Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΔΑΝΤΗΣ

Η Κωμωδία ως ποιητική αυτοβιογραφία και η περίφημη Vita του Βοκκάκιου

Χάρης Βλαβιανός, Βιβλιοθήκη, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/11/2004

ΒΟΚΚΑΚΙΟΣ, Η ζωή του Δάντη, ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Χ. ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ, ΜΤΦΡ.: ΣΠ. ΤΣΟΥΓΚΟΣ, ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Γ. ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ «ΝΕΦΕΛΗ», ΣΕΛ. 128, ΕΥΡΩ 11,96.

1

Δεν είχαν περάσει ούτε πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Δάντη, το 1320, όταν ξέσπασαν οι πρώτες διαμάχες, ιδιωτικές και δημόσιες, γύρω από τη σημασία και την αξία του «μεγάλου επιτεύγματός» του. Εκτοτε, η Commedia δεν έπαψε να τροφοδοτεί το ενδιαφέρον φιλολόγων, συγγραφέων, μεταφραστών και κριτικών· και είναι τέτοιος ο όγκος των δημοσιευμάτων -με κάθε νέα γενιά μελετητών να υποστηρίζει ότι έχει εξιχνιάσει επιτέλους και την τελευταία πτυχή του «δαντικού μυστηρίου»- ώστε φτάνει κανείς να σκεφτεί πως όλα όσα ήταν να ειπωθούν για τη Θεία Κωμωδία και τον δημιουργό της έχουν ήδη ειπωθεί, ότι έχει προφερθεί και η τελευταία λέξη που θα μπορούσε να φωτίσει το έργο του. Ωστόσο, ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Κάθε εποχή διαβάζει τον Δάντη με τα δικά της εργαλεία και θέτει τα δικά της, νέα ερωτήματα. Οσο για το ποίημα, τη Θεία Κωμωδία, αυτό αποδεικνύεται ένα τέτοιο πλέγμα αλληλοσυνδεόμενων νοημάτων, εικόνων και μορφών, ώστε θα συνεχίσει να δραπετεύει από την πλήρη και οριστική πρόσληψή του. Αν κανείς βυθιστεί στην Κόλαση, για παράδειγμα, το διασημότερο από τα τρία μέρη του έργου, δεν συναντά μόνο άπειρες αναφορές στην κλασική μυθολογία, τη μεσαιωνική φιλοσοφία και θεολογία, αλλά και στις αιμοσταγείς και περίπλοκες συγκρούσεις ανάμεσα στους Γουέλφους και τους Γιβελίνους, αντίπαλες ομάδες στην Ιταλία του 13ου αιώνα. Παλεύοντας, ωστόσο, να θυμηθεί αν ο Δάντης υπήρξε Γουέλφος ή Γιβελίνος, Μαύρος ή Λευκός, πιθανότατα θα λησμονήσει ποιοι ήταν οι Γουέλφοι και οι Γιβελίνοι και τι ακριβώς πρέσβευαν. Και, φυσικά, αλλιώς αντιλαμβάνεται ο σημερινός αναγνώστης το περιεχόμενο των θέσεων του Ακινάτη ή το ηθικό βάρος της αμαρτίας της θρυλικής Φραντσέσκας, όπως αυτά αποτυπώνονται στον Παράδεισο και την Κόλαση, αντίστοιχα, απ' ό,τι ένας σύγχρονος του Δάντη, η ζωή του οποίου βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από την καθολική Εκκλησία και τις επιταγές της, καθώς και από τις φιλοδοξίες και ενέργειες του εκάστοτε πάπα.

Η Θεία Κωμωδία είναι μια πλούσια σύνθεση ποικίλων στοιχείων· πάνω απ' όλα, ας μην το ξεχνάμε, ένα αριστουργηματικό ποίημα1, ταυτόχρονα όμως και ένα είδος αυτοβιογραφίας. Ο Δάντης βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο, εκδραματίζοντας την προσωπική του συνθήκη. Παράλληλα με την ιστορία της πτώσης του ανθρώπου, της κάθαρσης και της λύτρωσης, εκτυλίσσεται η αφήγηση της κατάρρευσης των προσπαθειών ενός Φλωρεντινού να αποκτήσει πολιτική επιρροή στη γενέτειρά του, όταν το κόμμα που υποστηρίζει χάνει την εξουσία και ο ίδιος εξορίζεται από την αγαπημένη του πόλη-κράτος. Οι περιπλανήσεις του κεντρικού ήρωα και η νοσταλγία του για την πατρίδα γίνονται έμβλημα της ανθρώπινης εξορίας από τον παράδεισο. Στους κύκλους της Κόλασης και του Καθαρτηρίου, ωστόσο, δεν συναντά μόνο τους μεγάλους αμαρτωλούς της μυθολογίας και της ιστορίας, αλλά και όσους γνώρισε εν ζωή, τους δασκάλους, τους συντρόφους ή τους εχθρούς του. Στον Παράδεισο, τέλος, διασταυρώνεται με τον πρόγονό του Cacciaguida (1091-1147), ο οποίος υπερήφανα αναζητεί τα ίχνη της γενιάς του στους Ρωμαίους. Ο Cacciaguida θυμάται την εποχή που η Φλωρεντία ήταν μια ισχυρή δημοκρατική κοινότητα, όπου κυριαρχούσαν τα αριστοκρατικά ιδεώδη της ανδρείας και της τιμής. Η παρακμή της Φλωρεντίας, συντριπτικά πραγματική για τον Δάντη, αντιμετωπίζεται επίσης ως αλληγορία της παρακμής ολόκληρου του κόσμου, εξαιτίας της αμαρτίας και της διαφθοράς.

Φυσικά, το καθετί στην αυτοβιογραφία του Δάντη γίνεται αλληγορία και γενικεύεται. Η μόνη βιογραφική λεπτομέρεια γνωστή τοις πάσι είναι η γνωριμία του, στα εννιά του χρόνια, με ένα κοριτσάκι ονόματι Bice (Βεατρίκη), κόρη του τραπεζίτη Folco Portinari. Συγκλονισμένος από την ομορφιά της, ο μικρός Δάντης θα την ερωτευτεί. Εννιά χρόνια αργότερα θα την ξαναδεί και, με την πρώτη ματιά, ο έρωτας θα ριζώσει μέσα του για πάντα. Ομως, όπως συμβαίνει πάντα στις όμορφες ιστορίες των τροβαδούρων, η Βεατρίκη θα παραμείνει άπιαστο όνειρο· θα παντρευτεί τον πλούσιο ευγενή Φλωρεντινό Simone de Bardi και θα πεθάνει το 1290, σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών. Ο θάνατός της στάθηκε καθοριστικό γεγονός στη ζωή του Δάντη και γέννησε αργότερα την ποίηση που γνωρίζουμε. Υστερα από τον θάνατο της Βεατρίκης, ο Δάντης θα βρει προσωρινά ανακούφιση στον ρηχό έρωτα για μια γυναίκα στην οποία αναφέρεται απλώς ως «donna gentile»· με τον καιρό, όμως, θα θεωρήσει το αίσθημά του προδοσία στη μνήμη της Βεατρίκης και, τελικά, η φευγαλέα ερωτική του περιπέτεια απλώς θα επιβεβαιώσει την αφοσίωσή του και θα μετουσιώσει τον επίγειο έρωτα σε θρησκευτική εμπειρία. Το πνευματικό ταξίδι της Θείας Κωμωδίας θα μπορούσε, κατά μία έννοια, να θεωρηθεί προσπάθεια ανάκτησης του οράματος αυτού του «χαμένου έρωτα», που δεν έχει σεξουαλική χροιά, αλλά αναδεικνύεται ως το βαθύτερο πάθος στη ζωή του ποιητή. Αμφισβητήθηκε βέβαια από πολλούς το αν η Βεατρίκη ήταν πραγματικό πρόσωπο, και συζητήθηκε διά μακρών το πόση σημασία μπορεί να έχει αυτό όσον αφορά τον σχεδιασμό του ποιήματος· ωστόσο, η παρουσία της και μόνο αρκεί για να καταδείξει ότι η ζωή του Δάντη υπήρξε το κεντρικό μοτίβο της ποίησης και της τέχνης του.

2

Οι διαμάχες για το δαντικό έργο -ο απόηχος των οποίων έχει φτάσει ώς τις μέρες μας- άρχισαν στη Φλωρεντία, όταν ο Δήμος προσκάλεσε τον Βοκκάκιο, γέροντα πια, να διαβάσει και να σχολιάσει το έργο του ποιητή που είχε πεθάνει στην εξορία. Και ο Βοκκάκιος δεν ήταν μόνος. Εκείνη η εποχή είδε έξι μελετήματα περί Θείας Κωμωδίας -όχι έργα κριτικής με τη σύγχρονη έννοια, αλλά λεπτομερείς σχολιασμούς, κοιτάσματα ανεκτίμητων πληροφοριών, σχετικά με τα ιστορικά, πολιτικά και γλωσσολογικά υλικά του ποιήματος-, περισσότερα από όσα είχε εισπράξει η Αινειάδα του Βιργίλιου σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Με την εξαίρεση της Βίβλου, κανένα κείμενο της δυτικής πολιτισμικής παράδοσης δεν είχε γεννήσει περισσότερη φιλολογία απ' ό,τι το «poema sacro» του Δάντη. Είναι γεγονός ότι για ένα διάστημα, κατά τον 15ο και τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, το κύρος του Δάντη είχε κλονιστεί. Οι λόγιοι της ιταλικής Αναγέννησης, βάζοντας στο κέντρο του συστήματός τους τον άνθρωπο, απέρριπταν τις θεοκεντρικές αντιλήψεις τού ποιητή. Για το αναγεννησιακό πνεύμα, ο Δάντης εκπροσωπούσε τον παρωχημένο κόσμο του μεσαιωνικού δογματισμού2. Ωστόσο, η ποίησή του εκτιμήθηκε βαθιά και επηρέασε διάφορους αναγεννησιακούς ποιητές, μεταξύ των οποίων ο Chaucer. Οι 14ος, 15ος και 16ος αιώνες έφεραν αρκετές λόγιες κειμενικές αναλύσεις της Θείας Κωμωδίας, η διασημότερη από τις οποίες ανήκε στον Cristoforo Landino· ο σχολιασμός του εμφανίστηκε το 1482, στην πρώτη φλωρεντινή έκδοση της Commedia, η οποία κυκλοφόρησε εικονογραφημένη από τον Sandro Botticelli. Ο Δάντης αγνοήθηκε τον 17ο αιώνα, την περίοδο του κλασικισμού, επειδή η φλόγα της ποίησής του αψηφούσε την κλασικιστική αρχή της υποταγής της ποιητικής έμπνευσης σε κανόνες στυλιστικής αρμονίας και μορφικής διαύγειας. Οι κριτικοί του 18ου αιώνα, της εποχής του Διαφωτισμού, έβρισκαν τον Δάντη άκρως φρικιαστικό, έως και γκροτέσκο· ο αποκαλυπτικός τόνος της ποίησής του δεν εναρμονιζόταν με την κοσμοαντίληψη που έδινε την πρωτοκαθεδρία στην ανθρώπινη λογική. Για τον Lessing, η Θεία Κωμωδία, και ιδιαίτερα η Κόλαση (με το κανιβαλικών αποχρώσεων επεισόδιο του Ουγκολίνο), ήταν έως και «αηδιαστική». Και ο Βολταίρος, η επιτομή του κομψού ρασιοναλισμού και του πεφωτισμένου σκεπτικισμού, συμπεριέλαβε μια μάλλον κακόγουστη παρωδία της Κόλασης στο Dictionnaire philosophique του. Το 1787 ο Γκαίτε, αμφίθυμος απέναντι στον Δάντη, ονόμασε τη Θεία Κωμωδία «τερατώδη». Αξιοσημείωτη εξαίρεση στην τυπική αντι-δαντική στάση του 18ου αιώνα αποτέλεσε ο Vico, ο πρώτος που χλεύασε την «εκθήλυνση» του γούστου η οποία οδηγούσε σε τέτοιες απόψεις, και κάλεσε σε μια νέα ανάγνωση του παλιού βιβλίου, ονομάζοντας τον Δάντη νέο Ομηρο.

Η αποφασιστική στροφή στην πρόσληψη του Δάντη σημειώθηκε το 1783, με τη γαλλική μετάφραση της Κόλασης από τον Antoine de Rivarol, η οποία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια πραγματική αναβίωση του ποιητή κατά την περίοδο του ρομαντισμού. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του κινήματος ανήγαγαν τον Δάντη σε πρότυπο ποιητή. Εκείνη ακριβώς την εποχή δημοσιεύτηκαν και οι πρώτες αγγλικές μεταφράσεις: του Charles Rogers, σε ελεύθερο στίχο, το 1782, και του Henry Boyd, το 1785. Καθώς ποιητές όπως ο Coleridge, ο Shelley και ο Byron προσπαθούσαν να αποστασιοποιηθούν από τη φιλοσοφία και τους αισθητικούς κανόνες της «κλασικής» εποχής, όλα όσα θεωρούνταν ώς τότε αμαρτήματα στον Δάντη -το πάθος, η ανάμειξη των ποιητικών ειδών, ο μυστικισμός του- έγιναν αίφνης οι αρετές του3. Η μεσαιωνική θρησκευτικότητα του Δάντη, από την άλλη πλευρά, άσκησε ισχυρή έλξη στον Chateaubriand, η σύνδεση του οποίου με τον καθολικισμό συνιστά χαρακτηριστική πτυχή του ρομαντικού κινήματος. Ο Victor Hugo συνόψισε τη ρομαντική πρόσληψη της Θείας Κωμωδίας ως εξής: «Ο Δάντης έχει πλάσει στον νου του την απύθμενη άβυσσο. Εχει δημιουργήσει το έπος των φασμάτων. Ξεθεμελιώνει τη Γη· στο τρομερό ρήγμα που απομένει, τοποθετεί τον Σατανά. Κι ύστερα σπρώχνει τον κόσμο, μέσα από το Καθαρτήριο, ψηλά στον Παράδεισο. Εκεί που όλα τα άλλα τελειώνουν, αρχίζει ο Δάντης. Ο Δάντης βρίσκεται πέραν του ανθρώπου». Ο γενικός ενθουσιασμός για τη Θεία Κωμωδία, τον οποίο μαρτυρούν και οι αναφορές φιλοσόφων όπως ο Schelling και ο Hegel, εξασφάλισαν στον Δάντη εξέχουσα θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία κατά τον επόμενο αιώνα.

Μολονότι κάθε μέρος της Θείας Κωμωδίας πρέπει να κρίνεται με τους δικούς του όρους και έχει το δικό του ειδικό βάρος στην όλη σύνθεση, τη φαντασία του 20ού αιώνα έχει αιχμαλωτίσει κυρίως η Κόλαση. Και ενώ ο Curtius επισήμανε την παρουσία ιστορικών προσώπων στην Κόλαση, ο Erich Auerbach, ο οποίος όρισε τον Δάντη ως «εκκοσμικευμένο ποιητή», σημείωνε ότι η Κόλαση, μολονότι φαινομενικά πραγματεύεται μια υπερφυσική επικράτεια εποικισμένη με φαντάσματα, κατορθώνει το «εκπληκτικό παράδοξο» να αποτυπώνει τη ζωή σ' όλο της τον πλούτο. Το δαντικό όραμα της Κόλασης άσκησε τεράστια επίδραση στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, εμπνέοντας αναρίθμητους ποιητές, από τον Rilke έως τον Stefan George, τον Eliot και τον Pound (και τους πιο σύγχρονους Montale, Merrill και Heaney), και παγιώνοντας έναν κανόνα απόλυτης φρίκης για συγγραφείς όπως ο Joyce, ο Beckett και ο Primo Levi, που βάλθηκαν να εξερευνήσουν τις αβύσσους του παραλογισμού και της κακοβουλίας του ανθρώπου. Η αναβίωση του Δάντη στην ευρωπαϊκή ποίηση θα ερχόταν, όπως γνωρίζουμε, από ποιητές εκτός Ευρώπης -κυρίως τον Pound και τον Eliot, τους δύο προφήτες του μοντερνισμού. Η Θεία Κωμωδία χρησίμευσε τόσο σαν πρότυπο όσο και σαν προηγούμενο για τα Cantos του Pound, ενώ οι οφειλές του Eliot στον Ιταλό δάσκαλο εντοπίζονται τόσο στην Ερημη Χώρα (όπου, στον περίφημο στίχο «Ι had not thought that death had undone so many», ο Eliot προσπαθεί να συνδέσει το μεσαιωνικό inferno με τη σύγχρονη ζωή) όσο και στα Τέσσερα κουαρτέτα, και ειδικότερα στην ενότητα «Little Gidding»4.

