλαβιανός, εφ. Ελευθεροτυπία (Βιβλιοθήκη), 31/3/2006

Ι.

Κόρη των Αθηνών, πριν χωριστούμε

Δώστε, ω δώστε πίσω την καρδιά μου!

Αλλιώς, μια και το στήθος μου έχει αφήσει,

Κρατείστε την, και πάρτε κι όλα τ' άλλα!

Τον όρκο μου ακούστε πριν χαθώ,

Ζωή μου, σας αγαπώ

ΙΙ.

Ομνύω στις πλεξίδες τις λυμένες,

Που του Αιγαίου οι αύρες τις χαϊδεύουν·

Σ' αυτά τα βλέφαρα που κρόσσια μαύρα

Πρωτανθισμένα μάγουλα φιλούνε·

Στο βλέμμα, σαν δορκάδας αγριωπό,

Ζωή μου, σας αγαπώ

ΙΙΙ.

Στα χείλη τούτα που λαχτάρησα να νιώσω·

Σε τούτη τη δαχτυλιδένια μέση·

Στα άνθη που φυλάς και μαρτυρούνε

Οσα οι λέξεις μου να πουν δεν στέργουν·

Στον έρωτα, τη χαρά, τον καημό,

Ζωή μου, σας αγαπώ

IV.

Κόρη των Αθηνών! Εχω πια φύγει:

Γλυκιά μου! να με σκέφτεστε, όταν μόνη

Κι αν έχω πια σαλπάρει για την Πόλη,

Καρδιά μα και ψυχή κρατά η Αθήνα:

Πώς θα μπορούσα να μη σας ποθώ;

Ζωή μου, σας αγαπώ

[Αθήνα, 1810]

[ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ]

[Σ.τ.Μ: Το μότο και ο τελευταίος στίχος κάθε στροφής ελληνικά στο πρωτότυπο, με τις δύο πρώτες λέξεις παρατονισμένες: Ζώη μού, σας αγαπώ.]

 

Βαδίζει μες στην ομορφιά

Ι.

Βαδίζει μες στην ομορφιά, όπως η νύχτα

Σ' ανέφελα τοπία κι έναστρους ουρανούς·

Κι ό,τι καλύτερο απ' το σκοτάδι και τη λάμψη

Στην όψη της το βλέπεις, στη ματιά της:

Στο τρυφερό αυτό φως έχει ωριμάσει

Που αρνείται ο ουρανός στη φαντασμένη μέρα.

ΙΙ.

Μια σκιά περισσότερη, μια αχτίνα λιγότερη,

Κι ίσως χανόταν η ανώνυμή της χάρη

Που σε κάθε ολόμαυρη πλεξίδα κυματίζει,

'Η φέγγει απαλά στο πρόσωπό της·

Οπου γλυκά οι σκέψεις και γαλήνια μαρτυρούν

Πόσο αγνή, πόσο ακριβή η κατοικία τους.

ΙΙΙ.

Και στο μάγουλο αυτό, και σ' αυτό πάνω το μέτωπο,

Τόσο απαλό, τόσο ήρεμο, κι όμως εκφραστικό,

Τα χαμόγελα που κερδίζουν, οι τόνοι που αστράφτουν,

Μα που μιλούν για μέρες στην καλοσύνη ξοδεμένες,

Για ένα μυαλό με τα μικρά συμφιλιωμένο,

Για μια καρδιά που άδολα αγαπάει!

[Ιανουάριος, 1815]

[ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ]

Σήμερα κλείνω τα τριάντα-έξι

Καιρός να πάψει αυτή η καρδιά να συγκινείται,

Αφού άλλους δεν μπορεί να συγκινεί

Κι όμως, αν δεν μπορεί κανείς να μ' αγαπήσει

Αφήστε με ακόμη ν' αγαπώ!

Οι μέρες μου φυλλορροούν σαν γκρίζα φύλλα

Χάθηκαν του έρωτ' άνθη και καρποί

Η θλίψη, το σκουλήκι, το σαράκι

Απόμειναν οι μόνοι μου πιστοί!

Αυτή η φωτιά που τρώει τα σωθικά μου

Ερημη σαν απόκρημνο νησί

Στη φλόγα της δαυλός πια δεν ανάβει

Και με πυρά μού μοιάζει, νεκρική

Ελπίδα, φθόνο και ζηλόφθονη φροντίδα

Και μερτικό του πόνου εκστατικό

Αγάπης δύναμη, να μοιραστώ δεν έχω

Μόνο την αλυσίδα τους φορώ

Ομως όχι έτσι - κι ούτε εδώ

Σκέψεις που την ψυχή μου συνταράζουν

Ούτε και τώρα, όταν η δόξα στέφει

Και μέτωπο και μνήμα ηρωικό

Σπαθί και λάβαρο, πεδίο μάχης

Δόξα κι Ελλάδα, πλάι μου, δες!

Ο Σπαρτιάτης, στην ασπίδα του φερμένος

Πιο ελεύθερος δεν ήταν από με

Ξύπνα! (Οχι η Ελλάδα - εκείνη έχει ξυπνήσει!)

Πνεύμα μου ξύπνα! Σκέψου ποιος

Κάνει το αίμα της καρδιάς κοίτη ν' αναζητήσει

Χτύπα το στόχο τότε, εμπρός!

Πνίξε τ' αναζωπυρωμένα πάθη,

Ανάξιε άντρα! Τώρα πρέπει εσύ

Οταν η ομορφιά γελάει ή κατσουφιάζει

Αδιάφορος να μένεις κι απαθής

Αν για τη νιότη σου θρηνείς γιατί να ζεις;

Εδώ είναι η γη του ένδοξου θανάτου!

Ορμα στη μάχη, δώσε δίχως δισταγμό

Την τελευταία σου πνοή εδώ κάτω!

Ζήτα -εύκολο να ζητάς, όχι να βρεις-

Τάφο στρατιώτη, τον καλύτερο για σένα

Υστερα κοίτα γύρω, διάλεξε το χώμα

Οπου θα γείρεις για ν' αναπαυτείς.

[Μεσολόγγι, 22 Ιανουαρίου 1824]

[ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ]

[Σ.τ.Μ. Το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Μπάιρον, τρεις μήνες πριν από το θάνατό του.]