Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Αγαπημένη, απωθημένη και μισητή πατρίδα

Ευριπίδης Γαραντούδης, εφ. Τα Νέα, 2/2/2008

Μιχάλης Γκανάς: επανεκδίδεται έπειτα από 18 χρόνια το αυτοβιογραφικό πεζό του ποιητή

Η πατρίδα από μητέρα μεγαλόψυχη γίνεται εξαιτίας των ιστορικών περιπετειών και τραυμάτων, μητριά. Έτσι και για την οικογένεια του μικρού Μιχάλη (Γκανά) που από την Ήπειρο βρέθηκε στο χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας, απ΄ όπου επαναπατρίστηκε το 1954

ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ, Η ΜΗΤΡΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΤΟΝ ΚΑΗΜΟ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ ΤΟΥ

Υποθέτω ότι οι νεώτεροι, η γενιά των τριαντάρηδων, γνωρίζουν τον εξηντατετράχρονο σήμερα Μιχάλη Γκανά κυρίως ως έναν από τους λιγοστούς ποιοτικούς στιχουργούς του έντεχνου τραγουδιού και λιγότερο ως έναν από τους, κατά κοινή παραδοχή των κριτικών, σημαντικότερους ποιητές της μεταπολιτευτικής περιόδου. Τώρα έχουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν και ως πεζογράφο, χάρη στην τρίτη έκδοση του μοναδικού αφηγήματός του Μητριά πατρίδα , 26 χρόνια ύστερα από την πρώτη (1981) και 18 χρόνια ύστερα από τη δεύτερη (1989) έκδοσή του.

Πριν από τη Μητριά πατρίδα είχαν προηγηθεί δύο ποιητικές συλλογές του Γκανά, Ακάθιστος δείπνος (1978) και Μαύρα λιθάρια (1980), ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν άλλα πέντε ποιητικά βιβλία του, με πιο πρόσφατο το Ο ύπνος του καπνιστή (2003). Αλλά, παρά την κυριαρχική θέση της ποίησης στον σχηματισμό της συγγραφικής του ταυτότητας, η Μητριά πατρίδα σημάδεψε το έργο του Γκανά κατ΄ αρχάς για έναν εξωτερικό λόγο. Η αφηγηματική φόρμα του κειμένου επέτρεψε στον συγγραφέα να διηγηθεί καλύτερα την πικρή ιστορία των παιδικών του χρόνων και, συνάμα, ένα από τα δραματικότερα συμβάντα της εποχής του Εμφυλίου.

Ο μικρός Μιχάλης και η οικογένειά του ανήκαν στην ομάδα των Ηπειρωτών που στη διάρκεια του Εμφυλίου, το 1948, εκτοπίστηκαν στις σοσιαλιστικές χώρες (Αλβανία και Ουγγαρία) και κατέληξαν στο χωριό Μπελογιάννης της Ουγγαρίας, απ΄ όπου επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1954. Οι 6 πρώτες από τις 13 ενότητες που συγκροτούν τη Μητριά πατρίδα αφηγούνται περιστατικά από τα παιδικά χρόνια της υποχρεωτικής εξορίας, ενώ οι υπόλοιπες 7 ενότητες έχουν ως θέμα αλγεινές ιδίως καταστάσεις από την περίοδο της εφηβείας σε μια «μητριά πατρίδα» στιγματισμένη από τις πολιτικές διώξεις, την οικονομική ανέχεια και τη μετανάστευση. Αλλά η Μητριά πατρίδα δεν είναι ένα ακόμη ανάμεσα στα πολλά όψιμα πεζογραφικά μας κείμενα που ανακαλούν προσωπικά βιώματα του Εμφυλίου από απόσταση δεκαετιών. Αν ξεχωρίζει είναι επειδή η πεζογραφική φόρμα και η ευθύγραμμη εξιστόρηση ευδιάκριτων μεταξύ τους ιστοριών στις 13 ενότητες της Μητριάς πατρίδας δεν αλλοιώνουν τον κατά βάθος ποιητικό χαρακτήρα του κειμένου. Αντίθετα συμβάλλουν σε ένα σπάνιο εκφραστικό αποτέλεσμα, στο οποίο δένονται οργανικά η καταγραφική αναφορικότητα της πεζογραφίας και η συναισθηματική θερμοκρασία της ποίησης. Η ποιητικότητα του αφηγήματος έγκειται σε μια βουβή, υπογειωμένη συγκίνηση που συνέχει και δονεί την αποδραματοποιημένη, ουδέτερη ή και ψυχρή αφηγηματική επιφάνειά του (ελλειπτικός, απλός, παρατακτικός λόγος με σύντομες προτάσεις). Ότι η Μητριά πατρίδα είναι το αφηγηματικό γραπτό ενός ποιητή φανερώνεται κυρίως με την πρόοδο του κειμένου, όταν ο αρχικός αφηγητής-παιδί γίνεται ολοένα και πιο καθαρά ο ενήλικος αφηγητής που επιστρέφει, ζωντανεύει και μνημειώνει το μακρινό πια παρελθόν του. Μέσα από αυτή τη μνημείωση αναδεικνύεται η ικανότητα της Μητριάς πατρίδας για μια πολυσύνθετη ισορροπία: ανάμεσα στον αφηγηματικό και τον ποιητικό λόγο, την προσωπική και τη συλλογική ιστορία, το σκληρό αλλά κι ευφρόσυνο παρελθόν του παιδιού και το διαγραφόμενα αδιέξοδο παρόν του ενηλίκου, την απότιση φόρου τιμής στα αγαπημένα οικογενειακά πρόσωπα και την ανάδειξη μιας σταθερής ιθαγένειας στηριγμένης σε μια ανθρωπογεωγραφία που χάνεται όταν η πατρίδα μεταναστεύει στα πέρατα της γης.

