Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Τραγούδια μουντζουρωμένα όπως είναι η ζωή

Μανώλης Πιμπλής, εφ. Τα Νέα, 25/1/2003

Συγκεντρωτική έκδοση των στίχων του ποιητή Μιχάλη Γκανά

Από τη «Σουμιτζού» μέχρι τον «Μικρό Τιτανικό», ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς διέγραψε τη δική του - εικοσαετή πια - τροχιά στο ελληνικό τραγούδι. Ώρα για έναν πρώτο απολογισμό

Έπεσε στην εποχή των τραγουδοποιών και των τραγουδιστών. Στην εποχή που έργα με την έννοια της δεκαετίας του '60 και του '70, όταν τον δίσκο υπέγραφαν - όχι πάντα αλλά συχνά - ένας συνθέτης και ένας στιχουργός, σταμάτησαν να παράγονται. Και έδωσαν τη θέση τους είτε στη μοναχική δουλειά του ενός και μόνου δημιουργού και ερμηνευτή, είτε στην παντοκρατορία του τραγουδιστή-εργοδότη που είχε την πολυτέλεια του ερανισμού, επιλέγοντας το καλύτερο - σύμφωνα με τη δική του αισθητική - από κάθε εργάτη του τραγουδιού.

Κι όμως. Ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με ένα πολύ μεγάλο μέρος των καλών τραγουδιών της δεκαετίας του '90. Έγραψε στίχους για τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, τον Νίκο Μαμαγκάκη, τον Νίκο Κυπουργό, τον Άρα Ντινκτζιάν, τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο, τον Νίκο Ξυδάκη, τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς, τον Μίνωα Μάτσα, τον Τεόφιλο Σαντρ, τον Παντελή Θαλασσινό, τον Στάμο Σέμση. Τραγουδήθηκε από την Ελευθερία Αρβανιτάκη, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Βασίλη Λέκκα, τη Μελίνα Κανά, τον Γιάννη Κότσιρα, τον Γεράσιμο Ανδρεάτο, την Έλλη Πασπαλά, την Μαρία Φαραντούρη, τη Γλυκερία, τον Μανώλη Λιδάκη, τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Πάνο Κατσιμίχα.

«Δεν είναι αγάπη αυτό που ζούμε/ είναι σου λέω πανικός/ ένας μικρός Τιτανικός/ και θα 'ναι θαύμα αν σωθούμε», τραγουδάει ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας με τους στίχους του Μιχάλη Γκανά

Λένε ότι η εποχή μας δεν έχει τα παλιά μεγέθη. Πιθανόν. Το σίγουρο είναι ότι έχει πολλά καλά τραγούδια. Κάτι που αποτυπώνεται εναργώς σε ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι των εκδόσεων «Μελάνι» που συγκεντρώνει τη στιχουργική του Μιχάλη Γκανά. Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στη δισκογραφία με τον Νίκο Ξυδάκη - είχαν επίσης μπει δύο τραγούδια του, που δεν περιλαμβάνονται στο βιβλίο, σε δίσκο των Μικρούτσικου, Λεοντή του '81 - το βιβλίο έχει τον χαρακτήρα, όπως ο ίδιος λέει στο «Βιβλιοδρόμιο», «ενός πρώτου απολογισμού».

«Ποιος είδε νύχτα με δυο φεγγάρια/ ποιος είδε ήλιο σαν αχινό/ κι ερωτευμένα πουλιά και ψάρια/ να κολυμπάνε στον ουρανό», τραγουδάει ο Γιώργος Νταλάρας

«Αχ κορμί μου πήλινο/ ποιος μας κρατάει σε τούτο το χορό. / Αχ κλαρίνο ξύλινο/ φύσα ψυχή μου κι ανέβα σαν φτερό.», τραγουδάει η Ελευθερία Αρβανιτάκη.

Κάποιοι θέτουν εν αμφιβόλω τη χρησιμότητα τέτοιων εκδόσεων. Πώς να απεξαρτήσεις τον στίχο από τη μελωδία; Πώς να διαβάσεις το τραγούδι χωρίς να ηχεί μέσα σου η φωνή του τραγουδιστή; Ωστόσο ο αναγνώστης εκπλήσσεται ξεφυλλίζοντας το βιβλίο. Όσο καλά κι αν παρακολουθεί κανείς τα του ελληνικού τραγουδιού, οι στιχουργοί αδικούνται από την επιλεκτικότητα της μνήμης που συνήθως δίνει προτεραιότητα στον τραγουδιστή και, κατά δεύτερο λόγο, στον συνθέτη. Να λοιπόν ένας καλός λόγος για να εκδοθεί ένα τέτοιο βιβλίο. Κατά την έκφραση του ίδιου του ποιητή, «έτσι, για να πούμε "Ά, και αυτό είναι του Γκανά"». Επίσης «γιατί από κάθε cd ακούγονται συνήθως ένα-δυο τραγούδια και υπάρχουν στίχοι που αδικούνται». Αλλά και «για να υπάρχουν τα τραγούδια μαζεμένα». Καθώς «η σχέση μου με το τραγούδι είναι ερασιτεχνική και δεν ξέρω αν θα συνεχίσω».