3

Ο βίος του Δάντη, στα πενήντα έξι χρόνια που αξιώθηκε να ζήσει, είναι ένα τέτοιο κουβάρι δημόσιων και ιδιωτικών παθών, μια τέτοια διαδοχή δοκιμασιών, ώστε ανέκαθεν συνιστούσε πηγή ανεξάντλητης σαγήνης. Λες και τα πάντα στη ζωή του ανήκουν στη ρομαντική και φευγαλέα επικράτεια του θρύλου: ένας κεραυνοβόλος έρωτας που θα διαρκούσε όλη του τη ζωή και θα ενέπνεε υψηλή ποίηση· η μακρά, σκληρή εξορία από τη γενέτειρά του τη Φλωρεντία, εξαιτίας του εμφυλίου που μαινόταν στην πόλη· το ποίημά του, η Θεία Κω-μόδια, ο θεμέλιος λίθος της ιταλικής λογοτεχνίας· η μεταμόρφωσή του σε αρχετυπικό ήρωα, όπως ο Οδυσσέας, ο Φάουστ, ο Λάνσελοτ, να ταξιδεύει στα βασανιστικά μονοπάτια της πνευματικής αναζήτησης, παλεύοντας με σκοτεινές δυνάμεις και, τελικά, αντικρίζοντας τον Θεό καταπρόσωπο.

Οι ιστορίες των μυθικών ηρώων της λογοτεχνίας μάς συναρπάζουν, επειδή οι ήρωες είναι σπάνια, αν όχι ποτέ, εντελώς ανθρώπινοι (ο Αχιλλέας, ο Αινείας, ο Γιλγαμές), ή γιατί επιδεικνύουν ευγενή, ξεχωριστά χαρίσματα (ο Beowulf, ο Ρολάνδος, ο Σιντ, ο Διγενής) που υπερβαίνουν το μέτρο μιας συνηθισμένης ζωής. Αντιστοίχως, οι πραγματικά μεγάλοι ποιητές έχουν τόσο γρήγορα περάσει στον χώρο του μύθου, ώστε κάνουν τους αναγνώστες τους να αμφιβάλλουν αν πράγματι υπήρξαν. Υπήρξε στ' αλήθεια ο Ομηρος ή ήταν ο φανταστικός συγγραφέας ενός ανώνυμου έπους; Εγραψε όντως ο Σαίξπηρ τα έργα που του αποδίδονται, ή κάποιος άλλος που δανείστηκε το όνομά του;

Ωστόσο, καμιά τέτοια υποψία δεν εγείρεται ως προς την πραγματική ύπαρξη ή την ταυτότητα του Δάντη. Αυτή ακριβώς η αδιαμφισβήτητη γνώση ότι ήταν μέρος της ιστορίας μας, ότι ήταν τόσο όμοιος με μας, ότι η γλώσσα του, όπως έχει γράψει ο Eliot, «είναι κατά κάποιον τρόπο η δική μας γλώσσα», ότι ήταν τόσο ανθρώπινος και ταυτόχρονα τόσο ξεχωριστός όσο είναι μόνο οι μυθιστορηματικοί ήρωες, δικαιολογεί την επίμονη γοητεία που μας ασκεί. Η διαφορά μεταξύ της κανονικότητάς του, από τη μία πλευρά (παντρεύτηκε, απέκτησε τέσσερα παιδιά, ήταν δικομανής, ανίκανος κατά καιρούς να πληρώσει το νοίκι του ή να βρει δανειστές, και συνάμα παθιασμένα φιλόδοξος, διψασμένος για αναγνώριση), και της υπεράνθρωπης ενορατικής του δύναμης, από την άλλη (η άκαμπτη αίσθηση δικαιοσύνης, η μοναδική του ικανότητα να τανύει τα όρια της φαντασίας του και η πεποίθηση, ταπεινή και υπεροπτική ταυτόχρονα, ότι η αποστολή του ήταν προφητική), πυροδότησαν ένα ενδιαφέρον γύρω από το πρόσωπό του που δεν θα έσβηνε ποτέ· ένα πρώιμο, μάλιστα, ενδιαφέρον.

Ο Βοκκάκιος (1313-1375) μας είναι γνωστός ως ο συγγραφέας του Δεκαήμερου, αυτής της πλούσιας συναγωγής ερωτικών, κυρίως, ιστοριών, που ενέπνευσαν στον Chaucer τους Θρύλους του Καντέρμπουρι. (Η μυθιστορία του Φιλόστρατος μεταποιήθηκε από τον Chaucer σε Τρωίλος και Χρυσηίδα). Το βιβλίο του Vita di Dante, γραμμένο περί το 1348, μπορεί ανεπιφύλακτα να χαρακτηριστεί η πρώτη σύγχρονη λογοτεχνική βιογραφία. Φυσικά, είναι η πρώτη βιογραφία του Δάντη και η πηγή στην οποία βασίστηκαν οι μεταγενέστεροι βιογράφοι του, από τον Φλωρεντινό ιστορικό Leonardo Bruni (1369-1444) έως τους πλέον σύγχρονους Michele Barbi και Giorgio Pettrocchi. Ταυτόχρονα όμως είναι η πιο ιδιάζουσα απ' όσες θα ακολουθούσαν: ο Βοκκάκιος δεν επιχειρεί στη Vita του να αποτυπώσει ρεαλιστικά τη ζωή του Δάντη. Ελάχιστα είναι τα μη διφορούμενα γεγονότα στη ζωή του ποιητή της Θείας Κωμωδίας. Πήγε πράγματι στο Παρίσι στα χρόνια της εξορίας του; Ηταν στ' αλήθεια δάσκαλός του ο Brunetto Latini; Διετέλεσε ποτέ μοναχός στο τάγμα των Φραγκισκανών; Φοίτησε όντως στις θεολογικές σχολές του Santa Croce και της Santa Maria Novella στη Φλωρεντία; Και ποια ήταν η «montanina» για την οποία, στα τέλη της ζωής του, έγραψε τόσο αριστουργηματικά ποιήματα; Δεν μπορούμε να αποσπάσουμε αυτά τα ζητήματα από τις εμβληματικές χρήσεις που τους επιφυλάσσει ο Δάντης στην ποίησή του. Και επειδή ο Βοκκάκιος είναι ποιητής ο ίδιος, συλλαμβάνει διαυγέστατα, έτσι που κανένας σύγχρονος βιογράφος δεν θα μπορούσε, τη μυθιστορηματική διάσταση της ζωής του Δάντη. Δεν αναζητεί, όπως θα έκανε στη θέση του ένας σύγχρονος βιογράφος, τον «πραγματικό» Δάντη στα συρτάρια ανικανοποίητων συζύγων, εγκαταλελειμμένων ερωμένων και παραμελημένων παιδιών. Αντίθετα, η αναζήτησή του επικεντρώνεται στο πιο φανερό μέρος, το έργο τού Δάντη.

Είναι αλήθεια ότι στον Βοκκάκιο οφείλουμε βασικές πληροφορίες για τον ποιητή. Ο Βοκκάκιος περιγράφει, για παράδειγμα, την εξωτερική εμφάνιση του Δάντη και το ντύσιμό του, και αναφέρει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Μας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την πρώτη συνάντηση του Δάντη με τη Βεατρίκη απ' ό,τι ο ίδιος ο ποιητής στη Vita nuova του, ενώ κάνει κάποιες υποθέσεις για τις πιθανές ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε για τον Δάντη αυτή η συνάντηση. Μας πληροφορεί ώς και για το πώς η σύζυγος του Δάντη κατάφερε να επιβιώσει οικονομικά στη διάρκεια της εξορίας του (προσθέτοντας, ωστόσο, ότι πιθανόν η μόνη γυναίκα στη ζωή του που δεν άξιζε ούτε μία ωδή, πόσο μάλλον ένα όραμα, ήταν αυτή ακριβώς η εξαιρετική διαχειρίστρια των γλίσχρων οικογενειακών πόρων) και εξιστορεί τις μηχανορραφίες της φλωρεντινής πολιτικής, θέλοντας, κυρίως, να αντιπαραβάλει την ακεραιότητα του «chiarissimo uomo» προς τη διαφθορά που λυμαινόταν τη γενέτειρά του και να φέρει έτσι στο φως περισσότερες πλευρές του χαρακτήρα του. Βασικός στόχος του έργου του Βοκκάκιου, ωστόσο, είναι να εξάρει την ποιητική φύση του Δάντη και να επαινέσει το επίτευγμά του (ένας άλλος τίτλος που χρησιμοποιείται για τη συγκεκριμένη βιογραφία είναι Tratatello in laude di Dante - Σύντομο εγκώμιο για τον Δάντη). Ας μην ξεχνάμε ότι ο Βοκκάκιος ήταν εκείνος που στον αρχικό τίτλο του έργου, Commedia, προσέθεσε τον προσδιορισμό Divina, μία ακόμη ένδειξη του θαυμασμού του για τον Δάντη.

Το κείμενό του έχει τη δομική πολυπλοκότητα τόσο μιας προσωπικής ποιητικής όσο και μιας μυθιστορίας που αφηγείται τη θαυμαστή γέννηση του ποιητή (η οποία συνοδεύεται, όπως στους βίους των αγίων, από έναν οιωνό, το προφητικό όνειρο της μητέρας του). Τα δύο ρητορικά νήματα συναντώνται στην κεντρική αφήγηση, η οποία εστιάζει στο μεγαλείο της φαντασίας του Δάντη, η οποία μένει αλώβητη από την εισβολή των βιοτικών μεριμνών στην άσκηση της τέχνης του. Το πόνημα του Βοκκάκιου υπενθυμίζει πως ό,τι κυρίως μας ενδιαφέρει, όταν προσεγγίζουμε έναν μεγάλο καλλιτέχνη, δεν είναι οι λεπτομέρειες της προσωπικής του ζωής, αλλά η πνευματική ουσία του έργου του. Η Vita di Dante δεν είναι απλώς το πρώτο από τα χιλιάδες βιβλία που γράφτηκαν για τον δημιουργό της Θείας Κωμωδίας, αλλά και ένα φιλολογικό κείμενο σπάνιας αξίας. Ενας από τους πατέρες της ιταλικής λογοτεχνίας, πλάι στον Δάντη και τον Πετράρχη, ο Βοκκάκιος δεν δίστασε να θέσει το φιλολογικό του δαιμόνιο στην υπηρεσία του «μέγιστου». Δεν είναι συχνή αυτή η γενναιοδωρία μεταξύ ομοτέχνων· φανερώνει μεγαλοθυμία και ευγένεια -κάτι που ακόμη και ο ζηλότυπος Πετράρχης, ο τρίτος της παρέας, στην περίφημη επιστολή του προς τον Βοκκάκιο, γραμμένη το 1359, αισθάνεται την ανάγκη να το ομολογήσει5.

1. Εκτός του ότι είναι το «magnum opus» του Δάντη, η «Commedia» υπήρξε ένας ιστορικός θρίαμβος της ιταλικής γλώσσας, η οποία, εξαιτίας της αδιαμφισβήτητης πρωτοκαθεδρίας των λατινικών ως ιδιώματος της μεσαιωνικής επιστήμης και λογοτεχνίας, έφερε το στίγμα της χυδαιότητας, όπως δηλώνει η λέξη «volgare», ο ιταλικός όρος για την καθομιλουμένη. Παρά τον οικουμενικό χαρακτήρα της «Θείας Κωμωδίας», το έργο του Δάντη είναι κατεξοχήν ιταλικό· αποκαλύπτοντας τις εκφραστικές πηγές και διευρύνοντας τους ορίζοντες της ιταλικής γλώσσας, ο ποιητής εναρμονίζει με μαστοριά τη σημασιολογική εφευρετικότητα και την ποιητική τονικότητα, για να δημιουργήσει ό,τι θεωρείται θεμέλιο αυτής της γλώσσας και σημείο αναφοράς για τους μεταγενεστέρους συγγραφείς. Σε αυτό το πλαίσιο βλ. το περίφημο δοκίμιο του Δάντη «De vulgari eloquentia», μια παθιασμένη υπεράσπιση της ιταλικής και της χρήσης της στην ποίηση.

2. Θα έπρεπε ίσως να αναφερθεί μία αξιομνημόνευτη εξαίρεση: ο Milton, ο οποίος, ενάντια στο ρεύμα της εποχής του, είχε πειστεί ότι η ιταλική και όχι η γαλλική ήταν η σημαντικότερη ευρωπαϊκή γλώσσα και κουλτούρα, και ότι ο Δάντης (παρά τον καθολικισμό του, ο οποίος δεν συνάδει προς τον πουριτανισμό του Milton) ήταν ο μείζων εκπρόσωπός της. Ο «Απολεσθείς παράδεισος» θα ήταν αδιανόητος χωρίς την ύπαρξη της «Θείας Κωμωδίας».

3. Βλ. για παράδειγμα, το κλασικό δοκίμιο του Samuel Taylor Coleridge «Dante», το οποίο δημοσιοποιήθηκε σε μορφή διάλεξης το 1818. Είχε πρηγηθεί βέβαια κατά τέσσερα χρόνια η πρώτη ακριβής και ποιητικά δραστική μετάφραση της «Θείας Κωμωδίας» στα αγγλικά από τον H.F. Cary, την οποία όλοι ανεξαιρέτως οι αγγλόφωνοι ρομαντικοί ποιητές διάβαζαν ως Ευαγγέλιο. Λέγεται ότι ο Keats δεν την αποχωριζόταν ποτέ και είναι γνωστό ότι ο Blake, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του, το 1827, μάθαινε ιταλικά για να διαβάσει το αγαπημένο του ποίημα στο πρωτότυπο -το οποίο είχε στο παρελθόν εμπνεύσει μια σειρά ζωγραφικών έργων του. Η αριστουργηματική σύνθεση «Triumph of Life», εξάλλου, του Shelley, γραμμένη εξ ολοκλήρου σε terza rima, είναι ίσως το πιο «δαντικό» ποίημα της αγγλικής λογοτεχνίας. Είναι φανερό ότι ο Shelley γνώριζε σε βάθος, όχι μόνο τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, αλλά και την ποιητική παράδοση πριν και μετά από αυτήν, από το Tesoretto του Brunetto Latini έως τα «Trionfi» του Πετράρχη. Στη ρομαντική μουσική, ως γνωστόν, μοτίβα από την Κόλαση εμφανίζοναι στο πρώτο μέρος της «Δαντικής Συμφωνίας» του Liszt, ενώ το συμφωνικό ποίημα «Francesca da Rimini» του Tchaikovsky επικεντρώνεται σε ένα από τα μεγαλειωδέστερα επεισόδια του ποιήματος του Δάντη.

4. Τα λεγόμενα «Hell Cantos» («Κάντος της Κόλασης», XIV και XV) του Pound ανοίγουν με ένα παράθεμα από την «Κόλαση» (V, 28) στα ιταλικά· ιστορικές προσωπικότητες, που ο Pound τις θεωρεί αποκρουστικές, παρουσιάζονται να βουλιάζουν μέσα σε περιττώματα. Στο Canto Li ο Γηρυόνης του Δάντη γίνεται σύμβολο της απάτης και της φιλαργυρίας. Το Canto XCII ανοίγει σε ένα «Ορος» που θυμίζει τον δαντικό επίγειο παράδεισο· το Canto XCIII καταπιάνεται με τα ζητήματα της «cortesia» και της «civilitas», γεγονός που φανερώνει μια καθυστερημένη επανανάγνωση του «Convivio» ΙΙΙ και IV. Ο Pound, ωστόσο, δεν καταφέρνει να γίνει ένας λαμπρός επίγονος και στα τελευταία Cantos του, γέρος πια και απελπισμένος, αναλογίζεται τα δικά του «σφάλματα». Το ποίημα του Δάντη ορίζει ένα πρότυπο εξορίας και επιστροφής. Ο Pound ακολούθησε τον Δάντη στην εξορία, εγκαταλείποντας τη χώρα του και τον πολιτισμό της, και στη συνέχεια ταξίδεψε ακόμη μακρύτερα, διαλέγοντας τη λανθασμένη πλευρά στη μεγαλύτερη πολιτική αντιπαράθεση του αιώνα που πέρασε. Ο Eliot, αντίθετα, φαίνεται να επέλεξε την οδό προς τη δικαίωση: άφησε το Χάρβαρντ για να ακολουθήσει τον Pound στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και έγινε ο ποιητής του βρετανικού κατεστημένου. Ενώ ο Pound βυθιζόταν στο «inferno» του Νοσοκομείου St. Elizabeth, ανάμεσα σε πνευματικά διαταραγμένους, ο Eliot ξεκινούσε για τη μεγάλη περιοδεία του, συλλέγοντας τιμητικά διδακτορικά και, το 1948, το βραβείο Νόμπελ. Το έργο του, πολύ περισσότερο από εκείνο του Pound, άσκησε ισχυρή, διαρκή επίδραση στην ευρωπαϊκή ποίηση, και η χρήση που επεφύλαξε στον Δάντη (η κυριότερη πηγή από την οποία άντλησε ποιητική έμπνευση, όπως ο ίδιος υποστηρίζει) προδιέθεσε ευμενώς πολλούς νεότερους ποιητές απέναντι στη «Θεία Κωμωδία». Στο περίφημο δοκίμιό του περί Δάντη (1929) ο Eliot αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ο Δάντης μάς δίδαξε «to look to death for what life cannot give» - «να αναζητήσουμε στο θάνατο ό,τι δεν μπορεί να δώσει η ζωή». Ο Παράδεισος, για τον Δάντη, είναι ο τόπος προς τον οποίο οφείλει να τείνει η ανθρώπινη κοινωνία· για τον Eliot και τον Pound, είναι ο τόπος όπου κατοικούν οι νεκροί.

5. Ο Βοκάκιος είχε αποστείλει ένα αντίτυπο της «Θείας Κωμωδίας» -αντιγραμμένο στο χέρι από τον ίδιο- στον Πετράρχη, ζητώντας του να διαβάσει το ποίημα και να του πει τη γνώμη του. Ως γνωστόν, ο Πετράρχης ουδέποτε απάντησε. Αργότερα βέβαια θεώρησε αναγκαίο να δηλώσει και αυτός τον θαυμασμό του για τον Δάντη και να επαινέσει τον Βοκκάκιο για την αφοσίωσή του στον «grande poeta».

Έργα του Δάντη που έχουν μεταφραστεί

Α. VITA NUOVA (ΝΕΑ ΖΩΗ) 1. «Νέα Ζωή» ΜΤΦΡ.: ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ «ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ», ΣΕΛ. 194, ΕΥΡΩ 10,40

Η «Vita nuova» είναι νεανικό έργο που γράφτηκε τη διετία 1292-1294. Αυτοβιογραφικό, χτίζεται με στίχο και πρόζα, για να υπηρετήσει το ίνδαλμά του, τη Βεατρίκη του παθιασμένου έρωτος και της φασματικής επιθυμίας του ανεκλήρωτου. Ο Δάντης είναι μόλις είκοσι οκτώ ετών και η αγαπημένη έχει περάσει στον κόσμο της βαριάς σκιάς του Αδη, εδώ και τρία χρόνια.

Β. LA DIVINA COMMEDIA (Η ΘΕΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ) 2. «Η Θεία Κωμωδία». Κόλασις. Καθαρτήριον. Παράδεισος ΜΤΦΡ.: Γ. Σ. ΒΟΥΤΣΙΝΑΣ - Δ. Χ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΡΟΛ.: ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ «ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ», ΣΕΛ. 583, ΕΥΡΩ 24,96

Μετάφραση στην καθαρεύουσα, η οποία υπακούει στο πνεύμα του αττικισμού, χωρίς να χάνει την ιδιαίτερη μουσικότητά της.

3. « Η Θεία Κωμωδία». Κόλαση. Καθαρτήριο. Παράδεισος ΜΤΦΡ.: ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ», ΣΕΛ. 627, ΕΥΡΩ 29,12

Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν ξεφεύγει από την ψυχαρική γλώσσα και το αίτημα του μαχόμενου δημοτικισμού. Ο σημερινός αναγνώστης συναντά δυσκολίες προσπέλασης, ακόμη και νοηματικής, γιατί η μετάφραση ηχεί παλιομοδίτικα.

4. «Η Θεία Κωμωδία». Κόλαση. Καθαρτήριο. Παράδεισος ΜΤΦΡ.: ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΤΣΙΡΑΣ «Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ», ΣΕΛ. 708, ΕΥΡΩ 24,96

Η μοναδική απόδοση που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία και έχει φιλοτεχνηθεί από ποιητή. Τη χρονιά που εκδόθηκε δέχτηκε αρνητικές κριτικές.

5. «Η Θεία Κωμωδία». Κόλαση. Καθαρτήριο. Παράδεισος ΜΤΦΡ.: ΑΝΔΡΕΑΣ ΡΙΖΩΤΗΣ ΠΡΟΛ.: ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ, ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΤΟΜΟΥΣ, «ΤΥΠΩΘΗΤΩ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΔΑΝΟΣ», ΣΕΛ. 357 + 326 +329, ΕΥΡΩ 18 ΕΚ.

Πλήρης δίγλωσση και σχολιασμένη μετάφραση, με το ιταλικό κείμενο τυπωμένο αντικριστά με το ελληνικό. Πρόθεσή του ήταν να μην προδώσει το δαντικό πρωτότυπο, γι' αυτό έμεινε πιστός στο πρωτότυπο και στην ισοστοιχία με αυτό και προσπάθησε να υποτάξει το υλικό του με μέτρο και ομοιοκαταληξία.

6. «Η Θεία Κωμωδία». Κόλαση ΜΤΦΡ.: ΚΩΣΤΑΣ ΣΦΗΚΑΣ ΕΙΚΟΝ.: ΓΚΙΣΤΑΒ ΝΤΟΡΕ «ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ», ΣΕΛ. 286, ΕΥΡΩ 7,28

Ο μοντερνιστής κινηματογραφιστής Κώστας Σφήκας μεταφράζει το πρώτο μέρος τού μνημειώδους έργου, σε ένα προσωπικό γλωσσικό ύφος.

DE VULGARI ELIGUENTIA ( Η ΕΥΓΛΩΤΤΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ) 7. «Η ευγλωττία της κοινής γλώσσας» ΜΤΦΡ.: ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ «ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ», ΣΕΛ. 159, ΕΥΡΩ 10,68

Αυτό το μικρό ημιτελές βιβλίο για τη λαϊκή γλώσσα της εποχής του Δάντη συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της εξορίας του Φλωρεντινού, μεταξύ 1304 και 1307. Το έργο, γραμμένο στα λατινικά, απευθυνόταν στους εγγράμματους, γιατί ήλπιζε ότι αυτοί δεν θα το απέρριπταν, επειδή δεν θα έβρισκαν ως δικαιολογία το πρόσκομμα του γλωσσικού οργάνου.

EPISTOLA Α CANGRANDE (ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ CANGRANDE) 8. «Η επιστολή στον Cangrande» ΠΡΟΛ. - ΜΤΦΡ. - ΣΗΜ.: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ «ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ» ΜΤΦΡ.: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», ΣΕΛ. 83, ΕΥΡΩ 10

Είναι, όπως διαβάζουμε στον πρόλογο του ποιητή Δημήτρη Αρμάου, ένα από τα πιο φημισμένα αυτοσχόλια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Χρονολογείται περί το 1316 και απευθύνεται στον ομοϊδεάτη του Δάντη, στον γιβελίνο (υποστηρικτή της μοναρχικής εξουσίας) Can Francesco, τον επονομαζόμενο Cangrande.

Έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητα της επιστολής και έχει χυθεί κάμποσο μελάνι για το δαντικόν της υπογραφής. Το credo του Δάντη, όπως το συνοψίζει ο επιμελητής: «Το δυνατό βίωμα είναι καλός σύμβουλος για τη δημιουργία· το θρησκευτικό, ειδικότερα, από τα καλύτερα -και δίχως να λογαριάσουμε εδώ το πώς η έννοια τού "ιερού" συνοψίζει τις αξίες».

Στο επίμετρο, ένας άλλος ποιητής, ο Γιώργος Κοροπούλης, δοκιμάζει να δώσει λόγο ελληνικό στο Πρώτο Ασμα του «Παραδείσου». Η μετάφρασή του στρωτή, στη γλώσσα των πόλεων, έχει έναν τόνο κουβεντιαστό.

Ο Δάντης και η βιβλιοθήκη της Βαβέλ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΟΠΟΥΛΗ

1

Γύρω από το «κατορθωμένο», που θα 'λεγε ο Σικελιανός, «σώμα» της «Θείας Κωμωδίας» άρχισε ενώ ακόμη ζούσε ο Δάντης (κι εξακολουθεί) να εγείρεται μια βιβλιοθήκη μπορχεϊκού τύπου, έτσι που ο Πάουντ κατέληξε (σε δοκίμιό του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κόλαση») να εγκωμιάζει κάποιον μεταφραστή τής «Commedia» απλώς και μόνον επειδή εξέδωσε τη μετάφρασή του χωρίς «αχρείαστες» σημειώσεις, ικανές μόνο να παρηγορούν τον «νωθρό» αναγνώστη. Το ζητούμενο, για τον Πάουντ όπως και για τον Ελιοτ, ήταν να επανέλθει στο προσκήνιο η ποίηση του Δάντη -απλώς η ποίηση. Κι από μιαν άποψη, αυτό είναι πάντοτε το ζητούμενο: το ποιητικό αποτέλεσμα, δίχως το οποίο αδίκως θα μαθαίναμε τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων. Ισως να είναι ανέφικτο, αφού δεν μπορώ να το φανταστώ να υφίσταται καθ' εαυτό και ερήμην μας. Αν όμως το θεωρήσουμε εφικτό, κι αν δεν ήταν παράλογο να μιλήσω γι' αυτό σαν να μιλούσα για την αγάπη (στο κάτω κάτω, για τη «Θεία Κωμωδία» πρόκειται: η Αγάπη είναι κίνητρο και στόχος αυτού του ταξιδιού), τότε προσθέτω σε στυλ Λορεντζάτου πως ούτε το ποιητικό αποτέλεσμα λογίζεται τα εαυτού: Η περίφημη «αυτο-αναφορά» χρησίμεψε όπως η σκαλωσιά. Κι όπως η σκαλωσιά, πρέπει κι αυτή να γκρεμίζεται από ένα σημείο και πέρα. Γιατί το κάθε ποίημα, από ένα σημείο και πέρα, υφίσταται, κατ' ανάγκην, ως Κριτική του Διαχωρισμού -και, την ίδια στιγμή που επαληθεύεται μες στο παρόν μας ως ποίηση, επαληθεύει και την παράδοξη εντύπωση που έχει οποιοσδήποτε καταλαβαίνει από λογοτεχνία: ότι το κέντρο βάρους της λογοτεχνίας βρίσκεται εκτός κειμένου, μολονότι είναι αδύνατον να υπάρξει δίχως το κείμενο... Ε, λοιπόν: υπό την προϋπόθεση ότι βοηθά να χτίσουμε τη σκαλωσιά και βοηθά με τα ίδια μέσα να την γκρεμίσουμε, η βιβλιοθήκη αποκτά νέο νόημα -αν και όχι όλη:

Μπορεί να διαβάσεις τόμους «λογοτεχνικής κριτικής» της «Θείας Κωμωδίας» και να μην αξίζουν μια σελίδα του Αουερμπαχ, να μην πουν ποτέ αυτό που είπε ακαριαία ο Μαντελστάμ (εξηγώντας έτσι, άπαξ διά παντός, γιατί η «Commedia» είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως πρότυπο ποίημα): «Εδώ, το περιεχόμενο είναι ένα σφουγγάρι -που αν το στίψεις, προκύπτει η μορφή». Μπορεί επίσης να κατανοήσεις τη «Θεία Κωμωδία» ως ποίηση, αλλά ποίηση αισθητικοποιημένη (ο Ελιοτ ως προς αυτό είναι περίφημος οδηγός και να γιατί τον υπέκλεψε ο Σεφέρης)- αν και ούτε ο Μαντελστάμ ούτε ο Αουερμπαχ ευνοούν τέτοια μερίκευση: η καλή λογοτεχνική κριτική επικυρώνει την παράδοξη εντύπωση που αναφέραμε. Πιασμένος στην παγίδα της αισθητικής, θα φανταστείς τα «πραγματολογικά», όπως τα λέγαμε, στοιχεία (και ίσως και τα «ελάσσονα» έργα του Δάντη: τη Vita Nuova, το De Vulgari Eloquentia, το Convivio ή, αν κοιτάξουμε αλλιώς το ίδιο corpus, τα 86 ποιήματα κι ανάμεσά τους τις τέσσερις Rime Petrose) να δορυφορούν την «Commedia» -ενώ η αλήθεια είναι πως, εδώ, τίποτα δεν υφίσταται αυτοτελώς:

Τα «πραγματολογικά» στοιχεία έχουν, βεβαίως, οποιαδήποτε (οιονεί) αξία χρήσης μόνον εφόσον υφίσταται κάποια συνολική αξία χρήσης της «Commedia» -όπως η κάθε ξεχωριστή terza rima έχει νόημα μόνο υπό τον όρο σύνολης της (τριαδικής, σε κάθε επίπεδό της: τρία Μέρη, 33 Ασματα έκαστο, αν εξαιρέσουμε το προοιμιακό) «Θείας Κωμωδίας». Και για το ποια μπορεί να είναι αυτή η συνολική αξία χρήσης, πέραν της απόλαυσης- η καλύτερη ένδειξη που διαθέτω έχει δοθεί εν παρόδω, από τον Πρίμο Λέβι, στο «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος», εκεί που οι δυο κρατούμενοι στο Λάγκερ μεταφέρουν τη σούπα και ο Λέβι, για κάποιον ακατανόητο λόγο, νιώθει πως πρέπει, πρέπει, να θυμηθεί και να πει στον συγκρατούμενό του τους στίχους από το Ασμα 26 της «Κόλασης». Αλλά και: κάθε «πραγματολογικό» στοιχείο, το οποίο, υπ' αυτήν την προϋπόθεση, θα ξεδιαλεχτεί (υπάρχουν και τα εντελώς περιττά: το ακαδημαϊκό πλαγκτόν, που το ξεχωρίζεις γιατί έχει μόνο αξία ανταλλαγής), πυροδοτεί έναν μηχανισμό «μεταπτώσεων», που αποτελεί το κλειδί της τεχνικής του Δάντη, κι έτσι διευρύνει, με τη σειρά του, τη συνολική αξία χρήσης... Αν, π.χ., πω ότι το «dolce stil» του νεαρού Δάντη και της παρέας του είναι «novo», εκεί γύρω στο 1280, κατ' αρχάς επειδή κατανοεί τον Ερωτα σαν συνθήκη ένδον υπαγόρευσης, πρέπει πάραυτα να προσθέσω ότι, ήδη το 1215, η Δ' Σύνοδος στο Λατερανό κατέστησε υποχρεωτική για όλους τους Χριστιανούς την εξομολόγηση, η οποία, όπως το διατυπώνει ο Ζακ λε Γκοφ, «από συλλογική και δημόσια, κατ' εξαίρεσιν και για σοβαρά αμαρτήματα, γίνεται αντικείμενο κατ' ιδίαν ακρόασης, προσωπική και συχνότατη».

Ετσι η στρατηγική του Δάντη όσον αφορά το στυλ μεταπίπτει σε στρατηγική όσον αφορά το εγχείρημα εκκοσμίκευσης -που υπήρξε το μείζον διακύβευμα της εποχής του (και που δεν εξαντλήθηκε ώς τώρα, ανανεώνεται μάλιστα μες στα νέα σκοτάδια). Και καθώς όλα μεταπίπτουν αενάως σε κάτι άλλο, όπως ο έρως για τη Βεατρίκη, μαθαίνουμε ν' ακούμε να μιλά συγχρόνως ο πολιτικός εξόριστος, ο φίλος που κατατρύχεται από τύψεις, ο επί ματαίω ερωτευμένος, ο αβερροϊστής (κατά βάθος), ο λόγιος κι ο δεξιοτέχνης -όλα μαζί... Το πορτρέτο του Δάντη δεν θα μπορούσε να προκύψει αλλιώς -το αυθεντικό, ηθικό πορτρέτο του, εννοώ: το πορτρέτο ενός διανοουμένου, με την καλύτερη έννοια.

Ξέρω πως πρέπει να προηγούνται οι συστάσεις. Αλλά ποιες είναι οι αληθινές συστάσεις; Ενα «αφιέρωμα» στον Δάντη, εξαιρετικά περιορισμένο μάλιστα, που θέλει να υποκαταστήσει το σερφάρισμα στο Internet, δεν αξίζει, κατά την άποψή μου, τον κόπο του. Οφείλουμε, αντιθέτως, να δραττώμεθα τέτοιων ευκαιριών για να σκεφτούμε τη χρήση του υλικού που θα «κατεβάζαμε» -κι ίσως για να ανασυστήσουμε τον μηχανισμό τον οποίο εξουδετερώνει το σερφάρισμα... Δεν λείπουν οι δυνατότητες να μάθουμε τι άλλο, πέρα από τη «Θεία Κωμωδία», έγραψε ο Δάντης ή πώς έζησε κ.λπ. κ.λπ.: Το ίδιο το αφιέρωμα στήνεται εξ αφορμής μιας περίεργης κινητικότητας, μεταφραστικής και εκδοτικής.