Ο διάλογος

Αν η Μητριά πατρίδα κατέχει επιπρόσθετα σημαντική θέση, όπως πιστεύω, στη μεταπολιτευτική λογοτεχνία μας είναι επειδή αφενός στερέωσε βαθιά τις ρίζες της στο λογοτεχνικό παρελθόν, αφετέρου όρισε τη γενεαλογική αφετηρία μιας μα κράς σειράς αξιόλογων αφηγηματικών κειμένων. Θεωρημένη από τη σκοπιά των λογοτεχνικών της ριζών η Μητριά πατρίδα ρίζωσε σε γόνιμα εδάφη της παλαιότερης, ιδίως της μεταπολεμικής πεζογραφίας και ποίησης. Ο τίτλος Μητριά πατρίδα προέρχεται από στίχο του Μάρκου Μέσκου, με το έργο του οποίου ο Γκανάς διαλέγεται πολλαπλά. Το απώτερο καταγωγικό στίγμα της Μητριάς πατρίδας ανιχνεύεται πολύ πιο πίσω στο παρελθόν, στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929)

του Στρατή Δούκα. Θεωρημένη από την άλλη σκοπιά, εκείνη της λειτουργίας της ως μήτρας για νεώτερους του Γκανά Ηπειρώτες συγγραφείς, η Μητριά πατρίδα στάθηκε κείμενο με πολλαπλές εκβλαστήσεις.

Ίχνη της ανιχνεύονται στο έργο του διηγηματογράφου Σωτήρη Δημητρίου και αρκετών ακόμη νεώτερων Ηπειρωτών πεζογράφων ή και ποιητών, όπως ο πρόωρα χαμένος Χρήστος Μπράβος.

Ελλειπτικό αφήγημα που στην ψυχρή επιφάνειά του μοιάζει με ιστορικό ντοκουμέντο, η Μητριά πατρίδα θεμελιώνεται στην ελεγειακή ποίηση, επειδή στο βάθος της εκφράζει την ανέφικτη επιθυμία του μεγάλου νόστου, την επανασύνδεση με τις ανθρώπινες και φυσικές ρίζες, την ηδονική επιστροφή σε κάτι τόσο όμορφο, απαραχάρακτα αυθεντικό και οριστικά χαμένο, τη μητριά πατρίδα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Διαβάζοντάς την από αυτή τη σκοπιά, η Μητριά πατρίδα είναι ένα είδος αφηγηματικής συμπύκνωσης πολλών στοιχείων της ποίησης του Γκανά.

Βυθίστηκε στην ομίχλη και το χιόνι

Η Μητριά πατρίδα είναι ένα σημαντικό έργο επειδή βρίσκεται στο επίκεντρο ενός αρκετά διευρυμένου κύκλου μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών λογοτεχνημάτων στα οποία ο ψυχοσυναισθηματικός δεσμός με την πατρίδα, έτσι όπως τον γνωρίσαμε από πλήθος παλαιότερα ποιήματα και πεζογραφήματα, ανατράπηκε ή και αντιστράφηκε- υπενθυμίζω επίσης το Πεθαίνω σα χώρα (1978) του Δημήτρη Δημητριάδη. Για να το πω σχηματικά: η πατρίδα από «μητέρα μεγαλόψυχη» (Σολωμός) έγινε, εξαιτίας των ιστορικών περιπετειών και τραυμάτων, μητριά. Συνάμα το εύρος αυτής της πατρίδας περιορίστηκε δραστικά: η πλατιά και κατά κανόνα φωτεινή ελληνικότητα, θεωρημένη μέσα από τον μεγεθυντικό φακό του μοντερνιστικού κοσμοπολιτισμού (γενιά του 1930), σμικρύνθηκε στον περίκλειστο μικροαστικό ή αγροτικό χώρο της ταπεινής ιθαγένειας. Στον Γκανά η πατρίδα έγινε η απωθημένη γενέτειρα, μαζί μισητή και αγαπημένη, των αποδιωγμένων και στερημένων χωρικών, των παράνομων και των λυπημένων (για να θυμηθώ τον Μπράβο). Ακόμη και η τοπιογραφία αυτής της πατρίδας άλλαξε. Μακριά από τα φωτεινά νησιά του Αιγαίου και τα βουνά της Αττικής με τις καθαρές γραμμές βυθίστηκε στην ομίχλη και το χιόνι (όπως το βορειοελλαδικό τοπίο στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου).