Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Η ζωή ενός «καταραμένου»

Ηλiας Μαγκλiνης, εφ. Καθημερινή, 27/11/2005

Προδημοσίευση από τη νέα βιογραφία του αιώνιου έφηβου Aρθούρου Pεμπό

Γκράχαμ Pομπ, Pεμπό, μετ. Iνώ Pόζου, εκδ. Mικρή Aρκτος, σελ. 620.

O Oσκαρ Oυάιλντ έλεγε ότι οι «Θεοί μας τιμωρούν απαντώντας στις προσευχές μας». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάτι τέτοιο συνέβη στην περίπτωση του Αρθούρου Ρεμπό (1854–1891). Aναζήτησε το απόλυτο της εμπειρίας, τόσο στη σωματική της όσο και στην πνευματική της διάσταση, έζησε τη ζωή μέχρι το μεδούλι, κατά τη γνωστή ρήση του Θόροου, κι αναζήτησε επίσης το απόλυτο στη γλώσσα, στην ποιητική θέαση του κόσμου και των πραγμάτων. Aυτός ο υπερβατικός χαρακτήρας της ζωής και του τρόπου του Pεμπό δεν ήταν χωρίς τίμημα βεβαίως: ένα εσωτερικό άδειασμα και μια τάση φυγής από τον ίδιο τον εαυτό, που συνοδεύτηκε από έναν πρόωρο θάνατο, υποδηλώνει, ίσως, το εξής παράδοξο: η μανιώδης αναζήτηση της αίσθησης της πληρότητας μπορεί να είναι η άλλη όψη του κενού. Eνα άλμα στο κενό, λοιπόν, απόλυτα συνειδητοποιημένο όσο και ενστικτώδες - μια τρομακτική ισορροπία το δίχως άλλο.

Aυτές τις μέρες κυκλοφορεί στη χώρα μας μια νέα βιογραφία του Pεμπό από τον Bρετανό Γκράχαμ Pομπ. Στην εισαγωγή του ο συγγραφέας σημειώνει πως ο Pεμπό «υπήρξε από τις πιο καταστρεπτικές και λυτρωτικές παρουσίες στον πολιτισμό του 20ού αιώνα, παρά το γεγονός ότι έως και το θάνατό του δεν ήταν γνωστός παρά στους κύκλους της αβάν-γκαρντ. Hταν ο πρώτος ποιητής που επινόησε μια επιστημονικά πειστική μέθοδο μεταβολής της φύσης της ύπαρξης, ο πρώτος που βίωσε την περιπέτεια της ομοφυλοφιλίας του ως μοντέλο κοινωνικής αλλαγής, αλλά και ο πρώτος που αποκήρυξε τους μύθους από τους οποίους εξαρτάται ακόμα η φήμη του.

Mουσουλμάνος Προφήτης

Το γεγονός ότι εγκατέλειψε την ποίηση λίγο μετά τα είκοσί του χρόνια προκάλεσε πιο ευρεία και διαρκή σύγχυση απ’ ό,τι η διάλυση των Beatles. Ακόμη και στα μέσα της δεκαετίας του 1880, εποχή κατά την οποία οι Γάλλοι παρακμιακοί τον αποκαλούσαν «Μεσσία», βρισκόταν ήδη αρκετά μακριά από το σημείο εκκίνησής του. Είχε ταξιδέψει σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και είχε ζήσει ως εργοστασιακός εργάτης, παιδαγωγός, επαίτης, λιμενεργάτης, μισθοφόρος, ναυτικός, εξερευνητής, έμπορος, λαθρέμπορος όπλων, αργυραμοιβός και, για ορισμένους κατοίκους της νότιας Αβησσυνίας, ως μουσουλμάνος Προφήτης.

Ο Ρεμπό είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την εικόνα που έχουμε σήμερα για τον επαναστάτη καλλιτέχνη –ήταν ο «ποιητής της εξέγερσης, και μάλιστα ο σημαντικότερος απ’ όλους», όπως είπε ο Αλμπέρ Καμί... Κατά τη μετά θάνατον καριέρα του ως συμβολιστή, σουρεαλιστή, μπίτνικ ποιητή, ένθερμου επαναστάτη, στιχουργού της ροκ, πρωτοπόρου ομοφυλόφιλου και εμπνευσμένου ναρκομανούς, ο Ρεμπό χρησιμοποιήθηκε από τέσσερις γενιές καλλιτεχνών της αβάν-γκαρντ ως έξοδος κινδύνου από το χώρο των συμβάσεων. «Oλη η γνωστή λογοτεχνία», σύμφωνα με τον Πολ Βαλερί, «είναι γραμμένη στη γλώσσα της κοινής λογικής – εκτός από εκείνη που έχει γράψει ο Ρεμπό».

Eίναι εκπληκτικό πώς ο Pεμπό επηρέασε συγγραφείς, μουσικούς και καλλιτέχνες που είδαν τη ζωή του ως αναπόσπαστο μέρος του έργου: τον Πικάσο, τον Μπρετόν, τον Κοκτό, τον Γκίνσμπεργκ, τον Μπομπ Ντίλαν και τον Τζιμ Μόρισον, για τον οποίο έχει ειπωθεί ότι δεν πέθανε, αλλά ακολούθησε τα βήματα του Ρεμπό στην Αιθιοπία.

H «K» προδημοσιεύει σήμερα ενδεικτικά αποσπάσματα από τη βιογραφία αυτού του «αγγελικού μυαλού που είχε αναμφίβολα δεχτεί τη θεία φώτιση», κατά τον Πολ Κλοντέλ.

Eθνική επιδημία

Σ τις 19 Ιουλίου 1870, η κυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ΄, με ασήμαντο πρόσχημα, κήρυξε πόλεμο στη Γερμανία. Oλοι υπέθεταν ότι η νίκη θα ήταν άμεση και καθολική. Ολόκληρη η χώρα –συμπεριλαμβανομένων των δυσαρεστημένων δημοκρατικών– ενώθηκε σε ένα πνεύμα φαρισαϊκής επιθετικότητας. Η Αυτοκρατορία θα σωζόταν.

Εκείνο το καλοκαίρι οι κάτοικοι της Σαρλβίλ στάθηκαν στα πλατύσκαλα των σπιτιών τους επευφημώντας τους γενναίους στρατιώτες που έφευγαν για το μέτωπο με σκοπό να νικήσουν. Η γενική επευφημία ήταν «Στο Βερολίνο!» Ο αδελφός του Αρθούρου είχε την ιδέα να πάει να πιει μπίρα με έξοδα του εχθρού. Eφυγε χωρίς να πει αντίο, κατόρθωσε να καταταγεί σε ένα σύνταγμα, μολονότι ανήλικος, και πέρασε τους επόμενους μήνες παγιδευμένος στο Μετς από τον πρωσσικό στρατό. Ο Αρθούρος θεώρησε το μιλιταριστή αδελφό του αξιοκαταφρόνητο. Είχε ήδη αρνηθεί να φορέσει τη νέα στρατιωτική σχολική στολή και, επιπλέον, όταν οι συμμαθητές του ανακοίνωσαν με στόμφο ότι σκόπευαν να δωρίσουν στην πολεμική προσπάθεια τα χρήματα που προορίζονταν για τα βιβλία που θα τους απονέμονταν ως βραβεία, αρνήθηκε να συνεργαστεί. Επρόκειτο για σοβαρό πλήγμα, αφού ο Ρεμπό ήταν ο μοναδικός μαθητής της τάξης του που κέρδιζε βραβεία. Ωστόσο, συμφώνησε να πουλήσει τα βιβλία του σε όποιον θα του πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα.

Για τον Ρεμπό, αυτός ο ενθουσιώδης σοβινισμός ήταν μια εθνική επιδημία αυτάρεσκου τοπικισμού. Eκρινε ότι κάθε ποιητής έπρεπε να είναι αντίθετος με την Αυτοκρατορία.

«Hρωας της αβάν-γκαρντ»

Η εντύπωση που έκανε ο Αρθούρος Ρεμπό σε έναν καινούργιο δάσκαλο: «Μικρόσωμος και ντροπαλός […], λίγο επιτηδευμένος και κόλακας. Τα νύχια των χεριών του καθαρά, τα τετράδιά του αψεγάδιαστα, οι εργασίες του εντυπωσιακά σωστές, οι βαθμοί του σχολαστικά άψογοι. Εν ολίγοις, ένα από εκείνα τα υποδειγματικά, τέλεια τερατάκια, ένα εξαιρετικό δείγμα bete a concours. Αυτό το πρόσωπο έδειχνε πάντοτε μέσα στην τάξη. Αναμφίβολα, ήταν το αθέλητο αποτέλεσμα της συνήθειας, όχι προϊόν υποκρισίας». [...]

Oταν, το 1930, αποκαλύφθηκε ότι ο Ρεμπό, ο ήρωας της αβάν-γκαρντ, είχε στείλει στο γιο του Ναπολέοντα Γ΄ μια ωδή στη μετάληψη, κάποιοι συντηρητικοί κριτικοί αποφάνθηκαν ότι, κατά βάθος, ο Ρεμπό ήταν καθολικός και φιλοβασιλικός κι είχε γίνει αναρχικός από αντίδραση. Η άποψη ότι η κριτική του βασιλικού παιδαγωγού τον έκανε επαναστάτη έχει να κάνει περισσότερο με ακαδημαϊκή ματαιοδοξία παρά με την πνευματική ανάπτυξη του Ρεμπό. Η ωδή δεν βρέθηκε ποτέ στα αυτοκρατορικά αρχεία. Πιθανόν χάθηκε το 1871, όταν το παλάτι του Τιλερί κάηκε ολοσχερώς. Το γεγονός όμως ότι ο παιδαγωγός, αγενώς, επισήμανε τα λάθη της ωδής, σε συνδυασμό με το ότι ο Ρεμπό ήταν εντυπωσιακά καλός στα λατινικά, αφήνει να εννοηθεί ότι από το εγκώμιό του δεν απουσίαζαν εντελώς οι προσβλητικές αμφισημίες. Δεν ήταν άλλωστε η μοναδική φορά που ο Ρεμπό γελοιοποιούσε ένα θεσμό, αναζητώντας ταυτόχρονα την επιδοκιμασία του.

«Στόμα σαν σιντριβάνι»

Η εκφραστική λιτότητα του έργου του Ρεμπό μάλλον συγκαλύπτει την τάση του για εγκυκλοπαιδική μόρφωση, που τον καθιστά στενό λογοτεχνικό συγγενή του Μπαλζάκ. Σκοπός του δεν ήταν να συσσωρεύει γνώσεις σε σταθερό ρυθμό, αλλά να εξαντλήσει το πεδίο το συντομότερο δυνατόν, ακόμη κι αν αυτό κατέληγε σε ένα σπασμό απόρριψης. Μερικές εβδομάδες αργότερα βρήκε την τέλεια εικόνα για το έργο του σε ένα δοκίμιο του Μοντέν και άρχισε να την απαγγέλλει σε όποιον ενδιαφερόταν να την ακούσει: «Ο ποιητής, καθισμένος στο τρίποδο των Μουσών, ξεστομίζει με μανία όλα όσα του έρχονται στο στόμα, σαν σιντριβάνι, και του ξεφεύγουν πράγματα διαφορετικού χρώματος, αντίθετης ουσίας και διακεκομμένης ροής».