Αξίζει να σκεφτούμε τις προϋποθέσεις της -άρα και τα όριά της. Για να μην αερολογώ μάλιστα, σκοπεύω, στο δεύτερο μέρος αυτού του κειμένου, να δώσω ένα δείγμα του μηχανισμού των «μεταπτώσεων» -που ίσως λειτουργήσει ως θέλγητρο κι ως πυξίδα συγχρόνως. Το διάλεξα γιατί παρεμπιπτόντως περιέχει κι έναν κρίσιμο όγκο πληροφοριών -και μάλιστα όχι για τη σχετικά γνωστή «Θεία Κωμωδία», αλλά για όσα προηγήθηκαν κι αποτελούν ακόμη, για μας εδώ, terra incognita. Το διάλεξα όμως κι επειδή θέλω να δείξω πως οι μεταπτώσεις δεν συμβαίνουν ερήμην: ο Δάντης τις μεθοδεύει μ' όλα τα μέσα, δίχως να εξαιρείται το χιούμορ. Το διάλεξα, τέλος, επειδή το πιο επικίνδυνο είναι να γενεαλογείς τον εαυτό σου -κι αυτό κάνει ο Δάντης και εδώ, όπως πολύ συχνά στο παρελθόν. Παραδόξως όμως, δεν έχουμε την εντύπωση κάποιου που αποδίδει μεγάλη σημασία στον εαυτό του, αλλά κάποιου που θεωρεί πως μέσω της δουλειάς του εξελίσσεται ένα πείραμα και καταγράφει, ανά πάσα στιγμή, τα συμπεράσματα, με σεβασμό, αφού το πείραμα τον ξεπερνά κι αφού δεν αφορά καν μόνο την «τέχνη της ποιήσεως». Παράξενος τρόπος να είσαι ταπεινός -κι ο μόνος αυθεντικός, ενδεχομένως... Ετσι λοιπόν-

2

Ως διανοούμενος, ο Δάντης ήταν αναπόφευκτο να εγγράψει στη «Θεία Κωμωδία» κι έναν ελιγμό αναστοχασμού. Κατά το υπόδειγμα του Οβίδιου (Amores, 2), συναντά καθ' οδόν ομοτέχνους του -αν κι η πιο συγκινητική, νομίζω, είναι η συνάντησή του μόλις φτάνει στο Καθαρτήριο, με τον φίλο του και Φλωρεντινό μουσικό Casella... Κάθε φορά, δίνει και το δικό του στίγμα, ποτέ όμως πλήρες -ώσπου, στο έκτο κράσπεδο (ζώνη) του κυρίως Καθαρτηρίου, πετυχαίνει να συγκλίνουν ορισμένοι παράγοντες που τους θεωρεί, έτσι το καταλαβαίνω εγώ, αναγκαίους: Εκεί λοιπόν, που αποκαθαίρονται όσοι αφέθηκαν στη λαιμαργία ή τη δίψα (άσμα 23), ο Δάντης φτάνει με μεγάλη παρέα, όχι μόνο τον Βιργίλιο, αλλά και τον επίσης ποιητή Στάτιο -κι εκεί συναντάει τον επίσης φίλο του, Forese Donati, με τον οποίον εν ζωή είχαν παιγνιδιάρικα διαπληκτιστεί μέσω σονέτων (tenzone λεγόταν το παιγνίδι). Και ο Φορέζε αυτός, που μετανιώνει γιατί αφέθηκε στο παιγνίδι του γούστου (και μάλιστα χάριν γούστου), έχει δυο αδέρφια: την Piccarda, που βρίσκεται ήδη στον Παράδεισο -και τον Corso, ηγέτη των Μαύρων Γουέλφων και κυρίως υπεύθυνο για το ότι ο Δάντης είναι διά βίου εξόριστος από τη Φλωρεντία κι ερήμην καταδικασμένος σε θάνατο.

Οτι κι αν έλεγα, δεν θα εγκωμίαζα επαρκώς αυτήν την ιδιοφυή σκηνοθεσία -που πάει ν' αποδειχτεί κι αυτοσαρκαστική: Ο Φορέζε συστήνει στον Δάντη (άσμα 24) τον Bonagiunta Orbicciani da Lucca, έναν ακόμη ποιητή -που δοξάστηκε ως «facilis inventor rhythmorum, sed facilior vinorum» (βεβαιώνει ο σχολιαστής). Και ο μεθύστακας αυτός όχι απλώς αναγνωρίζει τον Δάντη, αλλά κι αναλαμβάνει να χαράξει, αυτός ειδικά, το γενεαλογικό δέντρο και να ορίσει «της τέχνης του την περιοχή». Το κάνει μάλιστα επ' ευκαιρία: ενώ προλέγει για τον Δάντη έναν νέο έρωτα... Εντάξει, ας δούμε τι εξυφαίνεται πάνω σ' αυτόν τον υποδειγματικό καμβά, πέρα από (και χάρη στο) ξόρκι κατά της αυταρέσκειας: ας μάθουμε και κάτι, τώρα που έχουμε μίαν υπόδειξη για το πώς να μαθαίνουμε...

Με αφετηρία λοιπόν μια προφητεία για νέον έρωτα, ο Δάντης μιλάει για ένα νέο είδος ποίησης («nove rime») -κι έτσι αφήνει το παρελθόν να διαχυθεί στο μέλλον σαν να διατηρεί όλη τη δροσιά του και την υπόσχεση που περιείχε. Γιατί ο πρότυπος στίχος «Donne ch' avete intelleto d' amore», που ανακαλεί ο Bonagiunta, ανήκει στο «La Vita Nuova»: το νεανικό έργο του Δάντη, αφιερωμένο στον έρωτά του για τη Βεατρίκη. Κι επ' ευκαιρία, ο ώριμος ποιητής της «Commedia» αποσαφηνίζει το θεμέλιο εκείνης της ποίησης: μια συνθήκη ένδον ακρόασης (όταν μιλά ο Ερως) κι ακριβούς αναμετάδοσης, απ' την οποία απορρέει ο γλυκός νέος τρόπος της: «il dolce stil novo». Κι ο ποιητής από τη Λούκκα προσυπογράφει. Κι αναδιατυπώνει αυτήν τη συνθήκη ως σημείο τομής -σε σχέση με τη δική του κι εν γένει την παλαιότερη ποίηση. Οι «παλαιοί» υπολείπονται ως προς τη βούληση αλλά και την ευχέρεια να εκφράσουν «άμεσα» το μήνυμα του Ερωτα. Αυτό είν' όλο -κι αρκεί: «e qual piu a gradire oltre si mette, / non vede piu da l'uno a l'altro stilo»... Και ποιοι είναι αυτοί οι παλαιότεροι; «Notaro e Guittone e me»: καθένας κι ένα σκαλί της κλίμακας που καταλήγει στο dolce stil novo...

Ο Jacomo da Lentini, «Νοτάριος» στην αυλή του Φρειδερίκου του Β' της Σικελίας, γύρω στα 1230, σφραγίζει τη γένεση του «σονέτου»: ενός «μικρού ήχου», που απηχώντας το τικ-τακ των πρωτοφανέρωτων τότε δημόσιων ρολογιών αποστάζει το ρεπερτόριο και τη μονοπολική τέχνη των τροβαδούρων. Κι ο Guittone d' Arezzo μεταφέρει, είκοσι χρόνια αργότερα, το sonetto, αλλά και το canzone και την ballata κι άλλες, ακόμα πιο σπάνιες φόρμες -όλον τον διαχωρισμένο πια από την προφανή μουσική του θησαυρό- στην Τοσκάνη. Και συντονίζει τον ήχο τους με την ένταση και το θόρυβο των ιταλικών πόλεων που ανθίζουν. Το νήμα των τροβαδούρων τεντώνεται επικίνδυνα -και πάει να κοπεί: Γιατί, σ' όποιον αργαλειό κι αν ξαναϋφαίνεται, το υφαντό των εν λόγω μορφών φαίνεται να κρατάει, αν το κοιτάξουμε από μακριά, το ίδιο, σε γενικές γραμμές, σχέδιο ερωτικής προσήλωσης: Ο ιδεώδης, προσαρμοσμένος στην αυλική τυπολογία έρως των τροβαδούρων, ο fin' amor, που μεταγράφτηκε σχεδόν άθικτος (αν και αγγιγμένος κιόλας από μια θεολογική ανάγνωση) στο έργο του Jacopo da Lentini, κυριαρχεί πάντοτε... Αλλά μοιάζει πια εκτός κοινωνίας. Και ήδη ο «αστός» Guittone d' Arezzo δηλώνει, στο «καταστατικό» canzone του «Ora parra s'eo savero cantare», ότι δεν θέλει πια να ψάλλει αυτονοήτως τον τάχα αυτονοήτως ιδεώδη έρωτα, διότι να τ' αφήσουν αυτά, ο έρως τους τρελαίνει τον κόσμο. Δεν είναι ιδανικός, και φίνος, είναι μεταμφιεσμένη «carnal voglia»: «σαρκικός πόθος»... Η δουλειά του Grosseteste κι οι θεωρίες του Ρογήρου Βάκωνος έπιασαν τόπο: τα ματογυάλια μόλις εφευρέθηκαν (στην Πίζα)· κι ο εμβρυώδης καπιταλισμός οξύνει όλων το βλέμμα. Κι η καινοφανής αιωρούμενη πυξίδα με μαγνητική βελόνα το προσανατολίζει προς την πραγματικότητα. Κι ήδη ο Φρειδερίκος ο Β' έχει γράψει «De arte venandi cum avibus» (Περί της τέχνης του κυνηγιού με τη βοήθεια γερακιών) -όπου αποδοκιμάζει τον Αριστοτέλη ως χαρτοπόντικα. Κι ο αβερροϊσμός διαχέει το δηλητήριο της «διπλής αλήθειας»... Κι όμως το νήμα δεν κόβεται, αποπνευματώνεται μόνο -προς μεγάλη αγανάκτηση του Bonagiunta, ο οποίος, μες σ' ένα περιβάλλον σφοδρών αντιπαραθέσεων (που θα αναδείξει την Τοσκάνη σε λίκνο της μετέπειτα ευρωπαϊκής ποίησης), προσπαθεί να συνδυάσει το σικελικό με το στυλ του Guittone, ν' ανανεώσει δηλαδή εντός των ορίων του το είδος, κι απλώς πετυχαίνει να θεωρηθεί «Siculo-Tuscan»: το μεικτό είδος του δεν είναι πια νόμιμο, η διπολική εδώ και καιρό ποίηση, που κατέγραφε την ένταση ανάμεσα στη Δέσποινα των λογισμών του ποιητή και στο Θεό, ξαναγίνεται μονοπολική, ανάποδα όμως τώρα: εκθεολογίζεται, ας πούμε.