Σε κάθε περίπτωση το τυπωμένο κείμενο των 111 τραγουδιών -ανάμεσά τους και κάποια ανέκδοτα- τα δείχνει όλα. Δείχνει και ότι ο δρόμος του Μιχάλη Γκανά δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Η αρχή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «Ένας μικρός Τιτανικός», σε σχέση με την κατοπινή του επιτυχία. Μετά τη συνεργασία του με τον Νίκο Ξυδάκη το 1983 ακολούθησαν οκτώ χρόνια σιωπής, που έσπασε με τον Μαμαγκάκη. Το μεγάλο «μπαμ» έγινε με το '94, οπότε άρχισε η συνεργασία με την Ελευθερία Αρβανιτάκη («Τα κορμιά και τα μαχαίρια»), ένα χρόνο μετά τη συνεργασία - με τρία τραγούδια - με τον Μαχαιρίτσα. Ακολουθεί το «Ασίκικο Πουλάκι» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Και πάει λέγοντας.

«Σήμερα ο κανόνας είναι να γράφονται οι στίχοι πάνω στη μελωδία», λέει ο Μιχάλης Γκανάς. «Καμιά φορά έρχονται και κάθονται σαν το πουλί πάνω στο σύρμα. Άλλοτε παιδεύεσαι. Πρέπει να είναι ανοιχτοί οι ουρανοί για να γραφτεί ένα τραγούδι». Όπως και να 'χει, θεωρεί ότι «δεν μπορεί να είναι όλα τα τραγούδια το ίδιο καλά». Αλλά και ότι δεν χρειάζεται να είναι άψογα. «Πρέπει να είναι μουντζουρωμένα όπως η ζωή», λέει. Ο Μιχάλης Γκανάς είναι από τους καλύτερους ποιητές της γενιάς του. Με την πεζογραφία ασχολήθηκε ελάχιστα. «Ζηλεύω τους πεζογράφους αλλά εγώ δεν μπορώ να γράψω μεγάλο κείμενο. Η "Μητριά πατρίδα" είναι το μόνο μου καθαρόαιμο πεζό. Έγραψα 63 σελίδες και μου έλεγαν ότι θα μπορούσα να είχα γράψει 600. Δεν πειράζει όμως. Έτσι δεν έχω την πίεση του πεζογράφου που απευθύνεται σε ευρύ κοινό. Ως ποιητής, απευθύνομαι στην... αιωνιότητα», λέει σκωπτικά.

«Διεκδικώ την αμεσότητα»

Από το '96 τον απασχολεί ένα έργο διαφορετικό από τα προηγούμενα. Πρόκειται για τον «Ύπνο του καπνιστή», ένα είδος μεγάλου ποιήματος το οποίο έχει πια προχωρήσει. Είναι έργο σύνθετο, αποτελούμενο από ελεύθερο στίχο, τραγούδια, μικρά πεζά, ακόμη και δύο επιστολές. «Αν κάτι διεκδικώ στην ποίησή μου, είναι η προφορικότητα και η αμεσότητα του λόγου. Γιατί νιώθω ότι η ποίηση οδηγείται σε αδιέξοδο. Από την άλλη αναρωτιέμαι: Μήπως με έχει χαλάσει το τραγούδι ως προς αυτό; Μήπως ψάχνω στην ποίηση κάτι που της είναι εντελώς ξένο;». Μπορεί να είναι κι έτσι. Ο στίχος, άλλωστε, είναι μια διαφορετική πινελιά σε σχέση με την ποίηση, το τραγούδι είναι μια άλλη πινελιά της τέχνης. Ο Γκανάς μοιάζει να το λέει σε ένα ποίημα - συμπτωματικά; - από τη συλλογή του «Γυάλινα Γιάννενα»: «Σ' αυτή την κιβωτό/ είμαι το είδος δίχως ταίρι».