Γύρω στο 1270, κάποιο ποιητικό ξόρκι κατά του καρναβαλιού, όπου μας παρασύρουν τα πάθη της σαρκός, επινοήθηκε κι έπιασε -ή, για να το πω διαφορετικά, η ποίηση μετέφερε σε ύψος ασφαλείας τη δική της, μερικευμένη, μονόπλευρη αλήθεια: είναι η ώρα του dolce stil novo...

Λογοτεχνική πρωτοπορία

Στο άσμα 26 ο Δάντης συναντά τον πρώτον εξορκιστή, τον «τρανό πατέρα» (θα 'λεγε ο Σικελιανός), που αποκαλύπτει πρόθυμα το όνομά του: Είναι ο Guido Guiniz(z)elli (1220-1276) -και δεν έχει μόνο έναν γιο: κι άλλοι, σύγχρονοι του Δάντη, υιοθέτησαν «l'uso moderno». Αλλωστε ο Bonagiunta είχε ήδη επιλέξει τη σαφή διατύπωση «vostre penne»... Σε τούτα τα άσματα του Purgatorio γενεαλογείται λοιπόν μια ομάδα ή «σχολή» νεωτεριστών ποιητών -οι stilnovisti: ο Guido Cavalcanti (1255-1300), ο Dante Alighieri (1265-1321) βεβαίως, ο Cino da Pistoia (1270-1336: ο μόνος μη Φλωρεντινός, μαζί με τον Guinizelli), ο Lapo Gianni (1250-1330;), ο Gianni Alfani (1275-;) κι άλλοι σαράντα πέντε Gιάννηδες. Εν συνόλω: η πρώτη, στη σύγχρονη Ευρώπη, λογοτεχνική avant garde, συγκροτημένη, προς το τέλος του 13ου αιώνα, στην ταραγμένη, δημοκρατική πόλη-κράτος της Φλωρεντίας...

Διακόπτω εδώ -αφήνοντας τρία τουλάχιστον κενά: Θα 'πρεπε να αναλύσω καθ' εαυτό το γλυκό καινούργιο ύφος. Θα 'πρεπε να αποκαλύψω την κρυμμένη του διπολικότητα (που ο ίδιος ο Δάντης την υποδηλώνει επεκτείνοντας, πάλι στο άσμα 26, τη γενεαλογία πολύ πίσω, ώς τον σκοτεινό, οξύμωρο Arnaut Daniel, «miglior fabbro del parlar materno») -ν' αποκαλύψω δηλαδή τον Guido Cavalcanti ως ξεχωριστή περίπτωση.

Και, για να δούμε να ολοκληρώνεται η περιπέτεια των μεταπτώσεων, θα 'πρεπε να δείξω πώς ο Δάντης μεθόδευσε εντέλει την εκ νέου επίλυση αυτής της διπολικότητας σχεδιάζοντας ακριβώς την «Commedia» -και πώς απέτυχε, εναύοντας έτσι εν συνόλω την πολύγλωσση ευρωπαϊκή ποίηση, πυρήνας κι όχι εκδοχή της οποίας είναι, κατά την άποψή μου, η «μεταφυσική», κατά τον Ελιοτ, ποίηση, όπου «ό,τι μπορεί, κανονικά, να συλλάβει μόνο η σκέψη μεταφέρεται στην επικράτεια του αισθήματος, και ό,τι μπορούμε, κανονικά, μόνο να το αισθανθούμε μετασχηματίζεται σε σκέψη χωρίς να πάψει να είναι αίσθημα»... Διακόπτω -αλλά έτσι κι αλλιώς, μες στη βιβλιοθήκη της Βαβέλ όπου επιστρέψαμε, τι άλλο θα μπορούσε να γίνει;

Δάντης: Μια Βιογραφία

JACQUELINE RISSET Δάντης Μια βιογραφία ΜΤΦΡ. ΑΝΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ «ΙΝΔΙΚΤΟΣ», ΣΕΛ. 258

Κ. ΣΧΙΝΑ, Βιβλιοθήκη, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/11/2004

Μεταφράστρια της «Θείας Κωμωδίας» στα γαλλικά (η μετάφρασή της θεωρείται η καλύτερη γαλλική απόδοση του δαντικού ποιήματος), καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας στη Σορβόνη και το Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, η Ζακλίν Ρισέ κατέχει ένα από τα πιο ευαίσθητα γλωσσικά εργαλεία και ταυτόχρονα μια πλήρη φιλολογική και ιστορική εξάρτυση, προκειμένου να εξιστορήσει τον βίο του πιο μυθικού προσώπου της ιταλικής λογοτεχνίας. Εργο που συνδυάζει τα συναγόμενα από τις ελάχιστες διαθέσιμες ιστορικές πηγές με την ονειροπόληση, τον στοχασμό, την ερμηνευτική διάθεση, η βιογραφία της Ρισέ προϋποθέτει όλες τις προϋπάρξασες βιογραφίες, αλλά κυρίως το κλασικό εγχείρημα του Βοκκάκιου, στο οποίο επανειλημμένα αναφέρεται. Ετσι κι αλλιώς δεν είχε στη διάθεσή της πολλές πηγές: ελάχιστες είναι οι μαρτυρίες για τη ζωή του Δάντη, θαμπά, σβησμένα τα ίχνη του. Χειρόγραφά του δεν διασώζονται, μονάχα αντίγραφα. Το όνομά του εμφανίζεται μία και μόνη φορά στα αρχεία της Φλωρεντίας, από χέρι αντιγραφέα, σε έναν κατάλογο θανατοποινιτών. Μυστήριο, έλλειψη στοιχείων και μυθοπλασίες περιβάλλουν ακόμη και την ίδια τη σωματική παρουσία του ποιητή.

Κι όμως, η Ρισέ, υπερβαίνει τα εμπόδια, βασισμένη στη βαθιά γνώση που της προσπόρισε η πολύχρονη ενασχόληση με τη «Θεία Κωμωδία». Αν και δεν έχει πλήθος γεγονότων να καταγράψει, διαθέτει μια ενορατική, σχεδόν, θεώρηση του ποιητικού προσώπου. Αποτολμά ακόμη και να αυθαιρετήσει, ανιχνεύοντας σε κάποια χωρία τής ποιητικής σύνθεσης αυτοβιογραφική καταγωγή. Τι σημασία έχει; Η Ρισέ ανασυνθέτει έναν μύθο, δεν της χρειάζονται τα ντοκουμέντα. Ετσι κι αλλιώς, στην εποχή μας υποπτευόμαστε την αξίωση αντικειμενικότητας κάθε ιστορικής αφήγησης· επιπλέον, όπως η ίδια η συγγραφέας υπογραμμίζει στην εισαγωγή της, στην περίπτωση του Δάντη πραγματικότητα και μυθοπλασία εξερευνούνται ώς τα έσχατα όριά τους, αλληλοδιαπλεκόμενες, αντενεργούσες, προκαλώντας τις πιο «απροσδόκητες αναφλέξεις».

Με δυο λόγια: έχουμε στα χέρια μας ένα συναρπαστικό, σχεδόν ποιητικό βιβλίο, αφιερωμένο σε μιαν «ασυναγώνιστη ύπαρξη». Στη γοητεία του συνέβαλε ιδιαίτερα η ωραία μετάφραση της Αννας Περιστέρη.